Η μόνη απάντηση στο σύγχρονο ολοκληρωτισμό είναι η κοινωνική επανάσταση 29/06/10

Η ΜΟΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

H κατοχική συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Τρόικας (Ε. Επιτροπή, ΔΝΤ, ΕΚΤ) έχει καταφέρει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα -και έχοντας τη συναίνεση των ΜΜΕ – να ξηλώσει ό,τι έχει κατακτηθεί με μακροχρόνιους, και συχνά αιματηρούς, κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες και να επιβάλει μια πρωτοφανή σε αγριότητα εκμετάλλευση της κοινωνικής πλειοψηφίας από μια αισχρή μειοψηφία που απαρτίζει την οικονομική ελίτ. Τα πρόσφατα μέτρα του Λοβέρδου για τα εργασιακά και το ασφαλιστικό είναι στην ίδια κατεύθυνση και δεν πρόκειται να είναι τα τελευταία. Ήδη η Ελλάδα μετατρέπεται σταδιακά σ’ έναν παράδεισο για τ’ αφεντικά και σε μια κόλαση για τους εργαζόμενους.
Αυτή η νέα σφοδρή ταξική επίθεση είναι για την οικονομική και πολιτική εξουσία «απαραίτητη συνθήκη για να ξεπεραστεί η κρίση», αφού -σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ανάλυση- συμπιέζοντας το εργασιακό κόστος εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για την ανταγωνιστικότητα, και τ’ αφεντικά μπορούν να ελπίζουν σε νέα κέρδη για το κεφάλαιο που έχει πληγές από την οικονομική κρίση. Με την προοπτική της αύξησης των κερδών, θα ξαναζωντανέψει η παραγωγική διαδικασία, θα δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη και θ’ ανοίξει ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση, γεγονός που θα βοηθήσει τη χώρα να ξεπεράσει τα σοβαρά δημοσιονομικά της προβλήματα.
Στην πραγματικότητα, και παρά τα όποια επιχειρήματα των επικριτών του νεοφιλελευθερισμού, γύρω από το κατά πόσο είναι ανορθόδοξο και αδιεξοδικό το παραπάνω οικονομικό μοντέλο (είναι σίγουρο πως η κατάληξη ενός τέτοιου σχεδίου είναι η ακόμα πιο βαθιά ύφεση και η ένταση της κρίσης), ζητούμενο για το καθεστώς είναι η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση της βαθιάς οικονομικής κρίσης για να επιβάλει τους νέους ταξικούς και κοινωνικούς όρους καταπίεσης και εκμετάλλευσης.
Η διαμόρφωση αυτής της νέας δικτατορίας του κεφαλαίου και του κράτους προϋποθέτει ότι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας θα πέσουν στην πλήρη ανέχεια, θα περιθωριοποιηθούν ώστε να γίνουν εύκολη λεία για τη στυγνή εκμετάλλευση που τ’ αφεντικά οραματίζονται να επιβάλουν. Για τα γουρούνια της πλουτοκρατίας από εδώ και στο εξής η ανθρώπινη ζωή θ’ αξίζει όσο τα ψίχουλα που θα πετάνε για μεροκάματο ενώ, σύμφωνα με τα σχέδια τους, θα είναι πολλοί αυτοί που θα περιμένουν στην ουρά για να τους ξεζουμίσουν στην παραγωγή και να του πετάξουν όποτε πάψουν να τους χρειάζονται.
Για να εξασφαλιστεί πως θα ξεχρεωθούν οι δανειστές του ελληνικού κράτους, ο Παπανδρέου και η κυβέρνηση του επιβάλλουν μια πρωτοφανή σε αγριότητα λιτότητα, με συνεχείς περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, σε δαπάνες του δημοσίου για νοσοκομεία και κοινωνικές παροχές, οδηγώντας στην οριστική κατάρρευση νοσοκομεία και ασφαλιστικά ταμεία, εισάγοντας την ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος και των υπηρεσιών υγείας, ενώ παράλληλα ξεπουλάνε σε τιμή ευκαιρίας οτιδήποτε έχει απομείνει στην κυριότητα του δημοσίου.
Τα μέτρα «δημοσιονομικής πειθαρχίας» που, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα οδηγήσουν στην «έξοδο από τη δημοσιονομική κρίση τη χώρα», στην πραγματικότητα -και σε συνδυασμό με τα μέτρα για τα εργασιακά- οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μεγαλύτερο δημοσιονομικό αδιέξοδο το κράτος που αργά ή γρήγορα θ’ αναγκαστεί να κηρύξει στάση πληρωμών ή, στην καλύτερη περίπτωση, να επαναδιαπραγματευτεί το ελληνικό χρέος.
Παρ’ όλα αυτά, οι συγκεκριμένες, άγριες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλονται από την οικονομική και πολιτική ελίτ του πλανήτη δεν είναι κάποιες «λάθος οικονομικές επιλογές» και ούτε μερικές αλλαγές στην κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής μπορούν ν’ αναστρέψουν το κλίμα βαθιάς κρίσης που περνά το σύστημα. Κυρίαρχο ζητούμενο για την οικονομική και πολιτική εξουσία που κυβερνά τον πλανήτη είναι η δεδομένη συστημική κρίση ν’ αξιοποιηθεί για την αναδιαμόρφωση των συνθηκών ζωής και εργασίας παντού αλλά και για τον επαναπροσδιορισμό των συσχετισμών εξουσίας στον πλανήτη, με την υπερεθνική οικονομική και πολιτική ελίτ να συγκεντρώνει όλο και μεγαλύτερη δύναμη και εξουσία στα χέρια της, τις αγορές να επιβάλλουν τον όλο και πιο ενεργητικό ρόλο τους στη διαμόρφωση και άσκηση της πολιτικής εξουσίας και τη διακυβέρνηση των χωρών να παίρνει όλο και πιο ολοκληρωτικό χαρακτήρα.
Συνεπώς, με αφορμή την κρίση και, κυρίως, την κρίση του χρέους των χωρών, εισάγεται και επιβάλλεται στη μία χώρα μετά την άλλη, και με τη συνεργασία των κυβερνήσεων, μια νέα ολοκληρωτική μορφή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, ένας νέος φασισμός, που μπροστά του παλαιότερες μορφές καταπίεσης και εκμετάλλευσης ωχριούν.
Συστατικό στοιχείο αυτής της νέας διεθνούς δικτατορίας είναι η αξιοποίηση του χρέους των χωρών για να περάσει ο κοινωνικός πλούτος μιας χώρας στα χέρια της οικονομικής ολιγαρχίας. Τα κοράκια του υπερεθνικού κεφαλαίου είναι έτοιμα να ορμήσουν και να κατασπαράξουν ό,τι έχει αξία στην Ελλάδα, όταν η κυβέρνηση θ’ αδυνατεί πλέον ν’ αντεπεξέλθει στις απαιτητικές δανειακές υποχρεώσεις που της επιβάλλουν οι τοκογλύφοι του χρέους. Το δρόμο για αυτή τη νέα κατοχή μέσω της κατάσχεσης του δημόσιου πλούτου της χώρας τον άνοιξε ο Παπανδρέου με το σχετικό μνημόνιο απέναντι στους δανειστές, σύμφωνα με το οποίο «ούτε ο δανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας».
Με άλλα λόγια, ΔΝΤ, Ε. Επιτροπή, ΕΚΤ και τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δάνεισαν το ελληνικό κράτος μπορούν από τη στιγμή που θα καθυστερήσουν να πάρουν τις δόσεις των δανείων τους να προβούν σε κατασχέσεις της δημόσιας περιουσίας και του κοινωνικού πλούτου της χώρας, ενώ ο δανειολήπτης (δανειολήπτης προφανώς θεωρείται το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, ασχέτως αν τα δανεικά δεν προορίζονται για την πλειοψηφία της) περνά και αυτός σε καθεστώς κυριολεκτικής κατοχής από τους δανειστές.

* * *

Απέναντι σ’ αυτό το νέο φασιστικό καθεστώς που διαμορφώνουν, όποια μορφή κινητοποίησης περιοριστεί σ’ έναν αγώνα «χαρακωμάτων» για τη διατήρηση των όποιων εργασιακών, πολιτικών και κοινωνικών κεκτημένων είναι καταδικασμένη σε ήττα. Γι’ αυτό και αποτελούν κοροϊδία όχι μόνο οι ανώδυνες διαμαρτυρίες που επιθυμούν οι μεγαλοσυνδικαλιστές αλλά και οι γελοίοι λεονταρισμοί της καθεστωτικής αριστεράς που συμμετέχει στο κοινοβούλιο, η οποία όχι μόνο δεν έχει καμία διάθεση να έρθει σε ρήξη με την καθεστωτική πολιτική τάξη -ρήξη που, μεταξύ άλλων, θα έβλαπτε τα πολιτικά και οικονομικά προνόμια των αντιπροσώπων της στο κοινοβούλιο- αλλά κάνει ό,τι μπορεί για ν’ αποτρέψει την κοινωνία να εκδηλώσει την οργή της και φτάνει στο σημείο να στρέφεται ακόμα και ενάντια σε πλειοψηφικά τμήματα της κοινωνίας όταν αυτά εκφράζονται ενάντια στο σύνολο του πολιτικού συστήματος. Έτσι, για την καθεστωτική αριστερά -όπως και για τα ΜΜΕ- εκφράσεις που χρησιμοποιούν πλειοψηφικά πλέον τμήματα της κοινωνίας, όπως «όλοι το ίδιο είναι», αναφερόμενα στους πολιτικούς που συμμετέχουν στο κοινοβούλιο, είναι φασιστική. Φασιστικό είναι, επίσης, το σύνθημα «να καεί το μπουρδέλο η βουλή» που χιλιάδες διαδηλωτών φώναζαν στην κινητοποίηση της 5ης Μάη έξω από το κοινοβούλιο, ενώ η απόπειρα εισβολής στη βουλή από τους συγκεντρωμένους ήταν «απόπειρα κατάλυσης της δημοκρατίας που θα άνοιγε το δρόμο για την επιβολή πραξικοπήματος». Για το ΚΚΕ, όσοι επιχείρησαν να εισβάλουν στο κοινοβούλιο ήταν, επίσης, φασίστες και προβοκάτορες. Τελικά, για κανέναν απ’ όσους συμμετέχουν στα κόμματα της καθεστωτικής αριστεράς δεν είναι φασισμός η πολιτική κυβέρνησης-τρόικας και το νέο ολοκληρωτικό καθεστώς που διαμορφώνεται. Ζητούμενο γι’ αυτούς είναι να καταφέρουν να ηγηθούν των κοινωνικών κινητοποιήσεων και να τις περιορίσουν στα πλαίσια που ορίζει η καθεστωτική νομιμότητα ώστε να μην απειλούν το καθεστώς και τους εκπροσώπους του. Πιστεύουμε ότι μάταια ελπίζουν πως θα τα καταφέρουν. Όλα δείχνουν ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις θα λαμβάνουν όλο και πιο έντονα χαρακτηριστικά ρήξης και σύγκρουσης με το καθεστώς και τα κόμματα της ενσωματωμένης στο σύστημα αριστεράς όχι μόνο δεν θα καταφέρουν να καρπωθούν την κοινωνική δυσαρέσκεια αλλά θα περιθωριοποιούνται όλο και περισσότερο και θ’ ακολουθούν στην πτώση και την κοινωνική περιφρόνηση τα κόμματα εξουσίας.
Τελικά ο αγώνας μας οφείλει να είναι ένας αγώνας επίθεσης ενάντια στο σύνολο της καθεστωτικής πολιτικής τάξης και των εκπροσώπων της και να μην στρέφεται μόνο κατά ορισμένων προσώπων και ενός περιορισμένου αριθμού πολιτικών επιλογών. Εξάλλου, η βαθιά οικονομική κρίση στην οποία βυθίζεται αυτή την περίοδο η χώρα δεν είναι αποτέλεσμα απλώς κάποιων κακών χειρισμών προηγούμενων κυβερνήσεων. Η κρίση στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας κρίσης του συστήματος, που σαπίζει και προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή με την αφαίμαξη των κοινωνιών. Σ’ αυτή την κρίση έχουν συμβάλει με τον δικό τους τρόπο όλοι όσοι συμμετέχουν στο σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την οποία και οφείλουμε με τον αγώνα μας να καταργήσουμε.
Να μην αφήσουμε να εκφυλιστεί ο αγώνας μας από προτάσεις και πολιτικές που αποβλέπουν στην έξοδο από την οικονομική κρίση, με τη δικαιολογία ότι αυτό συμφέρει την κοινωνική βάση. Κάθε τέτοια πρόταση θα επιδιώξει να συγκρατήσει τους αγώνες εντός των πλαισίων του καθεστώτος και θα εμποδίσει κάθε πραγματικά απελευθερωτική πρόταση για το μέλλον να κατατεθεί κοινωνικά και να δοκιμαστεί στην πράξη. Είναι εξάλλου δεδομένο πως καμία λύση που θέλει την Ελλάδα να παραμένει εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν πρόκειται να μας βγάλει οριστικά από τις συστημικές κρίσεις τις οποίες πληρώνει με το αίμα της η κοινωνική πλειοψηφία των μη προνομιούχων.
Όσο ριζοσπαστικές κι αν ακούγονται κάποιες προτάσεις (έξοδος από την ΟΝΕ ή και την Ε.Ε., επιστροφή στη δραχμή, εθνικοποίηση επιχειρήσεων όπως οι τράπεζες, αύξηση της φορολόγησης των πλουσίων για να πληρωθεί το χρέος κ.λπ.), δεν εγγυώνται τίποτα περισσότερο από ένα άλμα στο κενό που, αργά ή γρήγορα, θα μας οδηγήσει ξανά πίσω, στο ίδιο καθεστώς εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Η μόνη πραγματική διέξοδος από την κρίση που μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική επιβίωση των μη προνομιούχων και ν’ αποτρέψει την καταστροφή που μας επιφυλάσσει η πολιτική και οικονομική εξουσία είναι η οριστική έξοδος από το σύστημα του καπιταλισμού, της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Δεν μιλάμε για τίποτα λιγότερο από μια κοινωνική επανάσταση, η οποία γίνεται επιτακτική ανάγκη πλέον, όχι μόνο για λόγους αξιακούς, ηθικούς και κοινωνικού δικαίου, αλλά για λόγους που αφορούν την επιβίωση όλων μας. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια η άρχουσα πολιτική και οικονομική τάξη καθημερινά μας θέτει αμείλικτα το δίλημμα «ή εμείς ή αυτή». Ζούμε στην ιστορική στιγμή που οι προνομιούχες πολιτικές και οικονομικές κάστες δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τις μεγάλες πλειοψηφίες των μη προνομιούχων.
Ο αγώνας μας οφείλει να είναι αγώνας σύγκρουσης και ρήξης με κάθε προνομιούχο άτομο ή ομάδα ατόμων που βλέπει στη σημερινή κρίση και την άγρια επίθεση εναντίον των εργαζομένων μια ευκαιρία για να πλουτίσει. Να είναι ένας αγώνας ενάντια σε όποιον βλέπει το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας ως μια ευκαιρία για ν’ αρπάξει τον κοινωνικό πλούτο που ανήκει σε όλους μας. Ήρθε η ώρα ν’ απαλλαγούμε οριστικά απ’ όλους αυτούς τους αμοραλιστές και τυχοδιώκτες, τους κλέφτες και εγκληματίες. Ήρθε η ώρα να δώσουμε ένα μάθημα σε κάθε προνομιούχο.
Ο αγώνας μας να είναι ένας αγώνας για να πάρουμε πίσω ό,τι μας έχουν κλέψει και μας ανήκει. Να είναι ένας αγώνας αποτίναξης κάθε μορφής σκλαβιάς, αγώνας για την απελευθέρωση όλων των ανθρώπων. Για να μην υπάρξουν ξανά κοινωνικοί και ταξικοί διαχωρισμοί, για να μην υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, για να μην υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Για να μην υπάρχει οργανωμένη εξουσία, κράτος, ανελευθερία και καταπίεση.
Ο αγώνας μας να είναι ένας αγώνας για την οικονομική ισότητα και την πολιτική ελευθερία όλων. Να μην είναι τίποτε λιγότερο από μια ριζική ανατροπή, από μια κοινωνική επανάσταση.
Μιας τέτοιας επανάστασης μπορεί το προανάκρουσμα να είναι η έφοδος στο κοινοβούλιο που επιχειρήθηκε και δεν ολοκληρώθηκε στις 5 Μάη. Μια έφοδος που δεν θα αρκεστεί απλώς στο να ρίξει τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά θα είναι μια καθοριστική στιγμή του απελευθερωτικού από την κοινοβουλευτική χούντα αγώνα και που προοπτική του θα είναι να μην επιτραπεί σε κανέναν εξουσιαστικό πολιτικό σχηματισμό -είτε αυτός προέρχεται από το κοινοβούλιο είτε όχι- να πάρει στα χέρια του την εξουσία και να διαιωνίσει το σάπιο καθεστώς. Να μην επιτρέψουμε στους διάφορους υπερασπιστές του συστήματος, φορώντας το προσωπείο του «απελευθερωτή», να επιδιώξουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας για ν’ αναρριχηθούν στην εξουσία και να διασώσουν το καθεστώς.
Να ορίσει η ίδια η ίδια η κοινωνική βάση, με αρχές την ισότητα και την άρνηση κάθε μορφής οργανωμένης εξουσίας, την οργανωτική δομή που θα διαχειρίζεται και θα καθορίζει την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Μια οργανωτική δομή με οριζόντιο χαρακτήρα, χωρίς αντιπροσώπευση και επαγγελματίες της πολιτικής, χωρίς χειραγώγηση. Με μια τέτοια πολιτική οργάνωση ν’ αφήσουμε μια για πάντα πίσω μας την κοινοβουλευτική δικτατορία.
Να προχωρήσει όλη η κοινωνία που ζει κάτω από το ζυγό της νέας χούντας των αγορών και του κράτους σε μια σαρωτική απαλλοτρίωση όλου του πλούτου που βρίσκεται στα χέρια της οικονομικής ολιγαρχίας και να τον κοινωνικοποιήσει, να περάσει, δηλαδή, στο σύνολο του στα χέρια των συλλογικών κοινωνικών οργάνων που θα τον διαχειρίζονται. Ν’ απαλλοτριωθεί όλη η εκκλησιαστική περιουσία. Να περάσει όλος ο κοινωνικός πλούτος που αυτή τη στιγμή κατέχει η ντόπια πολιτική και οικονομική εξουσία στα χέρια της κοινωνικής βάσης και ν’ απαλλοτριωθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν στα χέρια τους πολυεθνικές και μέρος της ξένης οικονομικής ελίτ που δρα στην Ελλάδα.
Να πάρουμε στα χέρια μας όλα τα μέσα παραγωγής και τις παραγωγικές μονάδες και να τις κοινωνικοποιήσουμε. Τα ίδια τα εργατικά συμβούλια να καθορίζουν τι θα παραχθεί και για ποιούς, σε συνεργασία με τις τοπικές συνελεύσεις στις κοινότητες, τις πόλεις, τις γειτονιές.
Έξω από κάθε λογική ανταγωνισμού και ανάπτυξης, έξω από τις αρχές και τις αξίες της οικονομίας της αγοράς, μακριά από κάθε λογική συγκέντρωσης πλούτου, να προσδιοριστεί από την κοινωνική βάση η νέα οικονομική οργάνωση και η παραγωγική διαδικασία με κυρίαρχες αρχές την οικονομική ισότητα, την οριζόντια διαχείριση, την ποιότητα στην εργασία και την παραγωγή, την προστασία του περιβάλλοντος, την ποιότητα όλων των παραγόμενων προϊόντων και την εξεύρεση νέων τεχνολογιών που θα ταιριάζουν στο επαναστατικό μας εγχείρημα και θ’ αφήσουν οριστικά πίσω τους τις τεχνολογίες της μαζικής παραγωγής του καπιταλισμού που μόνο σ’ ένα συγκεντρωτικό οικονομικό μοντέλο αρμόζουν. Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι θέματα που θα αφορούν μια επαναστατημένη κοινωνία που θ’ αποφασίζει η ίδια για τον εαυτό της.
Να γίνουν οι κοινότητες, οι μικρές πόλεις, οι γειτονιές ο πυρήνας της νέας κοινωνικής οργάνωσης, ο κάτοχος του κοινωνικού πλούτου και ο κύριος πυλώνας των αποφάσεων, οικονομικών και πολιτικών. Να αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι κάθε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, να πάρουμε, επιτέλους, τη ζωή στα δικά μας χέρια.
Αν δεν επαναστατήσουμε τώρα ενάντια στη σύγχρονη δικτατορία των αγορών, του κεφαλαίου και του κράτους, αν δεν αποτινάξουμε τώρα το ζυγό της σκλαβιάς, αν δεν σηκώσουμε σήμερα το κεφάλι μας ψηλά, μέλλον δεν θα υπάρχει για εμάς και θα έχουμε καταδικάσει τις επόμενες γενιές να ζουν στις πιο σκοτεινές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της ανθρώπινης ιστορίας.
Η μόνη λύση που έχουμε στα χέρια μας για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο, για ν’ απαλλαγούμε οριστικά από τον σύγχρονο φασισμό είναι η κοινωνική επανάσταση.

Τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα
Κώστας Γούρνας, Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης

Posted in Uncategorized | Comments Off on Η μόνη απάντηση στο σύγχρονο ολοκληρωτισμό είναι η κοινωνική επανάσταση 29/06/10

Πολιτική επιστολή προς την κοινωνία από τους: Πόλα Ρούπα, Νίκο Μαζιώτη και Κώστα Γουρνά – 29/4/2010

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ: ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ, ΝΙΚΟ ΜΑΖΙΩΤΗ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑ ΓΟΥΡΝΑ

Αναλαμβάνουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα. Δηλώνουμε πως ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας που έπεσε νεκρός στη Δάφνη στις 10 Μαρτίου του 2010 ύστερα από μάχη με τους μπάτσους, συμμετείχε επίσης στον Επαναστατικό Αγώνα. Η μάχη που έδωσε ήταν για την υλοποίηση του ανατρεπτικού σχεδίου που συλλογικά ο Επαναστατικός Αγώνας είχε αποφασίσει. Ήταν μια μάχη για την επανάσταση και την ελευθερία.

Δηλώνουμε επίσης πως είμαστε πολύ περήφανοι για την οργάνωση μας, τον Επαναστατικό Αγώνα, είμαστε περήφανοι για την ιστορία μας, για κάθε στιγμή της πολιτικής δράσης μας. Είμαστε περήφανοι για το σύντροφο Φούντα, τον οποίο τιμούμε και θα τιμούμε για πάντα.

Όσο και αν πιστεύουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί ότι φυλακίζοντας μας θα ξεμπερδέψουν πολιτικά με εμάς, κάνουν λάθος. Είτε έξω είτε μέσα από τις φυλακές ο αγώνας που για εμάς είναι ζήτημα τιμής και αξιοπρέπειας, θα συνεχιστεί.

Όσο και αν γελούν αυτάρεσκα οι δύο τρομοκράτες Παπανδρέου και Χρυσοχοΐδης για τις συλλήψεις μας, όσο και αν πιστεύουν πως κατοχύρωσαν την απαραίτητη ασφάλεια για να προχωρήσει ανεμπόδιστα το σοσιαλφασιστικό τους κόμμα την εφαρμογή των εγκληματικών του σχεδίων ενάντια στην κοινωνία και κουνάνε την ουρά τους που οι Αμερικάνοι προϊστάμενοι τους τους επιχαίρουν, όσο και αν ισχυρίζονται πως εξαλειψανε μια σοβαρή απειλή για το καθεστώς τους, τους διαβεβαιώνουμε ότι δεν θα ξεμπερδέψουν εύκολα με εμάς.

Όσο είμαστε ζωντανοί, όσο ζούμε και αναπνέουμε θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να δημιουργούμε προβλήματα στα αντικοινωνικά και εγκληματικά τους σχέδια.

Και αν πιστεύουν οι διώκτες μας και η πολιτική εξουσία αυτής της χώρας πως έχουν το σύνολο της κοινωνίας με το μέρος τους, αν πιστεύουν πως η πλειοψηφία των ανθρώπων θεωρούν εμάς ως κοινωνική απειλή, γελιούνται. Κοινωνική απειλή για την πλειοψηφία του πληθυσμού είναι η κυβέρνηση που περνά το ένα πακέτο αντικοινωνικών μέτρων μετά το άλλο, καθ’ υπόδειξη των κορακιών του κεφαλαίου που «λαδώνουν» με τη ρευστότητα που διαθέτουν την κρατική μηχανή. Τρομοκρατία είναι η μακροχρόνια νεοφιλελεύθέρη πολιτική που επέβαλαν τα κόμματα εξουσίας με την ανοχή ή και τη στήριξη των μικρών κομμάτων. Τρομοκρατία είναι η εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας που έχει κάνει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να παρακολουθούν μουδιασμένα μέχρι στιγμής από φόβο, μια πρωτοφανή επίθεση εναντίον τους να βρίσκεται σε εξέλιξη.

Τρομοκρατία είναι να μην έχεις τα βασικά για να επιβιώσεις, να σου παίρνουν το μισθό και τη σύνταξη, να σου κατάσχει η τράπεζα το σπίτι, να ζεις μέσα στη μόλυνση που σκοτώνει. Τρομοκρατία είναι να ζεις καθημερινά υπό το καθεστώς του φόβου για την επιβίωση.

Για τα περισσότερα τμήματα της κοινωνίας, τρομοκράτες και εγκληματίες είναι αυτοί που κυβερνούν, είναι οι καθεστωτικοί πολιτικοί, είναι οι πλούσιοι, οι προνομιούχες κάστες που εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους και που ευημερούν συμμετέχοντας στην οικονομική και πολιτική εξουσία. Εχθροί της κοινωνίας είναι αυτοί που, αφού έκλεβαν και πλούτιζαν για χρόνια εις βάρος της, εκμεταλλευόμενοι ένα βάρβαρο και κατάφωρα άδικο σύστημα, τώρα που αυτό διανύει τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του, απαιτούν από αυτήν όλο και μεγαλύτερες θυσίες, απαιτούν από όλους μας να παραδώσουμε οικειοθελώς όλο το αίμα μας για να συντηρηθεί στη ζωή το σάπιο σώμα του καθεστώτος.

Όταν οι σοσιαλφασίστες του κυβερνώντος κόμματος διατείνονται πως έχουν τη λαϊκή εντολή για να εφαρμόσουν αυτές τις πολιτικές, προκαλούν ακόμα περισσότερο την κοινωνική αγανάκτηση. Είναι εξ’ άλλου καταγεγραμμένη ιστορικά και κανείς δεν ξεχνά τη μεγάλη προεκλογική εξαπάτηση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων από τους συμμετέχοντες στο ΠΑΣΟΚ, που με δόλο άρπαξαν την εξουσία στις τελευταίες εκλογές, λέγοντας ψέματα για τη δήθεν αναδιανεμητική υπέρ των αδυνάτων πολιτική που είχαν σκοπό να εφαρμόσουν, τάζοντας αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, υποσχόμενοι μια ομαλή, και χωρίς μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις, έξοδο από την κρίση.

Είπαν ψέματα ότι δεν γνώριζαν την πραγματική κατάσταση στα δημοσιονομικά του κράτους, είπαν ψέματα για την κατάσταση της οικονομίας και τις δυνατότητες της, είπαν ψέματα ότι θα πάρουν, δήθεν, τα χρήματα που χρειάζονται από τους προνομιούχους. Με τα ψέματα, με την εξαπάτηση, με το δόλο, έκλεψαν την εξουσία. Αν προεκλογικά αποκάλυπταν έστω και ένα μικρό μέρος των σχεδίων τους, όχι μόνο δεν θα ήταν τώρα κυβέρνηση, αλλά θα έμεναν και εκτός κοινοβουλίου. Η κοινωνική συναίνεση που επικαλούνται είναι ένα τερατώδες ψέμα που προκαλεί έντονα την κοινωνική οργή.

Εμείς ως Επαναστατικός Αγώνας αμέσως μετά τις εκλογές και πριν το ΠΑΣΟΚ αποκαλύψει τις πραγματικές του προθέσεις, μιλήσαμε για την πιο άγρια νεοφιλελεύθερη επίθεση που πρόκειται να εξαπολύσει στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης και των δημοσιονομικών προβλημάτων, και έχουμε ήδη επιβεβαιωθεί.

Επίσης, είχαμε μιλήσει για την άμεση πολιτική χρεοκοπία της κυβέρνησης Παπανδρέου, την οποία και αναμένουμε το προσεχές διάστημα, καθώς πρόκειται για μια ουσιαστικά υπηρεσιακή κυβέρνηση, με σύντομη ημερομηνία λήξης.

Παρ’ όλο που το εγκληματικό πρόσωπο τους έχει αποκαλυφθεί, εξακολουθούν οι κατέχοντες την πολιτική εξουσία να εξαπατούν και να κοροϊδεύουν, υποστηρίζοντας πως ό,τι κάνουν είναι «για το καλό του κοινωνικού συνόλου». Ο Παπανδρέου και τα επιτελεία του κάνουν πλέον το πανελλήνιο να γελά όταν επικαλούνται τον πατριωτισμό τους, όταν αναφερόμενοι στα σκληρά μέτρα που επιβάλλουν, μιλούν για μέτρα που «επιβάλει το εθνικό συμφέρον», ότι πρόκειται για «τη σωτηρία της χώρας». Και το αποκορύφωμα αυτής της συντονισμένης κοροϊδίας είναι όταν λένε πως οι προσπάθειες τους να μη χρεοκοπήσει η χώρα είναι για το συμφέρον των μη προνομιούχων.

Είναι «ζήτημα εθνικής ανάγκης» να ρίχνουν όλο και πιο βαθιά στη φτώχεια και την ανέχεια μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, προκειμένου να «ηρεμήσουν οι αγορές» (όπου «αγορές» εννοούμε τα άγρια θηρία που απαρτίζουν την υπερεθνική οικονομική ελίτ), να σταματήσουν να κερδοσκοπούν με το ελληνικό χρέος και να ρίξουν, επιτέλους, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου.

Στην πραγματικότητα δεν έχουν κανένα σκοπό να προστατέψουν τη χώρα και τα λαϊκά στρώματα από τη χρεοκοπία, όπως δηλώνουν οι κυβερνώντες. Τα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού είναι ήδη καταβεβλημένα από τις άγριες πολιτικές που εφαρμόζονται εις βάρος του και είναι δεδομένη η χρεοκοπία τους ως προϋπόθεση για τη συντήρηση των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων. Συντάξεις και μισθοί κόβονται ή καταργούνται, εκατοντάδες χιλιάδες απολύονται και πρόκειται να απολυθούν στο άμεσο μέλλον, οι φορολογικές επιδρομές εντείνονται, τα ασφαλιστικά ταμεία, ύστερα από μια μακροχρόνια πολιτική καταλήστευσης και απαξίωσης από το κράτος, αφήνονται να καταρρεύσουν, υπηρεσίες υγείας καταργούνται, δημόσια νοσοκομεία χρεοκοπούν και αφήνονται στη σήψη ως το οριστικό κλείσιμο, δίνοντας τη χαριστική βολή σε ό,τι είχε απομείνει όρθιο από το σύστημα υγείας του δημοσίου.

Αυτές οι συνθήκες όχι μόνο δεν είναι κάτι πρόσκαιρο που θα λήξει σε 2-3 χρόνια όπως διαμηνύουν ψευδώς οι εξουσιαστές για να καθησυχάσουν την κοινωνία, αλλά θα γίνουν ακόμη χειρότερες εν όψει των μακροχρόνιων προσπαθειών της πολιτικής ελίτ να «βγάλει τη χώρα από την κρίση» δηλαδή να σώσει την άρχουσα οικονομική και πολιτική τάξη.

Μέσα στα πολλά και τερατώδη ψεύδη που λέει συστηματικά η κυβέρνηση, έχουν γίνει και αρκετές ειλικρινείς αναφορές (π.χ. από την Κατσέλη) στην «μεγάλη ευκαιρία που προσφέρει η κρίση στην Ελλάδα να εφαρμοστούν οι απαραίτητες αλλαγές για τη συνολική οικονομική εξυγίανση». Εννοούν φυσικά, τη μοναδική ευκαιρία να περάσουν όλες τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που τόσα χρόνια, λόγω φόβου για το πολιτικό κόστος από τις κοινωνικές αντιδράσεις, οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν μπορούσαν ούτε καν να διανοηθούν να προωθήσουν.

Μιλούν για τη μοναδική ευκαιρία που τους προσφέρεται να ξηλώσουν οριστικά και ταχύτατα όλα τα κοινωνικά κεκτημένα και κατακτήσεις, να ιδιωτικοποιήσουν ασφάλιση και υγεία, να μειώσουν δραστικά το εργασιακό κόστος, να μετατρέψουν την Ελλάδα σ’ ένα παράδεισο εκμετάλλευσης για το κεφάλαιο, με άφθονο πάμφθηνο εργατικό δυναμικό, χωρίς δικαιώματα. Μιλούν για τη μοναδική ευκαιρία να πραγματοποιηθεί η πιο ανελέητη αναδιανομή πλούτου από κάτω προς τα πάνω.

Δεν τους ενδιαφέρει λοιπόν, να σωθούν οι μη προνομιούχοι, οι οποίοι και καταδικάζονται με αυτές τις πολιτικές σ’ έναν αργό οικονομικό και κοινωνικό θάνατο. Θέλουν να σώσουν τους έλληνες κεφαλαιοκράτες, τις τράπεζες, τις μεγάλες επιχειρήσεις, τους εφοπλιστές. Θέλουν να προστατέψουν τους επενδυτές, τους κάθε είδους κερδοσκόπους που τζογάρουν άπληστα στο προσοδοφόρο μέχρι στιγμής, ελληνικό χρέος. Θέλουν να προστατέψουν τον εαυτό τους και την υπόλοιπη πολιτική ελίτ της χώρας από μια καθεστωτική κατάρρευση, που θα σημάνει τον όλεθρο της κρατικής μηχανής. Θέλουν να προστατέψουν τον εαυτό τους και τα προνόμια που απολαμβάνουν συμμετέχοντας στο καθεστώς.

Για τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, τα οποία και αποτελούν αναλώσιμο υλικό που χρησιμοποιείται για την επιβίωση των εξουσιαστών, είναι εξασφαλισμένη η πιο βαθιά οικονομική και κοινωνική χρεοκοπία που έχει να ζήσει η χώρα από την εποχή της γερμανικής κατοχής. Το ΠΑΣΟΚ παραδίδει γη και ύδωρ στο μεγάλο κεφάλαιο, ξεπουλάει το σύνολο της χώρας για να σωθεί το τομάρι της ντόπιας οικονομικής και πολιτικής ελίτ.

Ας σταματήσουν λοιπόν, τα ψέματα. Ποιον κοροϊδεύουν όταν λένε πως η δημοσιονομική κατάρρευση θα έχει επιπτώσεις κυρίως στους μη προνομιούχους, όταν προσπαθούν να μας πείσουν πως είναι προς το συμφέρον μας να τους βοηθήσουμε για το ξεπέρασμα της κρίσης. Μα όταν η χώρα «θα έχει σωθεί», εμείς όλοι θα είμαστε ήδη νεκροί. Δουλειές δεν θα υπάρχουν, η φτώχεια θα έχει απλωθεί σαν πανούκλα παντού, ο κόσμος θ’ αρρωσταίνει και θα πεθαίνει χωρίς να μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα, το βιοτικό επίπεδο θα μοιάζει με αυτό μιας χώρας σε πόλεμο. Γιατί έχουμε πόλεμο. Όχι αυτόν που αναφέρεται ο ψεύτης ο Παπανδρέου. Δεν έχει κηρύξει κανένα πόλεμο η κυβέρνηση στις αγορές και τους κερδοσκόπους. Αυτά τα γελοία φραστικά πυροτεχνήματα που έχουν περισσέψει όλο αυτό το διάστημα, ιδίως από τον προαναφερόμενο θεατρίνο που διευθύνει την ολοκλήρωση της σύγχρονης καταστροφής της χώρας, χρησιμεύουν απλώς για την παραπλάνηση της κοινωνίας.

Έχουμε έναν κοινωνικό και ταξικό πόλεμο σε πρωτοφανή όξυνση. Έχουμε τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα να συγχρονίζονται και να συντονίζουν τις δυνάμεις τους για να εξαπολύσουν τη μεγαλύτερη ταξική επίθεση που έχει γίνει ποτέ στη χώρα. Έχουμε τον πόλεμο που έχουν κηρύξει οι κεφαλαιοκράτες με τη βοήθεια της κυβέρνησης ενάντια στους εργαζόμενους. Έχουμε τον πόλεμο των εξουσιαστών εναντίον των αγωνιστών.

Έχουμε μια μοναδική κοινωνική κατάσταση που διαμορφώνεται και που σπάνε ο ένας μετά τον άλλο οι οικονομικοί και κοινωνικοί δεσμοί ανάμεσα σε προνομιούχους και μη. Μια μεγάλη κοινωνική ρήξη διαμορφώνεται στο εσωτερικό της χώρας και μια πρωτοφανής πολιτική αντίθεση ανάμεσα στην ελίτ και την κοινωνική βάση με εκρηκτικές προοπτικές.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον πρωτόγνωρης τρομοκρατικής επίθεσης από κράτος και κεφάλαιο και ενώ η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας βιώνει ένα ασύλληπτο μέχρι χθες καθεστώς τρόμου και ανασφάλειας, είναι πραγματικά γελοίο να ισχυρίζονται οι εξουσιαστές ότι οι συλλήψεις μας αφορούν στην αντιμετώπιση μιας κοινωνικής απειλής και ότι ο Επαναστατικός Αγώνας είχε ως σκοπό «να εκφοβίσει σοβαρά τον πληθυσμό» όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

Η μακροχρόνια και συνεπής πολιτική παρουσία του Επαναστατικού Αγώνα είμαστε βέβαιοι πως όχι μόνο δεν γίνεται αντιληπτή από τους περισσότερους ως «απειλή για την κοινωνία», αλλά ως μια πολιτική παρουσία δίπλα στους καταπιεσμένους και πάντα ενάντια στην οικονομική και πολιτική ελίτ. Δίπλα σε αυτούς που ζουν υπό το ζυγό της εξουσίας και απέναντι σε αυτούς που την ασκούν.

Παρά την ιδεολογική αντεπίθεση που έχει εξαπολύσει το κράτος και τα Μ.Μ.Ε. εναντίον μας, είναι κατανοητό από την πλειοψηφία του πληθυσμού πως ο πόλεμος εναντίον μας είναι πόλεμος εναντίον όσων θέλουν ν’ αντισταθούν δυναμικά στις επιλογές τους, είναι ένα μέσο εκφοβισμού και τρομοκράτησης γι’ αυτούς που σκέφτονται να σηκώσουν το ανάστημα τους ενάντια στις εγκληματικές πολιτικές της εξουσίας.

Αν παρακολουθήσει κάποιος την πορεία του Επαναστατικού Αγώνα καταλαβαίνει πόσο έωλοι είναι οι ισχυρισμοί της πολιτικής εξουσίας και των κολαούζων της στα Μ.Μ.Ε. ότι η δράση του συνιστά απειλή για το κοινωνικό σύνολο. Γιατί ποια είναι η ενέργεια μας που έχει δήθεν τρομοκρατήσει την κοινωνία και έχει στραφεί ενάντια της; Μήπως οι επιθέσεις στα μισητά από την κοινωνική πλειοψηφία υπουργεία εργασίας και οικονομίας όπου αποφασίζονται και προστάζονται οι πιο αντικοινωνικές πολιτικές;

Μήπως οι επιθέσεις ενάντια στα ΜΑΤ που τρομοκρατούν καθημερινά στους δρόμους των πόλεων, ξυλοκοπούν διαδηλωτές και έχουν ως αποστολή τη βίαιη καταστολή των κοινωνικών αγώνων; Οι επιθέσεις ενάντια στα αστυνομικά τμήματα που στεγάζουν τους εκπαιδευμένους δολοφόνους του καθεστώτος και όπου καθημερινά ξεφτιλίζονται, ξυλοκοπούνται και δολοφονούνται άνθρωποι που πέφτουν στα χέρια των μπάτσων;

Μήπως συνιστά τρομοκράτηση της κοινωνίας η επίθεση εναντίον του Βουλγαράκη ο οποίος έχει συνδεθεί με δύο μεγάλα σκάνδαλα (τηλεφωνικές υποκλοπές, απαγωγές Πακιστανών) και που εκμεταλλευόμενος τον υπουργικό του θώκο αύξησε την οικογενειακή του περιουσία με τις αγοραπωλησίες εκτάσεων του δημοσίου (υπόθεση Βατοπεδίου); Αυτόν, όπως και όλους όσους έχουν συνδεθεί με ανάλογες υποθέσεις άπληστης υφαρπαγής του κοινωνικού πλούτου, οι περισσότεροι που ζουν σε αυτή τη χώρα πολύ θα ήθελαν να τους δουν κρεμασμένους στην πλατεία Συντάγματος.

Μήπως πρόκειται για ενέργεια τρομοκράτησης της κοινωνίας η επίθεση εναντίον της πρεσβείας των ΗΠΑ; Μήπως δεν γνωρίζουν οι διώκτες μας και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι πως αυτή την επίθεση επιδοκίμασε η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας η οποία μόνο ευγενή συναισθήματα δεν τρέφει για το κράτος των ΗΠΑ;

Μήπως είναι πράξη που τρομοκρατεί τον πληθυσμό μια επίθεση εναντίον της πολυεθνικής εταιρείας Shell που εδώ και πολλές δεκαετίες λυμαίνεται τον φυσικό πλούτο πολλών χωρών, εκμεταλλεύεται πληθυσμούς και συμβάλλει στην καταστροφή του πλανήτη;

Ή μήπως η επίθεση εναντίον της Citibank, έναν από τους κορυφαίους ομίλους της διεθνούς χρηματοοικονομικής τρομοκρατίας, που διαδραμάτισε εδώ και δεκαετίες πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία συγκέντρωσης κεφαλαίου, αρπάζοντας τον πλούτο αμέτρητων χωρών μέσω της κερδοσκοπίας με το χρέος τους, οδηγώντας τις σε μια μη αναστρέψιμη πολλές φορές οικονομική και κοινωνική καταστροφή; Είναι αντικοινωνική μια επίθεση ενάντια σ’ αυτή την πολυεθνική των οικονομικών εγκλημάτων που πρωτοστάτησε στη δημιουργία της μεγάλης κρίσης που ζούμε σήμερα;

Ή μήπως πρόκειται για πράξη κοινωνικής τρομοκράτησης η επίθεση ενάντια στο χρηματιστήριο, το ναό του χρήματος και έναν από τους σημαντικότερους διαύλους υφαρπαγής του κοινωνικού πλούτου και μεταφοράς του από την κοινωνική βάση προς την οικονομική ελίτ;

Οι μόνοι που έχουν τρομοκρατηθεί από αυτές τις πολιτικές ενέργειες είναι η πολιτική και οικονομική εξουσία. Είναι οι εγκληματίες κεφαλαιοκράτες που ανησυχούν για τις «επενδύσεις» τους και που φοβούνται πως δεν θα μπορούν να περάσουν χωρίς προβλήματα τους όρους της σύγχρονης δικτατορίας τους. Αν αυτές οι επιθέσεις συνιστούν απειλή για κάποιους αυτοί είναι όσοι απολαμβάνουν οικονομική και κοινωνική ισχύ από το υπάρχον καθεστώς κοινωνικής υποδούλωσης.

Η φυλάκισή μας λοιπόν, όχι μόνο δεν συνιστά λύση για την ασφάλεια του πληθυσμού αλλά λειτουργεί προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Θέλει να καταφέρει την αντιμετώπιση μιας πολιτικής απειλής για το καθεστώς, ώστε κράτος και κεφάλαιο με μεγαλύτερη ασφάλεια να ασκούν τη μαζική τρομοκρατία εναντίον της κοινωνικής πλειοψηφίας. Στόχος των διωκτών μας να εξαλείψουν έναν παράγοντα πολιτικής αφύπνισης για την κοινωνία, μια επαναστατική απειλή.

Για πολλούς από την διεθνή πολιτική και οικονομική ελίτ – μεταξύ των οποίων και των γερακιών του ΔΝΤ – η διεθνής οικονομική κρίση έχει τελειώσει, η οικονομική ανάκαμψη, αν και ισχνή, έχει ξεκινήσει, οι προοπτικές διαφαίνονται καλές ενώ η κρίση στην Ελλάδα δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι υπερασπιστές και εκφραστές του οικονομικού και πολιτικού συστήματος αναγνώρισαν ως κρίση μόνο αυτή που συγκλόνισε το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και αφού αυτό φαίνεται να διασώθηκε μετά τις γενναιόδωρες παροχές ρευστότητας από τις κυβερνήσεις, μιλάνε για το τέλος των προβλημάτων του συστήματος και για την αρχή μιας, ίσως επίπονης και όχι πολύ σύντομης, διαδικασίας οικονομικής ανάκαμψης, και με την προϋπόθεση πάντα ότι οι κυβερνήσεις θα λάβουν τ’ απαραίτητα μέτρα λιτότητας.

Με την ίδια επιφανειακή προσέγγιση της κρίσης που τη διαχωρίζει στις διάφορες – για πολλούς ακόμη και ανεξάρτητες μεταξύ τους – διαστάσεις της και τις απομονώνει, αναλύεται από τους καθεστωτικούς αναλυτές και η κρίση του χρέους στην Ελλάδα. Γι’ αυτούς η οικονομική κρίση είναι μόνο ένα αποτέλεσμα κακής διαχείρισης του συστήματος που με κάποιες επιμέρους διορθώσεις θα επανέλθει στην πρότερη εύρυθμη λειτουργία του.

Η δε δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα δεν αποτελεί για τους συμμετέχοντες στην ηγεσία του συστήματος ούτε καν μια παρενέργεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που οφείλεται στην κακή διαχείριση των δημοσίων ταμείων από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Δεν αμφισβητούμε βέβαια, το γεγονός ότι οι κατά καιρούς κατέχοντες την εξουσία στη χώρα προέβησαν συστηματικά και χωρίς εξαιρέσεις στην καταλήστευση του χρήματος και της περιουσίας του δημοσίου. Αντιθέτως, με τον πλούτο που έχει αντλήσει το κράτος από την κοινωνική βάση, πλούτιζαν και ζούσαν σπαταλώντας αφειδώς τα δημόσια ταμεία όλες ανεξαιρέτως οι συμμορίες των κυβερνώντων, πετώντας μερικά ξεροκόμματα στην πλειοψηφική βάση των ψηφοφόρων προκειμένου να κερδίσουν την ψήφο τους. Οι ληστές των κομμάτων εξουσίας έφτιαξαν τεράστιες περιουσίες, έχτισαν βίλες, αγόρασαν κότερα, εξασφάλισαν μια ζωή μες στη χλιδή ενώ η κοινωνική πλειοψηφία ζει υπό το καθεστώς της οικονομικής τρομοκρατίας που επιβάλλει το κράτος και το κεφάλαιο. Όταν όμως τα γεράκια του Δ.Ν.Τ. και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατηγορούν τις προηγούμενες κυβερνήσεις για διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, δεν εννοούν τα παραπάνω και ούτε βέβαια τα δισεκατομμύρια ευρώ που χαρίστηκαν στους κάθε εθνικότητας κεφαλαιοκράτες οι οποίοι δραστηριοποιούνται στη χώρα. Τις κατηγορούν ότι σπατάλησαν πολλά σε μισθούς και συντάξεις, ότι ξοδεύουν πολλά για τη δημόσια υγεία και για την παιδεία και ότι υπήρξαν πολύ ελαστικές με τη φορολόγηση της κοινωνικής βάσης.

Το ελληνικό κράτος βρίσκεται εδώ και καιρό υπό καθεστώς δημοσιονομικής χρεοκοπίας, ασχέτως αν δεν το ομολογούν οι κυβερνώντες, ενώ ο μηχανισμός στήριξης του Δ.Ν.Τ., της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ανέλαβε πλέον τα ηνία της εξουσίας, έχει ως αποστολή την παροχή ρευστότητας για να πληρωθούν όσοι δάνεισαν το ελληνικό δημόσιο αγοράζοντας ομόλογα. Το αντάλλαγμα για την «οικονομική σωτηρία» είναι η εφαρμογή της πιο άγριας καταλήστευσης της κοινωνίας για λογαριασμό του υπερεθνικού κεφαλαίου.

Όσον αφορά το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας, εκτός από την καταλήστευση των ταμείων για ίδιον όφελος από τους κυβερνώντες, αυτό άρχισε να δημιουργείται εξ’ αιτίας του κυρίαρχου αναπτυξιακού μοντέλου που υιοθετήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια και του ρόλου της Ελλάδας στην αλυσίδα της διεθνούς παραγωγικής διαδικασίας. Η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη ήταν ανέκαθεν αυτή μιας αγοράς για τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Και ενώ το ακριβό και μη ανταγωνιστικό ευρώ δεν επέτρεπε στα ευρωπαϊκά προϊόντα ν’ ανταγωνιστούν τα κατά πολύ φθηνότερα που παράγονταν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μικρή πληθυσμιακά ελληνική αγορά ήταν υποχρεωμένη να καταναλώνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής των χωρών της ευρωζώνης.

Ο ισχυρισμός ότι η Ευρώπη παρέχει μια οικονομική ασφάλεια για την Ελλάδα δεν είναι παρά ένα τερατώδες ψέμα. Η επιβεβλημένη από την Ευρώπη οικονομική στρατηγική για την Ελλάδα ήταν από την αρχή η αποδιάρθρωση του προηγούμενου παραγωγικού μοντέλου και η ενθάρρυνση από το ελληνικό κράτος της κατανάλωσης με δανεικά. Οι ελληνικές κυβερνήσεις προχωρούσαν συνεχώς σε δανεισμούς για να χρηματοδοτούν επενδύσεις των πολυεθνικών από την Ε.Ε. στον ελληνικό χώρο, ενισχύοντας παράλληλα και τους Έλληνες κεφαλαιοκράτες.

Από την άλλη η ελληνική κοινωνία, ύστερα από μια ανελέητη προπαγάνδα από μεριάς των τραπεζικών ομίλων, μπήκε μέσα στο λαβύρινθο του δανεισμού όπου και βρίσκεται σήμερα ένα μεγάλο τμήμα της εγκλωβισμένο, προκειμένου να διευρυνθούν οι δυνατότητες κατανάλωσης της μικρής πληθυσμιακά ελληνικής αγοράς.

Ακόμα και εν μέσω της κρίσης και ενώ το ελληνικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, είχε ήδη φτάσει το ποσό του 1 τρισ. ευρώ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Τρισέ, δήλωνε με έμφαση πως «οι Έλληνες έχουν ακόμα περιθώρια για επιπλέον δανεισμό», ώστε να συνεχίσουν να καταναλώνουν στηρίζοντας με δανεικά την ισχνή λόγω κρίσης ευρωπαϊκή ανάπτυξη και να συνεχιστεί η κερδοφορία τραπεζών και επιχειρήσεων.

Η πλασματική ευημερία και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν ανταποκρίνονταν ποτέ στην πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας, παρά αντανακλούσαν την μεγάλη κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτό εξ’ άλλου το είχαμε επισημάνει από το 2005 – εποχή που όλοι μιλούσαν για την ισχυρή ελληνική οικονομία – ενώ είχαμε προβλέψει το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα και τον υπαρκτό κίνδυνο χρεοκοπίας που θ’ αντιμετώπιζε η Ελλάδα σε περίπτωση που θα ξεσπούσε μια μεγάλη και διεθνών διαστάσεων οικονομική κρίση.

Για τους πάσης φύσεως κερδοσκόπους – διαχειριστές και κατόχους του μεγάλου κεφαλαίου η κρίση δεν αφήνει περιθώρια υψηλής κερδοφορίας από τους παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας. Ακόμα και πολλά χρηματιστήρια δεν δίνουν τις ικανοποιητικές για τους άπληστους κεφαλαιοκράτες αποδόσεις και η αγορά των πρώτων υλών και των τροφίμων – παρά το γεγονός ότι οι τιμές είναι υπερβολικά υψηλές σε σχέση με την μειωμένη ζήτηση παγκοσμίως – δεν προσφέρει, προς το παρόν τουλάχιστον, τη δυνατότητα μιας πιο μεγάλης ανόδου, ανάλογης με αυτής του 2008, σε πείσμα των επενδυτών που κάνουν τα πάντα για να μεγεθύνουν την ήδη υπάρχουσα φούσκα στα συγκεκριμένα χρηματιστήρια.

Αντιθέτως, τα κρατικά χρέη είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία για το υπερεθνικό κεφάλαιο ν’ αντλήσει τα μέγιστα, εν μέσω κρίσης, δυνατά κέρδη. Ήδη η διεθνής φούσκα του χρέους στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, όμως οι πάσης φύσεως κερδοσκόποι δεν έχουν σκοπό να σταματήσουν, αλλά θα εξαντλήσουν κάθε περιθώριο εκμετάλλευσης του. Ο εκτροχιασμός του δημοσίου χρέους για τις χώρες του κέντρου οφείλεται στα τεράστια πακέτα οικονομικής στήριξης που οι κυβερνήσεις παρείχαν για την σωτηρία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με δύο λόγια η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ξεπεράστηκε – τουλάχιστον για την ώρα – εις βάρος των κοινωνικών πλειοψηφιών των χωρών του κέντρου, με τις κυβερνήσεις να εγκληματούν συστηματικά, καλύπτοντας με τον δημόσιο πλούτο τις μαύρες τρύπες των ταμείων των μεγάλων χρηματοοικονομικών ομίλων, των βασικών δημιουργών της διεθνούς κρίσης.

Η γιγαντιαία διάσταση του χρηματοοικονομικού τομέα (ενώ το 2006 και προ κρίσης το παγκόσμιο ΑΕΠ έφτανε τα 47 τρισ., η συνολική αξία των μετοχών ξεπερνούσε τα 50 τρισ., η αξία των ομολόγων ήταν στα 70 τρισ. και των παραγώγων ξεπερνούσε τα 470 τρισ., δηλαδή ήταν δεκαπλάσια του παγκοσμίου ΑΕΠ), είναι πολύ δυσανάλογη των μεγεθών και των πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών. Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να σηκώσουν στους ώμους τους τα χρέη αυτών των τραπεζικών και επενδυτικών τερατουργημάτων, θα οδηγήσει στη χρεοκοπία πολλές ακόμα και εύρωστες μέχρι πρότινος οικονομίες.

Σε αυτό συνεισφέρει η οικονομική ελίτ όλου του πλανήτη καθώς θα συνεχίσει να τζογάρει στο χρέος των κρατών. Μεγάλο μέρος της λιμνάζουσας λόγω κρίσης ρευστότητας βρήκε κερδοφόρα διέξοδο στο δημόσιο χρέος, τροφοδοτώντας την πιο καταστρεπτική για τις κοινωνίες φούσκα, της οποίας το σκάσιμο θ’ αναγκαστούν να πληρώσουν.

Το παιχνίδι της μεγάλης κερδοσκοπικής επίθεσης στα κρατικά χρέη άνοιξε με την Ελλάδα που λόγω των άσχημων δημοσιονομικών και του μεγάλου χρέους της, πρόσφερε τον ιδανικό πελάτη για τις αγορές. Τα ψηλά επιτόκια, που αντανακλούν κατά τους «επενδυτές» την έλλειψη οικονομικής ασφάλειας και την αυξημένη πιθανότητα χρεοκοπίας, έχουν δώσει μέχρι τώρα μεγάλα κέρδη για όσους έχουν «παίξει» στο ελληνικό χρέος. Έτσι κι αλλιώς το αυξημένο ρίσκο στις αγορές πάντα προσφέρει τις μεγαλύτερες αποδόσεις.

Στη διαμόρφωση της μεγάλης φούσκας του χρέους συμμετέχει σύσσωμη η οικονομική ελίτ του πλανήτη η οποία και για μια ακόμα φορά πιστεύει ότι θα μπορεί για όσο θέλει ν’ αντλεί μεγάλα κέρδη από τα δημόσια χρέη, αφού όπως ισχυρίζονται δημοσίως αρκετοί εκπρόσωποι της, δεν θα επιτραπεί η χρεοκοπία των χωρών. Πρόκειται για την ίδια αντίληψη που ίσχυε και με την προηγούμενη κρίση του χρέους των χωρών της περιφέρειας τη δεκαετία του ’80. Και τότε και σήμερα ακούγεται από τους κατόχους του μεγάλου κεφαλαίου η άποψη ότι «τα κυρίαρχα έθνη δεν χρεοκοπούν». Με αυτό το σκεπτικό η Ελλάδα έφτασε να χρεώνεται με επιτόκια που ξεπέρασαν το 9% και σε κάποιες περιπτώσεις το 15% και η κυβέρνηση πέφτει στην αγκαλιά της «επιτροπής σωτηρίας» των Δ. Ν.Τ., Ε. Επιτροπής και Ε.Κ.Τ. για να σωθεί, έστω και τυπικά, το ελληνικό κράτος από την οικονομική κατάρρευση.

Η φράση «τα κυρίαρχα έθνη δεν χρεοκοπούν» που εκφράζουν οι κεφαλαιοκράτες εκφράζει έμμεσα την πίεση που ασκούν για να παρέμβουν οι διεθνείς μηχανισμοί «σωτηρίας» των υπό χρεοκοπία κρατών, ώστε να μη ρισκάρουν τα κεφάλαια τους που επενδύουν στο χρέος και να συνεχίσουν χωρίς φόβο να κερδοσκοπούν με αυτό. Όμως η απληστία των κατόχων του υπερεθνικού κεφαλαίου πολύ σύντομα θ’ αποδειχθεί τόσο μεγάλη που ακόμα και μηχανισμοί «διάσωσης» όπως το ΔΝΤ δεν θα μπορούν ν ‘ανταπεξέλθουν.

Στην Ελλάδα πολύ κουβέντα γίνεται για τους κερδοσκόπους και οι αφορισμοί περισσεύουν, χωρίς ποτέ να προσδιορίζεται ποιοι είναι αυτοί. Σίγουρα όμως δεν πρόκειται μόνο για τους νεαρούς με τα λευκά κολάρα των υπερεθνικών επενδυτικών εταιρειών που «κάθονται μπροστά στους υπολογιστές και παίζουν με το χρέος των χωρών» όπως διεμήνυε ο Παπανδρέου λίγο καιρό πριν. Πρόκειται για το σύνολο της οικονομικής ελίτ. Μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες και μέσω αυτών όλη η αφρόκρεμα της ελληνικής πλουτοκρατίας, όλοι οι ευυπόληπτοι επιχειρηματίες που χαίρουν εκτίμησης από την πολιτική ελίτ της χώρας.

Και ας μην ξεχνάμε την σκανδαλώδη διαδικασία με την οποία οι ελληνικές τράπεζες αντλούν χρήμα με μηδενικό σχεδόν επιτόκιο από την Ε.Κ.Τ., δίνοντας ως εγγύηση ομόλογα του δημοσίου, τα οποία παίρνουν τζάμπα μέσω του πακέτου στήριξης των 28 δισ. ευρώ που αποφάσισε η προηγούμενη κυβέρνηση και στη συνέχεια δανείζουν το κράτος με τα ψηλά επιτόκια των αγορών. Και όλα τα παραπάνω ενώ έχουν βάλει αρκετά δισ. σε ρευστό στα ταμεία τους, διασφαλίζοντας έτσι την κεφαλαιακή τους επάρκεια ενώ η κυβέρνηση τις καλεί – υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και τη στιγμή που ξεπουλά τη χώρα για δανεικά – ν’ αξιοποιήσουν και το υπόλοιπο πακέτο που έχει μείνει αναξιοποίητο.

Το περίφημο περίστροφο λοιπόν, που συνήθιζε να επικαλείται γελοιωδώς ο Παπανδρέου όποτε έπαιρνε κάποια φραστική υποστήριξη από τους προϊσταμένους «εταίρους» του στην Ευρώπη, δεν στρέφεται ενάντια σε κανένα κερδοσκόπο. Αυτό το όπλο υπάρχει και σημαδεύει την πλειοψηφία του πληθυσμού αυτής της χώρας, για να υποκύψει στις απειλές της κυβέρνησης και των σωτήρων του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ο Παπανδρέου ως σύγχρονος Τσολάκογλου πλέον έχει εισαγάγει τη χώρα σε μια νέα εποχή κατοχής από το υπερεθνικό κεφάλαιο με το ΔΝΤ, την Ε. Επιτροπή και την Ε.Κ.Τ. – στο όνομα πάντα της σωτηρίας της πατρίδας – να ηγείται της επιτήρησης των προγραμμάτων λιτότητας και μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την ομαλή αποπληρωμή των δανειστών του ελληνικού κράτους.

Όλη η φιλολογία γύρω από τον αγαθό ρόλο του ΔΝΤ και η προσπάθεια αποδαιμονοποίησής του από την κυβέρνηση και τους διάφορους παρατρεχάμενούς της, δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα.. Είναι γνωστό πως σε όποιας χώρας τη ζωή και αν ενεπλάκη, οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Σε Αφρική, Ασία, Νότια Αμερική το ΔΝΤ ευθύνεται για την καταστροφή οικονομιών, παραγωγικών δομών και μοντέλων που δεν αρμόζουν στα κερδοφόρα παραγωγικά μοντέλα των γερακιών του υπερεθνικού κεφαλαίου που υπηρετεί αυτός ο οργανισμός. Τα αποτελέσματα των «ευεργετικών» παρεμβάσεων του ΔΝΤ σε πολλές περιπτώσεις, ήταν λιμοί, αρρώστιες, εμφύλιοι, μη αναστρέψιμες κοινωνικές και περιβαλλοντικές καταστροφές.

Είναι επίσης, αστείο όταν μετά από δεκαετίες δράσης του ΔΝΤ με τα ίδια πάντα καταστροφικά αποτελέσματα, πολλοί κυρίως αριστεροί και σοσιαλδημοκράτες εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τις άγριες νεοφιλελεύθερες συνταγές που επιβάλλει απλώς ως «λάθος στρατηγικής». Δεν είναι δυνατό να πιστεύουν πως, απλώς, είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν και πολύ καλά τι κάνουν, και η κατεύθυνση τους είναι πολύ συγκεκριμένη.

Το χρέος μιας χώρας που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει, είναι η ευκαιρία για την οικονομική ελίτ μέσω του ΔΝΤ να την γονατίσει, να την εξοντώσει, να την κατακτήσει. Αφού την ξεζουμίζουν, βγάζοντας τα κέρδη τους με το παραπάνω, την οδηγούν στη χρεοκοπία και τότε τα κοράκια του κεφαλαίου πέφτουν και αγοράζουν για ένα κομμάτι ψωμί ό,τι έχει αξία σε αυτό τον τόπο για να το αξιοποιήσουν, ενώ θα ‘χουν μετατρέψει τη χώρα αυτή σ’ ένα παράδεισο εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους κεφαλαιοκράτες, που θα μπορεί επιτέλους να ανταγωνιστεί τις πλέον απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες. Αυτό είναι το σχέδιο του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Ένα σχέδιο που οδηγεί ταχύτατα στην υπερσυγκέντρωση οικονομικής και κοινωνικής ισχύος σε ακόμη λιγότερα χέρια και το λαό στην εξαθλίωση.

Αν αφήσουμε να προχωρήσουν οι εγκληματίες του πολιτικού καθεστώτος της χώρας σε αυτές τις πολιτικές, έχουμε παραδοθεί στην πιο επαίσχυντη μορφή υποδούλωσης που υπήρξε ποτέ, έχουμε παραδώσει τη χώρα και το μέλλον των παιδιών μας στα σαγόνια των καρχαριών του μεγάλου κεφαλαίου, έχουμε αποδεχθεί να ζούμε υπό τη συνεχή τρομοκρατία της διεθνούς οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας.

Κανένας ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια συνθήκη, κανένας άνθρωπος με αξιοπρέπεια δεν μπορεί να παραδοθεί χωρίς αντίσταση.

Ενώ το ίδιο το σύστημα γκρεμίζει τις γέφυρες σύνδεσης και επικοινωνίας με την κοινωνική πλειοψηφία και παρατάσσεται πολεμικά απέναντι της, θα ήταν μεγάλο λάθος να επιδιώξουμε από τα κάτω την επαναδημιουργία αυτών των συνδέσεων. Τα κόμματα της αριστεράς που συμμετέχουν στο πολιτικό σύστημα θα επιδιώξουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και θα κάνουν τα πάντα για να εμποδίσουν τις επικείμενες κοινωνικές εκρήξεις. Όσο και αν αυξάνουν τους λεονταρισμούς κατά των κυβερνητικών επιλογών, δεν πρόκειται να έρθουν σε καμία ρήξη με το σύστημα.

Από την άλλη, η κοινωνία των μη προνομιούχων αναμένει μια νέα πολιτική δύναμη, ανεξάρτητη από κάθε πολιτική σκοπιμότητα και κάθε διάθεση χειραγώγησης, να διαμορφώσει αυτό το πολιτικό πεδίο στο οποίο θα μπορεί να πατήσει για ν’ αγωνιστεί ενάντια στις σύγχρονες άγριες συνθήκες ζωής που της επιβάλλονται. Αυτή η νέα πολιτική δύναμη δεν μπορεί να είναι άλλη από ένα ευρύ ριζοσπαστικό κίνημα που, χωρίς αναστολές, ενδοιασμούς, ενοχικά σύνδρομα και ψευδαισθήσεις σχετικά με την αναγκαιότητα ή όχι να υπάρξει μια ολική σύγκρουση με το καθεστώς, θα μπορέσει να χαράξει μια πορεία ανατροπής του συστήματος και να εμπνεύσει όσους περισσότερους καταπιεσμένους γίνεται προς την απελευθερωτική κατεύθυνση.

Όποιος στη σημερινή εποχή και ενώ πλέον βρισκόμαστε υπό την ωμή χούντα των αγορών εξακολουθεί να επικαλείται τις «άγουρες αντικειμενικές συνθήκες», τότε δεν έχει καμία διάθεση να δράσει ανατρεπτικά.

Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι οι πλέον ιδανικές.

Ας διαμορφώσουμε και τις υποκειμενικές συνθήκες που απαιτούνται για να επιχειρήσουμε την επανάσταση. Αυτή είναι η ευκαιρία μας.

ΖΗΤΩ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΛΑΜΠΡΟ ΦΟΥΝΤΑ
ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ
ΝΙΚΟΣ ΜΑΖΙΩΤΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΡΝΑΣ

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 29-4-2010
(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

Posted in Uncategorized | Comments Off on Πολιτική επιστολή προς την κοινωνία από τους: Πόλα Ρούπα, Νίκο Μαζιώτη και Κώστα Γουρνά – 29/4/2010

11η – 19/11/2009

Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει μετατρέψει την υφήλιο σε μια ωρολογιακή βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί. Η επαναφορά στη μόδα της πολιτικής ρητορικής, αλλά όχι και της πρακτικής, των κεϋνσιανών οικονομικών, οι αναφορές στην «απληστία ορισμένων επιχειρηματιών και τραπεζιτών», οι «απειλητικές» διακηρύξεις κάποιων κυβερνήσεων για περικοπές στα μπόνους των golden boys, κάθε μέρα που περνάει και καθώς η κρίση – παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις από τους «ιθύνοντες» της αγοράς – συνεχώς βαθαίνει, αποκαλύπτονται λόγια χωρίς ουσία που μοναδικό σκοπό έχουν να πείσουν τις κοινωνίες ότι καταβάλλονται προσπάθειες από τις πολιτικές εξουσίες να αντιμετωπιστεί η απληστία των αγορών.

Η «σοσιαλδημοκρατική» ρητορική δεν έχει άλλη αποστολή από το να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση ότι απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό – ο οποίος κατά τους ανά τον κόσμο «σοσιαλιστές» και καθεστωτικούς αριστερούς είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος της κρίσης – υπάρχει αντίπαλο δέος ικανό να «καθαρίσει το σύστημα από τις ακρότητες που ευθύνονται για την σημερινή κατάσταση». Στην Ελλάδα τον ρόλο αυτό παίζει το ΠΑΣΟΚ, που ήρθε στην εξουσία αφού η Ν.Δ. χρεοκόπησε λόγω των… υψηλών επιδόσεών της στα σκάνδαλα, λόγω της απροκάλυπτα επιθετικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής της και της ανικανότητάς της να διαχειριστεί ικανοποιητικά την οικονομική και κυρίως την κοινωνική κρίση.

Γιατί πρωταρχικός λόγος που οι κεφαλαιοκράτες, Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι επενδύουν κατά οποιονδήποτε τρόπο στην Ελλάδα, στήριξαν και έβγαλαν νικητή των εκλογών το ΠΑΣΟΚ ήταν γιατί η Ν.Δ. δεν μπορούσε πλέον να εγγυηθεί την κοινωνική σταθερότητα. Ο Παπανδρέου, προσποιούμενος ότι ξεφορτώθηκε τη σαβούρα των εκσυγχρονιστικών χρόνων της διακυβέρνησης Σημίτη, κατάφερε να εξαπατήσει ένα τμήμα της κοινωνίας ότι θα επαναφέρει την παλιά σοσιαλδημοκρατία. Όμως η σοσιαλδημοκρατία έχει εδώ και δεκαετίες πεθάνει – γεγονός γνωστό σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο – και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα περιφέρει απλώς το πτώμα της.

Πολλοί δεν πείστηκαν από την απάτη της σοσιαλδημοκρατικής ρητορείας του Παπανδρέου και ένα μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας έχει γυρίσει την πλάτη στον κοινοβουλευτισμό. Η σημερινή κυβέρνηση απολαμβάνει μια απόλυτη εξουσία όχι χάρη στο εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά χάρη στους εκλογικούς νόμους, που προσφέρουν αυθαίρετα υπερεξουσίες στο πρώτο κόμμα και γνωρίζει πολύ καλά πως τα στηρίγματα του κράτους στην κοινωνία δεν είναι τόσο σταθερά όσο θέλει να δηλώνει.

Οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου αποκάλυψαν σε πόσο σαθρό έδαφος στηρίζουν την κοινωνική νομιμοποίησή τους οι σύγχρονοι εξουσιαστές. Και αφού η πολιτική ελίτ ισχυρίζεται ότι στηρίζει την εξουσία της στην κοινωνική πλειοψηφία και της αρέσει να μιλάει με ποσοστά, θα μιλήσουμε κι εμείς με ποσοστά. Ένας στους τρεις εγγεγραμμένους, το 30%, γύρισαν την πλάτη σε όλα τα κόμματα και δεν ψήφισαν κανέναν, ενώ σε έρευνα που είχε προηγηθεί των εκλογών το 85% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν εμπιστεύονται τα κόμματα και το 67% ότι δεν εμπιστεύεται τη βουλή, δηλαδή το πολιτικό σύστημα.

Τα κόμματα εξουσίας, παρά το γεγονός ότι προ εκλογικά πάντα καταφέρνουν να παραπλανούν με τα ψέματά τους μεγάλο μέρος της κοινωνίας προκειμένου να αντλήσουν ψήφους, στις τελευταίες εκλογές το ποσοστό αυτών που τα ψήφισαν ήταν το 53% των εγγεγραμμένων, δηλαδή οριακά πάνω απ’ τους μισούς, με το κυρίαρχο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, να στηρίζεται στο 30% των ψηφοφόρων. Όταν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ θα μιλάει από εδώ και στο εξής για «κοινωνική πλειοψηφία» που νομιμοποιεί τις πολιτικές του, δεν θα εννοεί περισσότερους από το 1/3 των ψηφοφόρων – ποσοστό που είναι ακριβώς το ίδιο με όσους δεν ψήφισαν απολύτως τίποτα – και ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό από το σύνολο της κοινωνίας, αφού δεν συμπεριλαμβάνονται στους εκλογικούς καταλόγους ένα τμήμα της νεολαίας και οι μετανάστες. Και αυτά τα ποσοστά δεν είναι καν αυτά που μόλις έξι εβδομάδες μετά τις εκλογές εξακολουθούν να στηρίζουν το ΠΑΣΟΚ, καθώς ήδη έχουν αρχίσει να εκδηλώνουν την απογοήτευσή τους πολλοί από αυτούς που στις εκλογές το ψήφισαν. Από την άλλη, η Ν.Δ., που επί χρόνια ήταν κυβέρνηση, κατέληξε να αποσπά το 23% των ψηφοφόρων.

Η επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ στηρίχτηκε πρωταρχικά στις κλασικές πελατειακές σχέσεις που τα κόμματα εξουσίας διατηρούν με κάποια τμήματα των ψηφοφόρων και που φροντίζουν να αναθερμαίνουν εν όψει των εκλογικών αναμετρήσεων. Όμως καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η αποτελεσματική εξαπάτηση ενός αρκετά μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, κυρίως με εξαγγελίες για «φιλολαϊκή» οικονομική πολιτική που θα εφάρμοζε και την υπόσχεση για «αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων», ενώ πριν από τις εκλογές ο Παπανδρέου διεμήνυε πως «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε σε ένα κόσμο πελατειακού καπιταλισμού, όπου ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη και κοινωνικοποιούνται οι ζημιές».

Η αρχή αλλά και το τέλος στην πολιτική για την «αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου» ήταν το επίδομα «κοινωνικής αλληλεγγύης», η γνωστή ελεημοσύνη των επιχειρηματιών σε ένα τμήμα των πλέον φτωχών της χώρας. Το ποσό του 1 δισ. ευρώ που θα δοθεί σε δόσεις και που αντιστοιχεί σε μισό ευρώ την ημέρα για κάθε άτομο κατά μέσο όρο είχε αποφασιστεί από κοινού με τον ΣΕΒ, ο οποίος κατάφερε ως προϋπόθεση να αποσπάσει μια σειρά από αντισταθμιστικά οφέλη υπέρ των επιχειρήσεων.

Η υπόσχεση για μείωση της φορολόγησης κεφαλαίου στο 20%, η άμεση μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων που εξαγγέλθηκε με τον νέο προϋπολογισμό, τα οικονομικά κίνητρα για επενδύσεις στην πράσινη ανάπτυξη, τα προγράμματα επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών των επιχειρήσεων, η δημιουργία θέσεων stage στον ιδιωτικό τομέα και παροχή φθηνού εργατικού δυναμικού, η νομιμοποίηση, μέσω της «διά βίου εκπαίδευσης» και της «επανακατάρτισης» των εργαζομένων, της ανασφάλιστης και φτηνής δουλειάς, είναι στις συμφωνίες μεταξύ κυβέρνησης  κεφαλαίου. Οι γελοιότητες περί «κοινωνικής ευαισθησίας» των επιχειρηματιών που είπε ο Παπανδρέου όχι μόνο δεν πείθουν κανένα, αλλά προ καλούν ακόμα περισσότερη οργή.

Και αυτή η οργή θα ξεσπάσει όταν η πραγματική πολιτική του ΠΑΣΟΚ αρχίσει να ξεδιπλώνεται και να περνά το ένα νεοφιλελεύθερο μέτρο μετά το άλλο, όπως την πλήρη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την απελευθέρωση του κεφαλαίου να επιβάλει τους πιο απεχθείς όρους στις εργασιακές σχέσεις – όρους που εννοείται «επιβάλλονται λόγω της οικονομικής κρίσης, της μείωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων» και στο όνομα πάντα της «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας» –, την ολοκλήρωση της άγριας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε η προηγούμενη κυβέρνηση, την εφαρμογή της οδηγίας Μπολκεστάιν για το «άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων».

Με το σύνθημα «να σώσουμε τη χώρα από τη χρεοκοπία» ο Παπανδρέου θα εξαπολύσει τη μεγαλύτερη μεταπολεμικά ταξική και κοινωνική επίθεση, έτσι όπως αυτή έχει σχεδιαστεί από την Ε.Ε. και επιβάλλεται από τα όργανά της με το καθεστώς της ασφυκτικής δημοσιονομικής επιτήρησης. Η σημερινή κυβέρνηση θα είναι η πρώτη που θα χρεοκοπήσει πολιτικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ενώ τα πελατειακής φύσης κοινωνικά στηρίγματα που διατηρεί – σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και οι ελεγχόμενες από το ΠΑΣΟΚ συνδικαλιστικές ηγεσίες – δεν θα τη βοηθήσουν να διατηρήσει την κοινωνική νομιμοποίησή της. Το ΠΑΣΟΚ με το σοσιαλδημοκρατικό προσωπείο διαλυμένο δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στο ρόλο του που είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ομαλότητας και συνοχής, ενώ οι κοινωνικές εκρήξεις θα είναι ο μόνιμος εφιάλτης της κυβέρνησης μέχρι την τελειωτική κατάρρευσή της που δεν θα αργήσει να έρθει.

Είναι γνωστό σε όλους όσους βρίσκονται στην εξουσία ή πλησίον αυτής, ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή μέσα σε ένα περιβάλλον που οι συνθήκες ζωής γίνονται όλο και πιο αφόρητες για όλο και περισσότερους. Ήδη έχει εξαγγελθεί ότι δεκάδες χιλιάδες ακόμη άνθρωποι θα βρεθούν χωρίς δουλειά το αμέσως επόμενο διάστημα, η πραγματική ανεργία πλησιάζει το 20%, οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι αυξάνονται καθημερινά. Όσοι απαρτίζουν την οικονομική και πολιτική εξουσία γνωρίζουν ότι η κοινωνική κατάσταση είναι ιδιαίτερα έκρυθμη και μια επαπειλούμενη κοινωνική έκρηξη μπορεί. να συμβεί με οποιαδήποτε αφορμή, οπουδήποτε στην Ευρώπη.

Στην Ελλάδα με τα «άσχημα» προηγούμενα πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών και με το σοβαρό προηγούμενο της μεγάλης εξέγερσης του περασμένου Δεκέμβρη, ο φόβος για μια νέα σφοδρή κοινωνική σύγκρουση καθορίζει τόσο το ποιος βρίσκεται στην εξουσία όσο και τι αποφάσεις παίρνει. Και αν η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι θα καταφέρει να αποτρέψει μια νέα κοινωνική έκρηξη, πιστεύει ότι θα πρέπει να πράξει τα μέγιστα για να χτυπήσει πολιτικά και να απομονώσει κάθε εστία που προωθεί μια ριζοσπαστική πολιτική δράση και που προτάσσει την επανάσταση. Γιατί ακόμα χειρότερο από μια κοινωνική ανάφλεξη είναι η απειλή της πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής.

Η ένοπλη επαναστατική δράση έχει πάντα ως αφετηρία τη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων. Στην εποχή μας, εποχή έντασης των ταξικών και κοινωνικών ανισοτήτων, η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού της Ευρώπης και το πολύ πιθανό πέρασμα μεγάλου αριθμού ανθρώπων και κυρίως της νεολαίας, στην ένοπλη επαναστατική δράση είναι ένας μεγάλος πονοκέφαλος για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αλλά και για την ελληνική.

Οι «συστάσεις» της Ε.Ε. και η νέα «αντιτρομοκρατική» πολιτική που προωθεί θέλει τις αστυνομίες «να παρακολουθούν τις ριζοσπαστικές συμπεριφορές των πολιτών και να αναλύουν κατά πόσο αυτές μπορούν να εξελιχθούν σε τρομοκρατική δράση». Τις συστάσεις αυτές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα εφαρμόσει και το ΠΑΣΟΚ παρά το γεγονός ότι όταν κατατέθηκε η συγκεκριμένη πρόταση στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο το 2008 το ΠΑΣΟΚ απείχε από την ψηφοφορία γιατί, δήθεν, κοπτόταν πως «δεν προστατεύεται το δικαίωμα στην ελεύθερη γνώμη».

Όσο όμως πιο σκληρά μέτρα λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της ανατρεπτικής δράσης με το δόγμα για την «αντιμετώπιση της τρομοκρατίας», τόσο πιο δύσκολο είναι να κρύψουν την επικίνδυνη για την εξουσία αλήθεια: Ότι η επαναστατική δράση και οι ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις είναι η πρακτική και ειλικρινής πολιτική απάντηση στην ένταση της εκμετάλλευσης και καταπίεσης.

Και ενώ η κρίση του συστήματος συνεχώς βαθαίνει και καθώς οι αντιθέσεις, ταξικές και κοινωνικές, όχι μόνο δεν αμβλύνονται αλλά γίνονται αγεφύρωτες, οι ανά τον κόσμο πολιτικές ελίτ αντιλαμβάνονται πως η καταστολή είναι το μόνο όπλο για να χειραγωγήσουν τις όλο και πιο εξαγριωμένες κοινωνίες των καταπιεσμένων. Με τον φόβο και την τρομοκρατία ως μοναδικά πλέον μέσα επιχειρούν να αποτρέψουν τις εκδηλώσεις δυναμικών αντικαθεστωτικών μορφών δράσης.

Στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ διά στόματος Χρυσοχοΐδη, που πήρε ξανά το τιμόνι της κατασταλτικής και τρομοκρατικής εκστρατείας του κράτους, διαμηνύει πως με κάθε μέσο θα «πατάξει την τρομοκρατία» και θέτει σε εφαρμογή την ευρωπαϊκή κατασταλτική συνταγή για άμεση αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης των πολιτών, εν αρχή με επιχειρήσεις κατοχής από αστυνομικές δυνάμεις ολόκληρων περιοχών της πρωτεύουσας, όπου ως «υπουργός προστασίας του πολίτη» όπως επονομάστηκε, διατάζει την άσκηση κάθε είδους βίας εναντίον των πολιτών «για το καλό τους». Στην ουσία η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση ήδη έχει δείξει τις κατασταλτικές της προ θέσεις και το σοσιαλφασιστικό ΠΑΣΟΚ ξεδιπλώνει σταδιακά την πολιτική του.

Σε αυτή την πολιτική εντάσσεται η «αντιτρομοκρατική» πολιτική της κυβέρνησης, όπου κυριαρχεί η απεγνωσμένη προσπάθεια του Χρυσοχοΐδη να πείσει την κοινωνία πως είναι «μη πολιτική» η επαναστατική δράση. Γελά πραγματικά το πανελλήνιο με τις φανερά αγχωμένες προσπάθειές του να σπιλώσει την επαναστατική δράση όταν με μια αξιοπερίεργη εμμονή επαναλαμβάνει συνεχώς πως η «τρομοκρατία είναι παρακλάδι του κοινού εγκλήματος», άποψη με την οποία διαφωνούν ακόμα και οι συνάδελφοί του στο ΠΑΣΟΚ.

Η επόμενη… «βαθυστόχαστη» προσέγγιση του φαινομένου της επαναστατικής βίας εκφράζεται με τον ισχυρισμό ότι «δεν μπορούμε να λέμε ότι οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ευθύνονται για την έξαρση των τρομοκρατικών επιθέσεων».

Στο ιδεοληπτικό οπλοστάσιο της κατασταλτικής πολιτικής έχει προστεθεί τώρα και ο όρος της «νεοτρομοκρατίας», τον οποίο χρησιμοποιούν κατά κόρον οι διαμορφωτές της καθεστωτικής προπαγάνδας ανεξαρτήτου πολιτικής απόχρωσης, πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο θα καταφέρουν να αποκόψουν την επαναστατική δράση από τις ιστορικές της αναφορές και να ενισχύσουν τις απόπειρες αποπολιτικοποίησής της.

Αυτόν τον όρο βάζουν μπροστά όταν επιχειρούν δήθεν, να αναλύσουν το κοινωνικό φαινόμενο της ένοπλης δράσης στην εποχή μας, διαχωρίζοντάς τη σε «νέα» και «παλιά τρομοκρατία», με τη δεύτερη να παρουσιάζεται ότι «είχε κάποιο πολιτικό υπόβαθρο», σε αντίθεση με τη σημερινή που «δεν έχει πολιτικά χαρακτηριστικά», «ότι είναι τυφλή», ότι «η ωμή βία είναι αυτοσκοπός» κ.λπ

Εδώ να υπενθυμίσουμε πως ήταν πάλι το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, όταν τη δεκαετία του ’90 χρησιμοποίησε πρώτη φορά αυτό το διαχωρισμό στον ιδεολογικό πόλεμο που διεξήγαγε τότε εναντίον της 17 Νοέμβρη. Η ιδεολογική επίθεση εναντίον της συγκεκριμένης οργάνωσης εστίαζε στην αναφορά στην «παλιά και νέα οργάνωση», με τη «νέα να έχει χάσει τα πολιτικά της χαρακτηριστικά και την ιδεολογική της ταυτότητα με το πέρασμα των χρόνων».

Σήμερα, η τότε «χωρίς πολιτικά χαρακτηριστικά οργάνωση» των «στυγνών δολοφόνων και εγκληματιών» έχει «ξαναβρεί» τα πολιτικά της χαρακτηριστικά για να χρησιμοποιηθεί ως αντιπαράδειγμα από τους ίδιους κατασκευαστές της «αντιτρομοκρατικής» προπαγάνδας στον πόλεμο εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα και άλλων οργανώσεων που δρουν σήμερα.

Όσον αφορά τη δική μας θέση για τα πάσης φύσεως και προέλευσης ιδεολογήματα περί «νέων» και «παλιών» αντάρτικων πόλης, εμείς δηλώνουμε πως ο αγώνας ενάντια στην κυριαρχία και τις δομές της, ο αγώνας για την επανάσταση και την ελευθερία είναι ενιαίος και η ιστορία του εξελίσσεται παράλληλα με την μακροχρόνια ιστορία της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης των αδύνατων από τους ισχυρούς. Η όποια κριτική γίνεται θα πρέπει να αφορά την κάθε οργάνωση ξεχωριστά, τις επιλογές και το λόγο της και όχι συνολικά τον αγώνα.

Αν οι πολιτικοί μας εχθροί έχουν τη δύναμη, ας βγουν να μας κάνουνε κριτική για τις επιλογές και για τον πολιτικό μας λόγο. Αν μπορούν, ας κάνουν συγκεκριμένη κριτική στον Επαναστατικό Αγώνα. Ας πουν πως «πεποίθησή τους είναι πως ο Επαναστατικός Αγώνας απαρτίζεται από εγκληματίες χωρίς πολιτική άποψη, που αδιαφορούν για την κοινωνία». Δεν το κάνουν γιατί ξέρουν πως δεν θα γίνουν πιστευτοί από κανέναν και θα γελοιοποιηθούν.

Στην ίδια κατεύθυνση είναι και οι συνεχείς αναφορές πως «ο Επαναστατικός Αγώνας βρίσκεται πίσω από πολλές άλλες οργανώσεις», πως η άλφα ή η βήτα οργάνωση είναι «θυγατρική του Επαναστατικού Αγώνα», άποψη που εκφράζουν συχνά οι μπάτσοι μέσω των ΜΜΕ και που ασπάζονται και οι Αμερικάνοι. Όπως επίσης, και οι «βαθυστόχαστες διαπιστώσεις» από τον Χρυσοχοΐδη ότι «όλοι ίδιοι είναι που απλώς αλλάζουν ονόματα για να φαίνονται πολλοί»!

Ο άνθρωπος αυτός τελικά έχει πνιγεί μέσα στα ίδια τα ιδεοληπτικά του κατασκευάσματα και δεν αντιλαμβάνεται πόσο σαχλά αυτά δείχνουν. Είτε ο προαναφερθέντας διώκτης μας είναι απροκάλυπτα ωμός ψεύτης είτε παντελώς ηλίθιος και ανίκανος να δει τον καθαρά πολιτικό λόγο των κειμένων μας. Αν είναι ψεύτης, τότε μάλλον θεωρεί ηλίθιους αυτούς που απευθύνεται, δηλαδή την κοινωνία. Γιατί δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη ευστροφία ούτε ιδιαίτερες γνώσεις για να διαπιστώσει κανείς πως τα κείμενά μας παρουσιάζουν ριζικές διαφορές, ακόμα και αντιθέσεις, με άλλα που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί.

Με βάση τον παραπάνω ισχυρισμό περί «της μιας οργάνωσης με τα πολλά ονόματα», ο Επαναστατικός Αγώνας στέλνει προς δημοσίευση κείμενα και στη συνέχεια αναλαμβάνει με άλλη ονομασία ενέργειες στέλνοντας άλλα κείμενα, με θέσεις που ολοφάνερα βρίσκονται σε αντίθεση και συχνά αναιρούν τις θέσεις προηγούμενων κειμένων. Και όλο αυτό το αυτοκαταστροφικό πολιτικά σχέδιο το υιοθετούμε «για να φανεί ότι είμαστε πολλοί»! Εμείς, σε αντίθεση με τους εχθρούς μας, είμαστε σοβαροί πολιτικά και το μόνο που δεν θέλουμε είναι να σπείρουμε τη σύγχυση στην κοινωνία, γράφοντας κείμενα που βρίσκονται σε διαφορετικές και αντίθετες κατευθύνσεις. Ακόμα κι αν είχαμε τη δυνατότητα να πραγματοποιούμε καθημερινά ενέργειες, δεν θα επιλέγαμε να αναλάβουμε την ευθύνη αυτών με κανένα άλλο όνομα εκτός από το δικό μας.

Τέλος να επισημάνουμε ότι οι επαναστατικές οργανώσεις δεν έχουν «μητρικές» ή «θυγατρικές». Αυτοί οι όροι και οι λογικές αφορούν το εμπόριο, την εκμετάλλευση και τον οικονομικό συγκεντρωτισμό, αφορούν τις επιχειρήσεις του κέρδους και δεν έχουν καμία σχέση με τους επαναστάτες και τη δράση τους.

Οι προσπάθειές τους να βλάψουν πολιτικά τον Επαναστατικό Αγώνα πέφτουν στο κενό καθώς είναι εδραιωμένη πλέον η πεποίθηση σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας πως πρόκειται για μια επαναστατική οργάνωση με βαθιά πολιτικά κίνητρα και κατευθύνσεις. Όσο και αν βγάζουν άναρθρες κραυγές οι κάθε λογής καθεστωτικοί στα τηλεοπτικά παράθυρα εναντίον μας, εδραιώνεται στις συνειδήσεις όλο και περισσότερων ανθρώπων πως αν μιλάμε για απολίτικους και ιδιοτελείς που επιδιώκουν την ικανοποίηση του προσωπικού τους και μόνο συμφέροντος, χρησιμοποιώντας την πολιτική ως πρόσχημα και εργαλείο για αυτό τον σκοπό, αυτοί είναι οι πολιτικοί των κομμάτων που βρίσκονται στο κοινοβούλιο.

Αντιθέτως, ο επαναστάτης δεν έχει κανένα απολύτως ατομικό συμφέρον και καθημερινά ρισκάρει την ελευθερία και τη ζωή του για να προωθήσει στην κοινωνία τις αξίες της επανάστασης και της ελευθερίας. Όπως επίσης είναι πλέον συνείδηση για τους περισσότερους ανθρώπους πως αυτοί είναι οι εγκληματίες, αυτοί τρομοκρατούν καθημερινά με τις βαθιά αντικοινωνικές τους πολιτικές την πλειοψηφία των πολιτών. Ο όρος τρομοκράτες αρμόζει σε αυτούς και τη φάρα των πλουσίων που υπηρετούν.

Εξίσου γελοίοι είναι και αυτοί οι τιμητές του καθεστώτος με τη δημοσιογραφική ιδιότητα που σιγοντάρουν τις παραπάνω απόψεις και λογοκρίνουν όποιον επιχειρεί να εκφράσει δημοσίως μια, έστω και μερικώς, διαφορετική άποψη. Και δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στους κολαούζους του καθεστώτος, τα στελέχη του Σύριζα, που τελευταία διεξάγουν αγώνα δρόμου για να καταδικάσουν πρώτοι κάποια δυναμική ενέργεια ενώ ένας από τον Σύριζα έφτασε στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της υποταγής στο καθεστώς μετά την επίθεση στο αστυνομικό τμήμα της Αγ. Παρασκευής, προτείνοντας να γίνει διαδήλωση «ενάντια στην τρομοκρατία».

Σίγουρα οι αριστεροί τιμητές του συστήματος δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί πως αν κάποιοι απομονώνονται κάθε μέρα και περισσότερο, είναι αυτοί οι ίδιοι και η υποκριτική πολιτική τους και όχι η επαναστατική δράση η οποία βρίσκει όλο και μεγαλύτερο έρεισμα στην κοινωνία. Γι’ αυτό και ο κάθε αριστερός oσφυoκάμπτης ας το σκεφτεί καλά πριν επαναλάβει δημοσίως ανάλογες ανοησίες.

Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις συνήθως πολιτικά ελεγχόμενες και κατευθυνόμενες δημοσκοπήσεις, μια έρευνα που έγινε μέσω διαδικτύου τον περασμένο Φεβρουάριο μεταξύ αρκετών χιλιάδων ανθρώπων από την πολιτική ιστοσελίδα Ζούγκλα, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τη θεματολογία και το είδος των ερωτήσεων. Στην ερώτηση «πιστεύετε ότι η ένοπλη βία κάτω από τις σημερινές συνθήκες είναι αδικαιολόγητη ή δικαιολογημένη» το 34% από τους 24.091 που συμμετείχαν δήλωσε δικαιολογημένη, ενώ στην ερώτηση αν είναι πολιτικά ή όχι τα κίνητρα των ένοπλων οργανώσεων, πολλοί περισσότεροι από το 50% δήλωσαν ότι είναι πολιτικά.

Το μεγάλο όμως ενδιαφέρον σε αυτή την έρευνα έγκειται στο γεγονός ότι οι ερωτήσεις αφορούσαν θέματα που για πολλούς είναι ταμπού, καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία συνεχίζει, παρά την βαθιά πολιτική και ηθική κρίση του καθεστώτος, να διατηρεί σημαντικό μέρος της ισχύος της. Επίσης, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τον φόβο που πολλούς καθορίζει στο τι δηλώνουν δημοσίως σχετικά με τέτοια ζητήματα – ίσως στο προσεχές μέλλον να μπορεί να διωχθεί ποινικά κάποιος, που δηλώνει πως δικαιολογεί την ένοπλη δράση – καθώς οι ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις διώκονται με τις βαρύτερες κατηγορίες του αστικού ποινικού κώδικα και θέλει αρκετό θάρρος – σε ένα κόσμο που οι άπαντες παρακολουθούνται από τις μυστικές υπηρεσίες και που η «ελευθερία του λόγου» αφορά μόνο ζητήματα νομιμοποιημένα από την καθεστωτική ιδεολογία – για να δηλώσει κάποιος δημόσια δίνοντας και τα στοιχεία του, ότι αποδέχεται την ένοπλη βία υπό τις παρούσες συνθήκες.

Όμως, όχι μόνο είναι πέρα για πέρα λογικό ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να έχει αυτή την άποψη, αλλά πιστεύουμε ότι τα ποσοστά είναι ακόμη μεγαλύτερα, τη στιγμή μάλιστα που οι συν θήκες οικονομικές και κοινωνικές επιδεινώνονται εν μέσω της οικονομικής κρίσης και τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας πιστεύει πως οι καθεστωτικοί πολιτικοί είναι απατεώνες. Αν η πολιτική εξουσία στην Ελλάδα πιστεύει πραγματικά πως το υπάρχον καθεστώς έχει γερά θεμέλια, τότε ας δοκίμαζε για λίγες μόνο μέρες να αποποινικοποιήσει την αντικαθεστωτική δράση κάθε μορφής. Ας απέσυρε όλους τους μπάτσους που φρουρούν την πολιτική και οικονομική εξουσία, ας απέσυρε τους φρουρούς των κρατικών κτιρίων και των επιχειρήσεων και θα βλέπαμε με πραγματικούς όρους, τι αποδοχή από την κοινωνία απολαμβάνει το καθεστώς.

Εμείς είμαστε σίγουροι πως στις σημερινές συνθήκες, χωρίς τον φόβο του νόμου και του ένστολου φρουρού της καθεστωτικής τάξης, το σύστημα θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει έστω και για μια μέρα, ενώ η βία που θα εκδηλωνόταν θα ήταν τέτοιας σφοδρότητας, που οι καταδικαστέες από τους καθεστωτικούς πολιτικούς «τρομοκρατικές» ενέργειες θα έμοιαζαν με πταίσματα μπροστά τους.

Επειδή οι καθεστωτικοί πολιτικοί ζουν στη γυάλα της εξουσίας και οι «επαφές τους με την κοινωνία» περιορίζονται σε ένα αριθμό πελατών τους, δεν αντιλαμβάνονται το ακριβές μέγεθος της κοινωνικής οργής, δεν γνωρίζουν πως η κοινωνία βράζει, πως οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους πολιτικούς και τα κόμματα, μισούν τους καλοθρεμμένους επιχειρηματίες, μισούν κάθε τι που τους αντιπροσωπεύει. Πως έχουν σιχαθεί τα ψέματα, την υποκρισία και τις υποσχέσεις των πολιτικών, έχουν κουραστεί να είναι το ανταλλακτικό στις επιχειρήσεις των κεφαλαιοκρατών και να δέχονται το ξεροκόμματο που τους πετάνε, να απολύονται όποτε το αφεντικό δεν τους χρειάζεται, να αρρωσταίνουν, να τραυματίζονται και να πεθαίνουν για να πλουτίζουν περισσότερο οι πλούσιοι. Έχουν αηδιάσει με τα λεγόμενα σκάνδαλα, με τις μίζες, τις «διευκολύνσεις» και τα «δώρα» που ανταλλάσσουν μεταξύ τους πολιτικές και οικονομικές ελίτ, έχουν αηδιάσει με τη χλιδή που απολαμβάνουν οι κεφαλαιοκράτες και οι πολιτικοί κλέβοντας την ελληνική κοινωνία. Όλα αυτά τα «ευγενικά» συναισθήματα προς το πολιτικό και οικονομικό καθεστώς γίνονται όλο και πιο έντονα όσο περισσότερο χειροτερεύει η ζωή μας.

Εν τέλει η περίφημη αποδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από την πλειοψηφία της κοινωνίας δεν είναι παρά ένα ψέμα. Επίσης, ψέμα είναι και φράσεις όπως «όλη η ελληνική κοινωνία καταδικάζει την τρομοκρατία» που δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν οι καθεστωτικοί όλων των πολιτικών αποχρώσεων. Αν όλη η κοινωνία καταδικάζει, τότε γιατί προβαίνουν σε επικηρύξεις προσφέροντας χρήματα για να μας συλλάβουν όπως έκαναν μετά την επίθεσή μας στην Αμερικάνικη πρεσβεία;

Προφανώς οι κυβερνώντας δεν πιστεύουν πως είναι αρκετή η «πίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα» για κάποιον για να γίνει πληροφοριοδότης. Αντιθέτως, πιστεύουν πως το δυνατότερο κίνητρο – ιδίως σε εποχές που κυριαρχούν καθεστώτα με βαθιά αντικοινωνικά χαρακτηριστικά και με σαθρά θεμέλια – είναι το χρήμα, γι’ αυτό και προσπαθούν να ενεργοποιήσουν τα πιο ποταπά και ιδιοτελή ένστικτα των ανθρώπων.

Τα ίδια ιδιοτελή ένστικτα των ανθρώπων προσπαθεί ο Χρυσοχοΐδης σήμερα να ενεργοποιήσει με την επικήρυξη τριών καταζητούμενων αναρχικών – που οι μηχανισμοί και τα ΜΜΕ προβάλουν ως «τους ληστές με τα μαύρα» –, στους οποίους προσάπτει εντελώς αυθαίρετα συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα.

Αν και συνειδητά είμαστε αρκετά φειδωλοί στο θέμα των αστυνομικών σεναρίων και εικασιών, δεδομένου ότι τελευταία «φωτογραφίζονται» ως μέλη της οργάνωσής μας άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με μας με βάση τη συνειδητή από τους διωκτικούς μηχανισμούς παραποίηση της αλήθειας και την προπαγάνδα λάσπης, θεωρούμε πως είναι χρέος μας να επισημάνουμε κάποια πράγματα. Πριν όμως, να επαναλάβουμε αυτό που έχουμε πει ξανά και ξανά σε προκηρύξεις μας: ανα λαμβάνουμε την ευθύνη για τις ενέργειες αυτές που εμείς έχουμε πραγματοποιήσει. Κάθε απόπειρα από μεριάς του κράτους να μας χρεώσει ενέργειες άσχετες με εμάς, «ορφανές» ή όχι, σχετίζεται με τα ευρύτερα κρατικά κατασταλτικά σχέδια.

Όσον αφορά τις «ορφανές» ενέργειες, πιστεύουμε ότι μια δυναμική ενέργεια χάνει μεγάλο μέρος της σημασίας και της σπουδαιότητάς της όταν δεν αναλαμβάνεται. Αλλά και όταν αναλαμβάνεται, το περιεχόμενο της προκήρυξης προσδιορίζει τη σοβαρότητα ή την έλλειψη σοβαρότητας του πολιτικού λόγου και την βαρύτητα της ενέργειας.

Το συμπέρασμα των μπάτσων ότι οι τρεις συγκεκριμένοι καταζητούμενοι σχετίζονται με τον Επαναστατικό Αγώνα προκύπτει από τον εξής καταπληκτικό συνειρμό: Το Μάρτη του 2007 έγινε η απαλλοτρίωση του υποπολυβόλου ΜΡ5 του ειδικού φρουρού στην οικία του Ρωμύλου Κεδίκογλου η οποία δεν αναλήφθηκε ποτέ. Ένα μήνα μετά από αυτό το γεγονός, στις 30 Απριλίου, η οργάνωσή μας επιτέθηκε με ένα ίδιου τύπου όπλο στο αστυνομικό τμήμα Περισσού και οι μπάτσοι θέλησαν να παρουσιάσουν πως το όπλο που χρησιμοποιήσαμε ήταν το ίδιο με το όπλο που αφαιρέθηκε από τον φρουρό του Κεδίκογλου.

Επειδή όμως από την πρώτη στιγμή που έγινε η επίθεση στον Κεδίκογλου είχαν δηλώσει ότι το συγκεκριμένο ΜΡ5 δεν ήταν καταχωρημένο στη βάση δεδομένων της αστυνομίας – που σημαίνει ότι θα ήταν αδύνατο σε μια μελλοντική ενέργεια που κάποιος θα χρησιμοποιούσε ένα ΜΡ5, να βεβαιώσουν από την βαλλιστική έρευνα ότι πρόκειται για το ίδιο όπλο –, ο μόνος τρόπος να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό τους ότι «το όπλο στην επίθεση στο αστυνομικό τμήμα Περισσού είναι το ίδιο με αυτό που αφαιρέθηκε από το σπίτι του Κεδίκογλου», ήταν να πουν το πρωτοφανές και γελοίο ψέμα ότι «οι σφαίρες ήταν από την ίδια παρτίδα»!

Το πώς κατάφεραν να «ταυτοποιήσουν» σφαίρες, όταν είναι γνωστό πως οι σφαίρες ούτε αριθμούς διαθέτουν ούτε είναι δυνατό με κάποιο τρόπο να εξακριβωθεί αν είναι ή όχι από την ίδια παρτίδα, είναι κάτι που μόνο η φαντασία και ο υπερβάλλον ζήλος στην κατασκευή σεναρίων των Ελλήνων μπάτσων μπορεί να εξηγήσει.

Αφού «ξεμπέρδεψαν» με τα «επιχειρήματα» που τους ήταν απαραίτητα για να «αποδείξουν» ότι στον Κεδίκογλου πήγε ο Επαναστατικός Αγώνας, πέρασαν στην επόμενη φάση του σεναρίου. Οι μπάτσοι ισχυρίζονται ότι έχουν σκούφο με το DNA ενός ατόμου που συμμετείχε στον Κεδίκογλου. Παράλληλα ισχυρίζονται ότι έχουν γενετικό υλικό από την απαλλοτρίωση της Εθνικής τράπεζας στη Σόλωνος που έγινε τον Ιανουάριο του 2006. Σύμφωνα πάντα με τους μπάτσους το «συγκεκριμένο DNA ταυτίζεται με αυτό που έχουν από την απαλλοτρίωση της Εθνικής Τράπεζας στη Σόλωνος».

Το συμπέρασμα που βγάζουν είναι ότι «αυτοί που ήταν στη Σόλωνος είναι οι ίδιοι που ήταν και στη Γλυφάδα». Και επειδή, πάντα κατά τους ισχυρισμούς των ανεκδιήγητων μπάτσων, στη «Γλυφάδα ήταν ο Επαναστατικός Αγώνας» άρα και «αυτοί που ήταν στη Σόλωνος είναι στον Επαναστατικό Αγώνα». Αφού όμως διώκουν συγκεκριμένους ανθρώπους για τη Σόλωνος, άρα «αυτοί οι συγκεκριμένοι δεν μπορεί παρά να έχουν σχέση με τον Επαναστατικό Αγώνα».

Εδώ το ψέμα σε συνάρτηση με την ηλιθιότητα περισσεύει. Όλα αυτά για εμάς θα ήταν τουλάχιστον αστεία αν δεν υπήρχαν άνθρωποι να καταζητούνται και να επικηρύσσονται. Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε αυτό τον παροξυσμό ψεύτικων σεναρίων, δεν μπορούμε παρά να καταλήξουμε πως πίσω από αυτά βρίσκεται η αγωνία των μηχανισμών δίωξης και κυρίως η αγωνία του ίδιου του Χρυσοχοΐδη προσωπικά να παρουσιάσει άμεσα αποτέλεσμα στις έρευνες για τον Επαναστατικό Αγώνα. Επειδή γνωρίζει ότι δεν έχει κανένα στοιχείο στα χέρια του και επειδή η πίεση για συλλήψεις είναι μεγάλη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η επικήρυξη τριών ανθρώπων «δίνει τουλάχιστο ένα πρόσωπο» στον Επαναστατικό Αγώνα.

Εξ άλλου γνωρίζει πως οι συγκεκριμένοι καταζητούμενοι βρίσκονται σε θέση αδυναμίας αφού είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Η στοχοποίηση των συγκεκριμένων ανθρώπων, που ο Χρυσοχοΐδης πετά σαν θηράματα στους ένστολους κυνηγούς κεφαλών και τάζει εκατομμύρια στους επίδοξους ρουφιάνους, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια εφήμερη παράσταση έργου στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» – έτσι κι αλλιώς θα διαψευστεί από τα ίδια τα γεγονότα –, δεν παύει να αποτελεί μια αισχρή επιλογή που καθιστά το πρόσωπο του «δημοκρατικού» τους πολιτεύματος περισσότερο αποτρόπαιο απ’ ό,τι ήδη είναι.

Εδώ οφείλουμε να θέσουμε μερικά ερωτήματα. Γιατί η οργάνωσή μας να μην αναλάβει την απαλλοτρίωση του ΜΡ5 του ειδικού φρουρού στην Γλυφάδα αν την έχει κάνει, όπως υποστηρίζει η αστυνομία; Μήπως γιατί υποτίθεται, ότι «έγινε λάθος» και «βρέθηκε DNA που σχετίζεται με αυτή την επίθεση», όπως αναφέρουν κάποιες «διαρρο ές» της αστυνομίας στα ΜΜΕ; Μα πού ακούστηκε ένοπλη οργάνωση να μην αναλαμβάνει κάποια ενέργεια που έχει πραγματοποιήσει για λόγους ένοπλης προπαγάνδας και κύρους, την στιγμή που ξεφτιλίζει έναν ένοπλο αστυνομικό, μόνο και μόνο επειδή οι μηχανισμοί καταστολής διαμηνύουν ότι έχουν στα χέρια τους γενετικό υλικό; Δηλώνουμε λοιπόν πως δεν είχαμε κανέναν απολύτως λόγο να μην αναλάβουμε την ευθύνη για την αφαίρεση του οπλισμού από τον φρουρό του Κεδίκογλου αν είχα με πραγματοποιήσει εμείς αυτή την ενέργεια. Δεν είναι εξ άλλου λίγες οι περιπτώσεις που οι μπάτσοι αφήνουν να διαρρεύσει μέσω των ΜΜΕ ότι έχουν DNA συντρόφων του Επαναστατικού Αγώνα.

Σύμφωνα με τα όσα έχουν κατά καιρούς πει, έχουν συλλέξει DNA από την επίθεση στην κλούβα των ΜΑΤ στην Πέτρου Ράλλη, από μια μηχανή που μάζεψαν και που θέλουν να πιστεύουν ότι είναι το μέσο διαφυγής μας από την επίθεση στο υπουργείο Απασχόλησης – το οποίο μάλιστα δηλώνουν πως «έχουν ταυτοποιήσει» με γενετικό υλικό από άλλη ενέργεια σε τράπεζα –, από την επίθεση εναντίον του Βουλγαράκη κ.λπ. Σύμφωνα με το σκεπτικό των μπάτσων δεν θα έπρεπε να έχουμε αναλάβει καμία από τις προαναφερόμενες ενέργειες, αφού οι κατασταλτικοί μηχανισμοί μέσω των ΜΜΕ μας ενημερώνουν ότι «έχουν το γενετικό μας υλικό».

Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του ειδικού φρουρού Αμανατίδη στο σπίτι του Βρετανού πρέσβη στην Κηφισιά, για την οποία η αστυνομία υποστήριζε μέχρι πρότινος ότι η οργάνωσή μας βρίσκεται πίσω από αυτήν και ότι δεν αναλάβαμε την ευθύνη γιατί, «ενώ η αρχική πρόθεσή μας ήταν ο αφοπλισμός του ειδικού φρουρού, η αντίδρασή του μας ανάγκασε να τον πυροβολήσουμε, πράγμα που δεν ήταν στις προθέσεις μας»!

Δηλαδή, με βάση το ίδιο αυτό ηλίθιο επιχείρημα, αν τον περασμένο Μάη κατά την επιχείρηση ανατίναξης της Eurobank στην Αργυρούπολη η απρόοπτη «συνάντησή» μας με τους αστυνομικούς κατέληγε σε ένοπλη συμπλοκή και είχε ως αποτέλεσμα κάποιος ή κάποιοι από αυτούς να πέσουν τραυματισμένοι ή νεκροί, δεν θα αναλαμβάναμε την επίθεση εναντίον της τράπεζας γιατί η ενέργειά μας ήταν αμιγώς βομβιστική, στρεφόταν κατά ενός υλικού στόχου και η συμπλοκή με μπάτσους δεν ήταν μέσα στον σχεδιασμό μας!

Επίσης, στην προσπάθειά τους οι μπάτσοι να στήσουν αυτή τη σκευωρία, δεν διστάζουν να το «παίξουν» και ηλίθιοι, αφού ισχυρίζονται ότι η διασταύρωση του γενετικού υλικού που συνέλεξαν από τη Σόλωνος το 2006 και αυτού από τον Κεδίκογλου έγινε με δυο χρόνια καθυστέρηση! Το πιο πιθανό είναι, στην αγωνία τους να «δέσουν στοιχεία» με διάφορους κατά την άποψή τους «υπόπτους για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα» και να προχωρήσουν σε διώξεις, να μαγειρεύουν τα απαραίτητα «αποδεικτικά στοιχεία». Και αυτό είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: της ανικανότητάς τους να βρουν πραγματικά στοιχεία που θα στοιχειοθετούν διώξεις και της αγωνίας τους να παρουσιάσουν άμεσα αποτελέσματα.

Και αφού αναφερθήκαμε στις επικηρύξεις, τις οποίες ο Χρυσοχοΐδης φαίνεται να έχει κάνει βασικό εργαλείο της πολιτικής του, θα κάνουμε μια παρένθεση για να αναφερθούμε στην υπόθεση της Κούνεβα, όπου οι δράστες επικηρύχθηκαν με 1 εκ. ευρώ. Πρόκειται καθαρά για επικοινωνιακό παιχνίδι του Χρυσοχοΐδη, αφού όλοι γνωρίζουν – του Χρυσοχοΐδη συμπεριλαμβανομένου – πως η επίθεση αυτή είχε τα χαρακτηριστικά της εργοδοτικής τρομοκρατίας και ο εργοδότης της Κούνεβα, αφεντικό της ΟΙΚΟΜΕΤ, είναι στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Ας ψάξει, λοιπόν, στο ίδιο του το κόμμα να βρει αυτόν που προσπάθησε να δολοφονήσει τη συνδικαλίστρια.

Μιας και μιλάμε για επικοινωνιακό παιχνίδι και για την ανικανότητα των κατασταλτικών μηχανισμών, ήρθε η ώρα να απαντήσουμε στον παλιό μας γνώριμο τον Χρυσοχοΐδη που τόσα χρόνια στην αντιπολίτευση κατηγορούσε τη Ν.Δ. ότι ευθυνόταν για τη διάλυση και τον εφησυχασμό της αστυνομίας και της αντιτρομοκρατικής. Να θυμίσουμε πως όταν άρχισε την δράση του ο Επαναστατικός Αγώνας το καλοκαίρι του 2003 με την απαλλοτρίωση των εκρηκτικών από το Προσήλιο Φωκίδας, υπουργός Δημοσίας Τάξης ήταν ακόμα ο Χρυσοχοΐδης. Τότε η έρευνα, αν και υπήρχε ισχυρή η εικασία ότι η απαλλοτρίωση ήταν έργο ένοπλης οργάνωσης, ανατέθηκε σε ντόπιο μπάτσο της περιοχής που ερευνούσε μήπως τα εκρηκτικά είχαν παρθεί από ψαράδες της Ιτέας για παράνομη αλιεία! Η αγωνία να θάψουν το γεγονός οφειλόταν στην προολυμπιακή περίοδο από τη μια και από την άλλη στον φόβο να μην διαψευσθεί ο Χρυσοχοΐδης που, φορώντας τις δάφνες για τη «μεγάλη επιτυχία» της «εξάρθρωσης» των ένοπλων οργανώσεων, διαμήνυε με περισσή σιγουριά πως «η τρομοκρατία στην Ελλάδα τελείωσε».

Όταν έγινε η πρώτη μας ενέργεια, η διπλή βομβιστική επίθεση στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων στις 5 Σεπτέμβρη του 2003, κυβέρνηση τότε ήταν ακόμα το ΠΑΣΟΚ. Τι έκανε η τότε «καλοοργανωμένη και άρτια εκπαιδευμένη αστυνομία» κατά τον Χρυσοχοΐδη, η οποία είχε αρχηγό τον Νασιάκο, η αντιτρομοκρατική τον Σύρο και εισαγγελέα τον Διώτη; Απλώς προσπάθησε να υποτιμήσει το γεγονός όπως και ο διάδοχος του Χρυσοχοΐδη, ο Φλωρίδης. Το ίδιο έκανε και ο πρώτος υπουργός Δημοσίας Τάξης της Ν.Δ. ο Βουλγαράκης. Όλοι μιλούσανε για «υπολείμματα» της τρομοκρατίας. Με τις φράσεις «τους ξέρουμε» και είναι «γνωστοί», προαναγγέλλανε συνεχώς συλλήψεις.

Μετά την τριπλή βομβιστική επίθεση στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιθέας τον Μάη του 2004, διαβεβαιώνανε τους Αμερικανούς ότι θα μας πιάσουν μέσα σε τέσσερις μέρες. Επίσης, ο Πολύδωρας παραμονή της απόπειρας εναντίον του Βουλγαράκη το 2006, διαμήνυε ότι θα μας συλλάβει. Από μια αστυνομία η οποία δεν έχει βρει ποτέ απαλλοτριωμένα οχήματα διαφυγής από καμιά ενέργειά μας και που για να δικαιολογήσει αυτή την ανικανότητά της είχε υποστηρίξει (μετά την επίθεση στο τμήμα Περισσού) ότι χρησιμοποιούμε νόμιμα οχήματα (!), δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Και όσο για τις προηγούμενες «επιτυχίες» της αστυνομίας που επικαλείται ο Χρυσοχοΐδης, την «εξάρθρωση της 17Ν και του ΕΛΑ», θα του θυμίσουμε ότι στην περίπτωση της 17Ν, αν δεν έσκαγε η βόμβα στα χέρια του Ξηρού, ίσως οι κατασταλτικοί μηχανισμοί χρειάζονταν άλλα 27 χρόνια για να «ακουμπήσουν» κάποιο «τρομοκράτη». Όσο για την «εξάρθρωση» του ΕΛΑ, δεν νοείται εξάρθρωση για μια οργάνωση που έχει αυτοδιαλυθεί το 1995.

Από τον Σεπτέμβρη του 2003 που ξεκινήσαμε τη δράση μας είναι αναρίθμητα τα δημοσιευμένα μηνύματα από τους διώκτες μας ότι «μας γνωρίζουν» και ότι «θα μας συλλάβουν». Όμως ποτέ μέχρι σήμερα οι σχεδιασμοί και οι έρευνες των μπάτσων δεν δημιούργησαν το παραμικρό εμπόδιο στη δράση μας. Ο Επαναστατικός Αγώνας θα συνεχίσει να δρα σε πείσμα των μηχανισμών καταστολής και των πολιτικών τους προϊσταμένων, σε πείσμα των πολέμιων της ανατρεπτικής δράσης, σε πείσμα των εχθρών της ελευθερίας.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 19-11-2009

(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

Posted in Uncategorized | Comments Off on 11η – 19/11/2009

9η – 19/3/2009

«Στις 13 Μαρτίου η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ δημοσίευσε ανακοίνωση, με την οποία διαψεύδει ότι έγινε προειδοποιητικό τηλεφώνημα στην συγκεκριμένη εφημερίδα για την απόπειρά μας να ανατινάξουμε τα  κεντρικά γραφεία της Citibank στην Κ. Κηφισιά. Η ανακοίνωση αυτή μεταξύ άλλων γράφει: «…υπάρχει κατηγορηματική διαβεβαίωση της νυχτερινής βάρδιας του τηλεφωνικού κέντρου ότι δεν λάβαμε κανένα προειδοποιητικό τηλεφώνημα». Η διεύθυνση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ ψεύδεται. Αυτό δεν είναι δύσκολο να αποδειχτεί, αν βέβαια, υπάρχει κάποιος που ενδιαφέρεται για την αλήθεια και δεν τον βολεύει η αισχρή προπαγάνδα που εξαπολύθηκε, με βάση την αποσιώπηση του προειδοποιητικού τηλεφωνήματος. Όπως έχουμε ήδη πει στην προκήρυξή μας που δημοσιεύτηκε στις 12 Μαρτίου στην εφημερίδα ΠΟΝΤΙΚΙ, κάναμε προειδοποιητικό τηλεφώνημα στο τηλεφωνικό κέντρο των ΝΕΩΝ στις 4.10π.μ. Ένας απλός έλεγχος, αν δεν έχει γίνει ήδη, στις καταγεγραμμένες αποθηκευμένες κλήσεις θα μπορούσε ν’ αποδείξει την αλήθεια. Και για να βοηθήσουμε περισσότερο, ενημερώνουμε πως το τηλεφώνημα έγινε από καρτοτηλέφωνο στην γωνία των οδών Μακεδονίας και Θερμοπυλών στην Κηφισιά έξω από ένα φαρμακείο. Στο τηλεφώνημα λέγαμε ότι «υπάρχει παγιδευμένο αυτοκίνητο με 125 κιλά εκρηκτικά στα γραφεία της Citibank στη οδό Αχαΐας στην Κ. Κηφισιά, θα εκραγεί σε πενήντα λεπτά». Ο υπάλληλος που μας απάντησε, μας ζήτησε δύο φορές να επαναλάβουμε το μήνυμά μας, πράγμα που έγινε, «εντάξει». Τίποτα δεν προμήνυε ότι δεν θα ειδοποιούσε για το τηλεφώνημά μας.

Το ερώτημα παραμένει: είναι πρωτοβουλία του υπαλλήλου ή γραμμή της εφημερίδας, ή – ακόμα χειρότερα – υπάρχει συνεννόηση μεταξύ ΝΕΩΝ και αστυνομίας για την αποσιώπηση του τηλεφωνήματος; Αν ισχύει το τελευταίο τότε μιλάμε για συντονισμένη παραπληροφόρηση εφημερίδας και αστυνομίας. Αν δεν ισχύει αυτό και δεν είχε ενημερωθεί η εφημερίδα, η ανακοίνωση των ΝΕΩΝ ότι βασίζεται στην «κατηγορηματική διαβεβαίωση της νυχτερινής βάρδιας» πως δεν έλαβε προειδοποιητικό τηλεφώνημα, δείχνει ότι καλύπτει πλήρως τον υπάλληλο, ο οποίος έτσι και αλλιώς θα έλεγε ψέματα για να μην εκτεθεί. Σε αυτήν την περίπτωση, η κάλυψη που δίνει η εφημερίδα στον υπάλληλο συνδράμει στην λασπολογία και την πολιτική σπίλωσης της οργάνωσής μας, που ενορχηστρώνεται από ΜΜΕ και αρχές ασφαλείας. Όσο αφορά την «…πάγια πολιτική της εφημερίδας να ειδοποιείται αμέσως η αστυνομία και στην συνέχεια οι δημοσιογράφοι…» είναι επίσης ψέματα. Αν είχαμε και την παραμικρή αμφιβολία ότι ο υπάλληλος στο τηλεφωνικό κέντρο των ΝΕΩΝ, δεν λάμβανε σοβαρά υπ’ όψιν την προειδοποίησή μας, ή μας το έκλεινε – όπως η έκανε η Ελευθεροτυπία τον περασμένο Οκτώβριο για την τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στα γραφεία της Shell στο Π. Φάληρο -, τότε ή θα ειδοποιούσαμε την αστυνομία όπως είχαμε κάνει στην περίπτωση της Shell.

Εξ’ άλλου, τα «περί πάγιας πολιτικής της εφημερίδας να ειδοποιούνται μετά την αστυνομία και οι δημοσιογράφοι», έχουν ήδη ακυρωθεί στην πράξη με γεγονότα που είναι δημοσιευμένα και δεν έχουν διαψευστεί. Αναφερόμαστε στην περίπτωση της ανάληψης ευθύνης για την επίθεση στο αστυνομικό τμήμα Κορυδαλλού από την Σέχτα Επαναστατών. Όπως έχει δημοσιεύσει το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ της Κυριακής 1 Μαρτίου σε άρθρο με τίτλο «οι περιπέτειες μιας προκήρυξης», η συγκεκριμένη οργάνωση έκανε δύο τηλεφωνήματα στα ΝΕΑ. Στο πρώτο που έγινε νύχτα (σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα τις κλήσεις τη νύχτα λαμβάνει υπάλληλος εταιρείας security και όχι εξειδικευμένο προσωπικό), ο security δεν κατάλαβε το μήνυμα. Στο δεύτερο που έγινε την επόμενη το μεσημέρι, ο υπάλληλος ενημέρωσε την αστυνομία αλλά όχι τους δημοσιογράφους της εφημερίδας. Η αστυνομία πήγε και παρέλαβε την συγκεκριμένη προκήρυξη και κατόπιν συσκέψεων της πολιτικής ηγεσίας της αστυνομίας, Παυλόπουλος και Μαρκογιαννάκης αποφάσισαν να… ενημερώσουν την διεύθυνση στα ΝΕΑ και να της παραδώσουν την προκήρυξη! Κάτι που γίνεται για πρώτη φορά αφού μέχρι στιγμής έχουμε συνηθίσει τις προκηρύξεις των ένοπλων οργανώσεων πρώτα να τις παραλαμβάνουν οι δημοσιογράφοι και μετά η αστυνομία. Εδώ όμως τα ΝΕΑ πρωτοτύπησαν! Αφού λοιπόν δεν ενοχλήθηκαν οι υπεύθυνοι των ΝΕΩΝ μια φορά από το γεγονός ότι υπάλληλος της εφημερίδας δεν τους ενημέρωσε για ένα γεγονός που αφορά αυτούς, και ενημερώθηκαν από πολιτική ηγεσία της αστυνομίας, γιατί να τους ενοχλήσει αν γίνει και δεύτερη φορά;

Μήπως τελικά πάγια πολιτική της εφημερίδας είναι ο security να ενημερώνει την αστυνομία χωρίς να ενημερώνει τους δημοσιογράφους; Μήπως ένας υπάλληλος security αποφασίζει ποιος θα ενημερωθεί και ποιος όχι; Εν κατακλείδι, σε περίπτωση που υπάρξει ξανά αποσιώπηση για προειδοποιητικό τηλεφώνημα και τραυματιστεί κάποιος πολίτης, εμείς ενάντια σε ποιόν θα πρέπει να στραφούμε; Στον υπάλληλο του τηλεφωνικού κέντρου ή στην διεύθυνση της εφημερίδας;

Όσον αφορά το πολιτικό σκέλος της αποσιώπησης του προειδοποιητικού τηλεφωνήματος για την βόμβα στα κεντρικά γραφεία της Citibank στην Κ. Κηφισιά, αντιλαμβανόμαστε ότι εξυπηρετεί μια κεντρική πολιτική του κρατικού μηχανισμού και της πολιτικής εξουσίας γενικότερα, που αφορά στην υποδαύλιση αισθημάτων ανασφάλειας στην κοινωνία. Στον βαθμό που μια τέτοια πολιτική θεωρεί ότι έχει αποτελέσματα, η αποδοχή από την κοινωνία ενός κράτους με ενισχυμένες αρμοδιότητες στον τομέα της ασφάλειας και με χαρακτηριστικά όλο και πιο ολοκληρωτικά, μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Με βάση αυτή την  πολιτική, την οποία βλέπουμε να παίρνει κεντρικές διαστάσεις στις μέρες μας, συμψηφίζεται σκόπιμα η κοινωνική παραβατικότητα κάθε μορφής (κλοπές, ληστείες, ναρκωτικά)  και η επαναστατική δράση. Από τα περισσότερα ΜΜΕ η ασφάλεια αναγορεύεται σε πρώτο θέμα στη χώρα, ο πολίτης προβάλλεται ως το « απροστάτευτο θύμα του κάθε εγκληματία» και το κάλεσμα για περισσότερο κράτος γίνεται κεντρικό σύνθημα για την ελληνική πολιτική και οικονομική ελίτ, η οποία το φωνάζει όχι για λογαριασμό της, αλλά για λογαριασμό της κοινωνίας.

Όμως οι περισσότεροι μη προνομιούχοι αυτού του τόπου αντιλαμβάνονται ότι βασικός παράγοντας ανασφάλειας γι’ αυτούς είναι η κυρίαρχη οικονομική πολιτική. Γι’ αυτούς η φτώχεια, η εξαθλίωση, η ανεργία, είναι ο βασικότερος φόβος, και η πολιτική εξουσία με τις οικονομικές της πολιτικές και το Κεφάλαιο είναι αυτοί που τους τρομοκρατούν καθημερινά με όλο και μεγαλύτερη ένταση. Όπως επίσης οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτό τον τόπο δεν πιστεύουν ότι απειλούνται από την δράση του «Επαναστατικού Αγώνα», ενώ αντιθέτως πολλοί είναι βέβαιοι ότι τους απειλούν εγκληματίες και ληστές όπως ο Τσιτουρίδης με τις «νόμιμες» πολιτικές τους. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό «ψυχροί κακούργοι του δικαίου», αυτός ταιριάζει πλήρως στον προαναφερθέντα και τους ομοίους του εντός της κυβέρνησης. Και δεν είναι άποψη μόνο δική μας αλλά είναι και πολλών μέσα στο λαό στον οποίο – σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσε μετά την δημοσίευση της προκήρυξής μας – λογοδοτεί και από τον οποίο κρίνεται. Γιατί αν ο λαός που όλοι αυτοί οι εγκληματίες αναφέρονται στο όνομά του καταχρηστικά συνεχώς, ξεπεράσει τους φόβους του και αποφασίσει να πάρει τη ζωή στα χέρια του, τότε να είναι σίγουρος πως όλους αυτούς τους «επιφανείς πολίτες» θα τους κρεμάσει ανάποδα στην πλατεία Συντάγματος».

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 19-3-2009

(2) Αντιγραφή από το Internet

Posted in Uncategorized | Comments Off on 9η – 19/3/2009

10η – 10/9/2009

Στις 2 Σεπτεμβρίου τα ξημερώματα επιτεθήκαμε στο ναό του χρήματος, το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, τοποθετώντας ένα απαλλοτριωμένο βαν με 150 κιλά πετρελαιοαμμωνίτιδας (ANFO). Η ενέργεια αυτή είναι συνέχεια μιας στρατηγικής χτυπημάτων με μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών ώστε να πληγούν υποδομές του πολυεθνικού και ντόπιου κεφαλαίου, στρατηγική που εγκαινίασε η οργάνωση μας στις 18 του περασμένου Φλεβάρη με την απόπειρα στα κεντρικά γραφεία της Citibank στην Κ. Κηφισιά και συνεχίστηκε με την ανατίναξη του υποκαταστήματος της Eurobank στην Λ. Βουλιαγμένης στην Αργυρούπολη στις 12 του περασμένου Μαΐου.

Μπορεί η έκρηξη, παρά τις τεράστιες ζημιές που προκάλεσε στο κτίριο να μην έθεσε εκτός λειτουργίας το χρηματιστήριο αφού δεν καταστράφηκε το κεντρικό λογισμικό του σύστημα, όμως πιστεύουμε ότι λειτούργησε και θα συνεχίσει να λειτουργεί αρνητικά στην ψυχολογία των πάσης φύσεως κερδοσκόπων και της αγοράς, αφού το μήνυμα ήταν σαφές και το έλαβε η οικονομική εξουσία στο σύνολο της: Όσοι είναι υπεύθυνοι για τη σημερινή κρίση, οι μεγαλομέτοχοι, τα golden boys, οι καπιταλιστές, θα πληρώσουν για την εγκληματική τους δράση και κανένας κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να τους προστατέψει.

Η ενέργεια αυτή γίνεται σε μια περίοδο όπου η οικονομική κρίση προχωρά προς την κορύφωση της – παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις -, η ελληνική οικονομία καταρρέει, η χώρα έχει μπει και επίσημα πλέον σε ύφεση και ο Καραμανλής, την ίδια μέρα που έγινε η επίθεση και ακριβώς δυο χρόνια μετά τις τελευταίες εκλογές, κηρύσσει νέες λόγω κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας και ζητά εκ νέου την ανοχή της ελληνικής κοινωνίας για να εντείνει την ληστρική, καταπιεστική και εκμεταλλευτική πολιτική της κυβέρνησης του.

Εμείς καλούμε τον λαό να γυρίσει την πλάτη του στο πολιτικό σύστημα και να απέχει από τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου. Καμία κυβέρνηση, όποιο κόμμα ή συνεργασία κομμάτων και να βρεθεί στην εξουσία δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την οικονομική κρίση, που είναι η βαθύτερη και θα είναι και η μεγαλύτερη σε χρονική διάρκεια στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος. Και αν κάποια τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, έχοντας ξεχάσει την «εκσυγχρονιστική» διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, την νεοφιλελεύθερη οικονομική και κοινωνική προσαρμογή που επέβαλε και την ληστρική και αντικοινωνική πολιτική που από το 1996 έως το 2004 εφάρμοσε, πιστέψουν πως σήμερα το κόμμα αυτό θα εφαρμόσει φιλολαϊκή πολιτική και τους ψηφίσουν, η διάψευση θα έρθει από τους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης, θα φανεί πως Παπανδρέου και Καραμανλής έχουν την ίδια στρατηγική για την κρίση, δηλαδή την προστασία του κεφαλαίου και των κερδών ενώ η ληστρική επιδρομή και η νεοφιλελεύθερη επίθεση εναντίον των πιο ευάλωτων στρωμάτων της κοινωνίας όχι απλώς θα συνεχιστεί αλλά θα ενταθεί, στο όνομα της «διάσωσης της ελληνικής Οικονομίας».

Κανένα καθεστωτικό κόμμα από την άκρα δεξιά ως την αριστερά, δεν είναι σε θέση να βάλει τέρμα στην οικονομική κρίση και να διασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή για όλους, αφού αυτό προϋποθέτει ρήξη με το σύστημα και με τους θεσμούς του. Το να ζούμε χωρίς κρίσεις σημαίνει πως ζούμε χωρίς καπιταλισμό, χωρίς οικονομία της αγοράς, χωρίς κράτος και οργανωμένη εξουσία. Γι’ αυτό το πραγματικό δίλημμα δεν είναι N.Δ. ή ΠΑΣΟΚ ή Αριστερά. Το πραγματικό δίλημμα είναι ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.

Τα κράτη χρηματοδοτούν τους εγκληματίες της πλουτοκρατίας

Αν υπάρχει ένας θεσμός που η λειτουργία του και μόνο αποτελεί πρόκληση για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, όχι μόνο εν μέσω οικονομικής κρίσης αλλά σε κάθε εποχή, αν υπάρχει ένας θεσμός που ενσαρκώνει περισσότερο πιστά το βασικό χαρακτηριστικό λειτουργίας του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς, την απληστία για κέρδος και δύναμη, αυτός είναι το χρηματιστήριο.
Άρρηκτα συνδεμένο με την ιστορία του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος, αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους και αποτελεσματικότερους μοχλούς άντλησης κοινωνικού πλούτου από τη βάση της κοινωνίας και διοχέτευσης του προς την πάντα μειοψηφική οικονομική ελίτ. Ένας μηχανισμός που λεηλατεί, που ξεζουμίζει τις κοινωνίες, που ληστεύει το παραγόμενο κοινωνικό προϊόν, χωρίς να παράγει και να προσφέρει απολύτως τίποτα.

Καθώς τα χρηματιστήρια παίζουν κομβικό ρόλο στην αναδιανομή των εισοδημάτων από την κοινωνική βάση προς την κορυφή, στον συγκεντρωτισμό της οικονομικής δύναμης και την αύξηση των ανισοτήτων, συγκαταλέγονται στους βασικούς πρωταγωνιστές των κρίσεων σε όλη την ιστορία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και του καπιταλισμού. Εκεί ως επί το πλείστον καταφεύγει η μοχλευμένη (δανεική) ρευστότητα που «ποντάρεται» για την απόκτηση κέρδους, εκεί διακινείται ο παγκόσμιος πλούτος, αλλάζοντας χέρια μεταξύ της πλουτοκρατίας.
Εκεί οι πλέον ισχυροί της διεθνούς οικονομίας συνασπίζονται για να καταβροχθίσουν τους λιγότερο ισχυρούς, καθώς αυτό που στην ουσία λαμβάνει χώρα στα χρηματιστήρια είναι ότι οι συνασπισμοί των πιο ισχυρών κεφαλαίων πολεμούν εναντίον των λιγότερο ισχυρών συνασπισμών, σε ένα πόλεμο που το αποτέλεσμα είναι από την αρχή προδιαγεγραμμένο. Γι’ αυτό και τα χρηματιστήρια αποτελούν τους ναούς του «κοινωνικού δαρβινισμού» όπου «ο κοινωνικά και οικονομικά δυνατός υπερισχύει πάντα του αδύνατου».

Εκεί δημιουργούνται οι «φούσκες» που αποφέρουν κέρδη στους λίγους όταν μεγαλώνουν και στους ακόμα λιγότερους όταν σκάνε. Εκεί λαμβάνουν χώρα όλες οι φάσεις μιας οικονομικής διαδικασίας ανόδου – πτώσης, με μόνιμους χαμένους τους εκτός των χρηματιστηριακών τειχών «κοινών θνητών», οι οποίοι και παρακολουθούν αδύναμοι να παρέμβουν, τις νόμιμες διαδικασίες κλοπής του πλούτου που παράγεται μέσω της εργασίας και πώς αυτός ο πλούτος «εξανεμίζεται» για να καταλήξει στις τσέπες των κεφαλαιοκρατών.

Τα χρηματιστήρια, τα μεγάλα οχυρά της κερδοσκοπίας και της απληστίας βρίσκονται στην αιχμή της δημιουργίας και αυτής της κρίσης. Και η εγκληματική τους λειτουργία είναι τόσο απροκάλυπτη που επιτείνουν την κοινωνική λεηλασία σε περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για τους μη προνομιούχους σαν και αυτή που διανύουμε.
Ενώ λοιπόν, όλο και περισσότεροι άνθρωποι παγκοσμίως περνούν το κατώφλι της φτώχειας, ενώ εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο λιμοκτονούν, ενώ δουλειές χάνονται, επιχειρήσεις κλείνουν και η ανεργία φουντώνει, τα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο – συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού – διενεργούν ένα ακόμα πιο προκλητικό «ράλι» ανόδου.

Αποτελεί σκάνδαλο παγκοσμίων διαστάσεων το γεγονός ότι επιχειρήσεις κάνουν απολύσεις ή κλείνουν τους «μη κερδοφόρους» τομείς τους, μειώνουν τους μισθούς των εργαζομένων, εκβιάζουν με το δίλημμα «ανεργία ή ημιαπασχόληση και περικοπή μισθών» και την ίδια περίοδο οι μετοχές και οι δείκτες των χρηματιστηρίων ανεβαίνουν, αποδίδοντας κέρδη στους μετόχους και στα διευθυντικά στελέχη. Ενώ μεγάλες πολυεθνικές και χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί όπως οι αμερικάνικες Citi και Bank of America, ή η ευρωπαϊκή UBS τη μια στιγμή βρίσκονται με ανυπολόγιστες ζημιές στα ταμεία τους και στα πρόθυρα της κατάρρευσης, την επομένη και αφού έχουν δοθεί νέα ενισχυμένα οικονομικά πακέτα στήριξης από τις κυβερνήσεις για να «ανακουφίσουν την οικονομία» όπως λένε, οι τιμές των μετοχών τους διπλασιάζονται ενώ τα στελέχη και οι μέτοχοι μοιράζονται τα κέρδη από τη νέα χρηματιστηριακή «φούσκα» με δημόσιο χρήμα.

Το σύνολο των «πακέτων βοήθειας» που εκτιμάται ότι θα χρειαστεί συνολικά το σύστημα διεθνώς για να μην καταρρεύσει είναι μέχρι στιγμής 5 τρις δολάρια. Οι μεγαλοκαρχαρίες των διεθνών επενδυτικών χαρτοφυλακίων δεν διστάζουν να ρισκάρουν το τζάμπα γι’ αυτούς χρήμα των κυβερνητικών παροχών, να διαμορφώσουν μια εικονική πραγματικότητα εξόδου από την κρίση ανεβάζοντας τους δείκτες στα χρηματιστήρια και δημιουργώντας νέες «φούσκες» πλασματικής ανάκαμψης, για να αποκομίσουν όσο το δυνατό περισσότερα κέρδη εν μέσω μιας συνεχώς επιδεινούμενης κρίσης. Σε όλα τα χρηματιστήρια και στο ελληνικό οι κρατικές ενισχύσεις τροφοδότησαν μια ακόμη «φούσκα» με πρωταγωνιστές τις τράπεζες, από την οποία οι κεφαλαιοκράτες καλύπτουν τα χαμένα τους από την κρίση κέρδη. Στην Ελλάδα και ενώ όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού βυθίζονται στην φτώχεια, οι μεγάλες επιχειρήσεις και κυρίως οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι αντλούν συνεχώς κέρδη.

Η άνοδος στις τιμές των πρώτων υλών, του πετρελαίου και των βασικών ειδών διατροφής που, κόντρα στη μειωμένη ζήτηση, θα δούμε να εντείνεται ακόμα περισσότερο στο επόμενο διάστημα, είναι επίσης αποτέλεσμα «φούσκας» που δημιουργεί η υπερεθνική ελίτ. Αυτή η κάστα των εγκληματιών με όπλα τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια ποντάρουν το ρευστό από τα κρατικά ταμεία στην άνοδο των τιμών στα εμπορεύματα και τα τρόφιμα. Είναι στυγνοί δολοφόνοι γιατί για μια ακόμη φορά κερδοσκοπούν με τις τιμές των τροφίμων, ανεβάζουν τις τιμές και τους χρηματιστηριακούς δείκτες για να αποκομίσουν οι ίδιοι δισεκατομμύρια και προξενούν για μια ακόμη φορά μαζικές δολοφονίες εκατομμυρίων ανθρώπων από την πείνα και τις αρρώστιες.

Δεν είναι αξιοπερίεργο που κανένας από τους απατεώνες καθεστωτικούς πολιτικούς αλλά και τους οικονομικούς αναλυτές του συστήματος δεν έχει έστω λίγο φιλότιμο για να ομολογήσει ότι οι τελευταίες χρηματιστηριακές «κούρσες» ανόδου δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ακόμα «φούσκα» που τροφοδοτεί το δημόσιο χρήμα. Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο – με πρωτοστάτη τον υπουργό οικονομικών των ΗΠΑ – όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για ν’ αποφύγουν την διοχέτευση του δημόσιου χρήματος στη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, αλλά αντιθέτως, έπαιξαν και το ρόλο του «κράχτη» για τα χρηματιστήρια «παπαγαλίζοντας» για λογαριασμό των πλουσίων οικογενειών του πλανήτη του πως οι αγορές, μέσω της τελευταίας χρηματιστηριακής ανόδου, προεξοφλούν το τέλος της κρίσης και την οικονομική ανάκαμψη. Την «εκτίμηση» αυτή επιβεβαιώνουν ο ένας μετά τον άλλον και οι πάσης φύσεως καθεστωτικοί οικονομικοί αναλυτές.

Την στιγμή που η παραγωγή παγκοσμίως μειώνεται, οι χαμένες θέσεις εργασίας μετριούνται σε πολλά εκατομμύρια, πολλές χώρες έχουν μπει και επίσημα πλέον σε ύφεση, αρκετές κινδυνεύουν άμεσα με χρεοκοπία και οικονομική κατάρρευση ενώ άλλες έχουν ήδη καταρρεύσει. την ίδια στιγμή οι μετοχές «καλπάζουν» με ηγετική την παρουσία των τραπεζών.

Ο δείκτης του ελληνικού χρηματιστηρίου διπλασιάστηκε μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, κάτι που δεν είχε συμβεί ούτε το ’99 και η σταθερή ανοδική πορεία του συνεχιζόταν όλους τους τελευταίους μήνες. Πολλές μετοχές αυξήθηκαν ως και 100%, διπλασιάζοντας τη χρηματιστηριακή αξία επιχειρήσεων που την ίδια στιγμή συρρικνώνουν τις λειτουργίες τους και απολύουν εργαζόμενους. Τα κέρδη από τη χρηματιστηριακή «φούσκα» γεμίζουν τις τσέπες των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών και των ξένων συμπαικτών τους ενώ η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας πνίγεται στην καταιγίδα της οικονομικής κρίσης. Τα μέτρα «διεξόδου από την κρίση» δεν ήταν δεν είναι και ούτε πρόκειται να είναι τίποτα περισσότερο από μέτρα στήριξης του κεφαλαίου.

Τη στιγμή που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας περνά το ένα πακέτο φορολογικής αφαίμαξης μετά το άλλο σε ένα φαύλο και μάταιο κύκλο προσπαθειών αποφυγής της κρατικής χρεοκοπίας, οι τράπεζες κάνουν ότι και οι υπόλοιπες διεθνώς, δηλαδή αξιοποιούν τα 28 δις που τους πρόσφερε η κυβέρνηση για να ανεβάσουν τις μετοχές τους και να αυξήσουν τα μερίσματα των μεγαλομετόχων. Για μια ακόμη φορά το ελληνικό χρηματιστήριο έχει γίνει ο παράδεισος της κερδοσκοπίας για το υπερεθνικό κεφάλαιο από όπου αυτή την περίοδο αντλεί μεγάλα κέρδη από τη συμμετοχή του στις ελληνικές επιχειρήσεις.

Δεν πιστεύουμε ότι αυτό δεν γίνεται κατανοητό από κανέναν. Γιατί όμως σιωπούν όλοι; Προφανώς η κριτική στην αγορά και τις λειτουργίες της έχει περιορισμούς για όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης και της αριστερός. Έτσι και αλλιώς η απάντηση είναι γνωστή: Απλώς έτσι δουλεύει το σύστημα.

Μιας και όλοι οι καθεστωτικοί πολιτικοί είναι λίγο ως πολύ μπλεγμένοι σε κάποιες επενδυτικές δραστηριότητες, μιας και όλο το πολιτικό σύστημα όπως είναι γνωστό στηρίζει την ύπαρξη του στις «χορηγίες» των κεφαλαιοκρατών Ελλήνων και ξένων (μίζες από τη Siemens έχουν πάρει όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και των δυο κομμάτων της αριστεράς όπως εμμέσως πλην σαφώς παραδέχονται στελέχη της), παρά τις όποιες «δυσλειτουργίες» και «παραμορφώσεις» του, το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και ο καπιταλισμός είναι ένας κοινώς αποδεκτός παρονομαστής για όλους τους επαγγελματίες της πολιτικής – από τους νεοφιλελεύθερους της δεξιάς και της λαϊκίστικης άκρα δεξιάς που υποστηρίζουν τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική εκδοχή, έως και την αριστερά που υπερασπίζεται την κρατικά ελεγχόμενη καπιταλιστική λειτουργία. Αποτέλεσμα αυτής της συναίνεσης είναι η λεηλασία μέσω των χρηματιστηρίων για μια ακόμη φορά να μένει στο απυρόβλητο.

Αυτό που τελικά επιδιώκουν όλες οι πολιτικές και οικονομικές εξουσίες δεν είναι να βρουν εξόδους από την κρίση – όλες οι μέχρι τώρα πολιτικές τους εξ άλλου επιδεινώνουν και δεν βελτιώνουν την κατάσταση – αλλά να συμβάλουν ώστε το λαβωμένο από την κρίση κεφάλαιο να έχει τις μικρότερες δυνατές απώλειες, γνωρίζοντας πως αυτό θα συμβεί εις βάρος των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων. Στόχος τους δεν είναι η ανακούφιση των κοινωνιών αλλά η ανακούφιση των οικονομικά ισχυρών που βλέπουν τα κέρδη τους να μειώνονται.

Την ώρα που οι πολιτικοί και οι καθεστωτικοί αναλυτές τους έχουν το θράσος να κάνουν κριτική σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού γιατί «δανείστηκαν περισσότερα από όσα μπορούσαν να εξοφλήσουν και άρα έχουν ευθύνη για τη σημερινή κρίση», την ίδια στιγμή οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται σχεδόν τζάμπα δημόσιο χρήμα από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1% και το επενδύουν στα χρηματιστήρια με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου.

Οι διακηρύξεις περί ηθικής και εγκράτειας κρατιστών και τραπεζιτών είναι εντελώς εξωφρενικές, τη στιγμή μάλιστα που οι λωποδύτες τραπεζίτες δανείζουν τον κόσμο με επιτόκια έως και 17%, δίνουν τόκο καταθέσεων πολύ κάτω από το 1% και δεν δείχνουν έλεος όταν πρόκειται να κάνουν κατασχέσεις ακόμα και για λίγες εκατοντάδες ευρω. Είναι εξωφρενικές γιατί το κράτος δεν δείχνει καμία φειδώ όταν είναι να δώσει χρήματα στις τράπεζες, και δανείζεται από αυτές ρευστό με πολύ υψηλά επιτόκια. Και αν τελικά οι τράπεζες δεν μπορέσουν να ξεπληρώσουν την ΕΚΤ, εγγυάται το ελληνικό κράτος να πληρώσει τα σπασμένα. Όλα αυτά γιατί «το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση», που σημαίνει πως τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών είναι μειωμένα το πρώτο εξάμηνο του ‘09 και περιορίζονται μόλις στο ταπεινό ποσό των 1,5 δις ευρώ.

Ενώ η ελληνική κυβέρνηση επιτίθεται με όλα τα διαθέσιμα μέσα για να αφαιρέσει και το τελευταίο ευρώ από τις τσέπες κυρίως των χαμηλών οικονομικά στρωμάτων και να ξεχρεώσει τα κοράκια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενώ απαιτεί την κοινωνική συναίνεση για να επιβάλει ακόμα πιο σκληρά φοροεισπρακτικά μέτρα, στο χρηματιστήριο γλεντάνε με τα 28 δις που έδωσαν τα κορόιδα – δηλαδή όλοι οι μη έχοντες – στις τράπεζες.

Τη στιγμή που οι περικοπές σε μισθούς συντάξεις και επιδόματα γίνονται λαίλαπα για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, τη στιγμή που η φτώχεια στην Ελλάδα τείνει να ξεπεράσει εν μέσω κρίσης το 25% και η πραγματική ανεργία παίρνει τις μεγαλύτερες μεταπολεμικά διαστάσεις, τη στιγμή που η κυβέρνηση διαμηνύει πως είναι «ώρα ευθύνης για όλους», εξαιρώντας από το «όλους» την οικονομική και πολιτική εξουσία καθώς και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, την ίδια στιγμή οι φοροαπαλλαγές στα υψηλά εισοδήματα δίνουν και παίρνουν, η φοροδιαφυγή γι ‘αυτούς είναι άτυπος νόμος, οι εφοπλιστές με νόμο απολαμβάνουν την απαλλαγή από κάθε είδους φόρους.

Ενώ η κυβέρνηση πετσοκόβει και τις τελευταίες δαπάνες για τη δημόσια υγεία οδηγώντας στο θάνατο το δημόσιο σύστημα υγείας, αντλεί εκατομμύρια από τα δημόσια ταμείο για να «τονώσει τους επιχειρηματίες» (πρόσφατο παράδειγμα τα εκατομμύρια που δαπάνησε για κλιματιστικά ενισχύοντας τις πολυεθνικές αυτού του τομέα και τις «βοήθειες» που παρείχε για την αγορά νέων αυτοκινήτων ενισχύοντας τις πολυεθνικές των αυτοκινητοβιομηχανιών) χαρίζει μυθικά ποσά στις κατασκευαστικές μέσω των συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και τις ατελείωτες κατασκευές δρόμων που έχουν καταστρέψει την Ελλάδα από άκρη σε άκρη. Και κυρίως, μειώνει συνεχώς τους συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων, των πλουσίων και των κερδών τους ενώ παράλληλα ξεζουμίζει τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα για να γεμίσει τα δημόσια ταμεία.

Η πολιτική αυτή θα συνεχιστεί και από το ΠΑΣΟΚ, αφού και γι’ αυτό το κόμμα η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνδέεται άρρηκτα με τα επιχειρηματικά κέρδη. Συνεπώς ζητούμενο για κάθε καθεστωτικό κόμμα είναι η ενίσχυση των επιχειρήσεων, η ενίσχυση των πλουτοκρατών και του κεφαλαίου προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομία.

Κάθε πολιτική απόφαση που λαμβάνεται είναι αποτέλεσμα ενός σχεδιασμού που αφορά συνολικά τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές οικονομικό σύστημα και όχι μια κίνηση διαχείρισης κάποιου μεμονωμένου θέματος. Καθώς και ότι αυτός ο σχεδιασμός δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και του ΠΑΣΟΚ ή όποια άλλη κυβέρνηση βρισκόταν στην εξουσία.

Είναι πολιτική απόφαση να αφήνεται από τις ελληνικές κυβερνήσεις να ρημάζει το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα δημόσιας υγείας ενώ να δίνονται χρήματα στις επιχειρήσεις. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής θέσης να αποσαρθρώνεται η δημόσια εκπαίδευση και να προωθούνται με νόμους και διατάξεις τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Είναι αποτέλεσμα πολιτικής να ξεπουλούν οι κυβερνώντες τη δημόσια περιουσία στους κεφαλαιοκράτες και να επιβάλουν δια πυρός και σιδήρου την αγοραιοποίηση κάθε κοινωνικής και οικονομικής λειτουργίας.

Είναι αποτέλεσμα πολιτικής το κράτος, είτε πρόκειται για κυβέρνηση της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ, πάντα να ενισχύει και να προστατεύει αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής ιεραρχίας που από κοινού εγκληματούν εις βάρος των κοινωνιών ληστεύοντας τες, εις βάρος του περιβάλλοντος που το καταστρέφουν νόμιμα στο όνομα της ανάπτυξης.

Και αν η Αττική κάηκε ολοσχερώς στις τελευταίες πυρκαγιές δεν ήταν αποτέλεσμα αμέλειας και κακών χειρισμών. Το γεγονός ότι κάθε χρόνο καίγεται η Ελλάδα, το γεγονός ότι ελάχιστα δάση έχουν μείνει άκαυτα, το γεγονός ότι οι εμπρησμοί δασών πολλαπλασιάζονται δεν είναι αποτέλεσμα αμέλειας, είναι επίσης, αποτέλεσμα πολιτικής.

Γιατί είναι πολιτική να μην προσλαμβάνονται πυροσβέστες για τις δασοπυροσβέσεις και να προσλαμβάνονται συνεχώς μπάτσοι, να χαρίζονται εκατομμύρια για την πρόσληψη «σεκιουριτάδων» με τους οποίους έχει γεμίσει κάθε γωνιά της Αθήνας. Είναι πολιτική να μην ξοδεύεται τίποτα για δασοπροστασία, να μην αγοράζονται πυροσβεστικά εναέρια μέσα και να δαπανώνται δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς, για πολεμικά ελικόπτερα και υπερσύγχρονα συστήματα ασφαλείας για την προστασία του καθεστώτος.

Οι τελευταίες πυρκαγιές που κατάκαψαν ό,τι πράσινο είχε απομείνει στην Αττική είναι γνωστό – και ας αποσιωπάται από τα κόμματα και τα ΜΜΕ – ότι εξυπηρετούν τις κατασκευαστικές που είχαν συμφέροντα από τη δημιουργία ΧΥΤΑ στην περιοχή του Γραμματικού. Όπως και οι πυρκαγιές την Ηλεία το 2007 εξυπηρετούσαν τις εταιρείες που είχαν συμφέροντα από την δημιουργία της Ιονίας οδού.

Η Ελλάδα καίγεται κάθε χρόνο για το συμφέρον των κατασκευαστικών και των μεγαλοεργολάβων και σε αυτή την καταστροφή συνεπικουρεί το κράτος θεσμοθετώντας νόμους που οδηγούν στην αγοραιοποίηση της γης και των δασών και νομιμοποιούν την καταστροφή του περιβάλλοντος. Και μπορεί όλη η Αττική να καιγόταν το Σάββατο και την Κυριακή 23 Αυγούστου, όμως τη Δευτέρα οι χρηματιστηριακοί δείκτες ανέβαιναν εκ νέου με πρωταγωνιστές, εκτός από τις τράπεζες, τις κατασκευαστικές και, κυρίως, τις ασφαλιστικές που οι μετοχές τους εκτινάχθηκαν αφού αναμένονται νέα τρελά κέρδη από τις ασφάλειες κατοικιών που πρόκειται να γίνουν.

Πάνω στα αποκαΐδια της Αττικής και της υπόλοιπης Ελλάδας, πάνω στην καταστροφή της φύσης, πάνω στη δυστυχία και το αργό θάνατο όλων μας, για μια ακόμη φορά το κεφάλαιο στήνει νέο πανηγύρι κερδών.

Τη στιγμή που η κυβέρνηση εντείνει τη φοροεπιδρομή για να γεμίσει τα άδεια κρατικά ταμεία, οι γνωστοί ειδικοί λογαριασμοί που κρατούν όλα τα υπουργεία είναι γεμάτοι πολλά εκατομμύρια ευρώ που κανένας δεν γνωρίζει πλην των «αρμόδιων υπουργών», που διατίθενται αυτά τα χρήματα που αντλούνται από τους φορολογούμενους. Ενώ οι τρύπες του δημοσίου ελλείμματος προβάλλονται ως η μέγιστη εθνική απειλή, η κυβέρνηση δαπανάει για τις ευρωεκλογές 3,6 δις σε ένα μόλις μήνα, στέλνοντας το έλλειμμα σε ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα και κατόπιν τρέχει στις Βρυξέλλες και υπόσχεται ότι θα μαζέψει χρήματα με τη βία από το λαό.

Τη στιγμή που οι πολιτικοί και οι πλούσιοι συστήνουν με περισσό θράσος εγκράτεια στα λαϊκά στρώματα και οι μισθοί για τα χαμηλά στρώματα κατρακυλούν, την ίδια στιγμή οι αστρονομικοί μισθοί των βουλευτών και των ευρωβουλευτών είναι από μόνοι τους ένα σκάνδαλο μεγάλων διαστάσεων. Εξίσου σκανδαλώδες είναι και ο προκλητικός διπλασιασμός του μισθού των δικαστικών.

Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν σε αυτή τη χώρα αναγκάζονται να κάνουν περικοπές σε είδη πρώτης ανάγκης και σε τρόφιμα, την ίδια στιγμή η πολιτική εξουσία απολαμβάνει με λεφτά κλεμμένα από τα δημόσια ταμείο ταξίδια, εκδηλώσεις, γιορτές και «συνέδρια» πολλών εκατομμυρίων. Όταν οι εξώσεις σε σπίτια αυξάνονται κάθε μέρα, οι πολιτικοί άρχοντες ζουν σε επαύλεις που χτίζουν με δημόσιο χρήμα.

Και μέσα σε όλα αυτά τα «σκάνδαλα» που γεννιούνται από την προχωρημένη σύμφυση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας με τα εκατομμύρια που αλλάζουν χέρια μεταξύ οικονομικών παραγόντων και πολιτικών, με τις ανταλλαγές και τις αγοραπωλησίες δημοσίου πλούτου, με τις μίζες, τα «δώρα» και τις «εξυπηρετήσεις» με το αζημίωτο, δείχνουν πως είναι αστείο να περιμένει κανείς από ένα πολιτικό σύστημα εκ φύσεως διεφθαρμένο, σάπιο και άπληστο για χρήμα και εξουσία που υπάρχει για να διαιωνίζει την ανισότητα και τη φτώχεια, που όταν αναφέρεται σε κοινό συμφέρον εννοεί μόνο το συμφέρον των πλουσίων που υπηρετεί, να ακολουθήσει πολιτικές που θα βγάλουν από την ανέχεια και θα ανακουφίσουν τους οικονομικά αδύνατους.

Είναι αναμενόμενο ότι όποια κυβέρνηση και αν προκύψει από τις εκλογές δεν θα καταφέρει να κρατήσει εύκολα την κοινωνική ειρήνη και ότι θα υπάρξουν νέες κοινωνικές αντιδράσεις στις πολιτικές που στοχεύουν στο να θυσιαστούν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα για να σωθεί η πλουτοκρατία και τα κέρδη της.

Είναι με μαθηματική ακρίβεια αναμενόμενες οι επόμενες εξεγέρσεις για το ψωμί και τα βασικά τρόφιμα στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας καθώς η άνοδος στις τιμές που προκαλεί η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία ενδεχομένως να ξεπεράσει ακόμα και τις τιμές του 2008 και θα φέρει νέα μεγάλη έκρηξη πείνας και φτώχειας των ήδη φτωχών, των απόκληρων της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Είναι επίσης αναμενόμενες οι κοινωνικές εκρήξεις και οι συγκρούσεις στον ανεπτυγμένο κόσμο, κυρίως στις χώρες της ημιπεριφέρειας όπως είναι οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκονται ήδη κάτω ατό τη δαμόκλειο σπάθη του ΔΝΤ.

Είναι αναμενόμενες οι επόμενες εκρήξεις και στην Ελλάδα καθώς η επόμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα εντείνει τις επιθέσεις του εναντίον της κοινωνίας για να εφαρμόσει τις επιταγές της δημοσιονομικής προσαρμογής που υπαγορεύουν τα επιτελεία της υπερεθνικής ελίτ (Βρυξέλες, ΔΝΤ) και να επιβάλει τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Είναι αναμενόμενο ότι τα κράτη και οι οικονομικές ελίτ τραβούν όλο και περισσότερο το σχοινί στην εκμετάλλευση των κοινωνιών και βρίσκονται στα πρόθυρα της ρήξης με μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού.

Είναι πλέον γεγονός ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολη η συνύπαρξη πλουσίων και φτωχών καθώς αποκαλύπτεται όλο και πιο καθαρά ότι η ανά τον κόσμο πλουτοκρατία είναι ένα παρασιτικό σώμα που ζει εις βάρος των κοινωνιών. Που κλέβει τον παραγόμενο πλούτο χωρίς να παράγει τίποτα και που η ύπαρξη της και μόνο συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Οι εγκληματίες αυτοί που δολοφονούν εκατομμύρια ανθρώπων με τις χρηματιστηριακές «φούσκες» που δημιουργούν, δεν πρόκειται ποτέ να τιμωρηθούν από κανένα καθεστωτικό κόμμα και δεν είναι αυτοί που θα πληρώσουν την κρίση.
Όσο και αν κάποιοι από τις κυβερνήσεις σκίζουν τα ιμάτια τους δημοσίως, υποσχόμενοι ότι θα θέσουν τέρμα στην απληστία ορισμένων οικονομικών παραγόντων – εννοώντας ένα τμήμα των χρυσοπληρωμένων διευθυντικών στελεχών -, η δουλειά της ήταν είναι και θα είναι να βοηθάνε την οικονομικά άρχουσα τάξη στο άπληστο κυνήγι του κέρδους και να την στηρίζουν με δημόσιο χρήμα όταν οι «δουλειές δεν πάνε καλά».

Η τιμωρία όλων αυτών των αρπακτικών που ιδιοποιούνται για λογαριασμό τους τον κοινωνικό πλούτο, που ζουν σπαταλώντας εκατομμύρια, που ζουν παρασιτικά εις βάρος δισεκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη οι οποίοι δεν έχουν τα βασικά για την επιβίωση τους, η τιμωρία για τους άπληστους κεφαλαιοκράτες δεν πρόκειται να επιβληθεί από κανένα κράτος από καμία κυβέρνηση. Την τιμωρία τους θα μπορούσαν να επιβάλουν μόνο οι επαναστατημένες κοινωνίες, οι οποίες και θα τους αφαιρέσουν κάθε οικονομικό και κοινωνικό προνόμιο, θα τους αφαιρέσουν τα πλούτη που τους λήστεψαν για να τα κοινωνικοποιήσουν θέτοντας τα στην υπηρεσία της κοινωνικής επανάστασης.

Το χρηματοοικονομικό σύστημα ηγείται της παγκόσμιας οικονομικής τρομοκρατίας.

Πολύ πριν ξεσπάσει η σημερινή κρίση του χρηματοοικονομικού συστήματος, είχαν προηγηθεί μεγάλοι σεισμοί από τις αναρίθμητες κοινωνικές κρίσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Οι κρίσεις αυτές που ήταν αποτέλεσμα της βίαιης διεθνούς επέκτασης της κυριαρχίας του κεφαλαίου, αύξησαν το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών φέρνοντας το σε πρωτόγνωρα ιστορικά επίπεδα.

Η κρίση του χρέους των χωρών του τρίτου κόσμου και οι πτωχεύσεις πολλών χωρών κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’80 και του ’90, η έκρηξη της ανισότητας και της πείνας που κορυφώθηκε την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η επισιτιστική κρίση που πλήττει πολλές χώρες εδώ και δεκαετίες και που συνεχώς επιδεινώνεται, η διαμόρφωση ενός νέου «τρίτου κόσμου» μέσα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, είναι στάδια μιας παγκόσμιας κοινωνικής κρίσης που καλλιεργεί η οικονομία της αγοράς και του καπιταλισμού εδώ και πολλά χρόνια. Πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση, 25000 άνθρωποι καθημερινά – πάνω από 8,7 εκατομμύρια το χρόνο – έχαναν τη ζωή τους από την έλλειψη τροφής. Όμως αυτοί οι θάνατοι δεν συνιστούσαν κρίση για τις οικονομικές και πολιτικές εξουσίες. Ήταν μια αναπόφευκτη και αδιάφορη για αυτές εξέλιξη.

Το σύστημα πριν φτάσει στο σημερινό αδιέξοδο, είχε «ξεπεράσει με επιτυχία» μια σειρά προηγούμενων κρίσεων με τις πολύτιμες παρεμβάσεις των κρατικών μηχανισμών, των κεντρικών τραπεζών και των οικονομικών οργανισμών όπως το ΔΝΤ και η ΠΤ που το στήριζαν όποτε αυτό κλονιζόταν (χρηματοπιστωτική ή κρίση του χρέους το ’80, κατάρρευση των ασφαλιστικών εταιρειών στα τέλη της ιδίας δεκαετίας και χρηματιστηριακή κρίση στα τέλη του ’80, χρηματοπιστωτική κρίση από την κατάρρευση της οικονομίας στο Μεξικό το ’94, κρίση στην αγορά ομολόγων με την κατάρρευση των οικονομιών της νοτιοανατολικής Ασίας το’97).

Κάθε ξεπέρασμα όμως μιας κρίσης στις λειτουργίες του συστήματος οδηγούσε σε μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης στα χέρια των ελίτ και άφηνε πίσω της νέες όλο και πιο οδυνηρές για την ανθρωπότητα κοινωνικές κρίσεις. Παράλληλα καλλιεργούσε το μύθο ότι το σύστημα είναι αθάνατο. Με λίγα λόγια έβαζε τους όρους για μια μεγάλη και παγκόσμια οικονομική κρίση.

Το ότι ζούμε μια άνευ ιστορικού προηγουμένου παγκόσμια κοινωνική ανισότητα, δεν είναι αποτέλεσμα κακής διαχείρισης του συστήματος αλλά οφείλεται στην ίδια του τη φύση και το μοντέλο ανάπτυξης που έχει παγκοσμίως επιβληθεί και που άρχισε να διαμορφώνεται μεταπολεμικά, για να πάρει τα τελικά του χαρακτηριστικά στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Στο τιμόνι αυτού του μοντέλου έχει τεθεί εδώ και χρόνια το χρηματιστικό κεφάλαιο και τα χρηματιστήρια αποτελούν στρατηγικής σημασίας μηχανισμούς για τη συγκέντρωση κεφαλαίων και δύναμης στα χέρια των οικονομικά ισχυρών του πλανήτη.

Όταν αναφερόμαστε σε χρηματιστικό κεφάλαιο εννοούμε τη συγχώνευση όχι μόνο του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου αλλά και του κεφαλαίου που επενδύεται στα χρηματιστήρια και τις αγορές συναλλάγματος. Η συγχώνευση αυτή που παρουσιάστηκε από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και με την ώθηση της τεχνολογίας, έχει λάβει τέτοια έκταση που καθιστά ανεδαφικό και αδύνατο οποιονδήποτε διαχωρισμό.

Σήμερα διεθνείς τραπεζικοί όμιλοι, πολυεθνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, μεγάλες ασφαλιστικές και επενδυτικά σχήματα κάθε μορφής μπορεί να ελέγχονται από τα ίδια κέντρα και τα κεφάλαια να αλλάζουν συνεχώς θέσεις αναλόγως τις προοπτικές που διαμορφώνονται για τη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία τους. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες οικογένειες των σύγχρονων κροίσων μέσα από το μοντέλο της μετοχικής εταιρείας ελέγχουν βιομηχανίες, τράπεζες, ασφαλιστικές, και διαθέτουν χαρτοφυλάκια επενδύσεων για κάθε είδους χρηματιστηριακή επένδυση.

Η γιγάντωση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου έχει τις ρίζες της στην μεταπολεμική ανάπτυξη και την περίοδο της «χρυσής εποχής του καπιταλισμού». Τα υπερκέρδη εκείνης της περιόδου με τη ραγδαία βιομηχανική επέκταση άρχισαν να αναζητούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες. Είναι η εποχή που οι μεγάλες βιομηχανίες αξιοποίησαν τα κέρδη τους από τις επενδύσεις σε εθνικό επίπεδο, συνεργάστηκαν με πολλά πρωτοεμφανιζόμενα επενδυτικά σχήματα και μέσα από τη δημιουργία της πρώτης μεταπολεμικά χρηματιστηριακής έκρηξης και της «φούσκας» στις μετοχές, έδωσαν πρωτοφανή ώθηση στην επέκταση των πολυεθνικών, συστήνοντας τους διεθνείς πολυκλαδικούς ομίλους.

Η επέκταση των πολυεθνικών έγινε παράλληλα με αυτή των τραπεζών, που μεταμορφώθηκαν σε ισχυρούς διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ομίλους με τα κέρδη του «μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος». Τα κέρδη συσσωρεύονταν στα συρτάρια των τραπεζών και ήταν η πρώτη ύλη για την έκρηξη της αγοράς των ευρωδολαρίων, που ακύρωσε στην πράξη την επιβολή κρατικών ελέγχων στην διεθνή κίνηση κεφαλαίων. Οι πρώτες «μεγάλες δουλειές» για το χρηματιστικό κεφάλαιο μεταπολεμικά ήταν μέσω της μεγάλης αγοράς των δανείων σε χώρες της περιφέρειας. Ήταν μια καλοστημένη «δουλειά» στην οποία συνεργάστηκαν τράπεζες, πολυεθνικές και κυβερνήσεις του κέντρου.

Οι χώρες της περιφέρειας δανείζονταν για να φτιάξουν αναπτυξιακά έργα που ήταν άχρηστα για τις ίδιες τις χώρες και τις ανάγκες τους, που ωφελούσαν μόνο μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων στις συγκεκριμένες χώρες η οποία και πλούτιζε, γέμιζαν όμως τα ταμεία των πολυεθνικών που πραγματοποιούσαν τα έργα αυτό. Με αυτή τη διαδικασία το χρηματιστικό κεφάλαιο πραγματοποιούσε τον εξής κύκλο: από τις τράπεζες του κέντρου, πήγαινε στην περιφέρεια με τη μορφή δανείων και κατέληγε ξανά στο κέντρο, αυτή τη φορά στα ταμεία των πολυεθνικών κατασκευαστικών ομίλων, ενώ οι τράπεζες μετρούσαν τρελά κέρδη από τα δάνεια που χορηγούσαν.

Αυτός ο κερδοφόρος «περίπατος» του διεθνούς κεφαλαίου που από τις τράπεζες του κέντρου πηγαίνει στις πολυεθνικές του κέντρου κάνοντας μια κερδοφόρα παράκαμψη μέσω των αναπτυσσόμενων χωρών, είναι μια πάγια πολιτική στην μεταπολεμική παγκόσμια ανάπτυξη. Την ίδια στρατηγική ακολούθησε η υπερεθνική οικονομική ελίτ και στην περίπτωση των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας, αφού για χρόνια προετοίμαζε το έδαφος της επίθεσης με τις εκθέσεις της για τα «τεράστια περιθώρια ανάπτυξης» που υποτίθεται πως είχαν και αυτές οι χώρες. Όταν τελικά οι χώρες χρεοκοπούσαν, μετατρέπονταν σε αποικίες του δυτικού κεφαλαίου που αιχμαλωτίζονταν από το χρηματιστικό κεφάλαιο αυτές και οι λαοί τους για πάντα με τις αλυσίδες του χρέους.

Μπορεί επισήμως τον κεντρικό ρόλο μεταπολεμικά στην οικονομία να έπαιζαν οι κυβερνήσεις, όμως το χρηματιστικό κεφάλαιο ήδη από τη δεκαετία του ’60 άρχιζε να ανακτά τη χαμένη του δύναμη και να διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομική λειτουργία. Μέσα από την έκρηξη στην αγορά των ευρωδολαρίων – που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων και έφερε τις πρώτες καθοριστικές ρωγμές στο σύστημα του κρατικού παρεμβατισμού -, την απαξίωση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών – που έφερε την έκρηξη στην αγορά συναλλάγματος -, το χρηματιστικό κεφάλαιο γιγαντώθηκε, κατάφερε την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, δημιούργησε ένα παγκόσμιο δίκτυο χρηματιστηριακών αγορών και αγορών συναλλάγματος και κατάφερε να τεθεί στο τιμόνι της παγκόσμιας ανάπτυξης και της οικονομικής λειτουργίας.

Οι προσπάθειες διαχωρισμού του χρηματιστικού κεφαλαίου σε «παραγωγικό, κοινωνικά χρήσιμο βιομηχανικό κεφάλαιο» και σε «παρασιτικό κερδοσκοπικό» ή αλλιώς ο διαχωρισμός των κεφαλαιοκρατών σε «παραγωγικούς και δημιουργικούς βιομήχανους» από τη μια και «τους παρασιτικούς κερδοσκόπους» από την άλλη που συμπεριλαμβάνεται στη ρητορική σχεδόν όλων των καθεστωτικών κομμάτων και κυρίως της «σοσιαλδημοκρατίας» και της καθεστωτικής αριστεράς, είναι αδύνατη, παραπλανητική, αλλά και επικίνδυνη. Είναι αδύνατη και παραπλανητική γιατί αποκρύπτει ότι κάθε λειτουργία του συστήματος, κάθε κλάδος και τομέας του είναι μέρος του ίδιου καταστροφικού αναπτυξιακού μοντέλου. Είναι επικίνδυνη γιατί προσπαθεί να απομονώσει τις ευθύνες της σημερινής κρίσης σε κάποιους τομείς του συστήματος και σε περιορισμένους ρόλους προκειμένου να διασώσει την υπόληψη του υπόλοιπου συστήματος, το οποίο «απλώς θα πρέπει λίγο να διορθώσουμε».

Η παγκοσμιοποίηση ενός οικονομικού σχεδίου μαζικής καταστροφής

Η χρηματιστηριακή έκρηξη που σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου, ήρθε ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας εκμετάλλευσης των χωρών της περιφέρειας και των εργαζομένων στις βιομηχανικές χώρες. Όταν ακολούθησε το σκάσιμο της φούσκας στα χρηματιστήρια, όλοι πίστεψαν πως ήρθε η ώρα να επιβεβαιωθεί η θεωρία των οικονομικών κύκλων του Κοντράντιεφ, με βάση την οποία η μετά του ’30 μεγάλη κρίση θα ερχόταν τη δεκαετία του ’90. Αντί όμως να μπει στη δίνη μιας μεγάλης κρίσης ο καπιταλισμός, κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», δίνοντας τροφή για τους θεωρητικούς του «τέλους των οικονομικών κύκλων».

Η δεκαετία του ’90 μπήκε με τους θριάμβους για την μονοκρατορία του κεφαλαίου και των ελεύθερων αγορών, με θεωρίες για το τέλος της ιστορίας και των ιδεολογιών, με τους διθυράμβους για την τεχνολογική έκρηξη και την πρόοδο που υποσχόταν την ατέλειωτη επέκταση των αγορών, την απρόσκοπτη κερδοφορία του κεφαλαίου, την αδιάκοπη ανάπτυξη και το τέλος των οικονομικών υφέσεων. Αυτές τις απόψεις συμμερίζονταν όχι μόνο οι νεοφιλελεύθεροι αλλά το σύνολο των πολιτικών εξουσιών όλου του πολιτικού φάσματος, από την κεντροαριστερά – που εκείνη την περίοδο εγκατέλειψε για πάντα την σοσιαλδημοκρατία και στην ουσία υιοθέτησε τις πολιτικές των νεοφιλελεύθερων -, έως και την καθεστωτική αριστερά.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική έκρηξη έφερε μέθη για τους κεφαλαιοκράτες που διψούσαν για περισσότερο… αίμα. Οι κυβερνήσεις κάθε πολιτικής απόχρωσης σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο συμμετείχαν και συνέβαλαν τόσο στην αποθέωση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς όσο και στους όρους επέκτασης του σε πλανητικό επίπεδο, στην πολεμική αντιμετώπιση όσων κρατών δεν παραδίνονταν και στην επιβολή της Νέας οικονομικής και πολιτικής Τάξης Πραγμάτων σε όλο τον πλανήτη.

Η οικονομική έκρηξη της δεκαετίας του ’90 συνοδεύτηκε από μια νέα μεγαλύτερη έκρηξη της πείνας για τον τρίτο κόσμο, την ένταση των κοινωνικών διαχωρισμών για την ημιπεριφέρεια και το κέντρο του καπιταλισμού. Ενώ τα κέρδη των εταιρειών αυξάνονταν, αυξανόταν και η πίεση του κεφαλαίου προς την κοινωνία με το εκβιαστικό δίλημμα «μείωση του κόστους παραγωγής ή κλείσιμο» και «μετανάστευση» των επιχειρήσεων σε χώρες με πιο φθηνό εργατικό δυναμικό. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας – που συντελέστηκε και το τελευταίο εκ των πολλών «θαυμάτων» του καπιταλισμού – δημιουργήθηκε ένας νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας.

Στην Κίνα, την Ινδία, τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της ανατολικής Ευρώπης οι πολυεθνικές εγκαθιστούν τις αλυσίδες παραγωγής τους, καθώς τα μεροκάματα πείνας στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα και το σύγχρονο δουλεμπόριο που αναπτύχθηκε με την παγκοσμιοποίηση υπόσχονταν μεγάλα κέρδη για τις επιχειρήσεις. Η ένταση της διεθνούς εκμετάλλευσης με την πιο ωμή και απάνθρωπη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου που γνώρισε η ανθρωπότητα από τα τέλη του 19ου αιώνα και τα αστρονομικά κέρδη των επιχειρηματιών από την απεριόριστη μείωση του εργατικού κόστους ήταν οι παράγοντες που έφεραν εκρηκτικές διαστάσεις στην παγκόσμια κοινωνική κρίση.

Όμως, οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης από τους νεοφιλελεύθερους ως τους «σοσιαλδημοκράτες» εξυμνούσαν τα αποτελέσματα αυτού του συστήματος που «κατάφερνε να βγάλει από το φάσμα της πείνας εκατομμύρια ανθρώπων». Είναι ενδεικτικό ότι προ κρίσης διάφοροι δήθεν «σοσιαλιστές» και «επικριτές του νεοφιλελευθερισμού» όπως ο Κρούγκμαν, αντέκρουαν με μένος τα επιχειρήματα των πολέμιων της παγκοσμιοποίησης, βλέποντας σε αυτήν τη λύση για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχών πληθυσμών του πλανήτη.

Κυριότερο επιχείρημα ήταν αυτό που έλεγε πως η παγκοσμιοποίηση «έβγαλε από την απόλυτη φτώχεια εκατομμύρια ανθρώπους», οι οποίοι ως εργαζόμενοι στα στρατόπεδα εργασίας των πολυεθνικών «μπορεί να παίρνουν χαμηλά μεροκάματα, όμως πριν είχαν ακόμη λιγότερα». Παράλληλα το σύνθημα «καλύτερα κακοπληρωμένες δουλειές παρά καθόλου δουλειές» που σήμερα εν μέσω κρίσης, περικοπής μισθών και απολύσεων ακούγεται από κάθε καθεστωτικό φερέφωνο και στον ανεπτυγμένο κόσμο, πρωτοειπώθηκε ως απάντηση στις κριτικές για την απάνθρωπη εκμετάλλευση ανθρώπων στα εργοστασιακά κολαστήρια που έστηναν οι πολυεθνικές στις χώρες της περιφέρειας.

Υπάρχει όμως και μια χρονική ακολουθία σε αυτή την πορεία της εξαθλίωσης των λαών της περιφέρειας. Προϋπήρχαν οι πολιτικές δανειοδότησης από τις δυτικές τράπεζες, η πολιτική του χρέους που έθεσε σε ομηρία ολόκληρες χώρες, οι πολιτικές του ΔΝΤ που ξερίζωσαν κάθε παραγωγική διαδικασία που δεν απέφερε μεγάλα κέρδη για την δυτική οικονομική ολιγαρχία. Προϋπήρχε το ξεπούλημα των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των υποδομών, το σκλάβωμα στο διεθνές κεφάλαιο των χωρών που έπεφταν θύματα των δυτικών τραπεζών.

Η εξαθλίωση των λαών σε αυτές τις χώρες ήταν αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας πολιτικής που ξεκινάει το ’60. Όταν τη δεκαετία του 90 οι πολυεθνικές έκαναν επιδρομές στις χώρες αυτές για να βρουν «υλικό» να επανδρώσουν τα εργοστάσια, ή καλύτερα τα σύγχρονα σκλαβοπάζαρά τους, οι προηγούμενες πολιτικές της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ είχαν εξασφαλίσει πως πολλά εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν περάσει στην απόλυτη εξαθλίωση και θα αποδέχονταν να δουλεύουν ακόμα και για 1 ευρώ μεροκάματο στα εργοστάσια των δυτικών πολυεθνικών.

Και ο «πολιτισμένος» κόσμος της δύσης που υπεραμύνεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν πρόκειται για μη αρεστά στις δυτικές ελίτ καθεστώτα, δεν έχει κανένα ενδοιασμό να παίρνει για σκλάβους ακόμα και παιδιά, εκατομμύρια από τα οποία ζουν, αρρωσταίνουν και τελικά πεθαίνουν στα εργοστάσια των πολυεθνικών.

Το αποτέλεσμα από το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης ήταν να φτάσει σε πρωτοφανή στην ιστορία επίπεδα το χάσμα μεταξύ βορρά και νότου, αφού το 1820 οι διαφορές ανάμεσα στο 20% πλουσιότερο τμήμα των ανθρώπων παγκοσμίως και το 20% των φτωχότερων ήταν 3/1, το 1920 έγιναν 11/1 και το 1997 74/1. Σήμερα, το 1\5 του πιο πλούσιου πληθυσμού της γης κατέχει σχεδόν το 85% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ το φτωχότερο 20% λιγότερο από 4%. Αυτή ήταν η «βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων της περιφέρειας» που ισχυρίζονται αριστεροί και δεξιοί ότι επέφερε η παγκοσμιοποίηση.

Υπό αυτούς τους όρους και ενώ ο λεγόμενος πρώτος κόσμος αποσπά το 80% του παγκόσμιου εισοδήματος αφήνοντας το 20% για τον υπόλοιπο κόσμο, τα εταιρικά κέρδη εκτοξεύονται στα ύψη, αυξάνοντας τα εθνικά εισοδήματα χωρίς όμως να αυξάνονται τα εργατικά εισοδήματα. Αυτός ο πακτωλός χρημάτων προερχόμενος από το νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, την πλανητική υπερεκμετάλλευση και τις νέες εργασιακές σχέσεις, διοχετεύτηκαν μαζικά στα κανάλια του χρηματοοικονομικού συστήματος, κατέληξαν στις καπιταλιστικές μητροπόλεις και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στα χρηματιστήρια και τις αγορές συναλλάγματος φούντωσαν.

Τα χρηματιστήρια τη δεκαετία του ’90 γνωρίζουν νέες μέρες δόξας με τους χρηματιστηριακούς δείκτες να χτυπούν κορυφή.

Είναι η εποχή που ο πλούτος και η κερδοσκοπία απ’ ενοχοποιείται πλήρως. Με τα υπέρ-κέρδη από αυτό το διεθνές μοντέλο ανάπτυξης διογκώθηκε η χρηματιστηριακή σφαίρα και τροφοδοτήθηκαν οι χρηματιστηριακές εκρήξεις του 90. Η μια «φούσκα» διαδεχόταν την άλλη, οι κεφαλαιοκράτες διεθνώς προεξοφλούσαν την αδιάκοπη κερδοφορία αυτού του συγκεκριμένου αναπτυξιακού μοντέλου, η παγκοσμιοποίηση δοξαζόταν ως η τελική διέξοδος από τις κρίσεις του συστήματος και τα μυθικά κέρδη από τις «φούσκες» στήριζαν την κατανάλωση από τα δυτικά κυρίως μεσαία και ανώτερα στρώματα.

Με δυο λόγια ήταν η κερδοσκοπία του χρηματιστηριακού τομέα, οι «φούσκες» στα ακίνητα, τις μετοχές, στις αγορές συναλλάγματος, οι «φούσκες» στις τιμές των τροφίμων και των πρώτων υλών αυτές που δημιουργούσαν τη ζήτηση και έδιναν τη δυνατότητα να απορροφηθεί η παγκόσμια παραγωγή.

Τελικά για τη σημερινή κρίση δεν ευθύνεται μόνο ο νεοφιλελευθερισμός και η ανεξέλεγκτη δράση των αγορών. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον καπιταλισμό σε κακό και καλό, να επιρρίψουμε τις ευθύνες σε ένα τμήμα του, χαρακτηρίζοντας το ως «καζινοκαπιταλισμό» όπως συνηθίζει σήμερα μεγάλο μέρος της αριστεράς. Η ευθύνη βρίσκεται στο σύστημα συνολικά, στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας, στην επέκταση του κεφαλαίου και την ανάπτυξη.

Υπεύθυνοι της κρίσης δεν είναι μόνο κάποια διευθυντικά στελέχη των τραπεζών που πλούτιζαν από την κερδοσκοπία όλα αυτά τα χρόνια. Πίσω τους βρίσκονταν και βρίσκονται συμφέροντα που συνδέουν πολυεθνικούς ομίλους τραπεζών, βιομηχανιών, κατασκευαστικών, εταιρειών τροφίμων και φαρμάκων, ασφαλιστικών… δηλαδή, κάθε είδους πολυεθνική επένδυση που κερδοσκοπεί εις βάρος της εργασίας, των ανθρώπινων αναγκών, του περιβάλλοντος. Πίσω από την κρίση βρίσκεται το υπερεθνικό κεφάλαιο, βρίσκεται το σύνολο του καθεστώτος.

Τα χρηματιστήρια στο κέντρο της διεθνούς οικονομικής τρομοκρατίας

Στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνηθίζεται οι χρηματιστηριακές αγορές να προβάλλονται ως μια πανίσχυρη δύναμη «χωρίς πρόσωπο», που κινείται παρασκηνιακά και καθοδηγείται από τους «ιερούς και απαράβατους νόμους της αγοράς», νόμους πολύπλοκους και ακατανόητους για τους «κοινούς θνητούς», για όσους δεν έχουν μυηθεί στις λειτουργίες τους. Όμως οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν και πρόσωπο και υλική υπόσταση. Πίσω τους βρίσκονται οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές, οι κάτοχοι των αμοιβαίων και επενδυτικών χαρτοφυλακίων, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις.

Αυτοί είναι οι οικονομικοί παράγοντες που χαράζουν τις σύγχρονες στρατηγικές συσσώρευσης και συγκέντρωσης οικονομικής εξουσίας, εφαρμόζουν πολιτικές ανελέητης αφαίμαξης του κοινωνικού πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο έχοντας πάντα την εύνοια και την συνδρομή των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών.

Με την παγκόσμια χρηματιστηριακή αξία να ξεπερνά σήμερα τα 50 τρις δολάρια ποσό μεγαλύτερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ, τα χρηματιστήρια έχουν μετατραπεί σε διεθνή κέντρα όπου καθορίζεται τι θα παραχθεί, από ποιους, σε ποιο σημείο του πλανήτη, τι τιμή θα έχει, ποιες θα είναι οι νέες αναπτυξιακές καινοτομίες, τι από την παραγωγική διαδικασία θα πεταχτεί και τι νέο θα δημιουργηθεί. Στις αγορές των παραγώγων με τα χρηματιστήρια των εμπορευμάτων να πρωταγωνιστούν, συγκεντρώνονται κεφάλαια που ξεπερνούν το αστρονομικό ποσό των 450 τρις, δηλαδή ποσό δεκαπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων και πρώτων υλών ηγούνται οι πετρελαϊκές, οι πολυεθνικές των τροφίμων και των πρώτων υλών που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής σε ενέργεια, τρόφιμα και πρώτες ύλες και κερδοσκοπούν με τις τιμές των προϊόντων. Εκεί καθορίζεται ποια προϊόντα θα παράγονται και από ποιες χώρες και σε ποιες ποσότητες, που θα διακινούνται και σε ποιες τιμές. Οι πολυεθνικές των τροφίμων και τα χρηματιστήρια καθορίζουν τις τιμές στα τρόφιμα, ποιες χώρες θα λιμοκτονήσουν για να ενισχυθούν τα κέρδη τους.

Στις αγορές συναλλάγματος – όπου τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται για να κερδοσκοπήσουν εις βάρος τοπικών νομισμάτων αγγίζουν σε ημερήσια βάση τα 2 τρις και σε ετήσια ξεπερνάνε τα 400 τρις δολάρια, ποσό δεκαπλάσιο του
παγκόσμιου ΑΕΠ – αποφασίζεται καθημερινά η αξία των νομισμάτων, που η υποτίμηση και η ανατίμηση τους μέσα από την τεράστια αυτή αγορά μπορεί να καταστρέψει ακόμα και μια χώρα του καπιταλιστικού κέντρου σε μία νύκτα. Με δυο λόγια οι «αγορές» – όπως εν συντομία συνηθίζεται να αποκαλούνται – είναι οι απόλυτοι άρχοντες του πλανήτη. Και όταν μιλάμε για «αγορές» εννοούμε τους υπερεθνικούς πολυκλαδικούς ομίλους που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής, τα πολυεθνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις επενδυτικές εταιρείες εννοούμε μια υπερεθνική οικονομικά άρχουσα τάξη που ελέγχει την παγκόσμια οικονομία.

Το κύτταρο των χρηματιστηρίων είναι η μετοχική εταιρεία που έχει δώσει μεγάλη ευελιξία στο κεφάλαιο και που μέσω αυτής μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταφέρεται από την μια επιχειρηματική θέση στην άλλη, να αλλάζει τόπο, ακόμα και να κινείται στο χρόνο, «ποντάροντας» σε μελλοντικές μεταβολές και κέρδη με την βοήθεια των πολυάριθμων χρηματιστηριακών εργαλείων που έχει ανακαλύψει η ανεξάντλητη κερδοσκοπική φαντασία. Αυτό το εταιρικό μοντέλο έχει δώσει την δυνατότητα σε λίγους μεγαλοεπενδυτές, κρατώντας μετοχές από διαφορετικές επιχειρήσεις, να ελέγχουν ταυτόχρονα διαφορετικούς τομείς της οικονομίας με λίγα σχετικά κεφάλαια, γεγονός που οδηγεί στην ενίσχυση των πολυκλαδικών ολιγοπωλίων και μονοπωλίων, στον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου και της οικονομικής δύναμης.

Μέσα από τα χρηματιστήρια και το αδιάκοπο κυνήγι άντλησης όσο το δυνατόν μεγαλύτερων κερδών για λογαριασμό των μετόχων, ο καπιταλισμός πετυχαίνει τη διεύρυνση των μηχανισμών άντλησης υπεραξίας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και προωθεί το καθεστώς διεθνούς εργασιακής υπερεκμετάλλευσης που η ωμότητα του είναι πρωτοφανής στην ανθρώπινη ιστορία.
Έτσι, τα εξευτελιστικά μεροκάματα, η εξαθλίωση των εργατών όπου γης και η ανθρώπινη δυστυχία που γεννά η φτώχεια, συμβαδίζει με την άνοδο των δεικτών των χρηματιστηρίων και αποτελεί αιτία της χρηματιστηριακής διόγκωσης.

Όσο περισσότερο μειώνονται οι μισθοί και αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων, όσο περισσότερο υποβαθμίζεται το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων τόσο διογκώνεται η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία.

Μπορεί η κοινωνική πλειοψηφία να βρίσκεται μέσα στην ανέχεια και την φτώχεια, μπορεί το ΑΕΠ σε μια χώρα να μεγαλώνει γιατί αυξάνονται τα κέρδη των πλουσίων ενώ δεν αυξάνονται τα εισοδήματα των πολλών και η χώρα βυθίζεται στα χρέη, μπορεί οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης να δηλώνουν μόνο τις κερδοφόρες ευκαιρίες για τους κεφαλαιοκράτες και όχι τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των κοινωνιών, μπορεί οι δείκτες να ευημερούν αλλά να δυστυχούν οι άνθρωποι που συνεχίζουν να ζουν μέσα στη φτώχεια, όμως οι πολιτικές εξουσίες χρησιμοποιούν αυτούς τους δείκτες για να μας πείσουν ότι η οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι καλή. Κατά ανάλογο τρόπο και η άνοδος των χρηματιστηρίων εξακολουθεί να προπαγανδίζεται ως ένας βασικός παράγοντας που δείχνει ότι η οικονομία βρίσκεται σε άνθηση.

Το επιχείρημα ότι «η χρηματιστηριακή ανάπτυξη προσφέρει οφέλη για τα σύνολο της οικονομίας», εξακολουθεί να κυριαρχεί και οι πολιτικές ελίτ υποστηρίζουν είτε άμεσα είτε έμμεσα την χρηματιστηριακή ευφορία, παρά το γεγονός ότι γίνεται πλέον όλο και πιο φανερό ότι το χρηματιστήριο είναι ένας μηχανισμός υφαρπαγής του παραγόμενου πλούτου και σκοπός του είναι η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης σε όλο και πιο λίγους. Το λεγόμενο «νοικοκύρεμα» της επιχείρησης, ή αλλιώς ο «εξορθολογισμός» της λειτουργίας της ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική, που χρησιμοποιείται ως ένας βασικός στόχος τόσο για τις επιχειρήσεις που θέλουν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο όσο και για τις εισηγμένες σε αυτό, δεν είναι τίποτα άλλο από τη «μείωση του λειτουργικού κόστους». Και αυτό στην πράξη σημαίνει είτε μείωση των αποδοχών των εργαζομένων είτε μείωση θέσεων εργασίας και απολύσεις είτε ακόμη και κλείσιμο των επιχειρήσεων και μεταφορά τους σε χώρες με πιο φθηνά μεροκάματα.

Ακόμα και οι γνωστές φιλολογίες γύρω από τον ρόλο των χρηματιστηρίων που τα παρουσιάζουν σαν τα πεδία όπου οι επιχειρήσεις αντλούν κεφάλαια αποφεύγοντας τον δανεισμό προκειμένου να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις. σήμερα αποτελούν σκέτη απάτη. Είναι εύκολο να αποδειχτεί ότι τα κέρδη από την χρηματιστηριακή άνοδο όχι μόνο δεν κατευθύνονται σε νέες επενδύσεις αλλά απειλούν και τις ήδη υπάρχουσες. Είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι επενδυτικοί και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί – οι πραγματικοί αφέντες των χρηματιστηριακών αγορών – που αξιολογούν τις εισηγμένες και τις προοπτικές ανάπτυξης τους, διαθέτουν αρκετές μεθόδους για να προκαλούν την άνοδο στις τιμές των μετοχών των επιχειρήσεων.

Οι ίδιοι επενδυτικοί οργανισμοί αξιολογούν με ευνοϊκούς όρους τον δανεισμό στις επιχειρήσεις αυτές που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αύξηση της μετοχικής τους αξίας. Αυτές τις επιχειρήσεις προσφέρονται να δανείζουν, στηρίζοντας την επιχειρηματική επέκταση τους. Με άλλα λόγια οι εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να δανείζονται τόσα περισσότερα κεφάλαια όσο περισσότερο ανεβαίνουν οι τιμές των μετοχών τους και να προχωρούν σε επιθετικές εξαγορές ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, τακτική που υπηρετεί βασική καπιταλιστική αρχή, με βάση την οποία μια ισχυρή επιχείρηση πρέπει να επεκτείνεται με τελικό στόχο τον έλεγχο της αγοράς.

Σε αυτό το κερδοσκοπικό παιχνίδι οι επιχειρήσεις με τις καλύτερες αποδώσεις κινδυνεύουν πολύ περισσότερο, καθώς οι όροι δανεισμού τους γίνονται τόσο περισσότερο ευνοϊκοί όσο αυξάνονται οι τιμές των μετοχών τους. Επίσης, είναι γνωστό πως όταν μια «ισχυρή» επιχείρηση ανακοινώσει ότι πρόκειται να εξαγοράσει μια άλλη, η μετοχή της ανεβαίνει άμεσα και τα κέρδη για τους μετόχους είναι εξασφαλισμένα. Τελικά, οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο όχι μόνο δεν αντλούν κεφάλαια αυξάνοντας την κεφαλαιακή τους βάση, αλλά αντιθέτως, συμβαίνει οι πιο «ισχυρές» από αυτές να παρουσιάζουν μείωση κεφαλαίων και να κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν όταν την χρηματιστηριακή έκρηξη διαδεχτεί η συνήθης κάθοδος.

Από αυτή τη διαδικασία αυτοί που είναι σίγουρα κερδισμένοι είναι οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί και επενδυτικοί οργανισμοί που ενορχηστρώνουν τη διαδικασία εξαγορών και συγχωνεύσεων με τις εκθέσεις τους για τις εισηγμένες, των οποίων τις μετοχές προωθούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω αναλόγως τα σχέδια τους και αντλούν τα υπερκέρδη της επέκτασης τόσο από την συμμετοχή τους στην μετοχική σύσταση των εταιρειών όσο και από τα κεφάλαια με τα οποία δανείζουν την επιχειρηματική αυτή επέκταση. Τέτοια παραδείγματα έχουμε συνεχώς και στην ελληνική αγορά με πλήθος κερδοσκοπικών χαρτοφυλακίων και με τους πολυεθνικούς επενδυτικούς ομίλους όπως η Citi η J P. Morgan, η UBS κλπ να «παίζουν» συστηματικά με πολλές εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο.

Η υπερχρέωση μεγάλων επιχειρήσεων έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα της χρηματιστηριακής διόγκωσης των φουσκωμένων μετοχικών εταιρειών και των επεκτατικών πολιτικών, ενώ όταν έρθει η στιγμή της κρίσης, τότε «οικονομικοί γίγαντες» καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι ενώ οι δανειστές τους βρίσκονται στην γωνία αγοράζοντας τις άλλοτε φαινομενικά κραταιές επιχειρήσεις για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή η συνθήκη εντείνει τον οικονομικό συγκεντρωτισμό, καθώς μέσω των εξαγορών και των συγχωνεύσεων οι πολυεθνικοί – πολυκλαδικοί όμιλοι διευρύνουν τον έλεγχο τους σε νέες αγορές. Εννοείται πως από τους πλέον κερδισμένους είναι οι πολυεθνικοί χρηματοπιστωτικοί και επενδυτικοί οργανισμοί, που επεκτείνουν την ηγεμονική τους θέση σε αυτή την σύγχρονη διαδικασία συσσώρευσης αντλώντας τα υπερκέρδη από την διαδικασία της επιχειρηματικής επέκτασης με δανεικά.

Η χρηματιστηριακή έκρηξη στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 90 ενορχηστρώθηκε με τη συνεργασία του ελληνικού κράτους και των ντόπιων κεφαλαιοκρατών, έφερε το χρηματιστήριο στο κέντρο της οικονομικής ζωής και χιλιάδες Έλληνες και μετανάστες πίστεψαν πως ανακάλυψαν εκεί το δικό τους Ελντοράντο. Το υπερεθνικό κεφάλαιο μπήκε στο παιχνίδι μαζικά αμέσως μετά την υποτίμηση της δραχμής από την κυβέρνηση Σημίτη για να αρπάξει τις αποταμιεύσεις. τις περιουσίες – ακόμα και τα δανεικά – των «ντόπιων θυμάτων» που εισέρευσαν στο χρηματιστήριο ανεβάζοντας τους δείκτες στα ύψη και οδηγώντας την χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση για πρώτη φορά σε αστρονομικά μεγέθη – υπερδιπλάσια του ελληνικού ΑΕΠ.

Η «φούσκα» πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις και οι μεγαλομέτοχοι έκαναν την αποκομιδή των κερδών και αποχώρησαν. Ακολούθησε η καθίζηση των δεικτών που άφησε τους μικρομετόχους να κρατούν στα χέρια τους μετοχές – σκουπίδια. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι έπαιξαν και έχασαν περιουσίες στο χρηματιστήριο το ’99, οι περισσότεροι καταστράφηκαν τελείως, κάποιοι αυτοκτόνησαν. Και φυσικά αυτή η μαζική παράκρουση δεν ήταν παρά αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής της κυβέρνησης και των κομμάτων, με την πορεία του γενικού δείκτη να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της βουλής.

Η χρηματιστηριακή φούσκα του ’99 – και η παραφιλολογία περί «λαϊκού καπιταλισμού» που συνόδευσε τη δεκαετία του ’90 αλλά βρήκε την καλύτερη πρακτική εφαρμογή στα τέλη της δεκαετίας -, ήταν αναγκαία για τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό που προωθούσε το ΠΑΣΟΚ γιατί συνέβαλε στην πλήρη απενοχοποίηση της κερδοσκοπίας, στην εξιδανίκευση του πλούτου ως κυρίαρχης αξίας, στη νομιμοποίηση σε μεγάλο βαθμό της τραπεζικής τοκογλυφίας που από τότε και στο εξής πήρε τεράστιες διαστάσεις, ανάλογες των χρηματιστηριακών κερδών που άντλησαν τα κοράκια οι τραπεζίτες.

Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την βοήθεια κρατικά ελεγχόμενων χρηματιστηριακών εταιρειών καθώς και εταιρειών που είχαν ιδρυθεί από κοινού με στελέχη και των δυο μεγάλων κομμάτων, και ρίχνοντας τεράστια ποσά από τα ασφαλιστικά ταμεία στο χρηματιστήριο για να «ντοπάρουν» τους δείκτες (ποσά που εννοείται. «χάθηκαν» σε τσέπες πολιτικών, κυβερνητικών στελεχών και μεγαλοεπιχειρηματιών), ενορχήστρωσε μια από τις μεγαλύτερες απάτες στην ελληνική ιστορία.

Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια κλοπή μυθικών διαστάσεων, την πιο μεγάλη και μαζική μεταφορά πλούτου προς τα πιο προνομιούχα στρώματα.
Τράπεζες, κομματικά στελέχη και μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα πλούτισαν κλέβοντας τα δισεκατομμύρια σε δραχμές των μικροεπενδυτών και ρουφώντας το αίμα των μικρών επιχειρήσεων που έμπαιναν μαζικά με την «υποστήριξη» των τραπεζών. Από την χρηματιστηριακή έκρηξη και την κατάρρευση που ακολούθησε το ’99, ο συγκεντρωτισμός κεφαλαίου στην Ελλάδα προχώρησε με ταχύτατους ρυθμούς ενισχύοντας τα μονοπώλια και ολιγοπώλια στην ελληνική αγορά.

Επακόλουθο του ’99 είναι ότι ξένα κεφάλαια συμμετέχουν στην μετοχική σύσταση μεγάλων ελληνικών εταιρειών ελέγχοντας τες και κατέχοντας το μεγαλύτερο μέρος της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης. Η συμβολή του ελληνικού χρηματιστηρίου υπήρξε καθοριστική για την εγκατάσταση και τον έλεγχο της οικονομικής ζωής του τόπου από μια χούφτα Έλληνες μεγιστάνες και ξένους μεγαλοεπενδυτές, γεγονός που δεν έχει δώσει τα απαραίτητα κοινωνικά και πολιτικά διδάγματα.

Μπορεί από τότε οι μικρομέτοχοι ν’ απέχουν συστηματικά από το ελληνικό χρηματιστήριο, παρά τις όποιες προσπάθειες οικονομικής και πολιτικής εξουσίας να προσελκύσουν τους μικρομεσαίους με τις αποταμιεύσεις τους. Ένα μέρος όμως, της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή μετοχών, ομολόγων και άλλων χρηματιστηριακών προϊόντων και να προσδοκά την αύξηση του προσωπικού του πλούτου από τις πρακτικές των ανελέητων διευθυντικών στελεχών και των μάνατζερ, από την ένταση της εργασιακής εκμετάλλευσης και από την ανέχεια των εργαζομένων.

Η τύφλωση που προκαλεί η δίψα για πλουτισμό δεν επιτρέπει σε όλους αυτούς που κυνηγούν το γρήγορο κέρδος να δουν πως την ευημερία των χρηματιστηρίων, από την οποία αυτοί ευελπιστούν να πλουτίσουν, στηρίζουν – εκτός από την ένταση της εργασιακής εκμετάλλευσης – με έμμεσο τρόπο τα χρέη των νοικοκυριών, καθώς με αυτά αυξάνεται η κατανάλωση και τα κέρδη συρρέουν στα ταμείο των επιχειρήσεων ανεβάζοντας παράλληλα τους χρηματιστηριακούς τους δείκτες. Με αυτό τον τρόπο αυξάνεται συνεχώς η κοινωνική ανισότητα, αφού μια μερίδα της κοινωνίας πλουτίζει από τα χρέη μιας άλλης σαφώς μεγαλύτερης και οι πολλοί τελικά καταστρέφονται για να ευημερούν οι λίγοι.

Ας μην κοροϊδευόμαστε, η συμμετοχή οποιουδήποτε στη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία είναι μια καθαρά αντικοινωνική πρακτική, είναι ταξικά εχθρική προς τους προλετάριους, ενισχύει υλικά αλλά και ηθικά τα αφεντικά και τους πλούσιους και συμβάλλει στην ενίσχυση των κοινωνικών και ταξικών ανισοτήτων. Και αν για τους πλούσιους η ψυχρή αδιαφορία τους για την προέλευση του πλούτου τους και ο κυνισμός μπροστά στο κυνήγι του κέρδους είναι δεδομένος λόγω ταξικών καταβολών, για τους φτωχούς μια ανάλογη στάση θα έπρεπε να είναι ηθικά ανεπίτρεπτη και κατακριτέα.

Καθώς πολλοί επαγγελματίες πολιτικοί, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, κατέχουν μεγάλους αριθμούς μετοχών στα θησαυροφυλάκια τους, γίνεται κατανοητό γιατί δεν είναι τελικά μόνο θέμα πολιτικής θέσης η τυφλή στήριξη του χρηματιστηρίου, αλλά είναι και θέμα προσωπικού συμφέροντος . Όπως επίσης θέμα συμφέροντος είναι και η υιοθέτηση πολιτικών από τους κατέχοντες την κρατική εξουσία, που ενισχύουν τη μια ή την άλλη επιχείρηση, ανάλογα σε ποιον κεφαλαιοκράτη έχουν επενδύσει τα μελλοντικά τους κέρδη.

Στα χαρτοφυλάκια των πολιτικών και των οικογενειών τους αποτυπώνεται με αδιάψευστο τρόπο και για τους πιο αφελείς ακόμα, το προσωπικό όφελος της πολιτικής εξουσίας από την λεγόμενη «διαπλοκή» της πολιτικής και οικονομικής σφαίρας. Και σίγουρα δεν μπορεί ν απαλλαχθεί από αυτή την πραγματικότητα ένας βουλευτής επειδή είναι αριστερός, όπως ο Αλαβάνος του Συνασπισμού, ο οποίος – εκτός από την τεράστια περιουσία του που υποδηλώνει ότι τα συμφέροντα του απέχουν έτη φωτός από τα συμφέροντα των μη προνομιούχων – έχει στην κατοχή του ένα διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό μετοχών. Και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα αριστερό κόμμα όπως το ΚΚΕ, πάρα το γεγονός ότι κρατά καλά κρυμμένες τις επιχειρηματικές δοσοληψίες και δραστηριότητες του.

Τέτοιες περιπτώσεις αριστερών, που υποστηρίζουν ότι σκοπός τους είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργατών, των φτωχών, που καταγγέλλουν την οικονομική εκμετάλλευση και την ανισοκατανομή του πλούτου, την ελαστική και ανασφάλιστη εργασία και την εκμετάλλευση των μεταναστών, την αφαίμαξη των νοικοκυριών από τις τράπεζες, που συχνά εξαπολύουν μύδρους εναντίον του καζίνο-καπιταλισμού και που από την άλλη πλουτίζουν μέσω χρηματιστηρίου, είναι ωμοί υποκριτές και ψεύτες.

Επειδή η συμμετοχή σήμερα στο χρηματιστήριο νομιμοποιεί το πιο ληστρικό καθεστώς αφαίμαξης του κοινωνικού πλούτου μέσω της εργασίας, οφείλουμε να καταγγείλουμε ως απατεώνες και υποκριτές όλους αυτούς που χρησιμοποιούν την αριστερή ρητορική για έναν καλύτερο κόσμο και παράλληλα συντηρούν και στηρίζουν το υπάρχον εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό καθεστώς. Από τέτοιες περιπτώσεις δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα περισσότερο από εξαπάτηση.

Η αφαίμαξη των ασφαλισμένων μέσω των χρηματιστηρίων

Από τη δεκαετία του ‘50 όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έβρισκαν στα ασφαλιστικά ταμεία μια ανεξάντλητη πηγή ρευστού που λήστευαν συστηματικά για να χρηματοδοτούν την παραμονή τους στην εξουσία.

Με νόμους που ψήφιζαν οι συμμορίες των κοινοβουλίων, διαχρονικά ληστεύονται «νόμιμα» τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, με τα οποία το κράτος χρηματοδοτούσε τις πολιτικές καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σήμερα η συνήθης τακτική καταλήστευσης των ασφαλισμένων από τις κυβερνήσεις έχει γίνει ακόμα πιο επιτακτική όχι μόνο λόγω των τεράστιων κρατικών ελλειμμάτων, αλλά και επειδή η απαξίωση των ασφαλιστικών ταμείων συνιστά πλέον μια στρατηγικής σημασίας πολιτική επιλογή τόσο για τη ΝΔ όσο και για το ΠΑΣΟΚ.

Ενώ η διαδικασία πολιτικής και οικονομικής χρεοκοπίας του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα προχωρά από τη δεκαετία του ‘90 ανεξαρτήτως του ποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, η κυβέρνηση της ΝΔ από τις τρωτές στιγμές που πήρε την εξουσία στα χέρια της το 2004, ένα από τα πρώτα πράγματα που υποσχέθηκε ευθέως στις ασφαλιστικές εταιρείες δια στόματος Καραμανλή ήταν η «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού και η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης.

Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση ανοίγει ένα νέο πεδίο αξιοποίησης από το κεφάλαιο, υπόσχεται μυθικά κέρδη από την ιδιωτική εκμετάλλευση της ασφάλισης και η αξιοποίηση της γίνεται πιο επιτακτική σήμερα εν μέσω της κρίσης που ροκανίζει τα κέρδη των κεφαλαιοκρατών. Ήδη τα κοράκια των τραπεζιτών υπό την επωνυμία της «ένωσης θεσμικών επενδυτών» πιέζουν επίμονα να τους δοθούν τα αποθεματικά των ταμείων για να τα «επενδύσουν».

Οι ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και χρόνια συνηθίζουν, μέσω των διορισμένων ανθρώπων τους στις ηγεσίες των ταμείων, ν ‘αγοράζουν με το αποθεματικά των ασφαλισμένων επενδυτικό προϊόντα, τα οποία τους υποδεικνύουν διάφοροι επιτήδειοι που είτε κατέχουν καρέκλες υπουργείων είτε διαπρέπουν σε χρηματιστηριακές και επενδυτικές επιχειρήσεις.

Οι γνωστές αποκαλύψεις για το ομόλογο των 280 εκατομμυρίων ευρώ που εκδόθηκε κρυφά από το γενικό λογιστήριο του κράτους, πέρασε από μια ταχύτατη διαδικασία μεταπωλήσεων και κατέληξε υπερτιμημένο στους προσυμφωνημένους αγοραστές που ήταν τα τέσσερα ταμεία (ΤΕΑΔΥ. ΤΕΑΠΟΚΑ. ΤΣΕΥΠ. ΤΕΦΥ), Έδειξαν πως οι δράστες και οι πρακτικές τους συγκέντρωναν όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολυδαίδαλης εγκληματικής οργάνωσης.

Μυστικές συμφωνίες κρατικών και οικονομικών παραγόντων, υπόγειες διαδρομές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των κρατικών ελλειμμάτων και την ενίσχυση των κομματικών ταμείων, συστηματική λαφυραγώγηση των ταμείων των ασφαλισμένων από τις συμμορίες των διεθνών χρηματοπιστωτικών και επενδυτικών ομίλων (π.χ J.P.Morgan) και τα αρπακτικά ημεδαπών χρηματιστηριακών εταιρειών(π.χ. Ακρόπολις), μίζες πολλών εκατομμυρίων ευρώ που κατέληξαν σε τσέπες πολιτικών και παραγόντων της αγοράς οι οποίοι υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της μεγάλης κομπίνας.

Και καθώς γνωρίζουμε πως ένα μέρος της αλήθειας είδε το φως της δημοσιότητας αφού εκδόθηκαν και άλλα ομόλογα τα οποία και πουλήθηκαν σε περισσότερα από τα ήδη γνωστά ταμεία, αντιλαμβανόμαστε πως το μέγεθος του εγκλήματος είναι ανυπολόγιστο για εκατομμύρια ασφαλισμένους.

Η πολιτική της διαχείρισης των αποθεματικών μέσω των κεφαλαιαγορών, η αύξηση ή η μείωση τους αναλόγως των αποδόσεων των επενδυτικών εργαλείων, έχει πλέον νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις των περισσοτέρων.

Γι’ αυτό και η εγκληματική ιστορία της τοποθέτησης εκατομμυρίων ευρώ από πολλά ταμεία σε διάφορα χρηματιστηριακά παράγωγα που αποκαλούν «δομημένα ομόλογα», ενώ θα έπρεπε να είχε γίνει αφορμή κοινωνικής έκρηξης λόγω του θράσους των κυβερνητικών να χρησιμοποιούν τα αποθεματικά των ασφαλισμένων για να τροφοδοτούν τους κρυφούς τους λογαριασμούς, να χρηματοδοτούν κρατικά ελλείμματα, να πλουτίζουν οι ίδιοι και να χρηματίζουν πολυεθνικές, αντί να γίνει αιτία για ν’ ανατραπεί η πολιτική της χρησιμοποίησης του κοινωνικού αυτού πλούτου για επενδύσεις σε χρηματιστηριακά προϊόντα, αντιθέτως, είδαμε μια γελοία κριτική ν’ αναπτύσσεται με πρωταγωνιστές τα ΜΜΕ και τα κόμματα, η οποία επικεντρώθηκε στις μίζες, τους χρηματισμούς και την παράβαση των όρων της ίδιας της αγοράς στην πώληση των «ομολόγων», τα οποία και αγοράστηκαν από τα ταμεία με το γνωστό «καπέλο».

Το ζητούμενο πλέον δεν είναι το αν πρέπει ή όχι να χρησιμοποιούνται τα χρήματα των ασφαλισμένων στον χρηματιστηριακό τζόγο – αυτό θεωρείται πως έχει νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων – αλλά το αν αυτό γίνεται με βάση τους νόμους των αγορών, αν τη διαχείριση την κάνουν «εξειδικευμένοι οργανισμοί» και αν οι συμφωνίες είναι «συμφέρουσες ή όχι» για τα ταμεία.

Έτσι, κανένας δεν αναφέρεται στην τεραστία κλοπή που γίνεται στο ΙΚΑ μέσω της ΑΕΔΑΚ (Ανώνυμης Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων) ασφαλιστικών ταμείων, τις δραστηριότητες της οποίας καθώς και τους πραγματικούς ισολογισμούς της καλύπτει μονίμως ένα πέπλο μυστηρίου. Η συγκεκριμένη εταιρεία που στην οποία ουσιαστικά ηγείται η Εθνική τράπεζα, συστάθηκε με το νόμο 1902/90 για να διαχειρίζεται εν λευκώ τα αποθεματικά του ΙΚΑ, έχει αναλάβει την διαχείριση των αποθεματικών των ΟΓΑ και ΟΑΕΕ.

Το μεγάλο φαγοπότι με τα αποθεματικά των προαναφερθέντων ταμείων γίνεται με τις ευλογίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Εκτός από το γεγονός ότι μέρος από τα γνωστά δομημένα ομόλογα αγοράστηκαν και από τη συγκεκριμένη ΑΕΔΑΚ -γεγονός που αποσιωπάται -, μεγάλο μέρος των αποθεματικών χρησιμοποιείται για την αγορά ιδίων μετοχών από τις διαχειρίστριες τράπεζες.

Οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι της Ελλάδας ALPHA, EFG, Eurobank, Εθνική και Εμπορική μέσω των χρηματιστηριακών θυγατρικών τους, έχουν καταφέρει μια σύμπραξη μέσω της ΑΕΔΑΚ και αρπάζουν τις εισφορές των ασφαλισμένων χρηματοδοτώντας τις κομπίνες τους και γεμίζοντας τα ταμεία τους. Επίσης, έχουν μετατρέψει τα ταμεία σε σκουπιδοτενεκέδες που πετάνε τα αμοιβαία κεφάλαια που εκδίδουν για λογαριασμό των εισηγμένων στο χρηματιστήριο και για το οποία δεν βρίσκουν άλλον αγοραστή. Στα ταμεία με τις πειθήνιες διοικήσει που ελέγχονται από τα δυο μεγάλα κόμματα, βρίσκουν τον πάντα πρόθυμο αγοραστή για όλα τα επενδυτικά τους σκουπίδια.

Ας θυμηθούμε ότι το 2007 που γινόταν γνωστή η λεηλασία των ταμείων μέσω των γνωστών δομημένων ομολόγων, πολλά ΜΜΕ μιλούσαν για την «χρηστή διαχείριση της ΑΕΔΑΚ των ασφαλιστικών ταμείων», όπου οι «ειδικοί στις χρηματαγορές» (τα αρπακτικά της Εθνικής και των λοιπών τραπεζών) «διαχειρίζονται τα κεφάλαια των ταμείων αποφέροντας κέρδη, και όχι οι κομματικοί προϊστάμενοι των ταμείων, οι οποίοι ούτε γνώστες χρηματοοικονομικών είναι και επιπλέον χρηματίζονται εύκολα».

Ας θυμηθούμε πως το παράδειγμα της ΑΕΔΑΚ των ασφαλιστικών ταμείων χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένως για να προτρέψει και άλλα ταμεία να ακολουθήσουν την ίδια τακτική. Σήμερα, ας μας πουν όλοι αυτοί που μιλούσαν τότε για την συγκεκριμένη ΑΕΔΑΚ, πότε το ΙΚΑ και τα άλλα ταμεία είδαν τα ταμεία τους να γεμίζουν οπό τις «ψηλές αποδόσεις των χρηστών επενδύσεων» που έκανε η εταιρεία; Κυρίως ας μας εξηγήσουν γιατί, παρά την «καλή διαχείριση» που διαμηνύουν ότι έγινε, ο ΟΑΕΕ έχει άδεια ταμεία και εκποιεί περιουσιακά στοιχεία για να πληρώσει τους ασφαλισμένους του; Ας μας εξηγήσουν πώς βρέθηκε στο χείλος της κατάρρευσης το ΙΚΑ το μεγαλύτερο ταμείο της χώρας και πώς το ένα ταμείο μετά το άλλο αδυνατεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του στους ασφαλισμένους.

Και ενώ το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στην Ελλάδα τρώει τα αποθεματικά των ταμείων με τις ευλογίες του κράτους, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας περνάει το ένα νομοσχέδιο μετά το άλλο για την μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και αφού έχει συμβάλει τα μέγιστα για την λεηλασία των ταμείων, υποκρίνεται πως θεσμοθετεί για την σωτηρία τους.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και οι δυο κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ψήφισαν σειρά νόμων που άλλαζαν προς τα πάνω τα συνταξιοδοτικά όρια ηλικίας, αύξαναν τις εισφορές των εργαζομένων μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισφορές των εργοδοτών (νόμος Σιούφα), μείωναν τις συντάξεις, έκοβαν τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις (νόμος Ρέππα), υπονόμευαν την δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και παράλληλα έσπρωχναν όλο και βαθύτερα στην κινούμενη άμμο των χρηματιστηριακών επενδύσεων τα ταμεία.

Οι εργαζόμενοι τρομοκρατημένοι από τις σφοδρές αλλαγές στο ασφαλιστικό που πέρασε η κυβέρνηση το 2008 και έχοντας μπροστά τους όλο και πιο δυσμενείς όρους για να συνταξιοδοτηθούν – αν τους το επιτρέψουν τα όρια ηλικίας που συνεχώς ανεβαίνουν -, στρέφονται όλο και περισσότερο προς τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Η αντίδραση αυτή των εργαζομένων δεν αφορά μια μη επιθυμητή παράπλευρη απώλεια της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλά επιθυμητή κατάληξη τόσο για τη ΝΔ όσο και για το ΠΑΣΟΚ που έρχεται ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας πολιτικής τους για την απαξίωση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος.

Η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι αναλαμβάνουν οι ίδιοι το βάρος της ασφάλισης τους και αφήνονται πλήρως στις ορέξεις των αγορών, ή αλλιώς στη χρηματιστηριακή εξουσία, που το μόνο που επιθυμεί από αυτή τη διαδικασία είναι ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Οι απαιτήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με συμφέροντα στην αγορά των ασφαλίσεων και των μεγάλων επιχειρηματιών που ζητούν παραπέρα μείωση των εισφορών τους στην ασφάλιση των εργαζομένων έχει ήδη καταφέρει σε πολλές χώρες τη μερική σε άλλες την πλήρη ιδιωτικοποίηση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων.

Οι ασφαλιστικές και τα μεγάλα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία αποτελούν στις μέρες μας μια από τις μεγαλύτερες κατηγορίες θεσμικών επενδυτών που διαχειρίζονται πάνω από 12 τρισ. δολάρια παγκοσμίως. Από την άλλη, οι εκρήξεις συγχωνεύσεων των τελευταίων χρόνων έφερε τις ασφαλιστικές εταιρείες να συνδέονται οργανικά με άλλες πολυεθνικές διαφορετικού αντικειμένου (βλ. Allianz με Siemens), κατακτώντας ηγεμονική θέση στην παγκόσμια αγορά. Τα σύγχρονα πολυεθνικά – πολυκλαδικά εκτρώματα δημιουργήθηκαν μέσα από μια μακρά περίοδο υπερσυσσώρευσης, και τώρα θέτουν ως στόχο τον έλεγχο του συνταξιοδοτικού συστήματος των χωρών που είτε παραμένει δημόσιο είτε βρίσκεται υπό τον μερικό έλεγχο των αγορών.

Σε χώρες που το κράτος έχει γκρεμίσει πλήρως το σύστημα δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, όπως στις ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι πληρώνουν αυξημένες εισφορές για να εξασφαλίσουν μια αμφιβόλου μεγέθους σύνταξη και η τύχη τους έχει ταυτιστεί οπό την κερδοφορία της εταιρείας στην οποία είναι ασφαλισμένοι και την πορεία της μετοχής της. Η κατάρρευση μεγάλων εταιρειών – φαινόμενο συχνό στην καπιταλιστική εποχή μας – μπορεί να μην σημαίνει την οικονομική καταστροφή των μεγαλομετόχων και των διευθυντικών στελεχών – που συνήθως εγκαταλείπουν το πλοίο πριν βυθιστεί, άλλα σημαίνει σίγουρα την ολοκληρωτική καταστροφή αυτών που όχι μόνο χάνουν τις δουλειάς τους αλλά κυρίως, χάνουν και τις εισφορές που έχουν καταβάλλει μέχρι τη στιγμή της κατάρρευσης για να έχουν ιατρική περίθαλψη και σύνταξη.

Με τις εισφορές των ασφαλισμένων συγκεντρώνονται τεράστια ποσά που κατευθύνονται στη χρηματιστηριακή σφαίρα για «επενδύσεις». Με αυτό τον τρόπο το κεφάλαιο καταφέρνει μια ακόμα ωμή λεηλασία εις βάρος των εργαζομένων. Στον χρηματιστηριακό τζόγο τ’ αποθεματικά των ταμείων χρησιμεύουν και ως «ανάχωμα» στα όλο και πιο μεγάλα επενδυτικά ρίσκα που παίρνουν οι μεγαλοεπενδυτές. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία ήταν ένας βασικός αγοραστής των τιτλοποιημένων χρεών από τις τράπεζες που άνοιξαν την αγορά των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Και δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Είναι συνήθης πρακτική όπως πολύ καλά γνωρίζουμε και από το ελληνικό παράδειγμα των δομημένων ομολόγων.

Κατά έναν ανάλογο τρόπο τα ασφαλιστικά ταμεία στην Ελλάδα και πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, γίνονται το ανάχωμα στην κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη προστατεύοντας τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η χωρίς πραγματικούς περιορισμούς αρπαγή των αποθεματικών των ταμείων από το μεγάλο κεφάλαιο γίνεται εδώ και χρόνια με τις ευλογίες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, των κομμάτων και των ΜΜΕ, γεμίζοντας τις τσέπες των μεγαλοεπενδυτών, που είτε άμεσα είτε έμμεσα συνδέονται με τα αρπακτικά των τραπεζών οι οποίες διαχειρίζονται τα χρήματα των ασφαλισμένων.

Πρόκειται για το ενδιάμεσο στάδιο πριν την ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση, για την οποία προϋπόθεση είναι η πλήρης απαξίωση των ταμείων και η κατάρρευση του υπάρχοντος ασφαλιστικού συστήματος. Η απαξίωση αυτή ήδη έχει συντελεστεί και αυτό αποδεικνύεται από το ότι η κυβέρνηση μόλις πρόσφατα προχώρησε σε έκδοση ομολόγων ύψους 4,6 δισ. ευρώ για να καλύψει τις τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες του ΙΚΑ, γεγονός που επιβεβαιώνει την κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών και δικαιολογεί την εσπευσμένη προσφυγή στις κάλπες στις 4 Οκτώβρη.

Αν η πορεία αυτή δεν ανατραπεί από μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση, στο άμεσο μέλλον οι οικονομικοί δείκτες των επιχειρήσεων, η ανταγωνιστικότητα τους, η θέση τους στην αγορά, θα καθορίζουν το ύψος των συντάξεων και τις παροχές στην υγεία.

Η μοίρα των κεφαλαιοκρατών θα γίνει δική μας μοίρα. Θα βλέπουμε στον πλουτισμό τους τη δυνατότητα να έχουμε μια αξιοπρεπή σύνταξη, θα βλέπουμε στις οικονομικές τους δυσκολίες τα δικά μας εμπόδια στην υγεία και την απειλή να βρεθούμε στο κοινωνικό περιθώριο καθώς γερνάμε. Θα βλέπουμε στους τριγμούς της ελεύθερης αγοράς την απειλή για εμάς τους ίδιους. Και όταν η εταιρεία καταρρεύσει (όπως έγινε με την Enron στις ΗΠΑ και με τις δεκάδες εταιρείες που καταρρέουν σήμερα λόγω της κρίσης) οι εισφορές μας, ή ό,τι μείνει από αυτές, θα βρίσκονται στις βαλίτσες των διευθυντικών στελεχών που θα εγκαταλείπουν το πλοίο καθώς βυθίζεται, και το δικαίωμα στην ασφάλιση θα πνίγεται στα ναυάγια των εταιρικών συμφερόντων.

Η επανάσταση η μόνη λύση για την οριστική έξοδο από τις κρίσεις
Είναι φυσικό οι πολιτικές ελίτ ανά τον κόσμο που στηρίζουν τις εξουσίες τους στο υπάρχον οικονομικό σύστημα, να προσπαθούν να μας πείσουν πως η κρίση έχει περιορισμένο χαρακτήρα και αφορά την κακή λειτουργία των τραπεζών και κυρίως των αμερικάνικων. Γι’ αυτές και την καθεστωτική προπαγάνδα που καλλιεργούν δεν υπάρχει πρόβλημα στο σύστημα του καπιταλισμού και των αγορών, δεν υπάρχει συσχετισμός προηγούμενων κρίσεων με τη σημερινή – η κάθε μια υπήρξε «μεμονωμένο περιστατικό χωρίς αναφορές στο παρελθόν και χωρίς επιπτώσεις στο μέλλον -, δεν υπάρχει σύνδεση της μακροχρόνιας εντεινόμενης εκμετάλλευσης με την σημερινή κατάσταση.

Γι’ αυτές σημασία έχει να σωθεί το τραπεζικό, σύστημα από την κατάρρευση, δηλαδή να σωθεί η οικονομική άρχουσα τάξη του πλανήτη και οι περιούσιες της, ακόμη και αν αυτό σημαίνει μεγαλύτερη φτώχεια και εκμετάλλευση για τους λαούς.

Δεν πιστεύουμε πως κάποιος από τις κυβερνήσεις που λαμβάνουν μέτρα σωτηρίας του συστήματος πιστεύει πραγματικά πως αυτά θα μας βγάλουν από την κρίση και ότι γίνονται για το καλό του συνόλου. Γιατί μόνο ένας ηλίθιος πολιτικός θα πίστευε πως το να χαρίζει στις τράπεζες δημόσιο χρήμα, δίνοντας αστρονομικές διαστάσεις σε ένα χρέος το οποίο είναι ήδη , δυσβάσταχτο για την κοινωνία που το πληρώνει, το να γεμίζει με αυτό το χρήμα τις τσέπες των πλουσίων που δεν δίνουν δεκάρα για την κατάσταση των συνανθρώπων τους εφόσον δεν βλέπουν ευκαιρίες κερδοφορίας εν μέσω κρίσης και οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα περί εξόδου από αυτή είναι σκόπιμες μπουρδολογίες, και μέσα σε όλα αυτά να επιβάλει πολιτικές περιορισμού των δαπανών σε βασικές δημόσιες λειτουργίες όπως στην υγεία, να κόβει μισθούς και συντάξεις και να ξεπουλά σε τιμή κόστους ό,τι δημόσια περιουσία έχει απομείνει, μόνο ένας ηλίθιος πολιτικός θα έκανε όλα αυτά πιστεύοντας πραγματικά ότι είναι λύσεις εξόδου από την κρίση.

Η πολιτική ενίσχυσης του κεφαλαίου με χρήμα και οι σκληρές πολιτικές λιτότητας που επιβάλει η ευρωπαϊκή επιτροπή και εφαρμόζουν ευλαβικά οι κυβερνήσεις, δεν είναι πολιτικές εξόδου από την κρίση. Είναι πολιτικές που επιδεινώνουν την κρίση και αυτό θα φανεί στο αμέσως επόμενο διάστημα. Είναι πολιτικές διάσωσης της άρχουσας τάξης και διασφάλισης των κερδών της. Είναι πολιτικές διασφάλισης ότι το σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί αφού σε αυτό οι κυβερνήσεις στηρίζουν τις εξουσίες τους. Είναι πολιτικές που κατατείνουν σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση όπως δείχνει η πλήρης κάλυψη της μαύρης εργασίας και η εκ περιτροπής εκβιαστική καθιέρωση του τετραημέρου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Η κρίση δίνει μια μοναδική ευκαιρία στους επιχειρηματίες να επιβάλουν με τον εκβιασμό της απόλυσης τη μοναδική ιστορικά συμπίεση των εργατικών αποδοχών.

Το σύνθημα «καλύτερα κακοπληρωμένες δουλειές παρά καθόλου δουλειές» δεν ακούγεται πλέον μόνο για τα εργοστασιακά «Νταχάου» της Ασίας αλλά και για κάθε εργασιακό χώρο της δύσης και υιοθετείται από τους χορτασμένους πολιτικούς ηγέτες των δεξιών, κεντρώων και κεντροαριστερών κομμάτων ως κεντρική πολιτική γραμμή. Και δεν πρόκειται για επιλογές που θα εκλείψουν ως δια μαγείας αν και όποτε βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση. Πρόκειται για μόνιμες επιλογές που θεσμοθετούνται από τις κυβερνήσεις και που θα ορίζουν από εδώ και στο εξής τους όρους των εργασιακών σχέσεων.

Για τις πολιτικές εξουσίες ανά τον κόσμο η σημερινή κρίση και η επιτυχής διαχείριση της σημαίνει ότι θα βοηθήσει τους κεφαλαιοκράτες να περάσουν τα προβλήματα και να επεκτείνουν την οικονομική ισχύ τους, σημαίνει πως θα καταφέρουν να συνεισφέρουν στον μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό οικονομικής ισχύος.

Για τις ίδιες τις πολιτικές ελίτ σημαίνει νέες ευκαιρίες για επέκταση των εξουσιών τους, για ενδυνάμωση της κρατικής ισχύος. Εφόσον καταφέρουν να περάσουν τον κάβο χωρίς ιδιαίτερο κοινωνικό κόστος – που στην εποχή μας δεν εννοούμε απλώς τις έτσι κι αλλιώς αναμενόμενες κοινωνικές εκρήξεις αλλά τον κίνδυνο των πολιτικών ανατροπών, τη βίαιη αποκαθήλωση κυβερνήσεων και την ανατροπή του καθεστώτος – τότε οι κοινωνίες θα έρθουν αντιμέτωπες με ένα κρατικό μόρφωμα που θα κυριαρχούν τα ολοκληρωτικά ακόμα και νεοφασιστικά χαρακτηριστικά.

Αυτό ετοιμάζεται σε πολλές χώρες του κόσμου αλλά και στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει επιλέξει την ακροδεξιά στροφή για ψηφοθηρικούς μόνο λόγους – αυτό είναι μια απλοϊκή προσέγγιση – αλλά γιατί διαβλέπει πως δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες – με την αμέριστη υποστήριξη του φασίστα Καρατζαφέρη, του κόμματος του και των διαφόρων παρακρατικών φασιστικών συμμοριών που το πλαισιώνουν – για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού ρεύματος με ακροδεξιά χαρακτηριστικά και υπερσυντηρητικά ανακλαστικά.

Αυτή η κοινωνική τάση που ενώ είναι υπό διαμόρφωση και μέχρι σήμερα αισχρά μειοψηφική, στην κοινωνία πλασάρεται με τη συνδρομή των ΜΜΕ ως η κυρίαρχη κοινωνική τάση και χρησιμοποιείται για να δείχνει ότι υπάρχει όχι απλώς συναίνεση στα μέτρα για ισχυροποίηση του κρατικού ελέγχου, αλλά απαίτηση κοινωνική για την άμεση εφαρμογή ολοκληρωτικών μεθόδων κρατικής επιβολής και ελέγχου στην κοινωνία. Μια αιχμή για αυτή την πολιτική είναι οι πρόσφυγες οικονομικοί και πολιτικοί, οι άνθρωποι που υφίστανται το μεγαλύτερο βάρος της μακροχρόνιας σήψης που προκαλεί το οικονομικό καθεστώς και των πολέμων που γεννά η επέκταση του κυρίαρχου μοντέλου εξουσίας. Η άλλη αιχμή είναι η καθεστωτική ασφάλεια και η πάταξη κάθε κοινωνικής αντίστασης με κάθε μέσο.

Στην πραγματικότητα γνωρίζουν ότι με αυτές τις επιλογές που καλλιεργούν τα δυο μεγάλα κόμματα, το ΛΑΟΣ και η απουσία ουσιαστικής αντίστασης από τα κόμματα της αριστεράς, καλλιεργείται ήδη ένα κλίμα κοινωνικού εμφυλίου που εδραιώνεται με τους απανωτούς στρατιωτικού τύπου νόμους οι οποίοι ψηφίστηκαν για την διατήρηση της καθεστωτικής ασφάλειας. Αυτό το κλίμα κοινωνικού εμφυλίου προωθείται στους δρόμους των πόλεων με την στρατιωτική σύμπραξη αστυνομίας και ένοπλων ακροδεξιών συμμοριών που ελέγχονται από τον κρατικό μηχανισμό.

Σήμερα οι κίνδυνοι για ένα νέου τύπου ολοκληρωτισμό δεν βρίσκονται στα ακραία στοιχεία του συστήματος, αφού αυτά και τα βασικά προτάγματά τους έχουν συγχωνευτεί με τις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις. Καθώς οι κομματικές συνιστώσες του καθεστώτος αφομοιώνουν τις ακροδεξιές προτάσεις – βλέπε σύμπλευση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ σε μεταναστευτικό και καταστολή – ο κρατικός νεοφασισμός που θα στηρίζεται σε όλο και πιο μειοψηφικά κοινωνικά ρεύματα τα οποία και θα το νομιμοποιούν μέσω εκλογικών παρωδιών, θα είναι το μοντέλο διακυβέρνησης που θα γεννηθεί από τη σημερινή κρίση.

Απέναντι από αυτή τη νεοφασιστική και απολυταρχική πολιτική κατάσταση που ήδη διαμορφώνεται και που ήδη υπάρχει η πολιτική συναίνεση της πλειοψηφίας των καθεστωτικών κομμάτων, κανένα κόμμα της αριστεράς δεν θα μπορεί να αντιπαρατεθεί. Ήδη τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και οι απελάσεις αποτελούν την «κεντρική μεταναστευτική πολιτική» με τη συναίνεση ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, ενώ οι διαμαρτυρίες του Σύριζα και του ΚΚΕ δεν είναι ικανές να αποτρέψουν την εφαρμογή της. Οι νόμοι για την αντιμετώπιση της αντίστασης και για τη θωράκιση του καθεστώτος περνούν ο ένας μετά τον άλλον (νόμοι για τις κουκούλες, την ονομαστικοποίηση των καρτοκινητών, τις κάμερες, το DΝΑ).

Πιστεύουμε ότι από εδώ και στο εξής η συμμετοχή οποιουδήποτε κόμματος στο κοινοβούλιο, εκεί όπου ήδη αποφασίζονται και εκτελούνται οι πιο ακραίες πολιτικές που έχει γνωρίσει ο τόπος από την εποχή του Μεταξά και της χούντας των συνταγματαρχών, δεν θα μπορεί να δικαιολογείται από την κοινωνία που δεν συμβιβάζεται.

Αν υπάρχει ένα μήνυμα που στάλθηκε με την ιστορική αποχή του 50% από τις ευρωεκλογές προς το πολιτικό σύστημα ήταν ότι γίνεται όλο και πιο κατανοητό από όλο και περισσότερους ότι το καθεστώς και οι θεσμοί του είναι σάπιοι, ότι κανένα κόμμα δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τώρα διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου για το υπάρχον καθεστώς τίποτα από εδώ και στο εξής δεν θα είναι το ίδιο, καθώς χάνει συνεχώς το κοινωνικό του έρεισμα και απονομιμοποιείται στις συνειδήσεις όλο και περισσότερων ανθρώπων. Και επειδή γνωρίζει ότι συρρικνώνεται η βάση που στηρίζεται το σύστημα της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, ετοιμάζεται να διεκδικήσει την επιβίωση του με τα όπλα του ολοκληρωτισμού.

Δεν πιστεύουμε πως όλοι όσοι δεν ψήφισαν βρίσκονται λίγο πριν την επαναστατική εφόρμηση. Όμως πιστεύουμε πως αυτό που αποτυπώθηκε με σαφήνεια είναι η ηθική απαξίωση του οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος, γεγονός που αντλεί πολλές από τις αιτίες του στην οικονομική κρίση. Βέβαια η αποχή από τις εκλογές δεν σημαίνει από μόνη της περισσότερη πολιτικοποίηση από τους πολίτες ή πιο ενεργή ενασχόληση τους με τα κοινά.

Γι’ αυτό και μαζί με το πρόταγμα μας για αποχή από τις εκλογές θα προσθέταμε πως είναι επιτακτική ανάγκη να μην σημάνει αυτή η επιλογή την παραίτηση από τη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων, αλλά αντιθέτως, να σημάνει την εξωθεσμική δραστηριοποίηση των ανθρώπων με στόχο την διαρκή παρεμπόδιση του αντικοινωνικού έργου των καθεστωτικών κομμάτων.

Ας μην είναι η αποχή στροφή στην παθητικότητα και την παραίτηση, αλλά ας είναι η αφετηρία ενός ειλικρινούς και ανόθευτου αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση.

Για εμάς η πραγματική έξοδος από την κρίση δεν βρίσκεται σε καμία συνταγή διόρθωσης του συστήματος. Να μην τους βοηθήσουμε να βγούνε από μια κρίση με το σύστημα νικητή και τις κοινωνίες ηττημένες. Να μην ζήσουμε άλλο κάτω από το ζυγό ενός συστήματος που μεγαλώνει συνεχώς τη φτώχεια, που τρέφεται με τον φόβο και την ανασφάλεια για την επιβίωση. Να μη ζήσουμε άλλο κάτω από τον κρατικό ζυγό, τον καθημερινό έλεγχο και την τρομοκρατία που ασκείται εις βάρος όλων μας.

Η μόνη πραγματική έξοδος από την κρίση βρίσκεται στην ανατροπή του συστήματος που γεννά τις κρίσεις.

Πιστεύουμε πως σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι θεμιτός και αναγκαίος ο μεγαλύτερος απεγκλωβισμός των κοινωνιών από τα καθεστωτικά κόμματα κάθε απόχρωσης. Ο απεγκλωβισμός της αντίστασης από τα ξεπουλημένα στο σύστημα κόμματα της αριστεράς, από τις μεταρρυθμιστικές παγίδες και την απάτη της «ανατροπής από τα μέσα». Η πολιτική λύση βρίσκεται στην εξωθεσμική και οριζόντια οργάνωση των αντιστάσεων σε μια προοπτική που θα στοχεύει στην ανατροπή και την επανάσταση.

Δεν πρόκειται μόνο για μια πρόταση που απαντά στα ανήθικα χαρακτηριστικά του καθεστώτος, στην εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπων από ανθρώπους. Δεν πρόκειται μόνο για την ηθική αναγκαιότητα να ξεπεραστεί ένα καθεστώς που στηρίζεται στην καταπίεση. Μέσα στο περιβάλλον της κρίσης που διαμορφώνεται η έξοδος από το σύστημα παίρνει πλέον χαρακτηριστικά ανάγκης για επιβίωση, καθώς ο καπιταλισμός έχει ήδη φτάσει με τον αδηφάγο και άπληστο χαρακτήρα του τις κοινωνίες στα όρια της περιθωριοποίησης, της φτώχειας, του θανάτου και το οικοσύστημα του πλανήτη μας στην καταστροφή. Αν δεν ανατραπεί θα σκοτώσει τον πλανήτη, θα μας σκοτώσει όλους.

Η έξοδος από την κρίση θα έρθει μέσα οπό την επαναστατική κοινωνική οργάνωση που αναπόφευκτα θα συγκρουστεί με κάθε καθεστωτική μορφή πολιτικής οργάνωσης. Η έξοδος από την κρίση θα έρθει με την καταστροφή του συστήματος, των μηχανισμών και των θεσμών του, με την οργάνωση μιας κοινωνίας οικονομικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας. Μιας κοινωνίας χωρίς οικονομικές και κοινωνικές διαφορές, έξω από τα δόγματα του ανταγωνισμού, μιας κοινωνίας αλληλεγγύης.

Όταν μιλάμε για οριστική έξοδο από την σημερινή και από κάθε άλλη κρίση, εννοούμε την επανάσταση. Εννοούμε την κατάργηση του κράτους και κάθε μορφής οργανωμένη εξουσία που αναπόφευκτα θα υπάρχει για να διαιωνίζει και να αναπαράγει τους κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς, δηλαδή τις βαθύτερες αιτίες των κάθε είδους κρίσεων. Εννοούμε την αφαίρεση των οικονομικών προνομίων από την άρχουσα τάξη και την κοινωνικοποίηση τους, δηλαδή την επαναοικειοποίηση του κλεμμένου κοινωνικού πλούτου. Την απαλλοτρίωση της κρατικής και εκκλησιαστικής περιουσίας και την κοινωνικοποίηση της. Την απαλλοτρίωση όλης της γης και της περιουσίας που κατέχουν οι βιομηχανίες. Την δήμευση των περιουσιών των πλουσίων. Την κατάργηση κάθε οικονομικού και πολιτικού προνομίου και την δημιουργία μιας κοινωνικής οργάνωσης που θα αποτρέπει την επανεμφάνιση παλιών ή και νέων μορφών πολιτικού και οικονομικού συγκεντρωτισμού και που κάθε απόφαση θα λαμβάνεται από τις κοινότητες και τα συμβούλια των πολιτών. Την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής αλλά και την αποτροπή κάθε πολιτικής που θα επιδιώκει την κρατικοποίηση ή την εθνικοποίηση τους. Γιατί δεν γίνεται να επιστρέψουμε σε μορφές κρατικού συγκεντρωτισμού, με κάποιο κόμμα «πεφωτισμένης ηγεσίας» να οργανώνει ένα «νέο» κεντρικά ελεγχόμενο μοντέλο ανάπτυξης.

Αυτό το κοινωνικό μοντέλο ούτως ή άλλως κατέρρευσε. Όμως έτσι και αλλιώς είναι αντεπαναστατικό και αντικοινωνικό, αφού η εδραίωση του βασίζεται στον πολιτικό ολοκληρωτισμό. Η μόνη ιδιοκτησία να είναι η κοινοτική, η μόνη εξουσία αυτή της κοινότητας και των λαϊκών συνελεύσεων της. Να περάσουν στα χέρια της κοινωνικής βάσης όλα τα απαλλοτριωμένα από την εξουσία πλούτη και μέσα παραγωγής. Η ίδια η κοινωνική βάση μέσα από τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες της να αποφασίζει τα πάντα, για την παραγωγή, τη διανομή των προϊόντων, την κατανάλωση, δηλαδή την πλήρη κατάργηση της λειτουργίας της αγοράς και του καπιταλισμού. Την απομόνωση κάθε κομματικής απόπειρας σφετερισμού των επαναστατικών κεκτημένων και την επαναφορά εξουσιαστικών καρκινωμάτων που θα θελήσουν να θέσουν τέρμα στην επανάσταση.

Αυτό που με δυο λόγια λέμε είναι ότι αξίζει να έρθουμε σε ρήξη με το σύστημα και τους θεσμούς του και να ξεκινήσουμε ένα επαναστατικό κοινωνικό πείραμα με οριζόντια κοινωνική οργάνωση, όπου ο καθένας θα έχει τον πρώτο λόγο για τη ζωή του, ένα πείραμα για μια κοινωνία χωρίς αφέντες και δούλους. Μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΥΓ: Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης του εκρηκτικού μηχανισμού στην Eurobank στην Αργυρούπολη, «συναντηθήκαμε» με ένα τζιπ της αστυνομίας που περιπολούσε στην περιοχή και στο οποίο επέβαιναν τρεις μπάτσοι. Βγαίνοντας οι σύντροφοι από την τράπεζα, οι οποίοι είχαν αναλάβει την τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού, είδαν το τζιπ της αστυνομίας με σβηστά φώτα παρκαρισμένο σε απόσταση 30 μέτρων.

Με απόλυτη ψυχραιμία περπατώντας σταθερά χωρίς να βιάζονται κατευθύνθηκαν στις μοτοσικλέτες που ήταν τα οχήματα διαφυγής. Ενώ οι σύντροφοι είχαν επιβιβαστεί, ένας από τους μπάτσους βγήκε από το τζιπ και κινήθηκε προς το μέρος μας φωνάζοντας: αστυνομία ακίνητοι. Τότε ένας από τους συντρόφους έβγαλε το όπλο του σημαδεύοντας τον και αυτός αμέσως οπισθοχώρησε. Αυτή η κίνηση ήταν η πλέον σοφή επιλογή, αφού έσωσε τη ζωή τόσο του ίδιου όσο και των συναδέλφων του. Στην περίπτωση που δεν οπισθοχωρούσε αμέσως, να είναι σίγουροι ότι θα έπεφταν νεκροί και οι τρεις. Συνιστούμε, λοιπόν, αν κάποιοι μπάτσοι έχουν την ατυχία να έρθουν ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με ένοπλους αγωνιστές, να κάνουν το ίδιο, αφού είναι ο μόνος τρόπος για να σώσουν το τομάρι τους.

Μετά από αυτό το περιστατικό, κάποιοι δημοσιογράφοι εξαπέλυσαν οξύτατη κριτική για τη στάση των συγκεκριμένων μπάτσων, κάποιοι ζητούσαν ωμά να χυθεί αίμα και ένας ειδικά σε πρωινή ζώνη κρατικού καναλιού είχε δηλώσει πως «έπρεπε να τους ξαπλώσουν – τους συντρόφους εννοείται – κάτω και θα λάμβαναν τα χειροκροτήματα του κόσμου». Αν κάποιες ύαινες της δημοσιογραφίας σαν και τον συγκεκριμένο – που προφανώς πιστεύει πως με αυτό τον τρόπο ασκεί καλύτερα τις υποχρεώσεις του ως γλύφτης της εξουσίας – νομίζουν πως παροτρύνοντας δημοσίως τους μπάτσους να πυροβολούν και ζητώντας να χυθεί αίμα αγωνιστών, μπορούν τελικά να μας βλάψουν, ή αν πιστεύουν πως η κοινωνία είναι με το μέρος των μπάτσων είναι πραγματικά γελοίοι. Το μόνο που καταφέρνουν με τέτοιες δηλώσεις είναι να αυτοστιγματίζονται, και να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την κοινωνική τους θέση.

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 10-9-2009
(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

Posted in Uncategorized | Comments Off on 10η – 10/9/2009

8η – 12/3/2009

Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την έκρηξη της 9ης Μαρτίου στο υποκατάστημα της Citibank στην οδό Λαυρίου στη Ν. Ιωνία. Η ενέργεια μας αυτή έγινε μετά την απόπειρα της 18ης Φλεβάρη όπου επιχειρήσαμε να ανατινάξουμε με παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο τα κεντρικά γραφεία της Citibank, στην οδό Αχαΐας στην Κ. Κηφισιά. Αυτή η ενέργεια είναι μέρος της στρατηγικής παρέμβασης της οργάνωσης όσον αφορά την οικονομική κρίση και τους υπαίτιους αυτής, ανάμεσα στους οποίους δεσπόζουσα θέση έχει το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Η χρήση παγιδευμένου αυτοκινήτου με 125 κιλά πετρελαιοαμμωνίτιδας αποσκοπούσε όχι απλώς σε ένα συμβολικό μικρό χτύπημα, αλλά είχε στόχο να καταστρέψει την υποδομή της συγκεκριμένης πολυεθνικής, καθιστώντας επισφαλή την παρουσία της στον ελλαδικό χώρο. Ένας από τους στόχους, εξ άλλου, ενός πραγματικού επαναστατικού κινήματος και μιας ένοπλης οργάνωσης είναι να προσπαθήσει να καταστήσει την χώρα εχθρικό έδαφος για τους εγκληματικούς μηχανισμούς του υπερεθνικού κεφαλαίου, όπως είναι η Citibank.

Προτού εξηγήσουμε γιατί στόχος μας ήταν η Citibank και ποιος ο ρόλος της στο διεθνές χρηματοπιστωτικό στερέωμα, θ’ αναφερθούμε σε κάποια πράγματα σχετικά με τις συνθήκες της ενέργειας, η οποία προκάλεσε αρκετό ντόρο, γιατί όντως ήταν μια απόπειρα που γίνεται για πρώτη φορά με στόχο την καταστροφή υποδομών για την οποία είναι απαραίτητη μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών. Η συντριπτική πλειοψηφία των πληρωμένων κονδυλοφόρων της εξουσίας, δηλαδή των δημοσιογράφων, των οποίων το ψέμα είναι το επάγγελμά τους, προέβησαν σε μια γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα, μιλώντας για τυφλό χτύπημα που αν είχε εκραγεί ο μηχανισμός θα υπήρχαν δεκάδες νεκροί, συγκρίνοντας την ενέργεια μας με επιθέσεις τύπου Αλ Κάιντα. Όμως η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική.

Καταρχήν, όσον αφορά το είδος της εκρηκτικής ύλης, η πετρελαιοαμμωνίτιδα είναι η λιγότερη ισχυρή εκρηκτική ύλη και αντιστοιχεί στο 60% της ισχύος των ισχυρών εκρηκτικών υλών. Η επιλογή να επιτεθούμε στη συγκεκριμένη εταιρεία με τον συγκεκριμένο τρόπο, έγινε με βάση τα συνολικά χαρακτηριστικά του κτιρίου και της ευρύτερης περιοχής. Γύρω από το κτίριο της Citibank δεν υπάρχουν καθόλου σπίτια ούτε, φυσικά, από την μπροστινή πλευρά του κτιρίου επί της οδού Αχαΐας, δηλαδή, εκεί που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο αυτοκίνητο. Απέναντι από την κεντρική είσοδο υπάρχει μια υπό ανέγερση οικοδομή και δίπλα υπάρχει ένα κτίριο, που είναι επίσης μισοτελειωμένο και προορίζεται για γραφεία. Από την πλευρά της οδού Τροιζηνίας δεν υπάρχουν καθόλου σπίτια παρά μόνο επιχειρήσεις και γραφεία, που φυσικά, την ώρα εκείνη ήταν άδεια και εκτός λειτουργίας. Σπίτια λοιπόν δεν υπάρχουν όχι μόνο στο τετράγωνο που βρίσκεται η Citibank- εξ άλλου η συγκεκριμένη εταιρεία καταλαμβάνει από μόνη της ένα ολόκληρο τετράγωνο-, αλλά ούτε και στα διπλανά τετράγωνα και φυσικά όχι από την πλευρά που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο αυτοκίνητο. Η απέναντι οικοδομή έκοβε και το πεδίο προς την εθνική οδό Αθηνών- Λαμίας ενώ ο παράδρομος της εθνικής, δεν έχει καθόλου σπίτια παρά μόνο εταιρείες. Ρισκάραμε αρκετά με την απόφασή μας να εισέλθουμε στον εσωτερικό περίβολο της τράπεζας διαρρηγνύοντας την εξωτερική είσοδο, γιατί με αυτό τον τρόπο θα μεγιστοποιούσαμε τις ζημιές για το συγκεκριμένο κτίριο που θ’ απορροφούσε όλη την έκρηξη. Οι υστερικές δηλώσεις ότι πολλά από τα γύρω κτίρια θα καταστρέφονταν ήταν σκόπιμες για να σπείρουν τον πανικό.

Παρά το γεγονός ότι ο φύλακας-security της τράπεζας μας αντιλήφθηκε αμέσως, κατάλαβε ότι η εταιρεία γινόταν στόχος επίθεσης και ήταν φυσικό ότι θα ειδοποιούσε αμέσως την αστυνομία, εμείς πήραμε προειδοποιητικό τηλεφώνημα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Ο μηχανισμός ήταν προγραμματισμένος να εκραγεί σε μια ώρα από τη στιγμή της τοποθέτησης. Η τοποθέτηση έγινε γύρω στις 4 και η έκρηξη προγραμματίστηκε στις 5 όπως διαπιστώθηκε και από το ΤΕΕΜ, αφού το ένα από τα δύο ρολόγια βρέθηκε άθικτο. Στο τηλεφώνημα μας στα ΝΕΑ είπαμε ότι το παγιδευμένο αυτοκίνητο έχει 125 κιλά εκρηκτικά, για να εκκενωθεί σε μεγάλη ακτίνα η περιοχή. Το γεγονός ότι υπήρξε πλήρης σιωπή γύρω από το προειδοποιητικό τηλεφώνημα στα ΝΕΑ εξηγείται με τρεις τρόπους. Πρώτον, ο άνθρωπος στο τηλεφωνικό κέντρο της εφημερίδας δεν ειδοποίησε για το τηλεφώνημα, όπως έπρεπε να κάνει. Αν ισχύει αυτό, τότε μιλάμε είτε για εγκληματική ολιγωρία του συγκεκριμένου υπαλλήλου είτε για επιλογή της εφημερίδας, που ανατρέπει τη μέχρι σήμερα στάση των δημοσιογράφων στα τηλεφωνήματα προειδοποίησης. Το γεγονός ότι στην τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στα γραφεία της Shell είχαμε τηλεφωνήσει στην Ελευθεροτυπία και ο άνθρωπος στο τηλεφωνικό κέντρο μας το έκλεινε, μας είχε οδηγήσει τότε στην απόφαση να πάρουμε την αστυνομία. Και τα δύο αυτά περιστατικά είναι πολύ ανησυχητικά για την στάση των εφημερίδων και εύλογα μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν η τακτική των εφημερίδων και των καναλιών είναι τέτοια από ‘δω και πέρα που επιδιώκουν θύματα, με στόχο τη δυσφήμηση του αγώνα και τη λήψη έκτακτων αστυνομικών μέτρων. Το τηλεφώνημα έγινε γύρω στις 4.10 και μπορεί να διαπιστωθεί, πολύ εύκολα, αφού αποθηκεύονται τα τηλεφωνήματα από όλες τις εταιρείες.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι ότι ενημερώθηκε η αστυνομία καθώς και η εφημερίδα από τον υπάλληλο. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για συντονισμένη παραπληροφόρηση από τα ΝΕΑ και τον κατασταλτικό μηχανισμό αλλά και την κυβέρνηση για τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας στους πολίτες. Αν ισχύουν τα δύο προαναφερθέντα σενάρια-γεγονός που απευχόμαστε και που θα πρέπει να διαψευστεί δημοσίως από τις συγκεκριμένες εφημερίδες-, τότε θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι μπαίνουμε σε μια νέα και άκρως επικίνδυνη εποχή, όπου κατασταλτικοί κρατικοί μηχανισμοί και ΜΜΕ συνεργάζονται για τη διαμόρφωση κλίματος κοινωνικής ανασφάλειας, με στόχο όχι μόνο τη δυσφήμιση του αγώνα, αλλά και την διαμόρφωση ενός συναινετικού κλίματος για την εφαρμογή πολιτικών ολοκληρωτικού ελέγχου εις βάρος όλης της κοινωνίας. Ένα τρίτο, λίγο παράδοξο είναι αλήθεια, ενδεχόμενο είναι ο υπάλληλος των ΝΕΩΝ να ενημέρωσε την αστυνομία και να μην ενημέρωσε την εφημερίδα.

Γι’ αυτό και στην Citibank της οδού Λαυρίου δεν βάλαμε ωρολογιακό μηχανισμό αλλά χρησιμοποιήσαμε καλώδιο, έτσι ώστε να είμαστε παρόντες κατά την έκρηξη και να ελέγχουμε την περιοχή για τυχόν περαστικούς. Επειδή όμως σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να πραγματοποιούμε ενέργειες με ωρολογιακούς μηχανισμούς και να προειδοποιούμε γι’ αυτές σε ΜΜΕ, προκειμένου να εκτελούνται με ασφαλή τρόπο, δηλώνουμε πως αν υπάρχει οποιαδήποτε κωλυσιεργία στην γνωστοποίηση προειδοποιητικών τηλεφωνημάτων και στις εκκενώσεις κτιρίων και περιοχών, με αποτέλεσμα ν’ απειληθεί η ασφάλεια των πολιτών, αποκλειστικά υπεύθυνοι θα είναι η αστυνομία και το δημοσιογραφικό μέσο που θα έχει λάβει το τηλεφώνημα. Και επειδή εμείς δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιήσουμε χτύπημα χωρίς να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για την ασφάλεια πολιτών, δηλώνουμε πως αν αυτό δεν τηρηθεί από τους υπεύθυνους θ’ αντιδράσουμε αναλόγως. Μέσα από την προπαγάνδα τους οι δημοσιογράφοι, όπως έλεγε και ο Όργουελ στο 1984, προβάλουν το ψέμα για αλήθεια, το άσπρο μαύρο και την σκλαβιά για ελευθερία. Προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η ενέργειά μας αυτή δεν στρέφεται τόσο εναντίον του συστήματος αλλά εναντίον της κοινωνίας. Σύμφωνα με την καθεστωτική προπαγάνδα που παρουσιάζουν, τα δύο εκατομμύρια των πολιτών που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, οι άνθρωποι που τους κατάσχεται το σπίτι από τις τράπεζες, οι χιλιάδες άνεργοι, οι εργαζόμενοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι μαθητές και η νεολαία, θα πλήττονταν αν ανατινάζαμε τα γραφεία της Citibank, προφανώς γιατί τα συμφέροντά τους ταυτίζονται. Αυτό μας λένε οι δημοσιογράφοι!

Εδώ και πολύ καιρό προβάλλεται το κατευθυνόμενο από τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και το ΠΑΣΟΚ ιδεολόγημα, το οποίο αναπαράγεται και εμπλουτίζεται από δημοσιογράφους, πολιτικούς αναλυτές και «διανοούμενους», ότι ο Ε.Α. διαφέρει από την 17Ν και τον ΕΛΑ, οργανώσεις που προβάλλονται- κατόπιν αδρανοποίησής τους βέβαια- πως «είχαν πιο συγκεκριμένους στόχους και διατηρούσαν κάποια ιδεολογική επίφαση ενώ, αντιθέτως, η νέα γενιά επιχειρεί τυφλά χτυπήματα με στόχο μαζικούς θανάτους και δεν έχει κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο». Δεν είναι βέβαια σύμπτωση ότι πολλοί από αυτούς που αναπαράγουν αυτό το τερατώδες ψέμα, είναι ακριβώς οι ίδιοι που παλαιότερα ισχυρίζονταν στα τηλεοπτικά παράθυρα για την τότε εν ενεργεία 17 Νοέμβρη (αυτή η προπαγάνδα βρήκε την αποκορύφωσή της την περίοδο των συλλήψεων), ότι πρόκειται για «εταιρεία στυγνών εγκληματιών και δολοφόνων χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο», ενώ τώρα, οι ίδιοι άνθρωποι συγκρινόμενοι μ’ εμάς, παρουσιάζονται ως «πρόβατα» και «αγγελάκια».

Το ψέμα των εξουσιαστών και των δημοσιογράφων δεν έχει όρια. Αυτό είναι μέρος μας πάγιας προπαγάνδας της εξουσίας και των φερέφωνών της, όπου ανέκαθεν οι επαναστάτες και οι αντίπαλοι του καθεστώτος παρουσιάζονταν ως αντικοινωνικοί εγκληματίες. Σε πολλές από τις ενέργειές μας, και χωρίς αυτό να στηρίζεται πουθενά, ειπώθηκε ότι επιθυμούσαμε μαζικούς θανάτους πολιτών, με πιο χαρακτηριστική την επίθεσή μας με βόμβα στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών στο Σύνταγμα τον Δεκέμβριο του 2005. Τότε, παρά το γεγονός ότι είχαμε προειδοποιήσει δύο φορές, η αστυνομία στάθηκε ανίκανη να προσδιορίσει το σημείο που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο μηχανάκι και η βόμβα εξερράγη χωρίς να έχουνε αποκλείσει τον χώρο, με αποτέλεσμα τότε να τραυματιστούν, ευτυχώς ελαφρά, δύο άνθρωποι. Και τότε αρχικά, ισχυρίστηκαν ότι προσπαθήσαμε να ξεγελάσουμε την αστυνομία και ότι αδιαφορούσαμε για τυχόν θύματα. Όπως και τότε έτσι και τώρα θα επαναλάβουμε ότι οι στόχοι του «Επαναστατικού Αγώνα» έχουν και θα έχουν κοινωνικό και ταξικό κριτήριο, είτε πρόκειται για υλικούς στόχους είτε για ανθρώπινους, οι οποίοι επικεντρώνονται στην πολιτική και οικονομική ελίτ, τους μηχανισμούς του Κεφαλαίου και του Κράτους, την αστυνομία που τους περιφρουρεί και όχι τους απλούς πολίτες.

Ενώ, από τη μία, η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ κατηγορούνε εμάς για απόπειρες πρόκλησης θανάτων πολιτών, επιχειρώντας με τα καθεστωτικά κόμματα την διαμόρφωση κλίματος κοινωνικής ανασφάλειας, από την άλλη θάβουν το γεγονός της δολοφονικής επίθεσης με χειροβομβίδα ενάντια στο στέκι των Μεταναστών στα Εξάρχεια, γεγονός που δείχνει ότι, εκτός από την κρατική βία, την οποία αδιαμφισβήτητα αποδέχονται, συναινούν μέσω της προκλητικής και ύποπτης ανοχής που επιδεικνύουν και στην παρακρατική βία. Τέτοιου είδους επιθέσεις εμείς πιστεύουμε ότι θα υπάρξουν και άλλες, αφού το κράτος, λόγω της κρίσιμης αυτής περιόδου, έχει εδώ και πολλούς μήνες προσφύγει στις παρακρατικές εφεδρείες του (φασιστοειδή-φασιστόμπατσους).

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ

Καθώς εισερχόμαστε όλο και πιο βαθιά στη δίνη της διεθνούς οικονομικής κρίσης, γίνεται όλο και πιο σαφές πως ο καπιταλισμός και η οικονομία της αγοράς, όχι μόνο είναι ένα σύστημα που προωθεί την κατάφωρη αδικία και αναπνέει χάρη στην ανελέητη εκμετάλλευση, αλλά είναι ένα κοινωνικό καρκίνωμα, που επιβιώνει χάρη στον παρασιτισμό του εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σήμερα που ο καπιταλισμός παραπαίει και η εμπιστοσύνη στις αγορές και στην λειτουργία τους είναι ανύπαρκτη, το χρηματοοικονομικό σύστημα έφτασε στο χείλος του γκρεμού, χωρίς να έχει ακόμα διασφαλίσει αν και με ποιους όρους θα επιβιώσει.

Η σωτηρία του συστήματος προϋποθέτει πως νέες σκληρότερες θυσίες θα γίνουν από μεριάς των εκμεταλλευόμενων. Αυτές τις νέες και περισσότερο σκληρές από κάθε άλλη φορά πολιτικές λιτότητας θα επιβάλλουν τα κράτη και οι κυβερνήσεις, φροντίζοντας παράλληλα να έχουν έτοιμα σχέδια σκληρής καταστολής σε περιπτώσεις έντονων κοινωνικών αντιδράσεων και εξεγέρσεων. Ήδη μια σειρά από εξεγέρσεις έχουν λάβει χώρα σε πολλές περιοχές του πλανήτη λόγω της κρίσης. Η αρχή έγινε την περίοδο όπου η αβεβαιότητα στην αγορά των ακινήτων και των μετοχών, οδήγησε πολλούς επιτήδειους ραντιέρηδες να ποντάρουν στα χρηματιστήρια τροφίμων, επιχειρώντας μέσα από αυτά να βγάλουν τα μέγιστα δυνατά κέρδη. Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει μια αλόγιστη κούρσα ανόδου των τιμών σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης και πριν η αναμενόμενη οικονομική ύφεση φέρει μια μη αναστρέψιμη πτώση των τιμών στα τρόφιμα.

Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 2008 σημαδεύτηκαν από μια σειρά εξεγέρσεων για το σιτάρι, το ρύζι, το καλαμπόκι, αφού η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία πολλαπλασίασε τις τιμές μέσα σε λίγους μήνες και οδήγησε σε λιμοκτονία εκατομμύρια ανθρώπους στις πιο φτωχές περιοχές του πλανήτη. Στην Αϊτή οι βίαιες διαδηλώσεις των πεινασμένων (80% ζει κάτω από το όριο της φτώχειας) εξελίχθηκαν σε ένοπλη εξέγερση. Εξεγέρσεις έγιναν και στην Αίγυπτο, την Ινδονησία, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, το Μεξικό. Καθώς προχωρά η κρίση μια σειρά από χώρες, πολλές εκ των οποίων κάποτε αποτελούσαν τα νέα «θαύματα» του καπιταλισμού καταρρέουν η μια μετά την άλλη. Η Ισλανδία, η Ιρλανδία (μέχρι πρότινος κέλτικη τίγρης), η Ουγγαρία αποτέλεσαν την αρχή των κρατικών χρεοκοπιών ενώ οι κοινωνικές ταραχές συγκλονίζουν ήδη χώρες της λεγόμενης νέας Ευρώπης όπως η Λιθουανία, η Λεττονία, η Βουλγαρία, όπου εκδηλώνονται βίαιες κοινωνικές αντιδράσεις ενάντια στις κυβερνήσεις των χωρών αυτών και τις πολιτικές λιτότητας που θέλουν να επιβάλλουν κατ’ εντολή του ΔΝΤ και της υπερεθνικής οικονομικής εξουσίας. Έχει προηγηθεί η εξέγερση του Δεκέμβρη στην Ελλάδα.

Όλες αυτές οι κοινωνικές αυτές εκρήξεις είναι μόνο η αρχή…

Η CITIBANK ΕΙΝΑΙ ΑΝΔΡΟ ΛΗΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΩΝ

Όταν πολλοί πιστεύανε ότι η ελληνική οικονομία είναι ισχυρή, εμείς στην προκήρυξή μας για την επίθεση στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών τον Δεκέμβρη του 2005 λέγαμε ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξεσπάσει παγκόσμια οικονομική κρίση και να πληγεί και η χώρα:

«Η ανάγκη εισαγωγής ρυθμιστικών παραμέτρων στην διεθνοποιημένη αγορά επισημαίνεται από αυτούς τους οικονομικούς “παίχτες” και το τμήμα αυτό της πολιτικής ελίτ που αντιλαμβάνεται πως η αστάθεια, ως χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρούς κλυδωνισμούς το καπιταλιστικό σύστημα, να γεννήσει κρίσεις μη αναστρέψιμες. Αυτές οι επισημάνσεις ξεκίνησαν μετά την οικονομική κρίση του ’98 που απέδειξε πως οι “ασιατικές τίγρεις” ήταν απλώς χάρτινες. Μια κρίση που, ξεκινώντας από την νοτιοανατολική Ασία εξαπλώθηκε σε πολλές χώρες, πλήττοντας με ιδιαίτερη ένταση οικονομίες της ημιπεριφέρειας και της περιφέρειας του καπιταλιστικού συστήματος και που η διεθνής επέκταση και η σφοδρότητά της αιφνιδίασε πολλούς από τους παράγοντες της αγοράς.

Ο φόβος για μια νέα, ακόμη μεγαλύτερης έντασης και έκτασης κρίση που ενδεχομένως να πλήξει το φαινομενικά αλώβητο καπιταλιστικό κέντρο, είναι ο κύριος λόγος που οι προαναφερόμενοι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες διερευνούν την εισαγωγή ρυθμίσεων που θα λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλείδες για την αγορά, και θα επιτρέπουν την συνέχιση της πορείας προς την παγκοσμιοποίηση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά την Ελλάδα, η ίδια η ιστορία έχει ήδη αναδείξει πόσο φαιδρά είναι τα φληναφήματα της πολιτικής εξουσίας περί ισχυροποίησης της ελληνικής οικονομίας ύστερα από την είσοδό της στην Ε.Ε., στην ζώνη του ευρώ και το άνοιγμα στις διεθνείς αγορές. Τα τελευταία απομεινάρια μιας ήδη αποσαρθρωμένης παραγωγικής δομής σαρώνονται από τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, καμιά προοπτική για την δημιουργία νέων παραγωγικών δομών δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα -εκτός και αν καταφέρουμε να ανταγωνιστούμε την Κίνα σε μισθούς, όπως προτρέπουν οι ευρωπαίοι επιχειρηματίες-, η πλασματική ευημερία που για χρόνια βασίστηκε στην κατανάλωση με δανεικά λαμβάνει τέλος, και το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να χρεώνει τις επόμενες γενιές με το υπέρογκο δημόσιο χρέος που κάθε χρόνο αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς, λόγω των υψηλών επιτοκίων με τα οποία οι κυβερνήσεις προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να συνεχίσουν να δανείζονται.

Κατά την άποψή μας η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή θέση και δεν σεβόμαστε την άποψη που λέει πως η συμμετοχή στην ζώνη του ευρώ καθιστά δεδομένη την αποφυγή σοβαρών κρίσεων. Τα δομικά προβλήματα της “εθνικής” οικονομίας σε συνδυασμό με την τάση του συστήματος προς την ανισορροπία, δημιουργούν ένα καλό συνδυασμό για μια επικείμενη οικονομική κρίση, η οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από ποιους γεωγραφικούς παράλληλους θα ξεκινήσει».

Αναζητώντας τους κύριους υπαίτιους της σημερινής μεγάλης κρίσης, δεν μπορούμε παρά να στραφούμε καταρχήν στην οικονομική ελίτ και τις κύριες πολυεθνικές επιχειρήσεις που την αντιπροσωπεύουν, με πρώτους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ένας τέτοιος είναι και η Citigroup – της οποίας τμήμα είναι η Citibank-, ένας διεθνής όμιλος με πολλές θυγατρικές εταιρείες και συμμετοχή σε αμέτρητες επιχειρήσεις παγκοσμίως.

Στην Ελλάδα η δραστηριότητά της ξεκίνησε την δεκαετία του ’60, δεκαετία της έκρηξης των πολυεθνικών και της υψηλής διεθνούς ρευστότητας. Η δράση της ευνοήθηκε από τα ανοίγματα της χώρας εκείνη την περίοδο στο διεθνές κεφάλαιο και την πορεία διεθνοποίησης της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια που επέβαλε η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ. Σταδιακά εξελίχθηκε στον πιο προνομιακό συνεργάτη του ελληνικού κράτους σε διάφορα οικονομικά αλλά με σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις ζητήματα, μεταξύ των οποίων την αναδοχή στην έκδοση ελληνικών ομολόγων με προνομιακά για την Citibank κέρδη. Το ελληνικό κράτος την ξεπλήρωσε και με άλλους τρόπους πλην το ρευστό, τρόπους όπως η προσφορά προνομιακών θέσεων στην λειτουργία δημοσίων οργανισμών, για τους οποίους η Citibank κατά καιρούς δημοσίευε στην αγορά ευνοϊκές εκθέσεις για να ανεβάσει τις μετοχές τους, με το αζημίωτο φυσικά.

Επί κυβερνήσεως Σημίτη αξιοποίησε την σχεδιασμένη για να εξυπηρετήσει το υπερεθνικό κεφάλαιο υποτίμηση της δραχμής, εισέβαλε μαζί με άλλους μεγάλους επενδυτές στο χρηματιστήριο, συμβάλλοντας στην χρηματιστηριακή έκρηξη του ’99 και πρωτοστάτησε στη λεηλασία των τεράστιων ποσών αποταμίευσης που είχαν εισρεύσει τότε στο χρηματιστήριο. Μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου επανήλθε μαζί με άλλους υπερεθνικούς χρηματοοικονομικούς ομίλους και εξαγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί μεγάλο μέρος των μετοχών των ελληνικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να περάσει στον έλεγχο του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου το σύνολο σχεδόν της ελληνικής οικονομίας. Και καθώς μέσω της ελληνικής αγοράς ελέγχει μεγάλο τμήμα της ευρύτερης περιοχής στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, η διοίκηση της τράπεζας στην Ελλάδα είναι υπεύθυνη για την εφαρμογής της πολιτικής της μητρικής Citigroup σε ένα μεγάλο φάσμα γειτονικών χωρών.

Επίσης, υπήρξε ο κύριος σύμβουλος του ελληνικού κράτους για τις ιδιωτικοποιήσεις και πρωτοστάτησε σε ό,τι αφορούσε την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην χώρα για την ιδιωτικοποίηση τομέων του δημοσίου, την υφαρπαγή από το μεγάλο κεφάλαιο μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας και του κοινωνικού πλούτου. Η εν λόγω τράπεζα, εκτός από τα κέρδη που αποκομίζει από το εμπόριο των ελληνικών ομολόγων και την αγορά του χρέους, έχει ήδη αποσπάσει τεράστια κέρδη και από τα δάνεια στα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία και στραγγαλίζουν συστηματικά τα τελευταία χρόνια όλες οι τράπεζες. Πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπου συμμετέχουν μερικές από τις σημαντικότερες οικογένειες της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ και κυρίως των ΗΠΑ. Τα συμφέροντα της Citibank είναι τα συμφέροντα κάποιων από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο οργανισμοί σαν αυτόν ή π.χ. την J.P. Morgan ή την Deutche Bank να αφεθούν στην τύχη τους και να καταρρεύσουν, χωρίς να έχει κάνει το κράτος ό,τι είναι δυνατό για να τον κρατήσει ζωντανό. Η παροχή εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, δολαρίων και γεν στα υπερτραφή πολυεθνικά τοκογλυφικά εκτρώματα, συνιστά μια πρωτοφανή στην ιστορία του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος μεταφορά πλούτου από την κοινωνική βάση προς την οικονομική ελίτ, που έπραξαν οι κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες μέσα σε λίγους μήνες. Η κρίση αποκάλυψε πως τα οικονομικά μεγέθη αυτών των οργανισμών ήταν τελικά «φούσκες», «κολοσσοί» όπως η Citigroup βρίσκονται υπό κατάρρευση και περνούν υπό την κρατική σκέπη για να «εξυγιανθούν» – με τα χρήματα πάντα των φορολογουμένων – για να ξαναμπούν αργότερα ξανά στο παιχνίδι της αγοράς. Είναι βέβαιο πως τεράστιες ποσότητες ρευστού θα συνεχίσουν να εισρέουν στα ταμεία των τραπεζών για να καλύψουν τα ανυπολόγιστα χρέη τους ενώ η απορρόφηση από τα κράτη των χρεών και η δημιουργία «κακών τραπεζών» όπου θα πετούν οι τράπεζες τα μη κερδοφόρα επενδυτικά τους «απόβλητα», είναι τα επιπλέον μέτρα για τη διάσωση των κερδών των μεγαλομετόχων, με υποθήκη την ζωή και την επιβίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Μπορεί σήμερα να κριτικάρουν δημοσίως οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ τις διοικήσεις των τραπεζών για την κακή διαχείριση και την απληστία των μεγαλοστελεχών, όμως στην πραγματικότητα επικροτούσαν με λόγια και με έργα αυτήν την επιθετική πολιτική που υιοθετούσαν οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι για δεκαετίες, πολιτική που κινούσε η απληστία για περισσότερα κέρδη. Όμως κανείς δεν ξεχνά πως η απληστία είναι ο πυρήνας των σχέσεων στην οικονομία της αγοράς. Είναι η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού, είναι η φλόγα που πυροδοτεί τον ανταγωνισμό, φέρνει κέρδη στο κεφάλαιο, ωθεί την ανάπτυξη του συστήματος. Καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων αποτελούσε ανέκαθεν την ατμομηχανή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η απληστία είναι και θα είναι ο απαραίτητος τροφοδότης της κίνησης του οικονομικού συστήματος. Και καθώς σήμερα τα κεφάλαια που ανταγωνίζονται μεταξύ τους είναι όλο και μεγαλύτερα, είναι λογικό να παίρνει τεράστιες διαστάσεις η κερδοσκοπία – κυρίως αυτή που στηρίζεται σε δανεικά – και οι «φούσκες» των κάθε είδους χρεών να διογκώνονται όλο και περισσότερο.

Η απληστία είναι, εν τέλει, η πρώτη αξία του καπιταλισμού, αυτή που σφραγίζει τον πλήρη αμοραλισμό του συστήματος, που θεοποιεί το χρήμα, την δύναμη και την εξουσία, που εχθρεύεται κάθε έννοια αλληλεγγύης, που περιφρονεί την αξία της ανθρώπινης ζωής καθώς για το σύστημα αξία έχει μόνο ό,τι παράγει κέρδος. Γι’ αυτούς που βρίσκονται στην ηγεσία του οικονομικού συστήματος, αξία δεν έχει κανένας άνθρωπος, καμία κοινωνική σχέση που βρίσκεται έξω από την κλίκα των κοινών οικονομικών συμφερόντων και των σχέσεων που αυτά τα συμφέροντα αναπτύσσουν. Η αδιαφορία τους για τον κόσμο είναι τέτοια που μπορούν χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς να ωθούν ολόκληρους λαούς στην λιμοκτονία, στην εξαθλίωση και στον θάνατο. Αν ρωτούσαμε οποιονδήποτε από τους λεγόμενους traders που διαχειρίζονται καθημερινά δισεκατομμύρια ή έστω έναν χρηματιστή ή οποιονδήποτε επενδυτή για το αν έχει καθόλου ενοχές για το γεγονός ότι μια τοποθέτηση του π.χ. στην άνοδο της τιμής των σιτηρών, οδήγησε στον θάνατο από πείνα πολλούς ανθρώπους και όξυνε το πρόβλημα της σίτισης για εκατομμύρια, θα απαντούσε σίγουρα πως όχι. Γι’ αυτό το είδος των ανθρώπων, η δύναμη της θέσης τους τους προκαλεί μέθη και όχι ενοχές. Είναι γνωστό εξ’ άλλου, ότι σε περιόδους μεγάλων κερδών ένοιωθαν και δήλωναν «οι άρχοντες του σύμπαντος». Μπορεί σε μια κοινωνία αλλοτριωμένη από τον αμοραλισμό και την πλήρη εξατομίκευση που προωθεί η πολιτική και οικονομική εξουσία, ν’ αναγνωρίζονται ως αξιοσέβαστοι και επιτυχημένοι αυτοί οι άνθρωποι λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας, όμως δεν θα πάψουν να είναι στυγνοί εγκληματίες που πλουτίζουν με το αίμα αδύναμων κοινωνικά ανθρώπων. Η μόνη τους ανησυχία είναι αν θα έχουν «πάρει σωστές θέσεις», αν απειλούνται τα μπόνους τους, αν θ’ αυξήσουν την περιουσία τους. Δεν έχει καμία σημασία τι εμπορεύονται. Αν είναι στεγαστικά δάνεια, χρέη χωρών, πετρέλαιο, ή ξηροί καρποί. Σημασία έχει η μεγιστοποίηση της κερδοφόρας απόδοσης. Και «είναι μέσα στο παιχνίδι» οι υψηλές αποδώσεις να κερδίζονται ακόμα και με μαζικές δολοφονίες.

Σήμερα, η ελληνική κυβέρνηση γονυπετής παρακαλάει τους «αξιοσέβαστους» επενδυτές ν’αγοράσουν τα ελληνικά ομόλογα και είναι διατεθειμένη να πληρώσει στο ακέραιο το τίμημα που θα της ζητηθεί, δηλαδή ένα υπέρογκο επιτόκιο. Γιατί είναι γνωστό, η Ελλάδα λόγω ελλειμμάτων και χρεών ήταν ένας επενδυτικός προορισμός «αυξημένου ρίσκου» και αυτό το ρίσκο αντανακλάται στο υψηλό επιτόκιο δανεισμού, αφού υποτίθεται, ότι έτσι διασφαλίζεται καλύτερα η θέση του επενδυτή, άσχετα αν οι αυξανόμενες απαιτήσεις για πληρωμές σε δάνεια οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τη χώρα σε χρεοκοπία. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, βρισκόμαστε υπό ένα καθεστώς δουλείας, με το υπερεθνικό κεφάλαιο να επιβάλει με τον βούρδουλα του χρέους και των ελλειμμάτων τους πιο απεχθείς όρους φορολόγησης, εργασίας, αμοιβών και συνταξιοδοτήσεων, όρους που καμιά κοινωνία δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανέχεται. Όπως δεν πρέπει να ανέχεται για το συμφέρον των μεγάλων τοκογλύφων, ντόπιων και ξένων, να κόβονται οι δημόσιες δαπάνες, να ξεψυχούν τομείς όπως η δημόσια υγεία, να κλείνουν νοσοκομεία.

Οι εγκληματίες που ηγούνται της διεθνούς χρηματαγοράς ήδη έχουν ξεκινήσει την μεγάλη κερδοσκοπική εφόρμηση στην αγορά του χρέους, καθώς τα στοιχήματα για την κατάρρευση διαφόρων χωρών βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων της αγοράς ενώ η Citibank έχει αρχίσει μια επιθετική κερδοσκοπική τακτική με τα ελληνικά ομόλογα. Οι αποδώσεις για το κεφάλαιο θα είναι μεγάλες, αλλά σύντομα θα δούμε πολλές χώρες να χρεοκοπούν κάτω από το βάρος του χρέους, της πολιτικής πίεσης για μεγαλύτερη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή, αλλά και της κερδοσκοπίας.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι διατεθειμένη να δεχτεί εν λευκώ κάθε όρο του μεγάλου κεφαλαίου όσο δυσβάσταχτος και αν είναι, να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου και τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες επιταγές που της υποδεικνύει η αγορά και οι πολιτικές συμμαχίες που την υπηρετούν, όπως η Ε.Ε. και να ματώσει την ελληνική κοινωνία προκειμένου ν’ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της. Πιστεύει βέβαια, πως για πολιτικούς λόγους που αφορούν την καθεστωτική σταθερότητα στην χώρα και την ευρύτερη περιοχή, οι αγορές δεν θα την εγκαταλείψουν. Βέβαια, τις ίδιες επιλογές θα έκανε και οποιαδήποτε κυβέρνηση βρισκόταν στην εξουσία. Και όταν λέμε οποιαδήποτε, δεν εννοούμε μόνο το ΠΑΣΟΚ (για το ΛΑΟΣ είναι αυτονόητο) αλλά και τον Συνασπισμό όπως επίσης και το ΚΚΕ. Και αυτό γιατί μια πολιτική απόφαση που θα αφορά την δια παντός άρνηση πληρωμών του χρέους σημαίνει οριστική ρήξη με τις αγορές, γεγονός που είναι φυσικά εκτός των στόχων όλων των κομμάτων.

Η πολιτική βούληση για μια κοινωνία ν’ αποτινάξει μια για πάντα τον ζυγό του χρέους από πάνω της, όχι μόνο γιατί δεν τον αντέχει αλλά γιατί δεν τον θέλει, είναι συνυφασμένη με την απόφαση ν’ αντιπαρατεθεί με το σύνολο της πολιτικής εξουσίας, με την απόφαση να έρθει σε ρήξη με το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με την απόφαση ν’ ανατρέψει το καθεστώς που την κρατάει σκλαβωμένη.

Για όλα τα παραπάνω, ζητάμε ειλικρινά συγνώμη από τον ελληνικό λαό που δεν καταφέραμε να τινάξουμε στον αέρα τα κεντρικά γραφεία της Citibank.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Οι τράπεζες είναι υπεύθυνες

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέχει τη μερίδα του λέοντος σε ευθύνες για την σημερινή κατάσταση που ζει ο πλανήτης. Όμως εξίσου συνυπεύθυνες είναι οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες-δηλαδή, τα τσιράκια των υπερεθνικών χρηματοπιστωτικών ομίλων- και οι μεγάλες επιχειρήσεις. Και αυτό γιατί η σημερινή κρίση δεν είναι αποτέλεσμα ενός μόνο παράγοντα, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής, την οποία διαμόρφωσαν από κοινού όλοι οι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες του συστήματος και η οποία αποτελεί την πιο μαζική δολοφονική επιχείρηση στην ανθρώπινη ιστορία. Γι’ αυτό και όχι μόνο δεν μπορεί ν’ αφορά τους προλετάριους ανά τον κόσμο η διάσωση του καθεστώτος, όχι μόνο δεν μπορεί ν’ ανεχόμαστε να πληρώσουμε για λογαριασμό μιας κρίσης που κράτος και αφεντικά παρουσιάζουν ως μια… καταιγίδα, ένα φυσικό φαινόμενο για το οποίο κανείς δεν ευθύνεται, όχι μόνο δεν έχουμε κανένα λόγο να συμβάλουμε στην γεφύρωση του χάσματος μεταξύ κεφαλαίου-κοινωνίας που δημιούργησε η κρίση, αλλά οφείλουμε να ξεμπερδέψουμε μια για πάντα με όλα τα καθάρματα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, για να απαλλαγεί, επιτέλους, η ανθρωπότητα από αυτούς τους εγκληματίες.

Επειδή αναφερθήκαμε σε οικονομική στρατηγική, οφείλουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Πιστεύουμε πως η σημερινή κρίση ήταν η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής στην ιστορία του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Και αυτό γιατί αφορά την πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση μεγάλου μεγέθους, η οποία διαχέεται σε κάθε φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας και εξαπλώνεται σε όλο τον πλανήτη λόγω της έντονης αλληλεξάρτησης σε συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Επίσης, παρά τις σοβαρές ποιοτικές διαφορές με την κρίση του ’29, είναι πιο σοβαρή από εκείνη, όχι μόνο λόγω της ευρύτητας αλλά και λόγω του γεγονότος ότι το σύστημα εκείνη την περίοδο μπορούσε πιο εύκολα να ελεγχθεί. Στην εποχή μας έχει εδώ και πολλά χρόνια καταστεί παντελώς ανεξέλεγκτο, με διαστάσεις ασύλληπτες και παραμέτρους ακατανόητες και για αυτούς ακόμη τους μεγάλους καπιταλιστές. Γι’ αυτό και ούτε οι ίδιοι, ούτε οι μηχανισμοί των κρατών, των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των κεντρικών τραπεζών μπορούν να κάνουν κάποια σοβαρή εκτίμηση.

Η έναρξη της σημερινής κρίσης μπορεί να άρχισε με την κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ, αλλά δεν βρίσκεται εκεί η αιτία της. Όταν έσκασε η συγκεκριμένη «φούσκα», ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου κρίση στη φερεγγυότητα των τραπεζών και στα χρηματοοικονομικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν και που σε χρυσές εποχές μεγάλων κερδών όλες οι αγορές επαινούσαν και βράβευαν. Καθώς η τιτλοποίηση των επισφαλών δανείων και η μεταπώλησή τους κατάφερε τη διάχυση ενός ανυπολόγιστου χρέους σε μια ατελείωτη σειρά χρηματοοικονομικών παραγόντων (επενδυτικές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικά ταμεία…), η εμπιστοσύνη στις αγορές τέθηκε σε βαριά δοκιμασία και κατέληξε ανύπαρκτη, με τις τράπεζες να ανακαλύπτουν συνεχώς νέες τρύπες χρεών, εταιρείες που τ’ όνομά τους ήταν ταυτισμένο με την ιστορία του καπιταλισμού την τελευταία εκατονταετία να καταρρέουν (π.χ. Lehman Brothers), μεγαλοεπενδυτές ν’ αποσύρουν ό,τι μπορούν να γλιτώσουν από μια πλέον παντελώς αναξιόπιστη αγορά.

Οι εποχές των υψηλών κερδών έλαβαν τέλος και το ρευστό αποσύρεται από την αγορά, φέρνοντας την πιο επικίνδυνη για το σύστημα φάση που χαρακτηρίζεται ως παγίδα ρευστότητας. Το χρήμα υπάρχει αλλά δεν χρησιμοποιείται αφού καμιά επένδυση δεν δείχνει ν’ αποφέρει κέρδη. Και όταν η υπερεθνική ελίτ έχει περάσει χρόνια απολαμβάνοντας τρελά κέρδη, κυρίως μέσα από μεθόδους έμμεσης λεηλασίας όπως η τοκογλυφία και τα χρηματιστήρια, τότε είναι επακόλουθο να κλείνει τις κάνουλες της ρευστότητας περιμένοντας καλύτερες μέρες.

Το ντόμινο καταρρεύσεων σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως που δημιούργησε η κρίση αφορά το γεγονός ότι ξεκίνησε το σκάσιμο της τεράστιας φούσκας αυτής της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό αιτιολογείται από το γεγονός ότι τα μεγάλα οικονομικά μεγέθη και οι ανοδικές τάσεις στην αγορά τις τελευταίες δεκαετίες, όλο και πιο συχνά βασίζονταν στην κυκλοφορία τεραστίων όγκων πλασματικού κεφαλαίου, δημιουργώντας τους όρους για μια ψεύτικη, ή καλύτερα δανεική ευημερία, που βασιζόταν σε μια «φούσκα» χρεών που διαρκώς μεγάλωνε. Καθώς η «φούσκα» της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης μεγεθυνόταν ανάλογα με την «φούσκα» της αμερικανικής ευημερίας, το σκάσιμο της τελευταίας συμπαρέσυρε εκ θεμελίων το μέχρι χθες κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο που βασιζόταν στις αρχές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Η κρίση ξεκινάει από παλιά…

Η «φούσκα» της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης άρχισε να διαμορφώνεται πολλά χρόνια πριν, στην περίοδο που για πολλούς σοσιαλδημοκράτες και αριστερούς έχει καταγραφεί ως «χρυσή εποχή». Μιλάμε για την μεταπολεμική περίοδο όπου τα υψηλά κέρδη των επιχειρήσεων συνυπήρχαν με ικανοποιητικούς μισθούς στην εργασία και που ο καπιταλισμός φαινόταν ν’ απολαμβάνει τη μοναδική για εμάς περίοδο σχετικής σταθερότητας για την οποία ευθύνεται ο κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας που είχε επιτευχθεί με καθοριστικό τον ρόλο της αριστεράς. Για όσο διάστημα οι υψηλοί μισθοί δεν απειλούσαν τα ποσοστά του κέρδους και για όσο διάστημα το κεφάλαιο είχε ανάγκη τις εθνικές αγορές για την προώθηση των προϊόντων και των υπηρεσιών του, ο ιδιότυπος κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός ήταν σε ισχύ. Μέσα σε αυτό το διάστημα το κεφάλαιο κατάφερε να επανακάμψει, καθώς το γόητρό του είχε υποστεί σοβαρά πλήγματα ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους και μια μεγάλη κρίση. Ο κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός πλέον άρχισε όχι μόνο να μην είναι απαραίτητος για το κεφάλαιο αλλά και επιζήμιος για τα κέρδη.

Καρπός της μεταπολεμικής συσσώρευσης υπήρξαν οι πολυεθνικές, που άρχισαν να γιγαντώνονται ήδη από την δεκαετία του ’60. Η περίοδος της έκρηξης των πολυεθνικών πολυκλαδικών ομίλων συνοδεύτηκε από μια σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων μέσω της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας. Είναι η πρώτη φορά μεταπολεμικά που ξεκινά μια φρενήρης προσπάθεια άντλησης υπεραξίας μέσω των χρηματιστηρίων, δημιουργώντας την πρώτη «φούσκα» κερδών. Από εκείνη την περίοδο, μαζί με μια σειρά νέων χρηματοοικονομικών κλάδων και εργαλείων (ήταν η εποχή που ξεφύτρωσαν οι πρώτοι «διαχειριστές» κεφαλαίων) άρχισε να διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο άντλησης κερδών μέσω των έμμεσων τρόπων λεηλασίας που προσφέρει η πίστωση. Η πρώτη χρηματιστηριακή έκρηξη όχι μόνο αύξησε γρήγορα τα κέρδη των επιχειρήσεων με την γιγάντωση των πολυεθνικών, αλλά και κατάφερε την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος του κεφαλαίου έναντι της εργασίας.

Αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης εκείνης της περιόδου ήταν να γεμίσει ρευστό η αγορά. Σ’ αυτό συμβάλανε σε πολύ μεγάλο βαθμό και τα τρελά κέρδη από τις πωλήσεις του πετρελαίου. Οι τράπεζες κυρίως των ΗΠΑ, με πρωταγωνιστικό τον ρόλο της First National City Bank – όπως ήταν η επονομασία εκείνη την περίοδο της Citibank -, ανέλαβαν ν’ ανακυκλώσουν τα πετροδολάρια που είχαν πνίξει την αγορά. Η τεράστια ποσότητα πετροδολαρίων που γέμισε τα ταμεία των αμερικάνικων κυρίως τραπεζών και η έκρηξη των πολυεθνικών, άνοιξαν μια ευρύτερη αγορά, αυτή των ευρωδολαρίων (δολάρια που βρίσκονται εκτός ΗΠΑ, δίνονται εύκολα ως δάνεια και δεν υπόκεινται σε περιορισμούς).
Μέσω αυτής της αγοράς το χρηματιστηριακό κεφάλαιο δημιούργησε την πίεση που χρειαζόταν για να πετύχει την απελευθέρωση της κίνησής του, διαρρηγνύοντας στην πράξη τα όποια εμπόδια μέχρι τότε του είχαν επιβληθεί. Οι κυβερνήσεις αυτό που έκαναν ήταν να επικυρώσουν εκ των υστέρων πολιτικά αυτή την συνθήκη, θεσπίζοντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο που αναγνώριζε και δεχόταν την απαίτηση του κεφαλαίου να κινείται ελεύθερα χωρίς να υπόκειται σε κρατικές παρεμβάσεις, ελέγχους και περιορισμούς. Ήταν η αρχή του τέλους για το μοντέλο του κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά και η αφετηρία της εποχής του νεοφιλελευθερισμού, μια ιστορική μεταβολή που οφείλεται σε πρώτο βαθμό στην οικονομία και την δυναμική του κεφαλαίου και, σίγουρα, δεν ήταν αποτέλεσμα συνομωσίας κάποιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών προσώπων.

Η αγορά ευρωδολαρίων δημιουργήθηκε παράλληλα μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του ’73 και έφερε την μεγάλη έκρηξη του διεθνούς δανεισμού, γεγονός που αποτέλεσε την πραγματική αιτία για την ραγδαία τότε άνοδο του πληθωρισμού. Υπό την πίεση των διεθνών χρηματοοικονομικών οίκων που είχαν γιγαντωθεί μέσα σε αυτήν την περίοδο, τα κράτη αναλάμβαναν να διαφυλάξουν τα κέρδη από τις πληθωριστικές πιέσεις που είχαν αυξηθεί ακόμη περισσότερο μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’79, πραγματοποιώντας τις πρώτες μεγάλες επιθέσεις στον κόσμο της εργασίας. Έκτοτε οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες με πρώτη την FED των ΗΠΑ, υιοθετούν το μονεταριστικό δόγμα του Μίλτον Φρίντμαν που επέβαλε τον έλεγχο της ποσότητας του χρήματος που έπρεπε να κυκλοφορεί. Στόχος η συγκράτηση των μισθών, η μείωση της κατανάλωσης για την χαλιναγώγηση του πληθωρισμού και τη διάσωση των κερδών της πλουτοκρατίας.

Είναι η εποχή που ο νεοφιλελευθερισμός ως εφαρμοσμένη κυβερνητική πολιτική έρχεται να αντιπαρατεθεί με τους εργαζόμενους. Είναι η περίοδος που διαρρηγνύεται οριστικά το προσωρινό συμβόλαιο της ταξικής ειρήνης μεταξύ κεφαλαίου και εργαζομένων, το οποίο πετιέται στο καλάθι των ιστορικών αχρήστων. Είναι η στιγμή που γίνεται παρελθόν η όποια νικηφόρα σύγκρουση διεξαγόταν μέχρι τότε από τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία επιζητούσαν και κατάφερναν σε κάποιο βαθμό την ανακατανομή των κερδών προς όφελος των εργαζομένων. Από τότε που ξεκίνησε η μεγάλη αντεπίθεση του κεφαλαίου εις βάρος της κοινωνίας, τα συνδικάτα αντί να επιχειρήσουν την καθοριστική αναμέτρηση με στόχο την νίκη επί των δυνάμεων του συστήματος, προτίμησαν να συστρατευτούν με τα ρεφορμιστικά κόμματα της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, που για την προοπτική ανόδου στην εξουσία, πρότασσαν μια ατελείωτη σειρά αμυντικών κινήσεων για την διατήρηση των υπαρχόντων κεκτημένων, κινήσεων που οδηγούσαν τους εργαζόμενους όλο και πιο βαθιά σε έναν καταστροφικό συμβιβασμό και σε μια ατελείωτη οπισθοχώρηση, τα αποτελέσματα της οποίας βιώνουμε σήμερα, την εποχή που κυριαρχεί πλήρως ο εργασιακός μεσαίωνας.

Η νέα αποικιοκρατία γεννιέται μέσω του χρέους

Από τη δεκαετία του ’70 μια χούφτα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στην πλειοψηφία τους αμερικάνικα, ελέγχουν την παγκόσμια ροή κεφαλαίων και είτε άμεσα είτε έμμεσα την παγκόσμια αγορά, επιβάλλοντας ένα ωμό μοντέλο συσσώρευσης που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το βίαιο και ληστρικό μοντέλο πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου την περίοδο που ανέτειλε ο καπιταλισμός.

Η υποταγή όλου του πλανήτη στον χρηματοπιστωτικό τομέα έφερε μεταξύ πολλών άλλων εργαλείων λεηλασίας και αρπαγής του κοινωνικού πλούτου (π.χ. επενδύσεις σε μετοχές, επενδυτικές απάτες με τα επενδυτικά σχήματα αυξημένου ρίσκου, τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις μέσω ελέγχου της πίστης και των μετοχών), το εργαλείο της αύξησης του χρέους των χωρών που δεν ανήκουν μόνο στην περιφέρεια του καπιταλισμού αλλά και στο λεγόμενο κέντρο, φέρνοντας τις κοινωνίες στη θέση των δουλοπάροικων και τις τράπεζες σε ρόλο σύγχρονων κονκισταδόρων.

Μέσα στην δεκαετία του ’70 και κάτω από την πίεση της αγοράς ευρωδολαρίων, η συσσωρευμένη ρευστότητα βρήκε διέξοδο στην αγορά του χρέους. Μέσα σε λίγα χρόνια όλη η υποσαχάρια Αφρική και η Λατινική Αμερική δέχτηκαν μεγάλο μέρος αυτής της ρευστότητας με τη μορφή δανείων που αργότερα θα γινόταν η δαμόκλεια σπάθη των ευάλωτων αυτών χωρών. Στο μεγάλο φαγοπότι του διεθνούς χρέους πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι αμερικάνικες τράπεζες, με τη Citibank πρωτεργάτη. Η συγκεκριμένη τράπεζα ήδη από την δεκαετία του ’60, είχε εισάγει την επιθετική πολιτική των τραπεζών για την διεκδίκηση μέρους αυτής της ρευστότητας, βάζοντας τέλος στην περίοδο των «ψυχολογικών τραυμάτων» που είχε αφήσει στις τράπεζες η εποχή της ύφεσης και οι τραπεζικές χρεωκοπίες της δεκαετίας του ’30.

Η δεύτερη μεταπολεμικά «φούσκα» άρχισε να δημιουργείται. Ήταν η «φούσκα» του χρέους. Και όπως συνηθίζουν να λένε κάποιοι μεγαλοκερδοσκόποι «δεν υπάρχει τίποτα πιο κερδοφόρο από το να επενδύει κανείς στο αρχικό στάδιο μιας φούσκας». Οι εμπορικές τράπεζες χορηγούσαν συνεχώς μεγάλα κεφάλαια σε δάνεια στις υπανάπτυκτες χώρες, έχοντας τις πλάτες των κυβερνήσεων, των κεντρικών τραπεζών και φυσικά του ΔΝΤ.
Μετά την επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων, τα χρέη των δανειζόμενων χωρών πολλαπλασιάστηκαν σε λίγα μόνο χρόνια. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της υποσαχάριας Αφρικής βρέθηκαν να χρωστάνε ποσά που ξεπερνούσαν το σύνολο των κεφαλαίων και περιουσιακών τους στοιχείων.

Στις προτάσεις για οικονομική βοήθεια προς τις χώρες που μαστίζονταν περισσότερο από το χρέος, ο κυνικός ηγήτωρ της Citibank εκείνη την περίοδο Γουώλτερ Ρίστον είχε δηλώσει πως έπρεπε να μείνουν χωρίς βοήθεια και να τιμωρηθούν, επειδή δεν ήταν σε θέση να ξεπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες. Όταν οι χώρες αυτές βρέθηκαν στραγγαλισμένες οικονομικά από τα κοράκια των τραπεζών, η πρώτη απειλή για κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν γεγονός, όχι λόγω έλλειψης ρευστότητας φυσικά, αλλά λόγω κλονισμού της τραπεζικής φερεγγυότητας. Και τότε επανέρχεται ο Ρίστον για να δηλώσει πως «τα κυρίαρχα έθνη δεν χρεοκοπούν», εννοώντας πως ό,τι και να κάνουν οι τράπεζες, τα κράτη θα είναι εγγυητές της χρηματοπιστωτικής ασφάλειας.

Ενώ η Αφρική και η Λατινική Αμερική γονάτιζαν από την πείνα και τους λοιμούς, και οι αρρώστιες άρχιζαν να θερίζουν ολόκληρους πληθυσμούς, το ΔΝΤ σπεύδει προς στήριξη των τραπεζών, δανείζοντας στις υπερχρεωμένες χώρες τα αναγκαία κεφάλαια για να πληρώσουν τα δάνεια προς τις τράπεζες και να μην καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα «σωτήρια» δάνεια του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας συνοδεύονταν από μεγάλο αριθμό απεχθών όρων νεοφιλελεύθερης προσαρμογής των χωρών που χρωστούσαν στις τράπεζες, με βάση τους οποίους τελικά αναγκάζονταν, αφού πρώτα κατέστρεφαν κάθε πολιτική κοινωνικού χαρακτήρα, να ξεπουλήσουν στο υπερεθνικό κεφάλαιο τα περιουσιακά τους στοιχεία και να το αφήσουν να αλώσει, να ρημάξει κάθε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Η δικτατορία των αγορών έχει ξεκινήσει.

Επειδή όμως η αφαίμαξη των υπανάπτυκτων χωρών επιχειρήθηκε με τέτοια ένταση που πολλές χώρες τελικά λύγισαν και εξάντλησαν τις δυνατότητές τους να τροφοδοτούν με κεφάλαια τις πολυεθνικές τράπεζες, το πρώτο μεγάλο διεθνές κύμα δανεισμού της δεκαετίας του ’70 μετατράπηκε στην πρώτη μεταπολεμική διεθνή τραπεζική κρίση το 1982. Τα δανεικά που χορηγούσαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα με τους όρους που έβαζαν, όχι μόνο δεν επέλυαν το πρόβλημα αλλά σε πολλές περιπτώσεις το επιδείνωναν ακόμη περισσότερο.

Όταν η «φούσκα» του χρέους έσκασε τελικά και απειλήθηκαν με κατάρρευση πολλές τράπεζες, το κράτος των ΗΠΑ επενέβη, μετατρέποντας το υπόλοιπο χρέος σε ομόλογα με την εγγύηση του αμερικανικού δημοσίου, τα οποία και μοιράστηκαν σε χιλιάδες κατόχους, καταφέρνοντας έτσι τη διάχυση του πιστωτικού κινδύνου. Από αυτά τα ομόλογα – που επονομάστηκαν «ομόλογα Μπρέιντ» προς τιμή του τότε αμερικανού υπουργού εξωτερικών που τα δημιούργησε – γεννήθηκε η αγορά των κρατικών ομολόγων, η οποία όχι μόνο απέτρεψε την κατάρρευση των τραπεζών, αλλά δημιούργησε ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο άντλησης κερδών, όπου όρμησαν ανεπιφύλακτα μεγάλα αλλά και μικρά κοράκια – κάτοχοι κεφαλαίων. Η αποφυγή της κατάρρευσης μέσω της κρατικής βοήθειας έφερε περισσότερη ελευθερία κίνησης για το κεφάλαιο και οι ληστρικές πολιτικές της οικονομικής ελίτ για συνέχιση της συσσώρευσης μπορούσε να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ασφάλεια για το σύστημα.

Η ΑΦΑΙΜΑΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΣΤΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΚΑΙ Η ΦΕΝΑΚΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Από τη δεκαετία του ’80 και με τη βοήθεια της τεχνολογικής έκρηξης, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση γίνεται κυρίαρχη και εδραιώνει τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου στην ηγεσία του συστήματος. Παράλληλα εντείνεται από το κράτος η επίθεση ενάντια στις κοινωνίες για την εμπέδωση της ταξικής ισχύος του κεφαλαίου. Η ρευστότητα από το ξεζούμισμα των εργαζομένων και τη λεηλασία των ανεπτυγμένων χωρών είναι μεγάλη, οι κοινωνίες έχουν παραδοθεί στις ορέξεις των αγορών, η εργασία «προσαρμόζεται» στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και η μεγάλη αφαίμαξη των δυτικών κοινωνιών βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα χρηματιστήρια παίρνουν φωτιά και η δεύτερη μεταπολεμική έκρηξη σημειώνεται στην Δύση. Εκείνη την περίοδο το 80% του παγκόσμιου κεφαλαίου συγκεντρώνεται στις ΗΠΑ, την Δ. Ευρώπη και την Ιαπωνία. Είναι η εποχή που ο δανεισμός εκτινάσσεται, νέα χρηματοοικονομικά εργαλεία ανακαλύπτονται που υπόσχονται ασφάλεια στους επενδυτές με την διάχυση του κινδύνου και δημιουργείται η νέα γενιά των ριψοκίνδυνων επενδυτών και των επενδύσεων μέσω υψηλού δανεισμού. Είναι η εποχή που μια νέα αγορά γεννιέται, αυτή των παραγώγων – σχεδόν άγνωστα μέχρι τότε -, που μετατρέπουν τις επενδύσεις σε πυρετώδη τζογαρίσματα τύπου καζίνο. Είναι η εποχή που αναδύεται η νέα κουλτούρα του γρήγορου κέρδους, του αλόγιστου πλουτισμού χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, της καθαγιάσεως της εκμετάλλευσης και της απληστίας. Είναι η εποχή που η εξατομίκευση και ο πόλεμος όλων εναντίον όλων στο δρόμο για πλούτο και η εξουσία γίνεται κυρίαρχο δόγμα στις κοινωνίες, οι οποίες ζουν τη μεγαλύτερη ιστορικά διάβρωση όλων των σχέσεων που εμπνέονται από την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια. Ύψιστος σκοπός τώρα προτάσσεται από τις πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες το κυνήγι της ατομικής ευημερίας ενώ η ατομική ιδιοκτησία γίνεται το ιερότερο αγαθό. Την χρηματιστηριακή έκρηξη για μια ακόμη φορά ακολούθησε η κατάρρευση. Η χρηματιστηριακή κρίση στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν επέφερε μη αναστρέψιμα πλήγματα στο σύστημα – η οικονομική στήριξη κρατών και κεντρικών τραπεζών ήταν και τότε γενναιόδωρη – και «ξεπεράστηκε» εν μέσω ενός πυρετού εξαγορών και συγχωνεύσεων, που σήμαινε μια νέα έκρηξη οικονομικού συγκεντρωτισμού και έκανε την μετοχική εταιρία τον πυρήνα της σύγχρονης οικονομικής δραστηριότητας. Η υπέρμετρη ρευστότητα που είναι συγκεντρωμένη στις καπιταλιστικές μητροπόλεις αναζητά συνεχώς διεξόδους και μια νέα αγορά γεννιέται, η αγορά των δανείων προς τα νοικοκυριά των καπιταλιστικών κέντρων που έρχεται να «καλύψει» τις νέες απαιτήσεις και ανάγκες του «δυτικού ανθρώπου», ανάγκες που ανέλαβε να δημιουργήσει για λογαριασμό του η ίδια η αγορά.

Η δεκαετία του ’90, δεκαετία που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση φαντάζει ως αναμφισβήτητη συνθήκη, είναι αυτή που σημειώνεται με τον πιο άγριο και ραγδαίο τρόπο η υπερσυγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια της οικονομικής ελίτ που γίνεται πανίσχυρη. Η μακροχρόνια μετατόπιση πλούτου από την κοινωνική βάση προς την κορυφή της οικονομικής παγκόσμιας ιεραρχίας είναι πρωτοφανής για την ανθρώπινη ιστορία. Μόνο 15 πλούσιοι άνθρωποι κατέχουν περιουσίες που ξεπερνούν το ΑΕΠ όλης της υποσαχάριας Αφρικής, μια χούφτα τράπεζες κατέχουν και διαχειρίζονται το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας ρευστότητας, λιγότερες από εκατό πολυεθνικές ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή. Τα κέρδη συσσωρεύονται στην χρηματοοικονομική σφαίρα και καθώς τα ιδιωτικά κεφάλαια λόγω της πλήρους απελευθέρωσης στην κίνησή τους έχουν αποκτήσει εξαιρετική κινητικότητα, αποκτούν μορφές επένδυσης χαρτοφυλακίου, επιλέγοντας τις τοποθετήσεις μικρής χρονικής διάρκειας με στόχο την μεγιστοποίηση των αποδόσεων το συντομότερο δυνατό. Η αγορά συναλλάγματος, η αγορά παραγώγων, τα χρηματιστήρια, η αγορά του χρέους είναι οι αγαπημένοι τομείς των νέων κροίσων της παγκόσμιας αγοράς.

Η αγορά των παραγώγων – δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από στοιχήματα πάνω στην κατεύθυνση μιας σειράς εμπορευμάτων και δεικτών, όπως κατεύθυνση επιτοκίων, η τιμή των νομισμάτων, οι τιμές στα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες, οι τιμές των μετοχών κ.λ.π.- παρουσιάζει εκρηκτική ανάπτυξη στη δεκαετία του ’90. Σε αυτή την αγορά συγκεντρώνονται κεφάλαια των οποίων η συνολική ονομαστική αξία από 5,7 τρις δολάρια το ’90, ξεπέρασε τα 500 τρις σήμερα ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 800% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς αυτών των στοιχημάτων κατέχουν λιγότερες από δέκα επενδυτικές τράπεζες, με την Citigroup να διατηρεί δεσπόζουσα θέση.

Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το σύστημα του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς φαντάζει αλώβητο από τις όποιες κρίσεις το χτυπούν, οι οποίες όμως έχουν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τις κοινωνίες που το βιώνουν. Στην πραγματικότητα όμως το σύστημα ήδη καρκινοβατεί και καθώς προσπαθεί να συνέλθει από την μια κρίση, γεννά μια άλλη ακόμη σοβαρότερη από την προηγούμενη.

Επόμενα θύματα του υπερεθνικού κεφαλαίου είναι οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Η επίθεση των αγορών στις χώρες αυτής της περιοχής προετοιμάστηκε και οργανώθηκε αρκετά χρόνια πριν και αποτελεί την μεγαλύτερη επιχείρηση άντλησης κεφαλαίων από την περιφέρεια προς το κέντρο των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Πρωταγωνιστές και σ’ αυτή τη ληστρική επιδρομή που άφησε πίσω κατεστραμμένες κοινωνίες, ανεργία και έξαρση της φτώχειας, ήταν οι τράπεζες των ανεπτυγμένων χωρών και κυρίως της Ευρώπης. Η επίθεση του υπερεθνικού κεφαλαίου ήταν συντονισμένη και η κερδοσκοπία στην αγορά στέγης, τα νομίσματα, τα ομόλογα και σε όποιους άλλους τομείς της οικονομίας των χωρών αυτών μπορούσαν να φέρουν ψηλές αποδόσεις, φούντωσε. Τα χρέη των χωρών άρχισαν ν’ αυξάνονται και τα ισοζύγιά τους άρχισαν να γίνονται ελλειμματικά. Όταν πια η κερδοσκοπία άρχισε να διογκώνεται επικίνδυνα και τα νομίσματα των χωρών να καταρρέουν, οι κεφαλαιοκράτες έκαναν ταμείο και εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους ερείπια. Χώρες όπως η Ταϋλάνδη, η Ν. Κορέα, η Μαλαισία, η Ινδονησία βρέθηκαν στη δίνη μιας μακροχρόνιας κρίσης και καθώς τα κεφάλαια έτρεχαν ξανά στα ασφαλή, όπως νόμιζαν, καταφύγια των καπιταλιστικών μητροπόλεων, εγκαταλείποντας τις χώρες της περιφέρειας, στη δίνη της κρίσης βρέθηκαν και η Λ. Αμερική, η Ν. Αφρική και η Ρωσία.

Στις ανεπτυγμένες χώρες όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε φόβος από την κατάρρευση των «ασιατικών τίγρεων», αλλά η νέα πλημμύρα των κεφαλαίων που εισέρευσε από την περιφέρεια προς τις μητροπόλεις του καπιταλισμού, τροφοδότησε μια άνευ προηγουμένου ευδαιμονία στις αγορές, που θα εκφραζόταν σε ακόμα πιο μεγάλη κερδοσκοπία και σε νέες «φούσκες». Η νέα «έμπνευση» ήταν η λεγόμενη «νέα οικονομία». Ήταν το νέο πεδίο της απάτης, με αναρίθμητες επιχειρήσεις να δημιουργούνται μέσα σε μια νύχτα, να πουλάνε αέρα κοπανιστό και να παρουσιάζουν ψεύτικα οικονομικά μεγέθη, τα οποία στηρίζονταν στην κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου. Η κατάρρευση δεν άργησε να έρθει και ο τρόμος μιας γενικότερης κρίσης στο καπιταλιστικό κέντρο αυτή την φορά ήταν έντονος. Η ισορροπία στην αγορά επιχειρήθηκε με συντονισμένες μειώσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για την αύξηση της ρευστότητας. Είναι η στιγμή που εκτινάσσεται η προσφορά δανείων από τις τράπεζες και ανθίζει η αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ, η οποία και κατέρρευσε όταν οι φτωχοί της χώρας αυτής δεν άντεξαν άλλο να στηρίζουν το βάρος της συνεχώς διογκούμενης τραπεζικής κερδοσκοπίας.

Τώρα μια σειρά από «φούσκες» που αναπτύχθηκαν κατά την «άνοιξη» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως η «ισχυρή κινέζικη ανάπτυξη» ή το «Ελ Ντοράντο των οικονομιών της ανατολικής Ευρώπης» – στο οποίο έχουν πέσει σαν τα γουρούνια στη λάσπη και οι ελληνικές τράπεζες, ξεζουμίζοντας τις κοινωνίες αυτών των χωρών -, θ’ αρχίσουν να σκάνε, δημιουργώντας νέες ακόμη σοβαρότερες απειλές για την παγκόσμια οικονομική και πολιτική σταθερότητα.

Αυτό που συμβαίνει, εν τέλει, είναι ότι ένα ολόκληρο αρχιτεκτόνημα συσσώρευσης κεφαλαίου έφτασε στα όριά του και η κατάρρευση του υπάρχοντος μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει αρχίσει. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας εφαρμογής των πιο άγριων ληστρικών πρακτικών από το σύστημα, που αντλούσε τον παραγόμενο από την κοινωνική βάση πλούτο, μεταφέροντάς τον προς την κορυφή της οικονομικής ιεραρχίας. Γι’ αυτό και η κοινωνική κρίση υπέβοσκε εδώ και δεκαετίες καθώς οι κοινωνίες στέναζαν κάτω από τον ζυγό του κεφαλαίου, που όσο αποκτούσε διεθνοποιημένο χαρακτήρα γινόταν όλο και πιο ανελέητο. Το κεφάλαιο γιγαντώθηκε με την βοήθεια των κυβερνήσεων και των διεθνών οικονομικών μηχανισμών όπως το ΔΝΤ, αφήνοντας πίσω του τη μια κρίση και δημιουργώντας μια άλλη σοβαρότερη. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που το ίδιο γεννούσε ισοπέδωναν κοινωνίες αλλά ενίσχυαν την οικονομική υπεροχή των ελίτ και των κρατικών εξουσιών. Η ψευδαίσθηση που διακατείχε την οικονομική εξουσία ότι είναι δυνατό, με τη βοήθεια μιας ισχυρής κρατικής εξουσίας, ν’ αντλεί για πάντα κέρδη, αγνοώντας τις επακόλουθες καταστροφικές επιπτώσεις αυτής της ανελέητης κοινωνικής εκμετάλλευσης, συνέχιζε να παραμένει ζωντανή, παρά το γεγονός ότι το ένα μετά το άλλο τα πιο ευάλωτα οικονομικά τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού περνούσαν σε συνθήκες πλήρους οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής. Σήμερα, ενώ η κρίση έχει χτυπήσει τις πιο κεντρικές λειτουργίες του συστήματος και ενώ πληθυσμοί που μέχρι χθες απολάμβαναν μια σχετική οικονομική ευημερία, βρίσκονται ξαφνικά στο περιθώριο, αποκαλύπτεται όλο και πιο καθαρά πως το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και του καπιταλισμού, όχι μόνο είναι κατάφωρα άδικο, αλλά είναι μη βιώσιμο και καταστροφικό για όλη την ανθρωπότητα και για την φύση. Τώρα πια, μια άλλη πρόταση οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης είναι όχι μόνο ηθικά απαραίτητη, αλλά είναι και άμεσα αναγκαία για την επιβίωση όλων μας.

Ή ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Ή ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Εκ των υστέρων και ενώ η κρίση σαρώνει τα πάντα απειλώντας με κατεδάφιση δομές, μηχανισμούς και συμμαχίες, πολλοί, άλλοτε υπέρμαχοι των ελεύθερων αγορών – όχι μόνο από το «στρατόπεδο» των σοσιαλφιλελεύθερων αλλά και από αυτό των νεοφιλελεύθερων – σπεύδουν τώρα να δηλώσουν ότι «υπερεκτιμήθηκαν οι ικανότητες των αγορών στην αυτορρύθμιση» και ότι «κρίνεται αναγκαία η πολιτική παρέμβαση και ο έλεγχός τους». Μπορεί για κάποιους από τα πολιτικά αφεντικά να ισχύει ότι είναι ημιμαθείς και άσχετοι σχετικά με το σύστημα που υπηρετούν. Οι περισσότεροι όμως, πιστεύουμε ότι είναι απλώς ψεύτες και υποκριτές που αγωνιούν να καλύψουν τις απάτες και τις κοροϊδίες που χρησιμοποιούσαν μέχρι τώρα για να εξαπατήσουν τις κοινωνίες και ν’ αποποιηθούν τις ευθύνες της συμμετοχής τους στην διαμόρφωση της σημερινής παγκόσμιας κρίσης. Κυρίως, αγωνιούν να διατηρήσουν τα προνόμια της εξουσίας τους, ελπίζοντας πως για άλλη μια φορά «ο ηλίθιος λαός» θα πιστέψει στις καλές τους προθέσεις να «βγάλουν την εκάστοτε χώρα με όσο πιο δυνατό και πιο ανώδυνο τρόπο από την κρίση». Και είναι πραγματικά, εξωφρενικό, ρεμάλια όπως ο Τσιτουρίδης, που μεταξύ άλλων, πρωτοστάτησαν στην απάτη των ομολόγων που οι αετονύχηδες της κυβέρνησης έστησαν παρέα με απατεώνες χρηματιστές και τραπεζίτες για να ληστέψουν τα ασφαλιστικά ταμεία – τα οποία και έχουν ήδη αρχίσει να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο – σήμερα, εν όψει της κρίσης λέει πως «δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε την οικονομία να ποδηγετείτε από το μεγάλο κεφάλαιο και τους τραπεζίτες». Δεν είναι βέβαια ο μοναδικός που τώρα καμώνεται τον κριτή του μεγάλου κεφαλαίου, καθώς οι περισσότεροι κυβερνώντες ανά τον κόσμο, εν όψει της κοινωνικής δυσαρέσκειας που διογκώνεται, δίνουν την μεγαλύτερη παράσταση ψευτιάς και υποκρισίας.

Η επιστροφή όλων των κυβερνήσεων στην αναγκαιότητα ενίσχυσης του κρατικού ρόλου στην οικονομία, δεν αφορά την εφαρμογή κάποιας πολιτικής με κοινωνικές ευαισθησίες. Και αυτό το αντιλήφθηκαν σύντομα οι περισσότεροι θιασώτες του κρατικού παρεμβατισμού, που κατάλαβαν, έστω και αργά, πως οι ενέσεις ρευστότητας και οι κρατικοποιήσεις των τραπεζών που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν έχουν καμιά σχέση με τις γελοίες διακηρύξεις που διατυμπάνιζαν μέχρι πρότινος μέσω του τύπου, περί «δικαίωσης του Κέϋνς», «επιστροφής στην σοσιαλδημοκρατία» και άλλα παραμύθια. Αντιθέτως, το κράτος, το οποίο και θ’ αναλάβει να ξεμπλοκάρει την διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, θα επιδιώξει να επιβάλει νέα πρωτοφανή μέτρα άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων, θα μεγιστοποιήσει την κρατική βία πάνω στην κοινωνία, επιχειρώντας ν’ ανοίξει το δρόμο για την εφιαλτική μετά την κρίση εποχή του απόλυτου ολοκληρωτισμού.

Όσοι μέχρι χθες πίστευαν στις δυνατότητες εξανθρωπισμού του συστήματος, όσοι πίστευαν πως μέσα στα πλαίσια των νόμιμων διεκδικήσεων μπορούν οι κοινωνίες να διεκδικήσουν και να πετύχουν βελτίωση των συνθηκών ζωής, βλέπουν τώρα μπροστά τους να καταρρέουν όλες οι ψευδαισθήσεις τους για τα περιθώρια αντίδρασης και διεκδίκησης που αφήνει το σύστημα. Βλέπουν να πέφτουν και τα τελευταία αμυντικά αναχώματα που κρατούσε η ρεφορμιστική αριστερά, συνειδητοποιούν πως εδώ και τώρα όλοι μα όλοι, σε όποιον πολιτικό χώρο και αν ανήκουν, πρέπει να πάρουν θέση. Ή θα μπούνε και με τα δύο πόδια στην καθεστωτική νομιμότητα ή θα στραφούνε ειλικρινώς πλέον ενάντια στο καθεστώς.

Η εποχή μας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και μοναδικές ευκαιρίες για όσους θέλουν να αγωνιστούν. Η κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη οδηγεί στην σοβαρή αποσύνθεση τις σχέσεις κεφαλαίου – κοινωνίας και φέρνει αντιμέτωπες τις ελίτ με τις κοινωνικές πλειοψηφίες. Το χάσμα μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων βαθαίνει. Εδώ είναι που ανοίγονται οι ευκαιρίες για ένα επαναστατικό κίνημα, να εμποδίσει τις νέες μορφές διαμεσολάβησης μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας, να πολεμήσει κάθε απόπειρα χειραγώγησης της κοινωνικής αγανάκτησης, να δώσει τον τόνο και τις κατευθύνσεις για την κοινωνική ανατροπή. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως δεν ζούμε πλέον στην κοινωνία των 2/3, δεν κυριαρχεί ο εφησυχασμός, δεν βασιλεύει η απάθεια. Το ίδιο το σύστημα έχει βοηθήσει στον θάνατο των ψευδαισθήσεων, έχει κάνει δυνατή την αποκάλυψη της ωμότητας που χαρακτηρίζει τους εγκληματίες της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Σε απάντηση προς όσους ισχυρίζονται ακόμα πως οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για να μπει μπροστά μια επαναστατική διαδικασία ανατροπής του συστήματος, διαδικασία στην οποία αναπόφευκτα συμπεριλαμβάνεται ο ένοπλος αγώνας, εμείς λέμε πως οι αντικειμενικές συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζονται πάντα με βάση μια ανάλυση για το σύστημα και την περίοδο που μας αφορά, δεν ήταν ποτέ καλύτερες, αφού η απογύμνωση του κυρίαρχου αναπτυξιακού μοντέλου από κάθε πρόσχημα κοινωνικής ωφέλειας, έχει φέρει τη γενικευμένη κρίση νομιμοποίησής του και απειλεί, χωρίς εξαιρέσεις, τις κυβερνήσεις όλων των χωρών. Το καθεστώς, λόγω των συνθηκών που το ίδιο δημιούργησε, έχει μπει σε φάση αποσταθεροποίησης και είναι εξαιρετικά ευάλωτο απέναντι σε ένα ευρύ και οργανωμένο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα που θα επιχειρήσει να το απειλήσει. Αν κάποιος που ορίζει τον εαυτό του ως αγωνιστή, δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις διαφορές με προηγούμενες περιόδους, που εκτός των άλλων, βρισκόταν σε ισχύ η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, τότε, ή λόγω άγνοιας δεν αποδέχεται την ύπαρξη της κρίσης, αγνοεί τις ποιοτικές διαφορές της εποχής μας και επιμένει στον «αγώνα ρουτίνας» που έχει συνηθίσει ή παίρνει συνειδητά αντεπαναστατική στάση αφήνοντας χώρο στο καθεστώς να επανακάμψει. Όποιος ανήκει στην πρώτη κατηγορία, τότε, ως εκτός τόπου και χρόνου που είναι, θα μείνει να τρέχει πίσω από τα κοινωνικά γεγονότα, το ίδιο ανεξήγητα γι’ αυτόν όσο και η ίδια η εποχή που διανύουμε. Αν πάλι ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, τότε μάλλον θα βρεθεί απέναντι σε όσους επιχειρήσουν την διαμόρφωση ενός ειλικρινά επαναστατικού ρεύματος, αντάξιο των απαιτήσεων αυτής της περιόδου.

Οι επαναστάσεις χρειάζονται δύο ιστορικούς παράγοντες για να γίνουν. Ο ένας είναι οι αντικειμενικές συνθήκες όπως είπαμε πριν, τις οποίες τις έχουμε. Ο δεύτερος είναι οι υποκειμενικές συνθήκες , δηλαδή ένα κίνημα ευρύ, επαναστατικό και αποφασισμένο να προχωρήσει πάση θυσία, ένα πολύμορφο σχέδιο ανατροπής μαζί με τα κοινωνικά αυτά τμήματα που θα ξεσηκωθούν. Και αυτό οφείλουμε να το φτιάξουμε εδώ και τώρα. Για να γίνει αυτή η κρίση, ο τάφος του συστήματος.

ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 12-3-2009
(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

Posted in Uncategorized | Comments Off on 8η – 12/3/2009

7η – 15/1/2009

Ο Επαναστατικός Αγώνας αναλαμβάνει την ευθύνη για την ένοπλη επίθεση στις 5 Γενάρη εναντίον αστυνομικών των ΜΑΤ που φρουρούσαν το υπουργείο πολιτισμού στα Εξάρχεια, ως απάντηση στην άνανδρη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Επίσης, αναλαμβάνει την ευθύνη για την επίθεση στις 23 Δεκέμβρη εναντίον της κλούβας των ΜΑΤ στο Γουδή.

Είχαμε προειδοποιήσει από τον Μάιο του 2007, όταν με προκήρυξη μας αναλαμβάναμε την επίθεση στο β’ αστυνομικό τμήμα Ν. Ιωνίας, ότι θ’ απαντήσουμε δυναμικά αν οι δολοφόνοι τραβήξουν όπλο και πυροβολήσουν. Πιο συγκεκριμένα σε εκείνη την προκήρυξη αναφέραμε ότι: Με αφορμή την ενέργεια μας αυτή προειδοποιούμε πως αν στο μέλλον οξυνθεί αυτό το κλίμα της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας, θα εντείνουμε αναλόγως την δράση μας. Αν οι μπάτσοι έχουν «ευαίσθητο νευρικό σύστημα» – κατά την καμουφλαρισμένη απειλή του Πολύδωρα με την οποία νομιμοποιεί προκαταβολικά ακόμα και τις εν ψυχρώ εκτελέσεις -, τότε να γνωρίζουν ότι εμείς έχουμε ευαίσθητα συνειδησιακά αντανακλαστικά και αντιδρούμε έντονα μπροστά στις εγκληματικές προκλήσεις των φρουρών του καθεστώτος και τη μόνιμη ατιμωρησία την οποία απολαμβάνουν.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΉΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ

Στις 6 του Δεκέμβρη όταν ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονήθηκε από τον ένοπλο τραμπούκο του κράτους Κορκονέα στα Εξάρχεια, σήμανε η λήξη της παραπαίουσας κοινωνικής ομαλότητας που το κράτος πάσχιζε να επιβάλει μέσα σ’ ένα περιβάλλον βαθιάς κοινωνικής κρίσης, με κύριο μέσο την αστυνόμευση και την καταστολή. Η κοινωνική οργή ξεχείλισε και η βίαιη εξέγερση που ακολούθησε διέλυσε τις όποιες αυταπάτες ότι το υπάρχον καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας βασίζεται στη συναίνεση της κοινωνίας. Και έχει γίνει πλέον κατανοητό απ’ όλους ότι οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτούς που συμπορεύονται με το καθεστώς και σε αυτούς που το πολεμούν έχουν πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναδεικνύουν μια μη αναστρέψιμη κοινωνική και πολιτική ρήξη και προαναγγέλλουν την επερχόμενη γενικευμένη κοινωνική σύγκρουση.

Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν είναι γεγονός κατακριτέο από το αστυνομικό σώμα, όπως διατείνονται οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Την ενέργεια του Κορκονέα οι περισσότεροι μπάτσοι την επικροτούν και οι υπόλοιποι συναινούν. Πρόκείται για σώμα οπλισμένων και εκπαιδευμένων δολοφόνων που αποστολή τους είναι να διασφαλίζουν την τάξη ασκώντας ωμή βία, ακόμα και δολοφονώντας. Εξ άλλου μέσα σε μια περίοδο όπου έχει λάβει γενικευμένη διάσταση η απαξίωση από την κοινωνία των σωμάτων καταστολής και αστυνόμευσης, όσοι βρίσκονται στα σώματα ασφαλείας και κατακρίνουν το γεγονός της δολοφονίας θα έπρεπε να αισθάνονται ντροπή και να παραιτηθούν. Μετά από όσα έχουν συμβεί όποιος δεν εγκαταλείπει το επάγγελμα του μπάτσου είναι συνένοχος.

Αντιθέτως, το κυρίαρχο κλίμα που ακολούθησε ήταν η ακόμα μεγαλύτερη βία των σωμάτων ασφαλείας όταν επιτίθονταν στους εξεγερμένους. Οι άγριοι ξυλοδαρμοί και οι κακοποιήσεις όσων έπεφταν στα χέρια τους, όχι μόνο δεν έδειχναν κάποια περιστολή των μπάτσων, αλλά έδειχνε το αστείρευτο μίσος τους σε αυτούς που υπό oποιονδήποτε τρόπο βρίσκονταν απέναντι τους. Το ίδιο δείχνουν και τα πολλά περιστατικά όπου μπάτσοι σημαδεύουν με τα όπλα τους εξεγερμένους, ενώ το γεγονός με τον πυροβολισμό του μαθητή στο Περιστέρι δείχνει ότι ο Κορκονέας έχει ήδη βρει μιμητές που απλώς είναι πιo προσεχτικοί στον τρόπο που πυροβολούν ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι το κράτος και τα σώματα ασφαλείας έχουν κηρύξει έναν πόλεμο προς όσους με οποιονδήποτε τρόπο στρέφονται εναντίον τους, έναν πόλεμο με πραγματικές σφαίρες, νεκρούς, τραυματίες και δεκάδες συλληφθέντες και προφυλακισμένους. Όσοι ματαιοπονούν ότι μπορεί αυτή η συνθήκη ν’ ανατραπεί μέσα από ειρηνικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, όσοι πιστεύουν ότι μπορεί ν’ αλλάξει η νοοτροπία των μπάτσων, είναι αυτοί που θ’ αποτελέσουν τα επόμενα θύματα της κρατικής τρομοκρατίας. Για να μην αναφερθούμε σε αυτούς που ζητούν αφοπλισμό της αστυνομίας, αίτημα ανεδαφικό και γελοίο. Είναι σαν να απαιτείς από την πολιτική και οικονομική εξουσία να παραιτηθεί οικειοθελώς από τα προνόμια της. Ο μόνος τρόπος ν’ αφοπλιστούν οι μπάτσοι είναι να τους αφοπλίσουν οι επαναστάτες και ο ένοπλος λαός, καταργώντας διά παντώς τα σώματα των ένοπλων κρατικών τραμπούκων.

Μέρος της πολιτικής εξουσίας κατέκρινε τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και αφού είχαν ήδη ξεσπάσει οι ταραχές. Ο Κορκονέας και ο συνεργάτης του μπήκαν φυλακή κάτω από το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής και όχι γιατί ο κρατικός μηχανισμός θεωρεί τον συγκεκριμένο, δολοφόνο. Τα αποτελέσματα εξάλλου της βαλλιστικής δείχνουν ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, ότι για μια ακόμη φορά, σφαίρα μπάτσου εξοστρακίστηκε για να βρει την καρδιά του 15χρονου. Και ποιος ανέμενε κάτι διαφορετικό; Όταν ποτέ δεν έχει μπει για χρόνια στη φυλακή ένας κρατικός τραμπούκος που δολοφονεί αλλά, αντιθέτως, συχνά αθωώνεται και στη συνέχεια επιβραβεύεται με μια προαγωγή – συγγνώμη από το κράτος για την ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκε. Και όταν η πίεση της κοινής γνώμης γίνεται μεγάλη και απειλείται η κυβέρνηση από φανερό πολιτικό κόστος, τότε μια μικρή πρωτόδικη ποινή θα του επιβληθεί με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, δεν θα αφορά τίποτα περισσότερο παρά μια κίνηση επικοινωνιακού χαρακτήρα που αποφασίζεται υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης.

Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που το οπλισμένο χέρι μπάτσου δολοφονεί εν ψυχρώ. Οι νεκροί της «Δημοκρατίας» είναι πολλοί και δεν μπορούμε να τους απαριθμήσουμε όλους. Ο Σιδερής Ισιδωρόπουλος, 16χρονος μαθητής, αφισοκολλητής της οργάνωσης «Κ.Ο. Μαχητής» σκοτώθηκε στις 30.4.1976. Η 66χρονη Αναστασία Τσιβίκα πολτοποιήθηκε από αύρα της αστυνομίας σε βίαιες συγκρούσεις για τον αντισυνδικαλιστικό νόμο 330 στις 25.5.76. Ο Βασίλης Τσιρώνης δολοφονήθηκε από τα ΜΕΑ στο σπίτι του το 1978. Οι διαδηλωτές Σταματίνα Κανελοπούλου και ο Ιάκωβος Κουμής ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τα ΜΑΤ, όταν μαζί με άλλους προσπάθησαν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό για να διαδηλώσουν στην αμερικάνικη πρεσβεία στις 16.11.1980. Ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς πυροβολήθηκε πισώπλατα στις 17.11.1985. Ο εργάτης Άγγελος Μαυροειδής σκοτώθηκε κατά την διάρκεια καθιστικής διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο Βιομηχανίας. Τέσσερα άτομα σκοτώνονται όταν δακρυγόνα των ΜΑΤ πυρπολούν το πολυκατάστημα Κ. Μαρούση κατά την διάρκεια καταδίωξης διαδηλωτών στις 10.1.1991 στην διάρκεια των μαθητικών καταλήψεων και μετά την δολοφονία Τεμπονέρα από δεξιούς παρακρατικούς. Πολίτες δολοφονούνται εν ψυχρώ, όπως ο Θοδωρής Γιάκας που δέχεται 4 σφαίρες πισώπλατα στις 10.1.1994 και ο Ηρακλής Μαραγκάκης στις 9.12.2003 γιατί αρνήθήκαν να υποβληθούν σ’ εξακρίβωση στοιχείων. Οι 17χρονοι Μάρκο Μπουλάτοβιτς στις 23.10.1998 και Νίκος Λεωνίδης το 2000 γιατί κρίθηκαν «ύποπτοί» από τα κρατικά όργανα. Αθίγγανοι πάνω στους οποίους η αστυνομία κάνει σκοποβολή, όπως ο Τάσος Μουράτης που πυροβολήθηκε πεσμένος στο έδαφος το 1996 και ο Μαρίνος Χριστόπουλος πισώπλατα το 2001 και οι δύο σε εξακριβώσεις στοιχείων, ενώ πολλοί είναι οι αλβανοί μετανάστες που δολοφονούνται στα σύνορα ή σε επιχειρήσεις – σκούπα. Αυτά είναι μερικά από τα «μεμονωμένα περιστατικά» που υποτίθεται ότι δεν αντιπροσωπεύουν την «δημοκρατική» αστυνομία. Αυτός ο κατάλογος των νεκρών είναι αρκετά ελλειπής. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κανείς από τα θύματα δεν απείλησε την ζωή κανενός μπάτσου, κανείς δεν είχε την δυνατότητα αυτή, κανείς δεν οπλοφορούσε. Κάποιοι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, γιατί απλώς αντιμίλησαν σε αστυνομικό. Όλοι ήταν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι. Κανείς από τους «γενναίους» μπάτσους-φονιάδες δεν είπε την αλήθεια και κανένας από τους συναδέλφους τους δεν αρνήθηκε να τους καλύψει. Όλοι τους έλεγαν ότι ήταν «ατύχημα», ότι «απειλήθηκαν και βρίσκονταν σε άμυνα», ότι «δεν είχαν σκοπό να σκοτώσουν» και ότι «οι σφαίρες τους εξοστρακίστηκαν». Κανείς από τους δολοφόνους δεν πλήρωσε, οι περισσότεροι μάλιστα δεν δικάστηκαν καν, αποδεικνύοντας ότι και οι «ανεξάρτητοι» δικαστές είναι συνένοχοι των κρατικών δολοφονιών και εχθροί του λαού. Οι δολοφόνοι των ΜΑΤ που σκότωσαν τον Κουμή και την Κανελοπούλου απαλλάχτηκαν οριστικά το 1988, ο Μελίστας που σκότωσε τον Καλτεζά αθωώθηκε οριστικά το 1990, ο Λαγογιάννης που σκότωσε τον Γιάκα έμεινε ελάχιστα στην φυλακή, ο Τρίμης που σκότωσε τον Μουράτη στην Λειβαδιά δεν διώχτηκε καν όπως και ο φονιάς του Μπουλάτοβιτς. Ο Ατματζίδης, που σκότωσε τον Νίκο Λεωνίδη το 2000 αθωώθηκε ενώ ο Τυλιανάκης που σκότωσε τον Χριστόπουλο στο Ζεφύρι δεν έμεινε καν στη φυλακή και η ποινή του ήταν πολύ μικρή. Ο δολοφόνος Κορκονέας δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση και είμαστε βέβαιοι ότι τελικά θα είναι μικρής χρονικής διάρκειας η παραμονή του στη φυλακή. Τον περιμένουμε σύντομα κοντά μας…

Είναι λοιπόν τόσα πολλά τα περιστατικά όπου οι μπάτσοι «χάνουν την ψυχραιμία τους», είναι τόσες πολλές «οι κακές στιγμές», τόσες οι δολοφονίες «εξ αμελείας», είναι τόσες πολλές οι «εξοστρακισμένες» σφαίρες των κρατικών οργάνων και τόσοι πολλοί οι «άτυχοι πολίτες που βρέθηκαν στον λάθος τόπο τη λάθος στιγμή», που η συνεχής επανάληψη αυτών των φράσεων με τις οποίες συνοδεύεται η πάγια τακτική της ατιμωρησίας και της ασυλίας των ένοπλων οργάνων της τάξης, δείχνει ότι το κράτος και οι λειτουργοί του κοροϊδεύουν εδώ και χρόνια απροκάλυπτα το σύνολο της κοινωνίας. Δείχνει επίσης πως είναι πλήρως νομιμοποιημένη η δολοφονική πρακτική ως μορφή τιμωρίας στην όποια κοινωνική απειθαρχία και υποδηλώνουν τη ματαιότητα της μη υποταγής στις όποιες ορέξεις έχουν τα αστυνομικά όργανα. Δείχνει τέλος την ιεράρχηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, καθώς αυτή βασίζεται σε καθαρά ταξικά και κοινωνικά κριτήρια. Ιεράρχηση που εφαρμόζουν με το δολοφονικό τους έργο καθημερινά τα ένοπλα σκυλιά του καθεστώτος. Για τον λόγο αυτό έχει καταντήσει πλέον γελοία και κενή νοήματος η πολυχρησιμοποιημένη έκφραση ότι η «ανθρώπινη ζωή αποτελεί το πολυτιμότερο αγαθό». Σ ένα καθεστώς που στηρίζεται στην βία και την τρομοκρατία, η αξία της ανθρώπινης ζωής εξαρτάται από τον ρόλο της εκάστοτε ζωής μέσα σε αυτό. Από εδώ και στο εξής πρέπει να αποσαφηνίζουμε για ποια ανθρώπινη ζωή μιλάμε. Για όσους ανήκουν στην οικονομική και πολιτική εξουσία, αξία έχει η ζωή των κοινωνικά και ταξικά ομοίων τους. Αξία έχει η ανθρώπινη ζωή όσων υπηρετούν και είναι χρήσιμοι στο καθεστώς.

Όσοι απαρτίζουν το σημερινό πολιτικό κατεστημένο είναι οι τελευταίοι που πρέπει να μιλάνε για την αξία της ανθρώπινης ζωής, αφού είναι αυτοί που την έχουν εδώ και καιρό απαξιώσει μέσα από την άσκηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας τους. Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε, όταν είναι αυτοί που νομιμοποιούν τον εγκληματικό ρόλο της αστυνομίας και τις αναρίθμητες δολοφονίες Ελλήνων και ξένων κοινωνικά απόκληρων; Όταν το ανθρώπινο περίσσευμα των μεταναστών που επιχειρούν να περάσουν τα ελληνικά σύνορα δολοφονείται από τις σφαίρες των συνοριακών φρουρών ή πνίγεται από λιμενικούς στα νερά του Αιγαίου; Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε όταν αυτή εξευτελίζεται και απαξιώνεται καθημερινά με βασανισμούς από αστυνομικά όργανα στα τμήματα, όπως έγινε με τους βασανισμούς μεταναστών στα τμήματα Ομονοίας και Αγίου Παντελεήμονα; Και σίγουρα δεν ξεχνάμε την δήλωση που έκανε ο μπάτσος – βασανιστής του τμήματος Ομονοίας που έβαζε με την βία δυο κρατούμενους να αλληλοχαστουκίζονται, ότι «όλοι οι αστυνομικοί το ίδιο κάνουν». Όταν κάτω από τις μπότες των ΜΑΤατζίδων λιώνουν στην κυριολεξία και χάνουν την ζωή τους μετανάστες έξω από το μεταγωγών, όπου έχουν χάσει ήδη την ζωή τους τρεις μετανάστες; Η ζωή όλων αυτών των ανθρώπων δεν έχει σίγουρα καμία αξία για τους «ουμανιστές» της πολιτικής εξουσίας. Κανένας δεν ασχολείται ούτε με τη ζωή ούτε με τον θάνατο τους, καθώς αποτελούν τα απορρίματα της ελληνικής κοινωνίας. Όταν και άμα δει κάποιο περιστατικό το φως της δημοσιότητας, τότε σπάνια μαθαίνουμε ακόμα και το όνομα του ανθρώπου που έχει δολοφονηθεί. Και αν κάποιος θάνατος που δεν τυγχάνει να γίνεται σε δημόσιο χώρο αλλά σε κάποιο αστυνομικό τμήμα ή σε κάποια φυλακή δημοσιοποιείται, προβάλλεται ως «περίεργος θάνατος από αυτοτραυματισμό, φυσικά αίτια» και οι φυσικοί αυτουργοί καλύπτονται πίσω από την συνήθη ασυλία. Ο βασανισμός των μεταναστών στο τμήμα Ομονοίας πήρε τις συγκεκριμένες διαστάσεις γιατί απλά, υπήρχε εικόνα που έδειχνε τα περιστατικά ενώ οι καταγγελίες μεταναστών (οι περισσότεροι, ζώντας κάτω από το καθεστώς του φόβου και της απέλασης, δεν μιλούν) για βασανισμούς, κακοποιήσεις, απαγωγές και βίαιους θανάτους, δεν είναι ποτέ αξιόπιστα στοιχεία. Τις ίδιες δολοφονικές πρακτικές ακολουθούν και οι κρατικοί φρουροί των θαλασσών, οι λιμενικοί, οι οποίοι ευθύνονται για δολοφονίες, για πνιγμούς και για βασανισμούς και ως παράδειγμα αναφέρουμε τα άγρια βασανιστήρια που περιλάμβαναν ακόμη και σοδομισμούς μεταναστών από λιμενικούς στα Χανιά. Πότε έχουν τιμωρηθεί αστυνομικοί που προβαίνουν σε ξυλοδαρμούς και βασανισμούς; Η πρόσφατη δίκη για τους «γενναίους» αστυνομικούς που ξυλοκόπησαν τον Κύπριο φοιτητή στην Θεσσαλονίκη (υπόθεση ζαρντινιέρας) απέδειξε για άλλη μια φορά την ατιμωρησία των τραμπούκων.

Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε οι εξουσιαστές όταν είναι αυτοί που ωθούν σε όλο και μεγαλύτερη όξυνση της καταστολής για να διατηρήσουν μέσω του φόβου και της τρομοκρατίας αλώβητο το καθεστώς τους; Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε όταν έμμεσα δολοφονούν με τις οικονομικές πολιτικές τους χιλιάδες φτωχούς εργαζόμενους και συνταξιούχους, που δεν έχουν τα μέσα να τραφούν σωστά, να ζεσταθούν και να αντιμετωπίσουν την αρρώστια; Όταν κάθε μέρα βλέπουμε όλο και περισσότερους συνανθρώπους μας να ψάχνουν στα σκουπίδια των λαϊκών για λίγα τρόφιμα, να κοιμούνται στους δρόμους ή να εξαρτούν την επιβίωση τους από την ελεημοσύνη των περαστικών; Όταν ψηφίζονται νόμοι που καταδικάζουν σε μεγαλύτερη φτώχεια τους εργάτες και που οπλίζουν τα χέρια των αφεντικών να κακομεταχειρίζονται ακόμα και να επιχειρούν να σκοτώσουν εργάτες και συνδικαλιστές που αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες εργασίας, όπως έχει γίνει με τους αλλοδαπούς εργάτες γης στην Ηλεία, όπως έγινε πρόσφατα με την απόπειρα δολοφονίας της συνδικαλίστριας Κούνεβα από την εγκληματική εργοδοσία στην οποία εργαζόταν; Όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζουν μέσα στη φτώχεια και υπό την απειλή του θανάτου από αρρώστειες ξεχασμένες όπως η φυματίωση; Όταν οι μη έχοντες τα χρήματα έχουν πάψει πλέον να έχουν την δυνατότητα μιας δωρεάν ιατρικής φροντίδας και πεθαίνουν στους διαδρόμους των χρεοκοπημένων δημόσιων νοσοκομίων; Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε όταν εργάτες πεθαίνουν στα εργοστάσια, στις σκαλωσιές, στις ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες στο όνομα του κέρδους για λογαριασμό των ληστών που απαρτίζουν την σύγχρονη πλουτοκρατία; Μήπως ξεχάσαμε τους νεκρούς στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος;

Ο μπάτσος που σημάδεψε και σκότωσε τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο το βράδυ του Σαββάτου στα Εξάρχεια έδωσε την χαριστική βολή στην ετοιμοθάνατη κοινωνική ανοχή απέναντι στα αναρίθμητα εγκλήματα της οργανωμένης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Εμείς το μήνυμα το έχουμε λάβει όπως το έχει λάβει και η πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν σε αυτή τη χώρα. Από  εδώ και στο εξής την αξία της ανθρώπινης ζωής των φτωχών, των απόκληρων, των κολασμένων αυτής της κοινωνίας μπορούμε να την υπερασπιστούμε μόνο με τα όπλα. Την αξία της δικιάς μας ζωής θα υπερασπιστούμε στρεφόμενοι εναντίον αυτών που καθημερινά και με κάθε τρόπο την ξεφτιλίζουν, την απαξιώνουν και στο τέλος την αφαιρούν.

ΕΝΟΠΛΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η ενέργεια μας να χτυπήσουμε τους ένοπλους δολοφόνους των ΜΑΤ στις 5 Ιανουαρίου ήταν μια απάντηση στην δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και η επιλογή μας να δράσουμε με τον συγκεκριμένο τρόπο ήταν κατά κύριο λόγο πολιτική. Αποφασίσαμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τους ένστολους τραμπούκους του καθεστώτος, έτοιμοι ακόμα και να συμπλακούμε μαζί τους με τα όπλα και να δώσουμε μάχη. Δύο σύντροφοι, βγήκαμε πεζοί και περπατώντας αργά, σταθήκαμε στην συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Νοταρά ακριβώς απέναντι από τους τρεις ενόπλους που βρίσκονταν εκείνο το βράδυ στη μέση της διασταύρωσης των οδών Ζαΐμη και Κουντουριώτου, ελέγχοντας την περιοχή πίσω από το υπουργείο πολιτισμού. Δεν έκαναν περιπολία όπως ειπώθηκε αλλά ήταν ακίνητοι και κοιτούσαν και οι τρεις προς την Σπύρου Τρικούπη. Όταν βγήκαμε από την γωνία, σταθήκαμε στη μέση του δρόμου και στρέψαμε τα όπλα προς τα πάνω τους χωρίς να καλυπτόμαστε από πουθενά, από κανέναν τοίχο και από κανένα αυτοκίνητο. Και οι τρεις μπάτσοι μας αντιλήφθηκαν αμέσως αφού ήταν στραμένοι προς το μέρος μας και όταν είδαν τα όπλα μας το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα «ωχ» και τίποτα περισσότερο. Κανείς τους δεν προειδοποίησε κανέναν και έμειναν και οι τρεις να μας κοιτούν. Ενώ είχαν το περιθώριο ν’ απαντήσουν, δεν το έκαναν. Αφού αρχίσαμε να πυροβολούμε, αυτός που βρισκόταν στην δεξιά γωνία καλύφθηκε αμέσως πίσω από ένα αυτοκίνητο και δεν έκανε τίποτα για να υπερασπιστεί τους δύο συναδέλφους του, τη στιγμή μάλιστα που η θέση του του επέτρεπε να χρησιμοποιήσει το όπλο του με ασφάλεια. Ο δεύτερος έπεσε κάτω έγκαιρα και ο τρίτος έπεσε χτυπημένος. Λίγα μέτρα πιο κάτω στη Μπουμπουλίνας και Κουντουριώτη, βρισκόταν η κλούβα γεμάτη ΜΑΤατζήδες. Μέσα και έξω από την κλούβα υπήρχαν σχεδόν είκοσι μπάτσοι, που εκτός τον ατομικό τους οπλισμό είχαν και αυτόματα. Κανείς τους δεν βγήκε καν στη γωνία ν’ απαντήσει και να υπερασπιστεί τους συναδέλφους του. Υποθέτουμε ότι θα έπεσαν στο πάτωμα της κλούβας για να προφυλάξουν το τομάρι τους. Ένα πολύτιμο συμπέρασμα που δεν έχει μόνο στρατιωτικές αλλά έχει και πολιτικές προεκτάσεις είναι ότι όταν οι ένοπλοι καθεστωτικοί φρουροί βρίσκονται απέναντι σε οπλισμένους και αποφασισμένους επαναστάτες, τα «καλά εκπαιδευμένα» σκυλιά των σωμάτων ασφαλείας, είναι απλά οπλισμένες «κότες», γίνονται ριψάσπιδες και τρέχουν να κρυφτούν. Όταν όμως έχουν μπροστά τους άοπλους και ανυπεράσπιστους ανθρώπους, σκορπίζουν τον φόβο και βγάζουν όλο το εγκληματικό τους μένος με το οποίο τους οπλίζει η κρατική εξουσία που υπηρετούν. Τώρα που έχουν έναν δικό τους στο νοσοκομείο, τώρα μιλούν για «νέα παιδιά και εργαζόμενους που απλώς θέλουν να βγάλουν το ψωμί τους». Όμως, αυτά τα «νέα παιδιά» είναι αυτοί που, καλυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία των ομοιόμορφων στολών και με την πλήρη κάλυψη της φυσικής και πολιτικής τους ηγεσίας, ξυλοκοπούν μέχρι αναισθησίας άοπλους διαδηλωτές και ανήλικα παιδιά, είναι αυτοί που δολοφονούν εν ψυχρώ και πισώπλατα άοπλους νεολαίους που κάνουν μικροπαραβάσεις, είναι αυτοί που χτυπούν μέχρι θανάτου εξαθλιωμένους μετανάστες έξω από το μεταγωγών που περιμένουν για μια άδεια παραμονής.

Αν λοιπόν μιλάμε για άναδρους και δειλούς, αυτοί φάνηκαν ποιοι είναι στην ένοπλη επίθεση μας το βράδυ της 5 Γενάρη στα Εξάρχεια. Είναι οι ΜΑΤατζήδες που είχαμε απέναντι μας και που, ενώ τους αφήσαμε τα περιθώρια, δεν αντέδρασαν. Είναι χαρακτηριστικό των σωμάτων ασφαλείας να σκοτώνουν άοπλους και να πυροβολούν πισώπλατα.

Άνανδροι και δειλοί είναι το σύνολο των σωμάτων ασφαλείας που αμέσως μετά την επίθεση μας, συγκέντρωσαν όσες δυνάμεις μπορούσαν και ως ένοπλες συμμορίες τραμπούκων που είναι, εξαπόλυσαν επιδρομές στην περιοχή των Εξαρχείων, βγάζοντας ξανά εκ του ασφαλούς το μένος τους, χτυπώντας και συλλαμβάνοντας ανυποψίαστους ανθρώπους. Γιατί ποιος θα πίστεψε πως η συγκέντρωση αναρίθμητων συμμοριών από ένοπλους μπάτσους μετά την δική μας επίθεση και το πογκρόμ που ακολούθησε ήταν για να εντοπίσουν εμάς; Αντιθέτως ήταν μια πρώτη ανακλαστική και εκδικητική κίνηση αποκατάστασης του βαριά πληγωμένου γοήτρου της ελληνικής αστυνομίας που με εργαλείο, για μια ακόμη φορά, τις τρομοκρατικές επιδρομές, τις εφόδους σε σπίτια και τις προσαγωγές, τους μαζικούς ξυλοδαρμούς και τις συλλήψεις, αποπειράθηκε να επιβάλει την κρατική εξουσία ύστερα από ένα γεγονός που την έπληξε ανεπανόρθωτα. Γιατί αν η ηγεσία της αστυνομίας πιστεύει πραγματικά ότι με αυτές τις ενέργειες θα μας εντοπίσει, τότε είναι πραγματικά για γέλια. Τον Επαναστατικό Αγώνα ούτε ποτέ τον είχαν «αγγίξει» όπως έχουν επανειλημμένα ισχυριστεί και ούτε πρόκειται να το καταφέρουν πραγματοποιώντας μαζικές προσαγωγές. Οι όποιες κατά καιρούς διαρροές προς τα ΜΜΕ πως «έχουν τον Ε.Α. σε κλοιό» και πως «βασικοί ύποπτοι έχουν εντοπιστεί», περισσότερο αφορούσε μια πολιτική εφησυχασμού της πολιτικής ηγεσίας και κυρίως των Αμερικάνων που πιέζουν συνεχώς την κυβέρνηση για άμεσα αποτελέσματα.

Έτσι εξηγείται και η στάση της φυσικής και πολιτικής ηγεσίας στην επίθεση στην κλούβα των ΜΑΤ στο Γουδή, την οποία και διαχειρίστηκαν με τον πλέον εντυπωσιακό για εμάς τρόπο. Και αυτό γιατί, όχι μόνο αποσιώπησαν το γεγονός ότι ή κλούβα χτυπήθηκε από δέκα σφαίρες (ας έβγαζαν την χτυπημένη κλούβα στη δημοσιότητα να μετρήσουμε τις τρύπες) και απλώς οι μπάτσοι στάθηκαν αυτή τη φορά τυχεροί, όχι μόνο αποσιώπησαν το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη επίθεση χρησιμοποιήθηκε και το δικό μας MP5, αλλά έφτασαν στο σημείο, στην προσπάθεια τους να υποβαθμίσουν το γεγονός, να μιλήσουν αρχικά για βίδες, ρουλεμάν και άλλα συναφή. Οι κρατικές υπηρεσίες ύστερα από την επίθεση στο Γουδή επέλεξαν τη σιωπή γιατί, πρώτον, πίστευαν ότι πολιτικά είχαν συμφέρον να υποβαθμίσουν το γεγονός προκειμένου να μην καταρρεύσει η θεωρία τους ότι ο Ε.Α. είναι σε κλοιό και αδρανοποιημένος, κάτι που θα δυσαρεστούσε βαθύτατα τους Αμερικάνους και θα αποκάλυπτε την πλήρη χρεοκοπία των διωκτών μας. Έτρεμαν την περίπτωση που θα είχαν ν ‘αντιμετωπίσουν μια ένοπλη ενέργεια εναντίον αστυνομικών, έτρεμαν την δική μας απάντηση. Και αφού δεν την απέφυγαν προτίμησαν να την υποβαθμίσουν ευχόμενοι πως μπορεί να μην υπάρξει συνέχεια, αφού δεν τολμούσαν ούτε στον εαυτό τους να ομολογήσουν ότι ήμασταν εμείς εκεί. Δεύτερον, φοβήθηκαν και εξακολουθούν να φοβούνται την αγανάκτηση των μπάτσων και την πιθανότητα μιας ανταρσίας ενάντια στην φυσική και πολιτική τους ηγεσία. Γιατί ενώ εισπράττουν με όλα τα μέσα μια αυξάνουσα κοινωνική δυσαρέσκεια και οργή, δεν έχουν πλήρη ελευθερία να ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερη βία και δεν θεωρούν ότι καλύπτονται στο βαθμό που θα επιθυμούσαν από την πολιτική ηγεσία τους για τα εγκλήματα τους. Άποψη εξ άλλου όλων των μπάτσων ήταν όχι ότι ο Κορκονέας στάθηκε η αφορμή για την στοχοποίησή τους αλλά ότι η απουσία πολιτικής κάλυψης του δολοφόνου άνοιξε τον δρόμο για να γίνουν όλοι στόχος.

Επανερχόμενοι στην ενέργεια της επίθεσης στο Γουδή να πούμε πως ο χώρος της επίθεσης επιλέχτηκε γιατί είναι απέναντι από το στρατόπεδο – έδρα των ΜΑΤ. Η προσπάθεια κάποιων να εμφανίσουν ότι η επίθεση έγινε «εκ του ασφαλούς λόγω της ύπαρξης του ασύλου» και ότι δεν μπορούσε να μας καταδιώξει η αστυνομία, είναι γελοία και αστήρικτη. Τις προηγούμενες μέρες που παρακολουθούσαμε τον χώρο την ίδια ώρα, πάντα υπήρχαν τέσσερεις αστυνομικοί που έβγαιναν για περιπολία λίγο πριν αρχίσουν να εξέρχονται οι κλούβες για την πρωινή βάρδια στο κέντρο της Αθήνας. Οι δύο στέκονταν απέναντι από το παλιό πολυβολείο και οι άλλοι δύο κοντά στην είσοδο του στρατοπέδου. Πήγαμε εκεί έχοντας στο νου μας ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρξει συμπλοκή με αυτούς που έκαναν την περιπολία. Όμως εκείνη την μέρα αυτοί που έρχονταν και στέκονταν απέναντι μας στο παλιό πολυβολείο δεν ανέβηκαν μέχρι το δικό μας σημείο αλλά έμειναν πιο χαμηλά και προς την είσοδο του στρατοπέδου. Μετά τους πυροβολισμούς και αφού η κλούβα είχε απομακρυνθεί περνώντας με κόκκινο την διασταύρωση της Κατεχάκη, κανείς δεν βγήκε από το στρατόπεδο να μας καταδιώξει, παρ’ όλο που κάναμε αρκετά λεπτά ν’ αποχωρήσουμε από το σημείο και παρ’ όλο που εκείνη την ημέρα η παρουσία περιπολικών στο δρόμο της Κοκκινοπούλου ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Η πύλη της Πολυτεχνειούπολης από την Κατεχάκη ήταν ανοιχτή και πολύ κοντά στο σημείο που βρισκόμασταν. Οι μπάτσοι δεν μπήκαν στον χώρο από φόβο και όχι λόγω του ασύλου αφού άλλες φορές επανειλημμένως περνάνε μέσα από την Πολυτεχνειούπολη αλλά και από την Πανεπιστημιούπολη κάθε λογής μπάτσοι, πραγματοποιώντας ακόμα και ελέγχους.

Επανερχόμενοι στην πολιτική επιλογή μας να δράσουμε κατά τον συγκεκριμένο τρόπο στις 5 Γενάρη στα Εξάρχεια, πρέπει να αναφέρουμε δύο ακόμα λόγους. Η επιλογή της περιοχής ήταν αποτέλεσμα απόφασης να δράσουμε εκεί όπου δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Εκεί όπου η κρατική καταστολή δείχνει συχνά το πιο αποτρόπαιο πρόσωπο της. Εκεί που όποιος μπάτσος πάει να φυλάξει σκοπιά ή να κάνει περιπολία γνωρίζει ότι μπαίνει σε μια εύφλεκτη περιοχή και είναι σίγουρα αποφασισμένος να επιτεθεί ακόμα και να σκοτώσει.

Τελευταίος και βασικότερος λόγος αυτής της επιλογής δράσης είναι αυτός της ανάδειξης όχι μόνο της αναγκαιότητας, αλλά και της αποτελεσματικότητας της ένοπλης δράσης σήμερα. Μπορεί να μην έχουμε την εκπαίδευση ούτε και το οπλοστάσιο των μπάτσων, όμως είμαστε αποφασισμένοι και οπλισμένοι κυρίως με την πίστη μας ότι μια ένοπλη αναμέτρηση με το καθεστώς και τα τσιράκια του όχι μόνο είναι επιθυμητή αλλά και εφικτή. Γιατί αυτό που αναδείξαμε είναι ότι αν λίγοι αγωνιστές κατάφεραν στην πιο αστυνομοκρατούμενη περιοχή της Αθήνας να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με τους φρουρούς του καθεστώτος και να τους απαξιώσουν επιχειρησιακά, τότε μπορούμε να φανταστούμε τι θα μπορούσε να καταφέρει ένα μαζικό ένοπλο επαναστατικό κίνημα. Πιστεύουμε με βεβαιότητα ότι θα μπορούσαμε να διαλύσουμε στην κυριολεξία τα σώματα ασφαλείας, αφήνοντας αφρούρητη την πολιτική και οικονομική εξουσία. Σε όσους βλέπουν πως στην εύφλεκτη περίοδο που διανύουμε ανοίγονται ευκαιρίες σοβαρών συγκρούσεων με το κατεστημένο, το οποίο λόγω της οικονομικής, της πολιτικής και της κοινωνικής κρίσης που το ταλανίζει εδώ και χρόνια και που το τελευταίο διάστημα έχει πάρει κρίσιμες διαστάσεις, βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση, σε όσους δεν βλέπουν στις αναπόφευκτες κοινωνικές εκρήξεις απλά και μόνο τον λόγο της πολιτικής τους επιβίωσης, σε όσους δεν κινδυνολογούν όταν μια ένοπλη ενέργεια πραγματοποιείται, φοβούμενοι στην ουσία την όξυνση της αντιπαράθεσης με τον εχθρό και που δεν κάνουν γελοία σενάρια συνομωσιολογίας και προβοκατορολογούν κινούμενοι από την ανάγκη τους για επιστροφή στην «τετριμένη ομαλότητα του αγώνα της καθημερινότητας», σε αυτούς που η επανάσταση δεν είναι μια νεκρή φρασεολογία παρά το γεγονός ότι την επικαλούνται, αναφερόμενοι σε όλους αυτούς που διαβλέπουν πως η επαναστατική ιστορία βρίσκεται σε τροχιά επιτάχυνσης, αρκεί εμείς να το θελήσουμε για να επιχειρηθεί το άλμα προς τα εμπρός, λέμε πως ο ένοπλος αγώνας είναι βασική συνιστώσα ανάμεσα στις άλλες του επαναστατικού κινήματος. Για να μην ζήσουμε για άλλη μια φορά στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος την ήττα που θα οφείλεται πάλι στην απουσία πολιτικής αυτοπεποίθησης, για το δίκαιο της επαναστατικής ανατροπής. Και όταν μιλάμε για επαναστατική ανατροπή μιλάμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, για βίαιη σύγκρουση με τους κάθε φύσεως καθεστωτικούς.

Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τις μέρες που οι μηχανισμοί καταστολής του Μεξικό έπνιγαν στο αίμα μια κοινωνική εξέγερση στην Οαχάκα. Εκεί, παρά το γεγονός ότι η πόλη είχε καταληφθεί από τους εξεγερμένους και ο κρατικός μηχανισμός είχε καταλυθεί, η εξέγερση δεν είχε την περιφρούρηση κάποιας ένοπλης πολιτοφυλακής με αποτέλεσμα η επίθεση των κατασταλτικών μηχανισμών να γίνει με μεγάλη ευκολία, να επανακαταλάβουν την πόλη αφήνοντας πίσω τους ένα λουτρό αίματος. Ακόμα και στις ένοπλες επιθέσεις που έκαναν εναντίον των εξεγερμένων διάφοροι τραμπούκοι του κρατικού μηχανισμού, από μεριάς των εξεγερμένων η απάντηση ήταν μια ήπια για το εύρος και τη σφοδρότητα της συγκεκριμένης κοινωνικής σύγκρουσης βία, με μέσα που θεωρούνται ως «πιο νομιμοποιημένα από την πλειοψηφία» και όχι με τα όπλα. Αυτό που εμείς πιστεύουμε είναι πως το να επιχειρείς επαναστάσεις άοπλος είναι σαν να υπογράφεις την θανατική σου καταδίκη, αλλά και την καταδίκη όσων έλθουν μαζί σου.

Ας φανταστούμε πως ζούμε μια κοινωνική αναταραχή πιο μεγάλη και πιο μαζική από αυτή του Δεκέμβρη, με έναν κρατικό μηχανισμό να έχει παραλύσει και μια κυβέρνηση να φεύγει νύχτα από τη χώρα. Ας φανταστούμε πως βρισκόμαστε σ’ ένα κενό εξουσίας, πως έχουμε καταλάβει το κέντρο της Αθήνας και επιχειρούμε την δημιουργία μιας επαναστατικής κομμούνας για πρώτη φορά στα χρονικά της ελληνικής επαναστατικής ιστορίας. Ας φανταστούμε το κέντρο της πόλης χωρίς αστυνομικά τμήματα, τα υπουργεία άδεια και κατειλημμένα από επαναστάτες και τον λαό, τις τράπεζες κλειστές. Πώς μπορεί μια επαναστατική κομμούνα να σταθεί αν δεν υποστηρίζεται από τα όπλα; Η μήπως θα βολευτούμε στην εύκολη λύση της καταστροφής, θεωρώντας ως άκαιρη ή μάταιη την όποια προσπάθεια για το επόμενο βήμα και θα σταθούμε στα συντρίμια της Αθήνας πανηγυρίζοντας μέχρι να επιστρέψει ο ένοπλος βραχίονας του κράτους και επιβάλει με το αίμα την ασφάλεια και την τάξη; Ακόμα και σε περίπτωση που το καθεστώς καταφέρει ν’ ανακαταλάβει τις θέσεις σου, ένας οπλισμένος λαός έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να οπισθοχωρήσει με ασφάλεια ενώ ένα άοπλο πλήθος θα πνιγεί στο αίμα. Ή μήπως πιστεύουμε πως θα είναι πιο ήπια η αντιμετώπιση μιας επανάστάσης από το καθεστώς, όταν είναι άοπλη. Αν κάποιοι πιστεύουν πως μόνο σαν θύματα της κρατικής βίας νομιμοποιούμαστε να κάνουμε εξεγέρσεις και πως ο θύτης – δηλαδή το κράτος και οι μηχανισμοί του – δεν πρέπει να μετατρέπεται σε θύμα, γιατί δήθεν απονομιμοποιείται η δική μας εξέγερση, αυτοί είναι όσοι στο μέλλον, την στιγμή που θα αντιμετωπίσουμε το μεγάλο δίλημμα «πάμε μπροστά και επιχειρούμε την ανατροπή ή όχι», θα ταχθούν υπέρ της οπισθοχώρησης, θα κινδυνολογούν θα σπέρνουν τον πανικό και την ηττοπάθεια. Τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων υπάρχουν όχι μόνο σε όλο το φάσμα των καθεστωτικών κομμάτων και της αριστεράς αλλά και ανάμεσα σε αυτούς που καμώνονται τους τιμητές και τους πολιτικούς εκφραστές της εξέγερσης του Δεκέμβρη, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν, έχουν και θα έχουν πρόβλημα όχι μόνο με τον ένοπλο αγώνα αλλά και με την ίδια την λαϊκή βία και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από αναρίθμητους εξεγερμένους κατά την διάρκεια των γεγονότων.

Αν η εξέγερση είναι η στιγμιαία βίαιη πολιτική και, κυρίως, κοινωνική αντίδραση σε μια μακροχρόνια καταπίεση των θυμάτων της κρατικής και καπιταλιστικής βίας τότε η επανάσταση είναι η προσπάθεια μετατροπής της κοινωνίας – θύματος σε θύτη που επιχειρεί να καταλάβει όσα έχει στα χέρια του το καθεστώς και να το θέσει εκτός λειτουργίας.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ

Η πρωτοφανής εξέγερση που ακολούθησε την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου άφησε άφωνους και αμήχανους αυτούς που πίστευαν ότι είναι αδύνατη μια τόσο μαζική κοινωνική αντίδραση. Έφερε το καθεστώς σε τόσο δύσκολη θέση, που αναρωτιόντουσαν αν πρέπει να αναστείλουν το Σύνταγμα και να επιβάλουν στρατιωτικό νόμο. Το βάθος και η έκταση των γεγονότων ήταν αποτέλεσμα συσσωρευμένης κοινωνικής οργής που υπέβοσκε εδώ και χρόνια στους κόλπους της κοινωνίας. Οι προσπάθειες όλων των κομμάτων να διαχωρίσουν τους εξεγερμένους σε βίαιους και μη βίαιους έπεσαν στο κενό. Τα ΜΜΕ στην συντριπτική τους πλειοψηφία αφόριζαν το γεγονός της εξέγερσης και προσπαθούσαν να το αποπολιτικοποιήσουν και να το απαξιώσουν. Το γεγονός της δολοφονίας, συντονισμένα απ’ όλα τα κόμματα και τα ΜΜΕ παρουσιάστηκε ως περιστατικό που «δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο της ελληνικής αστυνομίας». Τα πολιτικά κόμματα κινούμενα από το φόβο μπροστά στο μέγεθος της κοινωνικής οργής, που όπως διαφαίνεται έχει αποκτήσει τη δυνατότητα να απειλήσει ανοιχτά την ισορροπία του καθεστώτος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και κατ’ επέκταση των προνομίων που απολαμβάνουν από τη συμμετοχή τους σε αυτήν, επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως «περιθωριακά και μεμονομένα περιστατικά» τα γεγονότα.  Πώς όμως εξηγούνε ότι πολλοί μαθητές αλλά και πολλοί νεολαίοι επιτέθηκαν αυθόρμητα σε πολλά αστυνομικά τμήματα στην Αθήνα, στο Περιστέρι, στην Ν. Φιλαδέλφεια, στον Πειραιά, στην ΓΑΔΑ, όπως και σε πολλές άλλες πόλεις, στην Πάτρα, στον Βόλο, στην Λάρισα, στην Κέρκυρα, στην Θεσσαλονίκη, στα Χανιά; Ξαφνικά έγιναν δεκάδες χιλιάδες οι «κουκουλοφόροι».

Μήπως θα είχε τις ίδιες συνέπειες αν η αντίδραση στην δολοφονία ήταν αποκλειστικά ειρηνικές διαδηλώσεις και παρελάσεις; Όσοι μας λένε ότι οι αγώνες γίνονται με ειρηνικό τρόπο, δίνοντας λουλούδια σε δολοφόνους ή με προσευχές ή με σιωπηλές καθιστικές διαμαρτυρίες στο Σύνταγμα, είναι απλά ψεύτες, απατεώνες, εχθροί του λαού και συνένοχοι των δολοφόνων. Και τέτοιοι είναι όλα τα πολιτικά κόμματα και όχι μόνο.

Είπαμε παραπάνω ότι η κυβέρνηση καταδίκασε την δολοφονία αλλά μόνο για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αφού αυτή είναι που με την πολιτική της αποχαλίνωσε τους «πραιτωριανούς». Όλοι θυμόμαστε τις δηλώσεις του πρώην υπουργού Δημ. Τάξης, του Πολύδωρα την άνοιξη του 2007, όπου μιλούσε για «ευαίσθητα» νεύρα των αστυνομικών και ότι είναι άνθρωποι και μπορούν να απαντήσουν, εννοώντας με σφαίρες φυσικά.

Το ΠΑΣΟΚ επίσης υποκριτικά μίλησε αρχικά για πολιτικές ευθύνες για την δολοφονία και μετά μεμφόταν την κυβέρνηση γιατί δεν μπόρεσε να προστατεύσει τις περιουσίες των «αθώων πολιτών», δηλαδή τις τράπεζες, τα σούπερ μάρκετ, τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, το πολυτελή μαγαζιά και τα εμπορικά κέντρα. Τη μεμφόταν γιατί δεν κατάφερε να προστατέψει τους μπάτσους από την οργή των εξεγερμένων.

Εμείς όμως δεν έχουμε καθόλου κοντή μνήμη και δεν ξεχνάμε ότι επί ΠΑΣΟΚ έχουν σκοτωθεί ο Καλτεζάς αλλά και οι περισσότεροι νεκροί της «δημοκρατικής» μεταπολίτευσης.

Ίσως ο Παπανδρέου μεμφόταν την «αδράνεια» της αστυνομίας, αφού επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ γινόταν συχνότερα καταπάτηση του πανεπιστημιακού ασύλου, με την εισβολή των ΕΚΑΜ στο Χημείο το ’85, στην ΑΣΟΕΕ το ’94, στο Πολυτεχνείο το ’95, ενώ για ειρωνεία της ιστορίας το Μάιο του 2005, σε εκδήλωση για το Πολυτεχνείο του ’73 μπήκαν οι ένοπλοι μπράβοι του Βερελή και του Βενιζέλου στο Πολυτεχνείο και μάλιστα ο φρουρός του Βερελή είχε πυροβολήσει και τραυματίσει έναν αντιεξουσιαστή. Τέτοιο «άσυλο» επιθυμεί η αξιωματική αντιπολίτευση και άλλοι καθηγητές και διανοούμενοι που μιλάνε για την ακαδημαϊκή ελευθερία και τις ζημιές στους χώρους των πανεπιστημίων. Να μπορεί ο κάθε ένοπλος μπράβος των βουλευτών να μπαίνει ανενόχλητος στο Πολυτεχνείο και να πυροβολεί αυτούς που αντιδρούν.

Την πιο καθαρή, συνεπή και νομιμόφρονα στάση κράτησε το ΚΚΕ, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι σε αντίθεση με τα όσα διακηρύσσει, είναι από τους πιο συνεπείς στυλοβάτες του καπιταλιστικού καθεστώτος, είναι ένα κόμμα αντιεξεγερτικό, αντεπαναστατικό και αντεργατικό.

Το μόνο που το ενδιαφέρει είναι τα ποσοστά του στις εκλογές έτσι ώστε να μπορεί να μανιπουλάρει την όποια κοινωνική δυσαρέσκεια προς χάριν της κομματικής γραφειοκρατίας. Και για να το κάνει αυτό δεν διστάζει να δείξει την υποταγή του στο καθεστώς, κατηγορώντας όσους δεν ελέγχει, τους εξεγερμένους, δηλαδή 15χρονα και 16χρονα παιδιά, νεολαίους αλλά και οποιονδήποτε επέλεξε να συγκρουστεί με τους δολοφόνους της αστυνομίας ως «πράκτορες», προβοκάτορες και υποκινούμενους από ξένα κέντρα. Δεν διστάζει να συνδράμει την αστυνομία σε διαδηλώσεις και συγκρούσεις, όπως έκανε στην επέτειο του Πολυτεχνείου το ’98, όταν εγκλώβισε μια ομάδα 137 διαδηλωτών και τους παρέδωσε ουσιαστικά στα ΜΑΤ.

Από το 1996, ένα χρόνο μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου του ’95 και την εισβολή της αστυνομίας, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ μαζί με τους τραμπούκους των ελεγχόμενων σωματείων (π.χ. οικοδόμων), έχουν συνδράμει στο κατασταλτικό έργο της αστυνομίας, δηλαδή της αποτροπής και της αντιμετώπισης κοινωνικών συγκρούσεων. Όμως το ΚΚΕ έχει προϊστορία στα κατασταλτικά του καθήκοντα. Το 1980, όταν τα ΜΑΤ ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον Κουμή και την Κανελοπούλου, οι δυνάμεις κρούσης της ΚΝΕ, σάρωσαν την περιοχή του Πολυτεχνείου, ξυλοκοπώντας οποιονδήποτε από τις ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των αναρχικών επεδίωκαν να καταλάβουν το Πολυτεχνείο ως απάντηση στις δολοφονίες. Τότε ήταν που είχε βγει το σύνθημα για την ΚΝΕ, «τι τα θέλετε τα ΜΑΤ αφού έχετε τα ΚΝΑΤ».

Και ας μην ξεχνάμε ότι και το 1973, όταν έγινε η κατάληψη του Πολυτεχνείου, η ελεγχόμενη από την ΚΝΕ Πανσπουδαστική έγραφε ότι την κατάληψη την κάνουν 300 πράκτορες του Ρουφογάλη και της ΚΥΠ. Κατόπιν το ΚΚΕ προσπαθεί να μονοπωλήσει και να καπελώσει την εξέγερση του ’73, εξέγερση που όταν γινόταν την κατήγγειλε και την πολεμούσε με κάθε μέσο. Οι τότε «300 του Ρουφογάλη και της ΚΥΠ» έχουν γίνει στα κατοπινά χρόνια «300 γνωστοί – άγνωστοι», «προβοκάτορες» και άλλα γνωστά. Για το ΚΚΕ και την αριστερά, όποιος αντιδρά στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση, όποιος εξεγείρεται και επαναστατεί είναι πράκτορας και προβοκάτορας.

Αυτοί που ξεπούλησαν όλους τους λαϊκούς αγώνες, από την εργατική εξέγερση του Μαΐου του 1936 στην Θεσσαλονίκη ως την Εθνική Αντίσταση, αυτοί που παρέδωσαν τους οπαδούς τους και τους αγωνιστές τους με την Συμφωνία της Βάρκιζας, αυτοί που έβγαλαν προβοκάτορα τον ίδιο τον ιδρυτή του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη επειδή διαφώνησε με την συμφωνία της Βάρκιζας θέλοντας να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα και που στο τέλος βοήθησαν ακόμα και στην φυσική του εξόντωση, έχουν το θράσος να μιλάνε για αγώνες.

Ίσως η αστυνομία πρέπει να στρατολογήσει τα μέλη της από τους οπαδούς του ΚΚΕ γιατί έχουν αποδείξει πόσο απαρέγκλιτα νομιμόφρονες, πειθαρχημένοι και υπάκουοι είναι στις οδηγίες της ηγεσίας τους.

Η στάση επίσης των φασιστών του ΛΑΟΣ δεν μας εκπλήσσει. Στέκονται ανοιχτά με το μέρος των δολοφόνων του κράτους, συμμερίζονται την δολοφονική δράση των μπάτσων και συμφωνούν με το ΚΚΕ στο ζήτημα της καταστολής των εξεγερμένων. Αυτοί αποτελούν τον πολιτικό χώρο που νομιμοποιεί την ύπαρξη και τη δράση παρακρατικών φασιστικών συμμοριών, που σε περιόδους κοινωνικής έντασης παίζουν έναν συμπληρωματικό προς το κράτος, σκοτεινό και βρώμικο δολοφονικό ρόλο. Και μην ξεχνάμε πως αυτές οι φασιστικές συμμορίες όπως και το κόμμα του ΛΑΟΣ έχουν βαθιές ρίζες στο σώμα της ελληνικής αστυνομίας.

Όσον αφορά τον Συνασπισμό, εδώ μιλάμε για την πιο χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού χαμαιλεοντισμού, καιροσκοπισμού και τυχοδιωκτισμού. Ενώ η πολιτική του ύπαρξη δεν αποσκοπεί σε τίποτα περισσότερο από την επαναφορά ενός σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης που έχει εγκαταλειφθεί από το ΠΑΣΟΚ εδώ και χρόνια και ενώ πρόκειται για κόμμα που όχι μόνο δεν αποβλέπει σε καμιά ουσιαστική αλλαγή του υπάρχοντος καθεστώτος, αλλά σε έναν καπιταλισμό με πιο «ανθρώπινο πρόσωπο», ακροβατεί ανάμεσα στην κοινωνική δυσαρέσκεια για την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση – την οποία δυσαρέσκεια προσπαθεί να εκμεταλλευτεί για ψηφοθηρικούς λογούς – και στο κυνήγι της εξουσίας. Στο Συνασπισμό πιστεύουν πως ο ρόλος τους μπορεί να είναι ο ρόλος του γεφυροποιού ανάμεσα στα δυσαρεστημένα και σήμερα πλέον εξαγριωμένα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και το χρεοκοπημένο καθεστώς του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πιστεύουν ότι αποτελούν τον αυριανό παράγοντα της κοινωνικής ομαλότητας και άμβλυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων μέσω μιας πιο αποτελεσματικής διαχείρησης των κοινωνικών ανισοτήτων που παράγει ο καπιταλισμός και η οικονομία της αγοράς. Και παράλληλα πιστεύουν πως μέσα από τα κινήματα μπορούν να αντλήσουν συμπάθεια και ψήφους. Πιστεύουν ότι η καταστολή και οι κρατικές δολοφονίες είναι ευκαιρίες για το κόμμα τους να εισάγουν πιο αποφασιστικά ένα μοντέλο διαχείρισης της εξουσίας με λιγότερο σκληρό πρόσωπο. Γι’ αυτό και ενώ τη μια στιγμή μιλούν για την ανάγκη κατανόησης των αιτιών που προκαλούν τις κοινωνικές εκρήξεις και καιροσκοπούν τόσο με τις κρατικές δολοφονίες όσο και με τις εξεγέρσεις, αμέσως μετά υπενθυμίζουν την ειρηνική φύση του κόμματος τους και τον αποτροπιασμό τους απέναντι σε «κάθε μορφή βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Όμως αυτό που εμείς λέμε είναι ότι όποιος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί γεγονότα όπως είναι οι εξεγέρσεις παίζει με τη φωτιά, αφού αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπος με την διπρόσωπη πολιτική του και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα διαλυθεί στις σκόνες των κοινωνικών εκρήξεων.

Σε όλους τους νομιμόφρονες αριστερούς και όχι μόνο, που διαχωρίζουν το μαζικό κίνημα από την εξεγερτική βία, θέτουμε κάποιες ερωτήσεις: Πώς απαντάμε σε μια κρατική δολοφονία; Με ειρηνικές διαδηλώσεις; Πώς εννοούν αυτοί τις εξεγέρσεις αφού, διαφωνούν με τους εμπρησμούς και τις καταστροφές;

Πότε έχουν φέρει αποτελέσματα οι ειρηνικές διαδηλώσεις; Πήρε πίσω η κυβέρνηση το ασφαλιστικό νομοσχέδιο για παράδειγμα που ψηφίστηκε πριν από λίγους μήνες μετά τις ειρηνικές παρελάσεις των συνδικάτων και των κομμάτων; Η απάντηση είναι όχι. Πήρε ποτέ μια οποιαδήποτε κυβέρνηση πίσω ένα νομοσχέδιο λόγω ειρηνικών διαδηλώσεων καλά περιφρουρημένων από τον φόβο τυχόν «προβοκατόρων»; Και για να θυμηθούμε λίγο την ιστορία, αναφέρουμε πως το νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου το 1991 για την παιδεία, η τότε κυβέρνηση το πήρε πίσω μετά το ξέσπασμα των μαθητικών καταλήψεων και τις διήμερες συγκρούσεις της 10ης – 11ης Ιανουαρίου 1991, όταν χιλιάδες λαού και νεολαίας συγκρούστηκε με τα ΜΑΤ και την αστυνομία μετά την δολοφονία του καθηγητή Τεμπονέρα στην Πάτρα από τους παρακρατικούς της κυβέρνησης της Ν.Δ. που ήθελαν να σπάσουν τις καταλήψεις.

Να θυμίσουμε ότι το νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών της Αθήνας το 1992 αν και ψηφίστηκε, σαμποταρίστηκε και δεν εφαρμόστηκε μετά την τότε δυναμική απεργία που είχε ξεπεράσει τα όρια του νόμου και τα διάφορα σαμποτάζ που έγιναν κατά των ιδιωτών λεωφορειούχων.

Και για να έρθουμε σε πολύ πρόσφατα παραδείγματα, η αναθεώρηση του άρθρου 16, αν και ψηφίστηκε παραμένει για την ώρα ανενεργή λόγω του ότι συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις με τις συγκρούσεις σε κάθε φοιτητικό συλλαλητήριο και παραμένει ανενεργό μετά την πρόσφατη εξέγερση για την δολοφονία του Γρηγορόπουλου.

Να θυμίσουμε όμως ότι και το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης πήρε διαστάσεις όταν στο Σηάτλ το 1999, μια μαζική πορεία ενάντια σε συνδιάσκεψη του ΠΟΕ μετατράπηκε σε εξέγερση με την πρωτοποριακή δράση του «μαύρου μπλοκ» που είχε συγκροτηθεί από αναρχικούς που κατέστρεφε τράπεζες και γραφεία πολυεθνικών. Θα μιλούσε κανείς για το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης ή θα γίνονταν μετά τα εξεγερσιακά γεγονότα της Πράγας και της Γένοβας, αν το Σηάτλ του 1999 ήταν μια ειρηνική παρέλαση και διαδήλωση; Καμιά κυβέρνηση δεν παίρνει στα σοβαρά τις ειρηνικές διαδηλώσεις. Οι βίαιες επαναστατικές ενέργειες εμπνέουν πάντα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων και ειδικά της νεολαίας και αυτό είναι που φοβούνται.

Να τελειώνουμε λοιπόν με την καθεστωτική Αριστερά που θέλει να διαιωνίσει το σύστημα, που την ενδιαφέρουν μόνο οι ψήφοι και οι έδρες του κοινοβουλίου, που διακατέχεται από το σύνδρομο της θυματοποίησης και το σύνδρομο της Βάρκιζας. Να τελειώνουμε με όλους αυτούς που τους ενδιαφέρει μόνο το πολιτικό μικρομαγαζάκι τους.

Οι κοινωνικές εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις δεν μπορούν παρά να είναι παντού και πάντα βίαιες.

Σε σχέση τώρα με την δικιά μας ενέργεια, δεν μας εκπλήσσει καθόλου ότι εκτός από τα κόμματα του αστικού κοινοβουλίου που όπως αναμενόταν καταδίκασαν το γεγονός, υπήρξαν και κάποιοι μέσα από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, όπως η αποκαλούμενη «Αντιεξουσιαστική Κίνηση», η οποία εξέδωσε ανακοίνωση ότι «οι ριπές στα Εξάρχεια τραυμάτισαν το μαζικό κίνημα». Δεν υπάρχει σαφέστερη δήλωση νομιμοφροσύνης, παρόμοιες με αυτές που ζητούσε παλιότερα το μετεμφυλιακό καθεστώς από τους αριστερούς. Μόνο που σήμερα αυτό που καταδικάζεται δεν είναι ο κομμουνισμός, αλλά ο ένοπλος αγώνας. Το έχουμε ξαναδεί αυτό, ειδικά στην Ιταλία με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες αλλά και εδώ, τηρουμένων των αναλογιών, όταν γίνονταν οι συλλήψεις για την 17Ν και τον ΕΛΑ το 2002-2003, όπου το καθεστώς ζητούσε πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης. Όμως εδώ, πριν ακόμη τους το ζητήσει το κράτος, η «Αντιεξουσιαστική Κίνηση» έδωσε από μόνη της το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης. Τι λένε δηλαδή στο καθεστώς: «Εμείς, παιδιά καμιά εφημερίδα βγάζουμε, καμιά μπροσούρα, εκδηλώσεις κάνουμε, διαδηλώνουμε ειρηνικά, όλα μέσα στα πλαίσια των νόμων, τίποτε το παράνομο και γι’ αυτό δεν έχετε να φοβάστε από εμάς τίποτα». Εξ’ άλλου οι συγκεκριμένοι όχι μόνο καταδικάζουν τον ένοπλο αγώνα, αλλά έχουν και την άποψη, την οποία φροντίζουν να δημοσιοποιούν στα ΜΜΕ πρόσφατα μάλιστα, ότι «όποιος σπάει και καίει σε διαδηλώσεις και πορείες δεν είναι αναρχικός», αποδεικνύοντας πόσο εξεγερτικοί είναι και ότι αποτελούν ένα είδος ΚΚΕ που δρα στο χώρο των αντιεξουσιαστών ασκώντας ένα είδος ιδεολογικής και όχι μόνο καταστολής. Και μην ξεχνάμε πως έχουν πάρει και τα συγχαρητήρια των ΜΜΕ όταν εν μέσω της εξέγερσης, κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τη μοναδική ειρηνική διαδήλωση του Δεκέμβρη μαζί με άλλα σχήματα της αριστεράς, δείχνοντας στην πράξη την κάθετη διαφωνία τους με τις συγκρούσεις στους δρόμους και τις εκδηλώσεις της γενικευμένης λαϊκής βίας και δίνοντας εξετάσεις στο καθεστώς για την δυνατότητα τους πρακτικά να εναντιώνονται σε αυτήν. Οι όποιες δηλώσεις νομιμοφροσύνης γίνονται σήμερα, πέρα από το σαφές γεγονός ότι οφείλεται στον φόβο που ανέκαθεν διακατείχε τέτοιου τύπου «αγωνισταράδες», πηγάζουν και από το γεγονός ότι γίνονται από ανθρώπους που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το πολιτικό τους «μαγαζί» και όχι το επαναστατικό κίνημα και η επανάσταση. Αντίθετα με όλους αυτούς τους «επαναστάτες» του γλυκού νερού, μερίδα της κοινωνίας και της νεολαίας επιδοκιμάζει την ενέργεια μας όπως έδειξαν και μηνύματα στα ΜΜΕ όπου τους έλεγαν ότι «καλά τους κάνανε».

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Το ελληνικό κράτος μεταπολεμικά οργανώθηκε, στηρίχτηκε και αντιμετώπισε τις κοινωνικές προκλήσεις του με την βία. Τα σώματα ασφαλείας και διατήρησης της τάξης αναλάμβαναν στις περιόδους της δημοκρατίας να διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα. Περίοδοι με κοινωνικές αναταραχές και έντονη αμφισβήτηση της κρατικής νομιμότητας συνοδεύονταν από ένταση της κρατικής βίας. Ο Κουμής, η Κανελλοπούλου, ο Καλτεζάς, είναι στην περίοδο μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών οι νεκροί μιας πολυδιάστατης κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης που ποτέ δεν σταμάτησε. Στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης η κρίση του συστήματος άρχισε να εξελίσσεται για το ελληνικό κατεστημένο σε ένα οικονομικό, πολιτικό αλλά και βαθιά κοινωνικό ναρκοπέδιο. Σήμερα που η οικονομική κρίση έχει πάρει τις πιο επικίνδυνες διαστάσεις της και συμπαρασύρει δομές και θεσμούς του καπιταλισμού, που η πολιτική κρίση που την συνοδεύει τείνει να απαξιώσει πλήρως το καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τους θεσμούς και τους εκπροσώπους του κάθε πολιτικής απόχρωσης, η κρατική μηχανή στρέφεται στη βία για να εξασφαλίσει την επιβίωση της. Μόνο μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να δούμε την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, όπως και την πληθώρα των αστυνομικών βιαιοτήτων και δολοφονικών ενεργειών. Μόνο μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και την κοινωνική εξέγερση που ακολούθησε, την ένταση και την μαζικότητα της. Η κοινωνία είναι ένα καζάνι που βράζει. Η σφαίρα του μπάτσου πυροδότησε μια κοινωνική ανάφλεξη που από καιρό αναμενόταν και που προαναγγέλει εξεγέρσεις ακόμα πιο ευρύτερες.

Τα βαθύτερα αίτια τόσο των τελευταίων γεγονότων όσο και αυτών που θα επακολουθήσουν βρίσκονται στη δομική κρίση του συστήματος. Μια κρίση που ξεκίνησε πριν από τρεις δεκαετίες περίπου, όταν χρεοκόπησε το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης δίνοντας τέλος σε μια σύντομη περίοδο σταθερότητας για το καπιταλιστικό σύστημα. Έκτοτε, κάθε προσπάθεια ν ‘αντιμετωπιστούν οι διάφορες οικονομικές κρίσεις που ξεσπούσαν( πετρελαϊκή κρίση, κρίση του χρέους, χρηματιστηριακή της δεκαετίας του ’80, κρίση της νοτιοανατολικής Ασίας κλπ), κατάφερνε απλώς να μεταφέρει στο μέλλον την μεγάλη κρίση, μεταφορά που όξυνε το πρόβλημα και δεν το άμβλυνε. Γιατί πιστεύουμε, πως ο καπιταλισμός είναι ένα καθεστώς που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζεται από αστάθεια και κρίσεις ενώ οι περίοδοι της οικονομικής σταθερότητας είναι οι εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας. Όπως επίσης πιστεύουμε πως καμιά ντετερμινιστική οικονομική θεωρία δεν ισχύει για τον καπιταλισμό, ούτε η θεωρία των κύκλων του Κοντράντιεφ ούτε οποιαδήποτε άλλη. Όπως δεν πιστεύουμε και σε οποιαδήποτε θεωρία που υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός διακατέχεται από νόμους, προδίδοντας στο σύστημα και στην ύπαρξη του νομοτέλεια αντίστοιχη με αυτή της φύσης. Για εμάς είναι ένα σύστημα που τείνει προς την ανισορροπία και όχι το αντίθετο όπως υποστηρίζουν οι εκφραστές του και η πορεία του στην ιστορία συνοδεύεται από διαδοχικές εκρήξεις και σύντομες περιόδους σταθερότητας. Η αστάθεια του οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για σύστημα βαθύτατα ταξικό και κοινωνικά άδικο, που η ανισότητα και η φτώχεια, ενώ για τους οπαδούς του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς είναι αυτό που ορίζεται ως υγιής συνθήκη για το σύστημα, είναι αυτή που γίνεται τελικά η ίδια η νάρκη στα θεμέλια του. Με την τεράστια κοινωνική και ταξική πόλωση που δημιουργεί δεν είναι δυνατόν ν’ αποτραπεί η διεύρυνση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, η οποία και τελικά υπονομεύει την σταθερότητα του συστήματος. Και η πόλωση αυτή πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα στο περιβάλλον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Χώρες ολόκληρες λιμοκτονούν, στρατιές ανέργων πλημμυρίζουν τον «ανεπτυγμένο» κόσμο και οι πολυεθνικές εταιρείες συγκεντρώνουν τέτοιο πλούτο που ο ετήσιος κύκλος εργασιών τους σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνά το ΑΕΠ ακόμα και χωρών του καπιταλιστικού κέντρου. Οι εκ των υστέρων διακηρύξεις για την αναγκαιότητα ρυθμιστικών παρεμβάσεων στην λειτουργία των αγορών, δείχνουν μια ύστατη και μάλλον μάταιη προσπάθεια της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας να διασφαλίσει την, όσο επιτρέπει η παρούσα συγκυρία, ομαλή διαιώνιση της καθεστωτικής λειτουργίας.

Η νεοφιλεύθερη παγκοσμιοποίηση υπήρξε ιστορικά η περίοδος της ανελέητης παγκόσμιας οικονομικής επίθεσης της οικονομικής ελίτ για τη μέγιστη δυνατή άντληση υπεραξίας, για την οικονομική αφαίμαξη των εργαζομένων, για την μέγιστη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη. Συνοδεύτηκε από μια ένταση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων που όμοια της δεν έχει υπάρξει στην ιστορία της ανθρωπότητας και σταδιακά αποσάθρωσε τα πολιτικά και κοινωνικά θεμέλια διάρθρωσης των κοινωνιών ανά τον κόσμο. Το γρήγορο και άμεσο κέρδος έγινε το ευαγγέλιο των ανά την υφήλιο καπιταλιστών και με τη βοήθεια της τεχνολογίας απομυζούσαν για πάνω από δυο δεκαετίες τον παγκόσμιο κοινωνικό πλούτο. Πρωτεργάτες σε αυτή την πρωτοφανή εκμετάλλευση οι πάσης φύσεως «επενδυτές κεφαλαίων», από τις τράπεζες ως τις χρηματιστηριακές, που διαχειρίστηκαν τρισεκατομμύρια και εξανέμισαν τον παγκόσμιο οικονομικό πλούτο δεκαετιών, ο οποίος τελικά κατέληξε στις τσέπες της διεθνούς οικονομικής ολιγαρχίας. Η ανεξάντλητη δίψα για άμεσα και γρήγορα κέρδη έκανε τον καπιταλισμό για μια ακόμη φορά στην ιστορία του να στραφεί εναντίον του ίδιου του του εαυτού.

Καπιταλιστές κλέβουν καπιταλιστές, η μια δομή του συστήματος υπονομεύει την άλλη. Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε πριν από μερικούς μήνες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την έναρξη μιας ραγδαίας αποσάθρωσης ενός συστήματος που εδώ και χρόνια σάπιζε πίσω από το φανταχτερό αλλά ψεύτικο περιτύλιγμα της φαινομενικής οικονομικής ευημερίας. Οι χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας του καπιταλισμού είχαν εδώ και χρόνια περάσει στη σφαίρα της οικονομικής και κοινωνικής καταρράκωσης, και οι οικονομικές καταρρεύσεις σε χώρες όπως οι αφρικανικές, της νοτιοανατολικής Ασίας και της λατινικής Αμερικής δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τα μηνύματα μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ερχόταν.

Σήμερα οι χώρες του λεγόμενου καπιταλιστικού κέντρου ζουν την δίνη της κρίσης και την απειλή μιας δικής τους οικονομικής χρεοκοπίας. Προτεραιότητα όμως, όπως εξ άλλου ήταν αναμενόμενο, δίνεται στην διατήρηση των δομών του συστήματος. Σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία οι κυβερνήσεις όλων των πολιτικών αποχρώσεων διοχετεύουν αμύθητα ποσά για την σωτηρία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, χρήματα που αφαιρούν από το οικονομικό προϊόν των κοινωνιών που εξουσιάζουν. Αν υπάρχει κάτι πρωτόγνωρο σε αυτή την κρίση, εκτός από το γεγονός ότι είναι η πρώτη που έχει πραγματικά παγκόσμιες διαστάσεις, είναι ότι γίνεται η αφορμή για την πιο μαζική κοινωνική ληστεία που έχει διαπραχθεί στην ιστορία του καπιταλισμού, την πιο μεγάλη μεταφορά κοινωνικού πλούτου από την κοινωνική βάση προς την κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής ιεραρχίας. Και αυτές οι ενέργειες είναι που όχι μόνο βαθαίνουν ακόμα περισσότερο την πολιτική κρίση, καθώς στα μάτια όλων απαξιώνεται πλήρως το πολιτικό σύστημα, αλλά δίνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στις τεράστιες οικονομικές ανισότητες. Τώρα και μπροστά στην οικονομική κρίση που βαθαίνει μέρα με την ημέρα και ενώ το σύστημα της οικονομίας της αγοράς βρίσκεται στην εντατική και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία τείνει να χάσει εντελώς τα κοινωνικά της ερείσματα καθώς αποκτά όλο και πιο εμφανώς τα χαρακτηριστικά μιας δικτατορίας της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, η άσκηση της ωμής βίας – είτε είναι αστυνομική είτε είναι στρατιωτική – από το καθεστώς πάνω στις κοινωνίες θ’ αποτελεί από εδώ και στο εξής μονόδρομο για την αναστήλωση του συστήματος. Γιατί η σωτηρία των κεκτημένων της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας προϋποθέτει την διατήρηση των θεσμών και δομών του συστήματος, γεγονός που θα το πράξουν πατώντας πάνω μας, ασκώντας ακόμα πιο ακραίες μορφές καταστολής, εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται τόσο η προαναγγελθήσα σκλήρυνση της στάσης των δυτικών κυβερνήσεων απέναντι στις εξεγέρσεις που έρχονται όσο και η στρατιωτική βία που εκδηλώνεται αυτή την περίοδο στον αντιστεκόμενο παλαιστινιακό λαό και που δεν αποτελεί απλώς τη συνέχιση μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης μεταξύ των Παλαιστινίων και του κράτους του Ισραήλ, αλλά σηματοδοτεί την έναρξη μιας πολιτικής που υπαγορεύεται από την απόφαση της υπερεθνικής ελίτ, με πρωτεργάτη πάντα την αμερικάνικη, να σβήσει από τον χάρτη λαούς και να ξεμπερδεύει μια για πάντα με καθεστώτα που δεν συμμορφώνονται πλήρως με τις επιταγές της.

Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας μιλούν ακόμα για τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας ν’ αντέξει στην κρίση, η πραγματικότητα αργά ή γρήγορα θα τους διαψεύσει. Το ελληνικό κράτος είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, έχοντας ήδη εξαντλήσει τις δυνατότητες άντλησης κεφαλαίων, είτε πρόκειται για την φορολογική αφαίμαξη των πολιτών είτε για τον δανεισμό από τις αγορές κεφαλαίου. Τον κοινωνικό πλούτο της χώρας οι εκάστοτε κυβερνήσεις τον λήστεψαν, είτε ξεπουλώντας σε τιμή κόστους στο κεφάλαιο την δημόσια περιουσία είτε αυξάνοντας τις περιουσίες τις δικές τους, συγγενών και υμετέρων είτε παραχωρώντας τεράστια ποσά σε υπηρεσίες προς το υπερεθνικό κεφάλαιο που λυμαίνεται εδώ και δεκαετίες τον τόπο, μέσω της πάντοτε προσοδοφόρας αγοράς του δημόσιου χρέους. Οι όροι δανεισμού από τις διεθνείς συμμορίες των τοκογλύφων που πλουτίζουν από τα κρατικά δάνεια, δηλαδή από το αίμα των λαών, γίνονται όλο και πιο άγριοι και οι προϋποθέσεις αφορούν την υπόσχεση από μεριάς της κρατικής εξουσίας ότι θα προχωρήσει σε ακόμα πιο άγρια πολιτική λιτότητας, προκειμένου να διασφαλίσει τη δυνατότητα να εξοφλεί τα ακριβά δάνεια που θα πάρει. Αλλά κυρίως αυτό που αποτελεί το βασικό στοίχημα για την κυβέρνηση, είναι η δυνατότητα να διασφαλίσει την εύθραυστη κοινωνική συνοχή, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για να συνεχίζει να ξεζουμίζει την ελληνική κοινωνία και να ξεπληρώνει τα δανεικά. Ο βραχνάς  του χρέους θα πνίξει, όχι βέβαια την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας που δεν κάνει καθόλου περικοπές στις προκλητικές αποδοχές των καθαρμάτων τα οποία απαρτίζουν το ελληνικό κοινοβούλιο, αλλά τα σύγχρονα υποζύγια της ελληνικής οικονομίας, τους χαμηλόμισθους, τους συνταξιούχους, τα χαμηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Και ως καλός υπηρέτης της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ η κυβέρνηση θ’ αποδεχθεί κάθε δυσβάσταχτο όρο δανεισμού προκειμένου να σώσει τα προνόμια τα δικά της, της πολιτικής εξουσίας αυτού του τόπου και της οικονομικής ολιγαρχίας που πλουτίζει εις βάρος των εργαζομένων. Και αυτά την στιγμή που η ανεργία στην Ελλάδα αυξάνεται κάθε μέρα και περισσότερο, τη στιγμή που η φτώχεια, η κακοπληρωμένη και η μαύρη  εργασία γίνονται ο κανόνας για την πλειοψηφία των ανθρώπων, την στιγμή που η μεσαία τάξη, η οποία μέχρι χθες αποτελούσε τον στυλοβάτη του πολιτικού συστήματος, ψυχορραγεί οικονομικά και διαλύεται κοινωνικά. Νέες στρατιές αγανακτισμένων με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο άμεσα θα προσδεθούν στις ήδη υπάρχουσες των αποκλεισμένων και φτωχών Ελλήνων και ξένων που βρίσκονται στην χώρα, που αδυνατούν να επιβιώσουν και που εισπράττουν την καθημερινή βία και απαξίωση της ζωής τους από τους κρατικούς μηχανισμούς. Και την ίδια στιγμή οι κατέχοντες την πολιτική και οικονομική εξουσία βάζουν όλο και πιο συχνά χέρι και κλέβουν τον κοινωνικό πλούτο μέσα από τους μηχανισμούς που ελέγχουν, όπως αποκαλύπτεται από τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα -των ομολόγων, του Βατοπεδίου, της Ζίμενς, το φαγοπότι με τα ταμεία του υπουργείου Πολιτισμού κλπ.-, προκαλώντας την αηδία πλέον σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας.

Η Ελλάδα, ως χώρα που ανέκαθεν ανήκε στην ημιπεριφέρεια του συστήματος ενώ η παρουσία της στο καπιταλιστικό κέντρο και η συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ αφορούσε κυρίως πολιτικές αποφάσεις, ως χώρα με μεγάλα ελλείμματα και χρέος, αποτελούσε και αποτελεί τον αδύνατο κρίκο στην αλυσίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα εν μέσω της μεγάλης κρίσης έρχονται στην επιφάνεια προβλήματα που υπέβοσκαν εδώ και  χρόνια ενώ η κοινωνική και πολιτική αστάθεια καθιστά την Ελλάδα τη χώρα που το καθεστώς υφίσταται τις μεγαλύτερες απειλές. Η προσεχής κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και η κοινωνική αναταραχή που θα ακολουθήσει μπορεί να  πυροδοτήσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθώς οι κοινωνίες τους βρίσκονται ήδη σε δεινή οικονομική και κοινωνική θέση.

Το περιβάλλον που διαμορφώνεται είναι εκρηκτικό και για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες ανοίγει πραγματικά ένας δρόμος για την από τα κάτω αποσταθεροποίηση του καθεστώτος και για την ανατροπή του πολιτικού και οικονομικού συστήματος.

Αυτή άλλωστε είναι και η ευκαιρία που προσφέρει κάθε μεγάλη οικονομική κρίση. Είναι η εποχή που κορυφώνεται η κοινωνική, πολιτική αλλά και ηθική απαξίωση απέναντι σε ένα καθεστώς που βρίσκεται στη μέγιστη παρακμή τού. Είναι η εποχή που αναμένονται οι μέγιστες κοινωνικές αντιδράσεις και κοινωνικές εκρήξεις. Είναι η εποχή που μια πραγματικά αισχρή μειοψηφία οφελείται πλέον από το οικονομικό και πολιτικό αυτό σύστημα. Είναι η εποχή που ανοίγουν οι μεγαλύτερες ρωγμές ανάμεσα στην ελίτ και τους υπερασπιστές τους από τη μια και στο μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας που μαστίζει η κρίση από την άλλη. Είναι η εποχή που δίνεται η μοναδική ευκαιρία στις επαναστατικές δυνάμεις να δράσουν προς την κατεύθυνση της επανάστασης.

Στην πραγματικότητα η μόνη δυνατή απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι ο κρατικός παρεμβατισμός και η σοσιαλδημοκρατία, ούτε αριστερές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις τύπου Τσάβες, Λούλα, Μοράλες, Κορέα, Μπασελέ, αλλά η κοινωνική επανάσταση που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό και το κράτος ως μορφή διαχωρισμένης εξουσίας από την κοινωνία. Η μόνη πραγματική αντιπολίτευση δεν είναι η αριστερά στο αστικό κοινοβούλιο αλλά η εξέγερση, η σύγκρουση, η ανατροπή, ο ένοπλος αγώνας. Η πραγματική λαϊκή κυριαρχία δεν εφαρμόζεται από τους επαγγελματίες βουλευτές και τα κόμματα, αλλά από τον ίδιο τον λαό, τον καθένα μας που συμμετέχει σε συλλογικά αμεσοδημοκρατικά όργανα διαχείρισης των κοινωνικών υποθέσεων, στις γειτονιές των μεγαλουπόλεων, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους εργασιακούς χώρους, στην βιομηχανία, στην γεωργία, παντού. Η πραγματική λαϊκή κυριαρχία δεν είναι η εν λευκώ και για τέσσερα χρόνια παράδοση των κοινωνικών υποθέσεων σε επαγγελματίες αντιπροσώπους – βουλευτές αλλά στην καθημερινή παρουσία και παρέμβασή μας στα λαϊκά συμβούλια διαχείρισης όλων των κοινωνικών υποθέσεων. Εκεί όπου θα μιλήσουμε εμείς οι ίδιοι για τα προβλήματα μας. Εκεί όπου ο καθένας μας συμμετέχει ενεργά και καθημερινά στην διαχείριση της ζωής του. Εκεί όπου ακόμα κι αν χρειάζονται εκλεγμένοι αντιπρόσωποι αυτοί θα είναι αιρετοί και άμεσα ανακλητοί οποιαδήποτε στιγμή. Τέτοια παραδείγματα αμεσοδημοκρατικής λαϊκής αυτοδιαχείρισης έχει δώσει πολλά το παλιό επαναστατικό κίνημα, από την Παρισινή Κομμούνα του 1871, τα σοβιέτ του 1905 και του 1917 προτού τα ευνουχίσουν οι μπολσεβίκοι, τα εργοστασιακά συμβούλια στην Γερμανία το 1918 και στην Ιταλία το 1920, οι εργοστασιακές επιτροπές και οι αγροτικές κομμούνες στην Ισπανία το 1936 – 37, τα ουγγρικά εργατικά συμβούλια του 1956, οι συνελεύσεις των φοιτητών και εργατών στην Γαλλία τον Μάη του 1968. Έχουμε και πιό σύγχρονα παραδείγματα λαϊκής αυτοδιαχείρισης όπως είναι οι ζαπατιστικές κοινότητες στην εξεγερμένη Τσιάπας, οι καταλήψεις ακτημόνων στην Βραζιλία και οι καταλήψεις εργοστασίων στην Αργεντινή το 2001- 2 μετά την κατάρρευση της οικονομίας. Μόνο σε περιόδους κοινωνικών επαναστάσεων, εξεγέρσεων, αναταραχών, έχουν δημιουργηθεί αυθόρμητα από τον ίδιο τον λαό αυτές οι μορφές αντιιεραρχικής και αντικρατικής κοινωνικής οργάνωσης που αντικατοπτρίζουν την ελευθερία του. Αυτή η περίοδος όπου ο καπιταλισμός είναι αντιμέτωπος με την βαθύτερη κρίση μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, είναι κατάληλη για αυτούς που επιθυμούν πραγματικά την ανατροπή και την επανάσταση να δράσουν. Ή θα επιτρέψουμε στον καπιταλισμό να ξεπεράσει την κρίση του ή θα τον ανατρέψουμε.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν ένα καλό μήνυμα για ό,τι πρόκειται να επακολουθήσει. Και το μήνυμα το έχουν λάβει σε όλο τον πλανήτη, ότι αυτή η εξέγερση ήταν μόνο η έναρξη μιας μεγαλύτερης και σφοδρότερης κοινωνικής σύγκρουσης. Σημασία έχει από εδώ και στο εξής να μπουν αυτές οι οργανωτικές διαδικασίες που θα καταφέρουν να δώσουν την δυνατότητα για μια στοχευμένη και ένοπλη αναμέτρηση με το καθεστώς και τους υπερασπιστές τους με σκοπό την τελική νίκη των επαναστατών. Παράλληλα ν’ ανοίξει άμεσα μια συζήτηση ανάμεσα σε όλες τις επαναστατικές δυνάμεις για την προοπτική μιας ελευθεριακής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, μέσα από σειρά επαναστατικών προταγμάτων για την εργασία, την παραγωγή, την καθημερινή ζωή. Προταγμάτων όπως καταλήψεις εργασιακών χώρων και εργοστασιακών μονάδων, όχι με στόχο πλέον την διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, αφού εν μέσω κρίσης αναμένεται από τα αφεντικά μια σαρωτική επίθεση σε όλα τα εργασιακά μέτωπα και μέτρα που θα επιδεινώσουν περισσότερο τις εργασιακές συνθήκες και τους μισθούς. Καταλήψεις που θα έχουν ως στόχο να θέσουν ξανά την παραγωγική διαδικασία μπροστά, στους εργασιακούς χώρους που εγκαταλείπουν τα αφεντικά ως μη αποδοτικούς και την άμεση αυτοδιαχείρησή τους από τους εργάτες. Καταλήψεις που θα διεκδικούν την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής που μπορούν να τεθούν υπό τον πλήρη έλεγχο των εργαζομένων, κατάργηση στην πράξη της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς και παράλληλη διαμόρφωση εργατικών συμβουλίων που θα καθορίζουν τι θα παράγεται, από ποιους και για ποιους. Απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των πλουσίων και διάθεση της στους σκοπούς της επανάστασης, επίθεση και κατάλυση των κρατικών μηχανισμών και δομών. Όλα στα χέρια των προλετάριων, τίποτα στα χέρια των εξουσιαστών. Μόνο έτσι θα κάνουμε πράξη το πρόταγμα «να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας».

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΥΓ: Αναλαμβάνουμε επίσης, την ευθύνη για την τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού στα γραφεία της πολυεθνικής πετρελαϊκής SHELL στο Π. Φάληρο στις 24 του περασμένου Οκτώβρη.

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 15-1-2009

(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

Posted in Uncategorized | Comments Off on 7η – 15/1/2009

6η – 10/5/2007

Στις 30 Απριλίου, ο Επαναστατικός Αγώνας, πραγματοποίησε ένοπλη επίθεση εναντίον του αστυνομικού τμήματος Περισσού. Με την ενέργειά μας αυτή, απαντάμε στην εντεινόμενη καταστολή που χρησιμοποιεί το ελληνικό κράτος ενάντια σε όσους στρέφονται δυναμικά κατά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του. Στις επαναλαμβανόμενες κτηνωδίες που προκαλούν τα όργανα διαφύλαξης της καθεστωτικής τάξης, στις κατασταλτικές επιθέσεις και τους ξυλοδαρμούς διαδηλωτών, στις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον πολιτών, στους βασανισμούς κρατουμένων στις αστυνομικές κλούβες και τα αστυνομικά τμήματα, στους «μυστήριους» θανάτους στα κρατητήρια της αστυνομίας, στις εν ψυχρώ εκτελέσεις κατά τη διάρκεια ελέγχων στους δρόμους από μπάτσους που μένουν ατιμώρητοι.

Επίσης, με αφορμή την ενέργειά μας αυτή προειδοποιούμε πως αν στο μέλλον οξυνθεί αυτό το κλίμα της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας, θα εντείνουμε αναλόγως τη δράση μας. Αν οι μπάτσοι έχουν ευαίσθητο νευρικό σύστημα –κατά την καμουφλαρισμένη απειλή του Πολύδωρα με την οποία νομιμοποιεί προκαταβολικά ακόμα και τις εν ψυχρώ εκτελέσεις-, τότε να γνωρίζουν ότι εμείς έχουμε ευαίσθητα συνειδησιακά ανακλαστικά και αντιδρούμε έντονα μπροστά στις εγκληματικές προκλήσεις των φρουρών του καθεστώτος και τη μόνιμη ατιμωρησία την οποία απολαμβάνουν.

Η καταστολή ανοίγει το δρόμο στο νεοφιλελευθερισμό.

Οι τελευταίες κυβερνήσεις στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού και της προσαρμογής στο νέο περιβάλλον των ελεύθερων αγορών, επιτίθονται σε κατακτήσεις που αφορούν την εργασία, την υγεία, τους μισθούς και τις συντάξεις, τη δημόσια περίθαλψη των εργαζομένων. Προωθούν με κάθε μέσο την πολιτική αναδιανομής του πλούτου από τα χαμηλά ταξικά στρώματα προς τα υψηλά, εφαρμόζουν πολιτικές που πριμοδοτούν τη «νέα οικονομία» του χρηματιστηριακού τζόγου και περιθωριοποιούν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας προς χάρην των πολυεθνικών. Διαλύουν τις τελευταίες παραγωγικές δομές στο όνομα του εκσυγχρονισμού και υποθηκεύουν τις ζωές μας στην εξουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Είναι κυβερνήσεις αρπακτικών και εγκληματιών που εφαρμόζουν κάθε μέσο για την αφαίμαξη των χαμηλόμισθων, αξιοποιούν το ανεξάντλητο οπλοστάσιο από νόμους και κανόνες των αγορών για να ληστεύουν τις συντάξεις των εργαζομένων, για να γεμίζουν τα ταμεία των χρηματιστηριακών εταιρειών και των πολυεθνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να γεμίζουν τις τσέπες επιτήδειων πολιτικών και κρατικών υπαλλήλων, να κλείνουν τις μαύρες τρύπες του δημόσιου χρέους που οι ίδιοι δημιουργούν και αναπαράγουν, να χρηματοδοτούν τις εξοπλιστικές δαπάνες για τις νεοταξικές επιδρομές τους. Μετατρέπουν τη δημόσια περίθαλψη από δικαίωμα σε κατάρα για όσους αδυνατούν να πληρώνουν για την υγεία τους. Βοηθούν τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Η διαδικασία προσαρμογής στο… θαυμαστό νέο περιβάλλον της γενικευμένης εμπορευματοποίησης που διαμορφώνει το διεθνοποιημένο κεφάλαιο, συμπεριλαμβάνει και την εισαγωγή των νόμων της αγοράς σε όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, το γκρέμισα κάθε φραγμού που εμποδίζει τις πολυεθνικές ν’ αλώσουν την εκπαίδευση και να αντλήσουν τα μέγιστα δυνατά οφέλη από τη σύγχρονη «αγορά της γνώσης».

Η αποφασιστικότητα μιας κυβέρνησης να εισάγει με κάθε κόστος τους νόμους των ελεύθερων αγορών σε κάθε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα –όσο αντικοινωνικοί και εγκληματικοί είναι αυτοί οι νόμοι-, ακυρώνοντας και την τελευταία δυνατότητα κοινωνικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή, τις δημόσιες λειτουργίες και την κατανομή του πλούτου, είναι αυτή που οπλίζει τους μηχανισμούς της καταστολής να επιτεθούν σε όσους θ’ αντισταθούν δυναμικά στις επιλογές της. Και όσο προχωρά η διαδικασία αγοραιοποίησης κάθε διάστασης της κοινωνικής ζωής, τόσο θα αυξάνεται το ποσοστό της βίας που το κράτος θα εξαπολύει εναντίον της κοινωνίας, κυρίως όταν η κοινωνία σηκώνει το ανάστημά της και αντιστέκεται.

Γι’ αυτό και η πρωτοφανούς έντασης κατασταλτική επίθεση που έγινε κατά την περίοδο των φοιτητικών κινητοποιήσεων, σίγουρα δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί ούτε ως συγκυριακό φαινόμενο ούτε ως αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης πολιτικής που πηγάζει αποκλειστικά και μόνο από τη νυν ακροδεξιά ηγεσία του υπουργείου δημόσιας τάξης. Μπορεί ο Πολύδωρα να πριμοδοτεί σταθερά τη βία των μπάτσων με συνεχείς δηλώσεις και παρεμβάσεις, μπορεί οι ίδιοι οι μπάτσοι να δηλώνουν πως – με τον τίτλο των «πραιτώρων» που τους αποδίδεται και τη συνεχή πολιτική κάλυψη – αναπτερώθηκε το ηθικό τους, τους λύθηκαν τα χέρια και… τα πόδια για να ξυλοκοπούν αλύπητα διαδηλωτές, νοιώθουν πολιτική ασυλία όταν τραβούν όπλο και όταν βιαιοπραγούν ασυστόλως, όμως δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε αυτήν την πολεμική κατάσταση παρά ως ένα αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης κρατικής πολιτικής με δύο διαστάσεις. Η μία διάσταση αφορά την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων επιταγών σε όλες τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, ενώ η άλλη αφορά τη βίαιη καταστολή κάθε αντίδρασης που εκδηλώνεται ενάντια σε αυτήν την πολιτική.

Από τις κινητοποιήσεις των δασκάλων και των συμβασιούχων, των αγροτών και των εργατών, ως τις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στην εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, η κατασταλτική βία έχει αποδειχτεί ότι αποτελεί πλέον κεντρική πολιτική επιλογή του σύγχρονου κράτους, μέσω της οποίας δηλώνει τόσο την πάγια αρνητική στάση του απέναντι στις όποιες κοινωνικές διεκδικήσεις όσο και τη βούλησή του να συγκρούεται μετωπικά με όσους αντιδρούν στις επιλογές του.

Όταν η Γιαννάκου μιλά για «σύγχρονες επαναστάσεις», εννοεί την αποφασιστικότητα της κυβέρνησής της να βρεθεί αντιμέτωπη – να έρθει ακόμα και σε ρήξη – με μεγάλα τμήματα της κοινωνίας προκειμένου να επιβάλει τις αντικοινωνικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της. Με απλά λόγια, πρόκειται για κήρυξη πολέμου. Και αυτή την αποφασιστικότητα για πόλεμο την είδαμε στις τελευταίες κινητοποιήσεις που έγιναν ενάντια στη νεοφιλελευθεροποίηση της εκπαίδευσης. Χιλιάδες ήταν αυτοί που ξυλοκοπήθηκαν από τους ένοπλους εγκληματίες της αστυνομίας, άπειρα τα χημικά που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των διαδηλωτών, πυροβολισμοί στον αέρα από φρουρό του υπουργείου Αιγαίου, αμέτρητοι οι τραυματισμένοι, δεκάδες οι συλλήψεις. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μίλησαν για στρατό κατοχής, εννοώντας τα ΜΑΤ. Πολλοί παρομοίασαν το ελληνικό κράτος με το κράτος του Ισραήλ και τους διαδηλωτές με τους αντιστεκόμενους Παλαιστίνιους. Από την άλλη, σύσσωμοι οι αστυνομικοί όλων των βαθμίδων μέσω των συνδικαλιστικών τους οργάνων δεν κουράζονταν να δηλώνουν την υποστήριξή τους σε κάθε έγκλημα των συναδέλφων τους, να ζητούν περισσότερες εξουσίες για να μπορούν να παρουσιάσουν καλύτερα αποτελέσματα στο κατασταλτικό τους έργο με περισσότερους ξυλοδαρμούς, καλύτερες και πιο οργανωμένες επιθέσεις, αποτελεσματικότερα όπλα, μαζικότερες συλλήψεις.

Στην εποχή μας, αν κάποιοι αποκαλούν τους μπάτσους «παιδιά τους» ή «συνανθρώπους τους», δηλώνουν πως η θέση τους, η πολιτική τους θέση, βρίσκεται πλάι σε αυτούς που επιβάλλουν τη σύγχρονη δικτατορία, είτε από τα γραφεία των υπουργείων με τις αποφάσεις τους είτε στους δρόμους με τα ρόπαλα, τα δακρυγόνα και τα όπλα τους.

Η δικτατορία της Νέας Τάξης είναι εδώ, επιτίθεται στις διαδηλώσεις στους δρόμους, στις απεργίες, στις κινητοποιήσεις στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και επιβάλλεται από τις νεοφιλελεύθερες και σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Τη Νέα Τάξη επιβάλλει στις σχολές η κυβέρνηση, καταργώντας το νόμο που θεσπίζει το άσυλο – ενέργεια που δεν τόλμησε καμία προηγούμενη κυβέρνηση – και δείχνοντας πως είναι διατεθειμένη να μην αφήσει σπιθαμή ελεύθερου πολιτικού χώρου για όποιον θελήσει ν’ αμφισβητήσει το «αλάθητο» της κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Και οι καθεστωτικοί πολιτικοί παρέα με πανεπιστημιακούς και δημοσιογράφους, βρίσκονται συντεταγμένοι απέναντι σε αυτούς που εξεγείρονται, διαστρεβλώνουν έντεχνα την έννοια του ασύλου όταν μιλούν για «ελευθερία στη διεξαγωγή των ακαδημαϊκών λειτουργιών», ταυτίζοντας έτσι το άσυλο με την καθεστηκυία τάξη και ακυρώνοντας το ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή, ένα πολιτικό καταφύγιο για τους ανυπότακτους της εποχής μας, ένα σημείο εφόρμησης για νέους αγώνες.

Η Νέα Τάξη επιβάλλεται στους δρόμους με τα δακρυγόνα, με τα ρόπαλα, με τα όπλα των αστυνομικών, επιβάλλεται όμως και με την ιδεολογική επίθεση για την πολιτική και κοινωνική απαξίωση αυτών που την αμφισβητούν. Κόμματα και ΜΜΕ κατέβαλαν μαραθώνιες προσπάθειες για να πετύχουν το διαχωρισμό «βίαιων και ειρηνικών διαδηλωτών», για να αποδείξουν ότι οι εξεγερμένοι ήταν «μειοψηφία», ότι ήταν «ξένο σώμα» από το φοιτητικό κίνημα.

Αποκαλούσαν τους εξεγερμένους «προβοκάτορες» που, αν δεν ήταν «υπάλληλοι της κρατικής ασφάλειας», ήταν «ταραξίες και εγκληματίες που με τη δράση τους προκαλούν τον κυβερνητικό και αστυνομικό αυταρχισμό και έμμεσα πριμοδοτούν την κυβερνητική πολιτική και αδιαλλαξία». Για «έμμισθους προβοκάτορες» μιλούσε για μια ακόμη φορά το ΚΚΕ, όχι γιατί το πίστευε αλλά γιατί ακολουθούσε την πάγια τακτική του να χαρακτηρίζει με αυτόν τον τρόπου όσους δρουν εκτός του επίσημου πολιτικού πλαισίου του κόμματος και όσους παραβιάζουν τα όρια της αστικής νομιμότητας. Το ΠΑΣΟΚ φώναζε για «περίεργες συμμαχίες κουκουλοφόρων και κυβέρνησης για να περάσουν τα νέα μέτρα», ο ΣΥΝ συμφωνούσε και όποτε έβρισκε ευκαιρία δήλωνε ότι απεχθάνεται τη βία και την καταδικάζει. Τελικά, είχαν αποτέλεσμα οι καταγγελίες της κυβέρνησης – που εκφράστηκαν διά στόματος Πολύδωρα – για τη στάση του ΣΥΝ απέναντι στην πολιτική βία. Καταγγελίες, που στην ουσία δεν έλεγαν τίποτα περισσότερο από το ότι… ένα αριστερό κόμμα που συμμετέχει στο κοινοβούλιο, δεν αρκεί μόνο να είναι συστημικό αλλά και να φαίνεται.

Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούσαμε από πλειάδα καθεστωτικών πολιτικών της κεντροαριστεράς για «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Πίσω από αυτή την υποκριτική φράση που συμψηφίζει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά τη βία των κατασταλτικών μηχανισμών και τη βία των εξεγερμένων, κρύβεται η πειθήνια αφοσίωση και υπακοή στο καθεστώς, η εχθρότητα απέναντι σε όσους δυναμικά αντιστέκονται, σε όσους εξεγείρονται. Την ίδια φράση – πρόκειται για τη δημοφιλή επικεφαλίδα ενός παραμυθιού που ονομάζεται «πολιτική ίσων αποστάσεων» – την έχουμε ακούσει επανειλημμένως σε αναφορές υπουργών και πολιτικών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης για τις συγκρούσεις μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, για την ένοπλη αντίσταση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ. Τα ίδια λόγια χρησιμοποίησε και η Μπακογιάννη για να δηλώσει τη διπρόσωπη στάση της ελληνικής κυβέρνησης για την ισραηλινή επίθεση στο Λίβανο το καλοκαίρι που πέρασε. Την ίδια φράση χρησιμοποιούν όσοι δεν θέλουν να δηλώσουν δημοσίως την υποστήριξή τους στις κτηνωδίες που διαπράττουν οι στρατιωτικοί και αστυνομικοί μηχανισμοί ανά τον κόσμο στο όνομα της «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας». Όσοι δεν θέλουν, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, ν’ αποκαλύψουν ότι επιθυμούν να εξοντωθούν τα ένοπλα κινήματα και οι ομάδες, όσοι υποκριτές της καθεστωτικής πολιτικής δεν θέλουν να δηλώσουν ανοιχτά ότι προσδοκούν τη νίκη της Νέας Τάξης.

Την ίδια φράση ακούμε κάθε φορά από αυτούς που θέλουν να κρατήσουν αποστάσεις από έναν κοινωνικό πόλεμο που εντείνεται, επιτρέποντας στο καθεστώς την εξόντωση των αντιστεκόμενων.

Το μένος όλων αυτών των θεματοφυλάκων της καθεστωτικής νομιμότητας εναντίον των εξεγερμένων γινόταν όλο και μεγαλύτερο καθώς έβλεπαν πως οι κομματικές γραμμές για συμμόρφωση και επιστροφή στην ομαλότητα αδυνατούσαν να επιβληθούν και έμεναν στο περιθώριο, καθώς αντιλαμβάνονταν πως ο κοινωνικός εκφασισμός που προωθούσαν σε συνεργασία με τα ΜΜΕ, απαιτώντας από τους μπάτσους «να επιβάλλουν την τάξη και να συλλάβουν τους ενόχους» δεν έβρισκε έδαφος, καθώς έβλεπαν πως η συντονισμένη λασπολογία στην οποία επιδίδονταν δεν είχε αποτέλεσμα, καθώς συνειδητοποιούσαν πως το κίνημα στο οποίο αναφέρονταν καταχρηστικά ήταν αυτοί που λοιδορούσαν δημοσίως, ήταν οι εξεγερμένοι. Γιατί αυτοί, ως το πιο πρωτοποριακό τμήμα στον συγκεκριμένο αγώνα, έδιναν με τη μαχητικότητά τους τον τόνο, την έμπνευση, τη δυναμική στις κινητοποιήσεις, αυτοί έδιναν τα πολιτικά χαρακτηριστικά που οδηγούσαν στη μαζικοποίηση των διαδηλώσεων, έδιναν τα χαρακτηριστικά ενός κινήματος.

Σε όλους αυτούς τους υπέρμαχους της κοινωνικής ομαλότητας και της ταξικής ειρήνης που σε κάθε μικρό ή μεγάλο κοινωνικό ξεσηκωμό προσπαθούν να περιθωριοποιήσουν το πιο δυναμικό και πρωτοποριακό πολιτικά κομμάτι το οποίο γι’ αυτούς πάντα «είναι μειοψηφία» και «δρα εις βάρος και ενάντια στη φιλήσυχη πλειοψηφία», οφείλουμε να επισημάνουμε πως η ιστορία των κοινωνικών και ταξικών αγώνων γράφεται από ανθρώπους αποφασισμένους να συγκρουστούν για τα πιστεύω τους. Από ανθρώπους που, ακόμα και όταν είναι ολιγάριθμοι, καταφέρνουν να συνδέονται, να εμπνέουν, να κινητοποιούν πολλούς περισσότερους, καταφέρνουν να βάζουν τους πολιτικούς όρους του αγώνα και να δημιουργούν παρακαταθήκες για νέες, μεγαλύτερες και αποφασιστικότερες μάχες.

Σχετικά με την πολυσυζητημένη επίθεση διαδηλωτών εναντίον του κοινοβουλίου, παραπέμπουμε σε κάτι σχετικό που είχαμε γράψει στην προηγούμενη προκήρυξή μας. Μπορεί αυτή η επίθεση να είχε συμβολικό χαρακτήρα, όμως για μας ήταν μια ένδειξη των διαθέσεων που επικρατούν απέναντι στο κοινοβουλευτικό καθεστώς, το οποίο χάνει όλο και περισσότερο τα κοινωνικά του ερείσματα. Σε έναν επόμενο μεγαλύτερο ξεσηκωμό ίσως οι επιθέσει εναντίον του κοινοβουλίου να μην είναι μόνο συμβολικές.

Αυτοί οι εξεγερμένοι τελικά, άγγιξαν τις καρδιές όλων όσων ασφυκτιούν κάτω από το ζυγό της σύγχρονης κοινοβουλευτικής και καπιταλιστικής δικτατορίας.

Η αστυνομία εκπαιδεύει δολοφόνους

Μια σφαιρική οπτική για την πολιτική κατάσταση που ζούμε σήμερα, δεν σημαίνει πως τελικά εναποθέτουμε τις ευθύνες για όσα συμβαίνουν γύρω μας σε ένα αφηρημένο θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο καθένας που συμμετέχει στους μηχανισμούς της οργανωμένης εξουσίας μπορεί να προβάλλει τον εαυτό τους ως ένα απλό όργανο με μειωμένες ευθύνες. Δεδομένου ότι ο δυναμικός, έως και ηρωικός σε κάποιες στιγμές, αγώνας της τελευταίας περιόδου που είχε αιχμή την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προκάλεσε τη ριζοσπαστικοποίηση ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στη χώρα, δεδομένου ότι η αδιαλλαξία των κυβερνώντων θ’ ανοίξει και άλλα μέτωπα κοινωνικά, δεδομένης της όλο και αυξανόμενης απαξίωσης της καθεστωτικής πολιτικής από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που ζουν σε συνθήκες ανασφάλειας και φτώχειας, αντιλαμβανόμαστε πως μια περίοδος έντονης κοινωνικής κρίσης και αναβρασμού βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Και όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια περίοδο οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών που κυβερνούν και αυτών που εξουσιάζονται, αυτών που υπηρετούν το καθεστώς και αυτών που δεν θέλουν να είναι υπηρέτες του, παύουν να είναι τόσο δυσδιάκριτες. Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Ποιος συντάσσεται με το καθεστώς και την καθεστωτική τάξη και ποιος όχι.

Όσον αφορά τους σύγχρονους «πραίτωρες», μπορεί ο Πολύδωρας να τους καλύπτει πολιτικά, όμως η κοινωνική νομιμοποίησή τους βρίσκεται υπό έντονη αμφισβήτηση. Αν κάποιοι από αυτούς θεωρούν εαυτούς ως αθώους που βρέθηκαν σε αυτό το επάγγελμα λόγω ανάγκης, καλά θα κάνουν να αναθεωρήσουν τη στάση τους. Η ανεργία όσο και να αυξάνεται δεν μπορεί να δικαιολογήσει μέσα στην άγρια εποχή που διανύουμε, την καταφυγή στη «σιγουριά ενός επαγγέλματος του δημοσίου»όπως είναι αυτό του μπάτσου. Δεν είναι «μία δουλειά σαν όλες τις άλλες». Η αστυνομία είναι ένας ταξικός μηχανισμός που υπάρχει για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, να διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη μέσω της τρομοκράτησης και της ωμής βίας. Όποιος εξακολουθεί να πιστεύει πως οι μηχανισμοί αστυνόμευσης και καταστολής υπάρχουν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του «απλού λαού», δεν το κάνει τόσο λόγω αφέλειας ή έλλειψης πολιτικής σκέψης και ταξικού κριτηρίου, αλλά κυρίως, γιατί συντάσσεται – είτε λόγω κοινωνικής θέσης και ταξικού συμφέροντος είτε λόγω δουλικότητας – με τη μεριά του ισχυρού.

Τη στιγμή που η καταλήστευση των μισθών και των συντάξεων δεν έχει τέλος, τη στιγμή που τα κονδύλια από τους κρατικούς προϋπολογισμούς σε κοινωνικές δαπάνες μειώνονται συνεχώς, τη στιγμή που η κυβέρνηση όχι μόνο αρνείται να ικανοποιήσει αιτήματα για καλύτερους μισθούς, αλλά ξυλοφορτώνει και όσους κατεβαίνουν στους δρόμους, την ίδια στιγμή τα κονδύλια για την ασφάλεια αυξάνονται συνεχώς, νέες θέσεις ανοίγουν για την πρόσληψη περισσότερων μπάτσων. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το ¼ περίπου της αστυνομικής δύναμης πανελλαδικά ασχολείται με το να φρουρεί πιθανούς στόχους πολιτικούς και στόχους του κεφαλαίου για να μη χτυπηθούν από μια επαναστατική οργάνωση όπως ο Επαναστατικός Αγώνας, ότι σχεδόν 10.000 σε ένα σύνολο 14.500 αστυνομικών που υπηρετούν στην Αττική φρουρούν την πολιτική και οικονομική «αφρόκρεμα» και τα κτίρια που κατέχει, αν ενδεικτικά αναλογιστούμε ότι 100 αστυνομικούς απασχολεί μόνος του ο Καραμανλής και 400 φυλάνε τη βουλή, πιστεύουμε πως είναι σαφές τίνος το συμφέρον προστατεύει η αστυνομία.

Στην εποχή μας που το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς αντιμετωπίζεται από όλο και περισσότερους ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ως δικτατορία, η είσοδος των νέων και των ανέργων στις αστυνομικές σχολές είναι μια άμεση αποδοχή της σύγχρονης κρατικής βαρβαρότητας, είναι η αποδοχή ενός αντικοινωνικού και εγκληματικού ρόλου. Όποιος επιλέγει να λύσει το βιοτικό του πρόβλημα με αυτό τον τρόπο, τότε να γνωρίζει πως είναι συνένοχος σε κάθε έγκλημα που διαπράττεται. Το φαινόμενο του αστυνομικού που συνήθως προέρχεται από κάποια φτωχή οικογένεια, εξηγεί – περισσότερο και από την ανάγκη επίλυσης του προβλήματος επιβίωσης – η πολιτική επιλογή να υπηρετήσει το καθεστώς και η αναζήτηση λίγης εξουσίας μέσα στην αγκαλιά του ισχυρού κρατικού μηχανισμού.

Η οργανωμένη εξουσία σε κάθε μορφή της τελικά διαφθείρει όσους συμμετέχουν σε αυτήν και οι φιγούρες των «αδιάφθορων» στους κρατικούς μηχανισμούς και τα σώματα ασφαλείας υπάρχουν μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες καθεστωτικής προπαγάνδας. Γι’ αυτό και τα περιστατικά της διαφθοράς στην αστυνομία – περιστατικά που ξεκινούν από χρηματισμούς και διακίνηση ναρκωτικών και φτάνουν ως τη συμμετοχή σε κυκλώματα δουλεμπορίας, σωματεμπορίας και βιασμούς γυναικών – δεν μπορούν να θεωρούνται ως «ατυχή περιστατικά» που αφορούν λίγους κακούς του αστυνομικού σώματος» ή – ακόμη χειρότερα – ως «αποτέλεσμα των χαμηλών μισθών που παίρνουν οι αστυνομικοί, αλλά ως η λογική κατάληξη μιας έντονης φιλοεξουσιαστικής νοοτροπίας που συνειδητά καλλιεργείται στους κόλπους των κατασταλτικών μηχανισμών.

Τα γεγονότα αστυνομικής βίας είναι πολλά. Κάποια από αυτά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπως έγινε με τον ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Νοέμβριο από ασφαλίτες, και προκαλούν την «ιερή αγανάκτηση» των ΜΜΕ. Τα περισσότερα όμως περιστατικά μένουν στο σκοτάδι, και αποτελούν το κοινό μυστικό στα αστυνομικά τμήματα, στα μπουντρούμια της ασφάλειας, στις κλούβες των ΜΑΤ, στα κελιά των φυλακών. Πόσοι είναι αυτοί που καταγγέλλουν βίαιη συμπεριφορά από τους ένοπλους υπερασπιστές της τάξης; Και όταν πρόκειται για μετανάστες που η δυνατότητα παραμονής τους στην Ελλάδα είναι επισφαλής, πόσοι είναι αυτοί που ανοιχτά θα βγουν να μιλήσουν για ξυλοδαρμούς ή βασανισμούς από αστυνομικά όργανα; Και αν υπάρχουν «καλοί αστυνομικοί» όπως συνηθίζουν να λένε πολλοί θεματοφύλακες της καθεστωτικής ομαλότητας, γιατί ποτέ κανένας μπάτσος δεν έχει καταγγείλει συνάδελφό του, γιατί ποτέ δεν έχουμε ενημερωθεί από κάποιον «καλό αστυνομικό» για βίαιες συμπεριφορές συναδέλφων τους; Γιατί κανένας τους δεν μιλά για τις «αυτοκτονίες» και τους «μυστήριους» θανάτους στα αστυνομικά τμήματα που μέσα σε μια δεκαετία έφτασαν τους 59; Γιατί έχουν μάθει πως η αξία μιας ζωής είναι ανάλογης της κοινωνικής της θέσης. Γιατί η ζωή του φτωχού, κυρίως αν αυτός είναι Αλβανός, «τριτοκοσμικός» μετανάστης δεν έχει αξία. Γιατί κανένας τους δεν παραιτείται βλέποντας εγκλήματα να εκτελούνται δίπλα του; Γιατί το έγκλημα είναι στη φύση αυτού του ρόλου. Του ρόλου που στόχο έχει να αναπαράγει τον κοινωνικό και ταξικό ρατσισμό απέναντι στους μη προνομιούχους και να ασκεί την κρατική βία στη βάση της κοινωνίας. Αυτά τα ποσοστά βίας θα αυξάνονται καθώς με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική θα βαθαίνουν οι κοινωνικές και ταξικές ανισότητες.

Παραφράζοντας την ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο δημόσιας τάξης για τον ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή στις 17.11.06, λέμε πως οι ενέργειες αυτές είναι μέσα στη λογική της σύγχρονης αστυνομίας, στο πνεύμα της πολιτικής και φυσικής ηγεσίας του υπουργείου δημόσιας τάξης, του αρχηγείου της ελληνικής αστυνομίας και τον κανονισμό του σώματος, εφόσον δεν γίνονται δημοσίως. Στην περίπτωση που ένα τέτοιο γεγονός γίνει γνωστό και αφού προσλάβει επικίνδυνες για την κυβέρνηση πολιτικές διαστάσεις, είναι αναγκασμένοι να το καταδικάσουν. Και σίγουρα δεν πείθουν κανένα για την ειλικρίνειά τους, όταν στις «καταδικαστικές» ανακοινώσεις τους ένας ανελέητος ξυλοδαρμός χαρακτηρίζεται ως ατύχημα. Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε ο φασίστας Πολύδωρας όταν αποφάσισε, αρκετές μέρες μετά από τον ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή – και αφού η ενοχοποίηση της… ζαρντινιέρας δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα -, να προχωρήσει σε μια υποκριτική δήλωση «καταδίκης»για το γεγονός.

Στην εποχή μας αυξάνονται και οι εν ψυχρώ εκτελέσεις κατά τη διάρκεια ελέγχων στους δρόμους, γεγονός που δείχνει πως ένας σιωπηλός πόλεμος διεξάγεται στους δρόμους των ελληνικών πόλεων. Οι μπάτσοι σταματούν κάποιον πολίτη για έλεγχο και η πιθανή ανυπακοή του – συνήθως νέοι είναι αυτοί που δεν υπακούν -, γίνεται αιτία για να ξυλοκοπηθεί ή ακόμα και να πέσει νεκρός από τις σφαίρες του οργάνου της τάξης. Γίνεται η δίκη και από τη διαδικασία «αποδεικνύεται» πως η σφαίρα έφυγε από το όπλο, έκανε κάποιες βόλτες, χτύπησε κάποια σημεία αλλάζοντας κατευθύνσεις για να καταλήξει – όλος τυχαίως και με φοβερή ακρίβεια – , σε κάποιο ζωτικό όργανο του ανθρώπου που ο μπάτσος θέλησε να κάνει τον έλεγχο. Ο δολοφόνος θα δικαστεί και αν δεν αθωωθεί, θα καταδικαστεί τελικά σε λίγα χρόνια με την κατηγορία της «ανθρωποκτονίας εξ αμελείας», θ’ αφεθεί ελεύθερος και θα συνεχίσει το «λειτούργημα» της διαφύλαξης της έννομης τάξης. Ποιό είναι το τελικό δίδαγμα από αυτή τη συνθήκη; Όποιος δεν υπακούει τυφλά στις εντολές των «πραιτώρων», ίσως υπογράφει τη θανατική τους καταδίκη.

Η δικαιοσύνη, όπως και η αστυνομία είναι ταξικός μηχανισμός στην υπηρεσία των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών και δεν θα μπορούσε παρά να εξαντλεί την επιείκειά της απέναντι στους ένοπλους φρουρούς του καθεστώτος ενώ από την άλλη, δεν χάνει ευκαιρία να εξαντλεί την αυστηρότητά της στους πολιτικούς του αντιπάλους, όποτε αυτοί πέφτουν στα δίκτυα της, και στους σύγχρονους Αγιάνηδες που η εξαθλίωση τους οδηγεί στο να αρπάξουν ένα κομμάτι ψωμί για να επιβιώσουν. Βασανιστές και ψυχροί εκτελεστές, δουλέμποροι, έμποροι ναρκωτικών, σωματέμποροι και βιαστές απολαμβάνουν την προστασία της αστικής δικαιοσύνης και την πολιτική κάλυψη από την κυβέρνηση όταν ανήκουν στο αστυνομικό σώμα.

Επειδή οι παραπάνω κατηγορίες κοινωνικών αποβρασμάτων όχι μόνο συνδέονται οργανικά με το αστυνομικό «λειτούργημα» αλλά και επιβραβεύονται μέσω της ασυλίας που απολαμβάνουν, επειδή δεν θεωρούμε πως τα περιστατικά των ξυλοδαρμών, των βασανισμών, των εκτελέσεων είναι απλές παρεκτροπές κάποιων «θερμόαιμων» αστυνομικών οργάνων, επειδή η αλήθεια είναι ότι οι ένοπλοι υπηρέτες της καθεστηκυίας τάξης είναι εκπαιδευμένοι δολοφόνοι και ως τέτοιοι πληρώνονται, δεν μπορούμε παρά να τους θεωρούμε εχθρούς των προλετάριων, εχθρούς των αντιστεκόμενων, άρα και δικούς μας εχθρούς.

Αν κάποιοι από αυτούς πιστεύουν πως δεν ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες, δεν έχουν παρά να το αποδείξουν έμπρακτα. Να πάψουν να γίνονται συνεργοί σε εγκλήματα κατά Ελλήνων και μεταναστών προλετάριων. Να σταματήσουν να προστατεύουν τους ληστές της πλουτοκρατίας, τους απατεώνες υπουργούς και βουλευτές, τους κρατικούς αξιωματούχους. Να εγκαταλείψουν τα φυλάκια στις πρεσβείες εγκληματιών όπως είναι οι Αμερικάνοι, στα μέγαρα του κράτους και των πολυεθνικών. Να σταματήσουν να επιτίθενται κατά αγωνιστών. Ν’ αρνηθούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως ένοπλοι καθεστωτικοί τραμπούκοι. Να μην συμμετέχουν στη φύλαξη αυτού του εγκληματικού καθεστώτος. Να παραιτηθούν.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΥΓ.: Σχετικά με την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να μας επικηρύξει με το ποσό των 800.000 ευρώ, οφείλουμε να επισημάνουμε πως την βρίσκουμε αρκετά… φειδωλή στην προσπάθειά της να εξαρθρώσει τον Επαναστατικό Αγώνα.

Οι Αμερικάνοι από την άλλη, ενώ ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια στον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας», για τη σύλληψή μας δίνουν μόνο ένα εκατομμύριο δολάρια. Πάντως αυτοί αφήνουν να εννοηθεί πως… μπορεί να δώσουν κάτι παραπάνω. Για τους Έλληνες κεφαλοκυνηγούς όμως τι να πούμε; Μόνο με ένα από την πληθώρα των ομολόγων, με τα οποία Έλληνες κυβερνητικοί σε συνεργασία με τους τραπεζίτες και χρηματιστές συνδαιτυμόνες τους φεσώνουν τα ασφαλιστικά ταμεία, κερδίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Και προσφέρουν μόνο 800.000 για την εξάρθρωση του Ε.Α.; Ας πάρουν ένα μέρος μόνο από τα κέρδη που τους έχει αφήσει ένα μόνο από τα δομημένα ομόλογα που έχουν πουληθεί στα ασφαλιστικά ταμεία κι ας χρηματοδοτήσουν με ένα πιο… αξιοπρεπές ποσό την προσπάθεια εξεύρεσης ρουφιάνων. Πιστεύουμε πως οι ασφαλισμένοι θα δείξουν κατανόηση.

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 10-5-2007
(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

Posted in Uncategorized | Comments Off on 6η – 10/5/2007

5η – 25/1/2007

Στις 12 Ιανουαρίου 2007 και ώρα 6 π.μ. ο Επαναστατικός Αγώνας πραγματοποίησε επίθεση με ρουκέτα εναντίον της αμερικάνικης πρεσβείας στην Αθήνα, ξεφτιλίζοντας όλα τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας τόσο των Αμερικανών όσο και της Αστυνομίας. Η ενέργειά μας αυτή είναι η δική μας απάντηση στον εγκληματικό πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» που οι ΗΠΑ έχουν εξαπολύσει σε όλο τον πλανήτη με τη βοήθεια των κρατών – συνοδοιπόρων τους. Είναι η δική μας απάντηση στον πόλεμο που οι δολοφόνοι Αμερικάνοι και τα τσιράκια τους διεξάγουν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, στο βομβαρδισμό της Σομαλίας, στους νέους πολέμους που πρόκειται να πυροδοτήσουν προκειμένου να επιβάλουν τη Νέα Παγκόσμια Τάξη. Είναι μια απάντηση για την πολιτική τους στην Παλαιστίνη και τον Λίβανο, μια πολιτική που στόχο έχει την εξόντωση κάθε αντίστασης. Είναι μια απάντηση για τους φυλακισμένους του Γκουαντάναμο, για όλους τους φυλακισμένους – ομήρους του «αντιτρομοκρατικού» πολέμου. Τέλος, είναι και ένας χαιρετισμός προς όσους μάχονται ενάντια στην εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου νεοταξικού καθεστώτος, από το Ιράκ, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και τη Νιγηρία ως τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη.

Η ενέργειά μας αυτή ήταν μια κεντρική πολιτική παρέμβαση στο ρόλο του ελληνικού κράτους στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας», ανέδειξε την υποτέλεια της κυβέρνησης στην πολιτική των ΗΠΑ και αυτό αποδείχτηκε από το γεγονός ότι η αμερικανόδουλη Μπακογιάννη – ακολούθησε ασθμαίνοντας και ο αρχιπραίτωρ Πολύδωρας – έσπευσε να απολογηθεί στον Ρις, να του υποσχεθεί ότι η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να διαλευκανθεί η υπόθεση αλλά και για να προλάβει δυσμενείς συνέπειες που ούτως ή άλλως έχει αυτή η επίθεση στο μέτωπο κατά της «τρομοκρατίας», στο ρόλο του ελληνικού κράτους ως «στρατηγικού» εταίρου των ΗΠΑ σε πολιτικό επίπεδο αλλά και για τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες.

Το κράτος των ΗΠΑ με την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του ως πολεμική μηχανή, είναι η πρωτοπόρα δύναμη στις εγκληματικές επεμβάσεις διεθνώς. Από την αυγή της ανάδειξής της σε παγκόσμια υπερδύναμη, αμέτρητα είναι τα ιστορικά γεγονότα επεμβάσεων στο εσωτερικό χωρών και εναντίον κυβερνήσεων που δεν ακολουθούσαν την επιθυμητή προς την Ουάσινγκτον πολιτική, άλλοτε με εργαλείο τον στρατό, άλλοτε με οικονομικά εργαλεία, άλλοτε με τη δράση των μυστικών πρακτόρων της – των δολοφόνων της CIA και του FBI – που στεγάζονται στις πρεσβείες της. Ως ηγέτιδα δύναμη του μεταπολεμικού καπιταλισμού, και για όσο διαρκέσει η ικανότητά της να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία, θα μείνει στην ιστορία της ανθρωπότητας για τα ανδρείκελα που με αιματοβαμμένα πραξικοπήματα επέβαλε στην εξουσία πολλών χωρών, για τους πολέμους που εξαπέλυσε σε χώρες με στόχο την ανατροπή ανεπιθύμητων προς αυτή καθεστώτων, για τον οικονομικό στραγγαλισμό χωρών και τη λιμοκτονία λαών, για τις τρομοκρατικές της επεμβάσεις και δραστηριότητες, για τα εκατομμύρια των νεκρών που αφήνει πίσω της η εγκληματική πολιτική της. Στη μεταδιπολική εποχή, με τη μοναδική στρατιωτικοπολιτική διεθνή συμμαχία, το ΝΑΤΟ, υπό τον έλεγχό της και χρησιμοποιώντας το ως συμπληρωματική δύναμη στα σχέδιά της, εισήγαγε και προώθησε τη νέα πολεμική εκστρατεία, την «αντιτρομοκρατική», θέτοντάς την ως αιχμή για την επιβολή της Νέας Παγκόσμιας Τάξης. Άλλοτε με τη συναίνεση των υπολοίπων συμμαχικών κρατών, άλλοτε δρώντας στα πλαίσια της «συνεργασίας των προθύμων», πρωταγωνιστεί στις πολεμικές επιδρομές ανά τον κόσμο, καταστρέφοντας οικονομίες, διαλύοντας χώρες, αφανίζοντας λαούς. Το παλιό καλό σύνθημα, που εδώ και δεκαετίες ακούγεται στους δρόμους της Ελλάδας «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», αντανακλά με τον πιο περιεκτικό τρόπο τη φύση της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής.

Από την άλλη η Ευρώπη κρατά τα ηνία της υποκρισίας και της πολιτικής διγλωσσίας απέναντι στις δραστηριότητες της υπερδύναμης, καθώς δεν διαφοροποιείται ως προς την στρατηγική των ΗΠΑ παρά μόνο ως προς την τακτική και τα μέσα που κάθε φορά χρησιμοποιούνται. Κύρια αιτία αυτής της φαινομενικά διαφορετικής πολιτικής, που σε πολλές περιπτώσεις ανάγεται από τους ψεύτες τσαρλατάνους των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και ως «αξιακή» πολιτική διαφοροποίηση από τις ΗΠΑ – όπως έκαναν με τη μονομερή στρατιωτική επιδρομή εναντίον του Ιράκ -, είναι η ανισότητα στην πολεμική ισχύ, αφού τις ΗΠΑ και την Ευρώπη τις χωρίζει χάσμα στην τεχνολογία, άρα και στα πολεμικά μέσα. Σύσσωμες οι καθεστωτικές πολιτικές φωνές, με πολλές αριστερές συμπεριλαμβανομένων, ξεσπάθωσαν σε «αντιαμερικανικά» κηρύγματα κατά την επίθεση εναντίον του Ιράκ, ανάγοντας τον παραγκωνισμό του ΟΗΕ σε κυρίαρχο παράγοντα διαφοροποίησης με την αμερικάνικη πολιτική. Τον ΟΗΕ οι ΗΠΑ τον είχαν γραμμένο στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και κατά την επίθεση εναντίον της Σερβίας, όμως τότε τα «ανθρωπιστικά» αισθήματα των περισσότερων αριστερών στην Ευρώπη – η «προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ήταν η σημαία για την επέμβαση εκείνη – ήταν τόσο ισχυρά που «κατάπιαν» μ’ ευκολία την «καταπάτηση του διεθνούς δικαίου» από την υπερδύναμη. Μια άλλη γελοία παράμετρος της δημοφιλούς αντιαμερικάνικης πολιτικής στην Ευρώπη είναι ότι επικεντρώνει την κριτική της στην αιμοσταγή κυβέρνηση Μπους, αγνοώντας σκόπιμα το γεγονός ότι η μονομέρεια στην στρατιωτική δράση και η προληπτική «αντιτρομοκρατική» πολιτική δεν είναι επιλογή της πολεμοχαρούς ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης μόνο, αλλά καθολική στρατηγική του συνόλου της αμερικάνικης πολιτικής ελίτ. Όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι της σύγχρονης καθεστωτικής αριστεράς που, είτε άμεσα είτε έμμεσα, καταδεικνύουν την Ευρώπη ως την αντιπολίτευση στις ΗΠΑ και ως το «προοδευτικό» αντίβαρο στο «νεοσυντηρισμό» της υπερδύναμης, ως την πολιτική δύναμη που υπόσχεται έναν πιο ανθρώπινο κόσμο, είναι συνειδητοί απατεώνες.

Γνωρίζει όποιος έχει στοιχειώδη ικανότητα πολιτικής σκέψης σήμερα, ότι η Ευρώπη είναι σύμφωνη με τη συνολική αντιτρομοκρατική πολιτική την οποία και προωθεί με τα μέσα που διαθέτει, και πως όχι μόνο αποδέχεται τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή αλλά είναι αγκιστρωμένη και υποταγμένη στην υπερδύναμη, την οποία και αναγνωρίζει ως το μόνο ικανό παράγοντα για τη διατήρηση αυτού που στην καθεστωτική γλώσσα ονομάζεται «διεθνής ισορροπία», φράση που μεταφράζεται σε σταθερότητα, διεύρυνση, ενίσχυση του κυρίαρχου συστήματος με κάθε τίμημα.

Στην Ελλάδα οι ΗΠΑ σφράγισαν την πολιτική ζωή μας από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, πρώτα με τον εμφύλιο και στη συνέχεια με τη συστηματική παρουσία και την εμπλοκή τους σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της χώρας. Η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας από την υπερδύναμη όχι μόνο δεν φθίνει, αλλά αυξάνεται όλο και περισσότερο όσο προχωρά η πολιτικοοικονομική διεθνοποίηση του συστήματος. Παρά τα ψέματα περί αυτοκυρίαρχου ελληνικού κράτους που συνηθίζουν να εξαπολύουν οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να προωθούν στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης τις επιθυμητές προς την υπερεθνική ελίτ πολιτικές, την κορυφή στην ιεραρχία της οποίας καταλαμβάνει η αμερικάνικη ελίτ. Οι ΗΠΑ ήταν, είναι και θα είναι το μεγάλο αφεντικό για τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες, κυρίως μετά το τέλος της διπολικής εποχής, έκοψαν και τις φραστικές παρεκκλίσεις από το αμερικάνικο πολιτικό πλαίσιο και ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με κάθε επιλογή των ΗΠΑ σε όλα τα φλέγοντα ζητήματα που αφορούν την ευρύτερη περιοχή, από τα Βαλκάνια ως την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή. Το άνοιγμα στη διεθνή αγορά κορύφωσε την οικονομική εξάρτηση από την υπερεθνική ελίτ και η πολιτική αφοσίωση στην πολιτική των ΗΠΑ εκδηλώνεται σε όλα τα ζητήματα που εμπλέκεται το ελληνικό κράτος. Συγχρόνως, η ολοκληρωτική συστράτευση στην «αντιτρομοκρατική» πολιτική κατάφερε Αμερικάνοι πράκτορες να αλωνίζουν στο ελληνικό έδαφος, να παρακολουθούν με αφορμή τους ολυμπιακούς – και σε συνεργασία πάντα με τις ντόπιες μυστικές υπηρεσίες – τη ζωή των Ελλήνων, γεγονός που ήρθε στην επιφάνεια με το ζήτημα των τηλεφωνικών υποκλοπών.

Στην Ελλάδα, οι Αμερικάνοι είναι φίλοι και σύμμαχοι μόνο για τις κυβερνήσεις, για τους οικονομικά προνομιούχους, για όσους επωφελούνται οικονομικά και πολιτικά από τους σχεδιασμούς του αμερικάνικου κρατικού μηχανισμού. Όταν οι όποιοι καθεστωτικοί πολιτικοί μιλούν για τους ισχυρούς δεσμούς των Ελλήνων με τις ΗΠΑ, αναφέρονται στον εαυτό τους και δεν αντανακλούν την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Η πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν σε αυτό τον τόπο δεν πρόκειται να αλλάξουν την οπτική τους για την υπερδύναμη. Όσο και αν το επιθυμούν οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις, δεν μπορεί να απαλειφθεί από την ιστορική μνήμη του Έλληνα ούτε η αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών ούτε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Και ακριβώς σε αυτή την κοινή ιστορία βρίσκουν εύφορο έδαφος και αναπτύσσονται αισθήματα εχθρικά προς την πολιτική της αμερικάνικης πολιτικής εξουσίας, που μεγαλώνουν ακόμα περισσότερο όταν οι ΗΠΑ επεμβαίνουν στρατιωτικά σε άλλες χώρες.

Επίσης, γίνεται αντιληπτό από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο αυτού του τόπου, πως οι ελληνικές κυβερνήσεις που – εκτός από τις πολύμορφες συνδρομές τους στους νεοταξικούς πολέμους (στρατιωτικές, οικονομικές, πολιτικές) – γονυπετείς σπεύδουν να εξυπηρετήσουν τον πάσης φύσης και εθνικότητας πράκτορα – είτε είναι Αμερικάνος είτε Άγγλος είτε Ισραηλινός – στις προσπάθειές τους να πατάξουν την «τρομοκρατία» (η υπόθεση της απαγωγής των Πακιστανών με τη συνεργασία Άγγλων και Ελλήνων πρακτόρων είναι ακόμα ζωντανή στις μνήμες όλων), το μόνο που καταφέρνουν είναι να στιγματίζουν αρνητικά όλο και πιο έντονα τη χώρα μας.

Η επίθεσή μας στην πρεσβεία των ΗΠΑ είναι ένα μήνυμα πως στην Ελλάδα όχι μόνον δεν υπάρχει ευθυγράμμιση με την καθεστωτική πολιτική αλλά υπάρχει αγώνας. Υπάρχει αντίσταση, υπάρχει ένοπλος αγώνας ενάντια στη Νέα Τάξη. Και μόνο με αυτούς τους όρους στην εποχή μας δομείται μια ισχυρή σχέση αλληλεγγύης μεταξύ των λαών.

Αν μπορούσαμε να φανταστούμε μια γενικευμένη λαϊκή εξέγερση στην Ελλάδα, το οποίο ευχόμαστε και για το οποίο εξ άλλου προσπαθούμε με όλες μας τις δυνάμεις, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως το πρώτο κτίριο που θα κατεδαφιζόταν θα ήταν η αμερικάνικη πρεσβεία. Και το δεύτερο θα ήταν σίγουρα το κοινοβούλιο. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι μια επίθεση σαν αυτή που πραγματοποιήσαμε εναντίον του άντρου των Αμερικανών τρομοκρατών στην Αθήνα όχι μόνο δεν είναι καταδικαστέα από την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν σε αυτή τη χώρα, αλλά ήταν αιτία χαράς και ικανοποίησης, έστω και σιωπηλής κατά κάποιο τρόπο. Και είμαστε επίσης σίγουροι, ότι πολλοί άνθρωποι στην Παλαιστίνη, τον Λίβανο και το Ιράκ θα χάρηκαν με την επίθεση αυτή.

Κατά την επιδρομή του Ισραήλ εναντίον του Λιβάνου, επιχείρηση που είχε ως στόχο να συντρίψει την αντίσταση της Χεσμπολάχ, οι ΗΠΑ έδωσαν το πράσινο φως στο Ισραήλ να επιτεθεί και χωρίς περιστροφές προσπάθησαν να χορηγήσουν το μέγιστο δυνατό χρόνο για να επιτευχθεί ο στόχος. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, για άλλη μια φορά επέλεξαν τη διπρόσωπη στάση. Από τη μια δημοσίως έδειχναν να διαφωνούν με τις αμερικάνικες προτεραιότητες και επιχειρούσαν μια επιδερμική – και για να κρατήσουν τα προσχήματα απέναντι στους λαούς της Ευρώπης – κριτική, από την άλλη ενθάρρυναν τις ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να κερδίσουν χρόνο για λογαριασμό του Ισραήλ και ζητούσαν χαμηλόφωνα αλλά σταθερά από το ισραηλινό κράτος να τσακίσει τη Χεσμπολάχ και να πλήξει πολιτικά το Ιράν και τη Συρία. Εν τω μεταξύ η ευρωπαϊκή απόφαση που χαρακτηρίζει τη Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση, έχει παίξει το ρόλο της άμεσης επιβράβευσης στην πολιτική του Ισραήλ να καταπνίξει με κάθε τίμημα σε ανθρώπινες ζωές την παλαιστινιακή αντίσταση. Εξ άλλου η ίδια η Ευρώπη είναι αυτή που έχει καταδικάσει σε οικονομικό στραγγαλισμό την Παλαιστίνη λόγω της διακοπής της οικονομικής βοήθειας που παρείχε στη φτωχή αυτή χώρα.

Στόχος των ΗΠΑ, του Ισραήλ και των καθεστώτων της δύσης συνολικά είναι η αντίσταση. Η αντίσταση στο Ιράκ, η αντίσταση στο Αφγανιστάν, η αντίσταση στην Παλαιστίνη, η αντίσταση στον Λίβανο. Η αντίσταση στο εσωτερικό όλων των χωρών, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών. Όμως τελικά δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση.

Η Ιρακινή αντίσταση έχει ανοίξει μεγάλες πληγές στην υπερδύναμη και έχει μετατρέψει μια, κατά τις προβλέψεις των διαμορφωτών της νεοταξικής πολιτικής, αρχικά «σίγουρη νίκη» σε εφιάλτη, με δυναμική ικανή να ανατρέψει μέρος των νεοταξικών σχεδιασμών στην ευρύτερη περιοχή. Ο αντιαμερικανισμός σε όλη την περιοχή δυναμώνει, η αναγνωρισμένη από Ευρώπη και ΗΠΑ ως «τρομοκρατική» οργάνωση Χαμάς γίνεται κυβέρνηση της Παλαιστίνης, η αναζωπύρωση των επιθέσεων εναντίον των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν δημιουργεί πονοκέφαλο στο εσωτερικό της συμμαχίας, μια επικείμενη επέμβαση εναντίον τον Ιράν και της Συρίας προσκρούει στον σκεπτικισμό πολλών παραγόντων που συμμετέχουν στην αμερικάνικη στρατηγική στη Μέση Ανατολή. Ακόμη και στο εσωτερικό της αμερικάνικης κοινωνίας, η «αντιτρομοκρατική» πολιτική αμφισβητείται όλο και περισσότερο καθώς αυξάνονται οι Αμερικανοί στρατιώτες που επιστρέφουν «οριζοντίως» στη χώρα τους από τα μέτωπα του Ιράκ και του Αφγανιστάν.

Σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ πολλοί ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ θα υποχρεωθούν άμεσα σε αναδίπλωση, καθώς ο πόλεμος δείχνει να τις έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Πολλοί μιλούν για «βιετναμοποίηση» του Ιράκ και για την ανάγκη άμεσης απεμπλοκής. Ο παραλληλισμός του Ιράκ με το Βιετνάμ μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστο άστοχος καθώς η στρατηγική σημασία του Ιράκ αλλά και της ευρύτερης περιοχής για τα σχέδια επιβολής της Νέας Παγκόσμιας Τάξης δεν μπορεί να συγκριθεί με την σημασία που είχε στην εποχή του το Βιετνάμ. Η αποκλειστική εκμετάλλευση από τις πολυεθνικές των πλουτοπαραγωγικών πηγών όλης της Μέσης Ανατολής προκειμένου να συνεχιστεί η κούρσα της ανάπτυξης και ο πλήρης έλεγχος της τιμής του πετρελαίου από την υπερεθνική ελίτ, έχει ως σοβαρή προϋπόθεση την καθυπόταξη του ανυπότακτου Ιράκ. Το Ιράκ είναι ένα σημαντικό σημείο για την πολεμική εφόρμηση εναντίον του Ιράν, για την ασφυκτική πίεση ή και την στρατιωτική επίθεση εναντίον της Συρίας, για τον έλεγχο όλης της περιοχής, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση κάθε κοινωνικής αντίστασης. Και όσον αφορά τα γελοία ιδεολογήματα περί πολιτισμικής σύγκρουσης που αναμασά κυρίως η αμερικάνικη ελίτ, εμείς λέμε ότι όχι μόνο δεν πρόκειται για έναν τέτοιο ιδεολογικό πόλεμο – μια τέτοια οπτική βοηθά μόνο την υπερεθνική ελίτ και τις πολιτικές της – αλλά πρόκειται για μια βαθιά ταξική και κοινωνική σύγκρουση. Μια σύγκρουση μεταξύ της αναπτυγμένης δύσης και των αναπτυσσόμενων και υποανάπτυκτων καπιταλιστικά χωρών, μια σύγκρουση ανάμεσα στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο και τους απροσάρμοστους στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης λαούς, μια σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς που κατέχουν τον παγκόσμιο πλούτο και σε αυτούς που δεν πρέπει να κατέχουν τίποτα.

«Οι ΗΠΑ υποδαυλίζουν εμφύλιο πόλεμο»

Οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν το Ιράκ, αν πρώτα δεν εξαντλήσουν το σχέδιό τους για τον έλεγχο της χώρας. Και το σχέδιο αυτό δεν είναι άλλο από τη μεθοδική υποδαύλιση εμφυλίου πολέμου. Ήδη από το πρώτο μας κείμενο το 2004, είχαμε αναφερθεί σε αυτή την παράμετρο. Οι ΗΠΑ με το σύνταγμα που επέβαλαν είχαν ήδη κάνει το πρώτο πολιτικό βήμα για την έναρξη ενός εμφυλίου, που σταδιακά οδηγεί στον οριστικό διαμελισμό και συγκεκριμένα στην τριχοτόμηση της χώρας.

Η στρατηγική εξ άλλου των Αμερικανών για τη στήριξη των φιλοδυτικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, στρατηγική που εφαρμόζεται παράλληλα στην Παλαιστίνη και τον Λίβανο, επιδιώκει όχι μόνο να διασπάσει το αντιαμερικανικό μέτωπο που αναδεικνύεται όλο και πιο απειλητικό, αλλά να στρέψει πολιτικές δυνάμεις και λαούς τον έναν ενάντια στον άλλο. Είναι γνωστό ότι στην Παλαιστίνη στηρίζουν με όπλα και με χρήματα τον φιλοδυτικό ηγέτη της Φατάχ προκειμένου να αντιμετωπίσει την Χαμάς ενώ στον Λίβανο η Χεσμπολάχ έχει απέναντί της μια κυβέρνηση – ανδρείκελο των Αμερικανών που στηρίζει σύσσωμη η νεοϊμπεριαλιστική συμμαχία.

Όμως κοιτώντας στην προοπτική ενός εμφυλίου και από τη σκοπιά πάντα αυτού που αντιστέκεται – και αυτό το αντιλαμβάνονται καλύτερα αυτοί οι λαοί που στην ιστορία τους έχουν την εμπειρία ενός εμφυλίου -, το πρόβλημα δεν είναι αυτός που μάχεται ενάντια στον κατακτητή, αλλά αυτός που συνεργάζεται μαζί του.

Λίγο πριν ο Μπους εξαγγείλει τη νέα στρατηγική για το Ιράκ, που δεν είναι άλλη από την ολοκλήρωση της τριχοτόμησης και τη γενίκευση της ενδοϊρακινής αντιπαράθεσης όπως προαναφέραμε, η δημόσια εκτέλεση του Σαντάμ ήρθε να προστεθεί όχι μόνο ως πράξη παραδειγματισμού προς τα καθεστώτα που δεν συνεργάζονται με τις ΗΠΑ, αλλά και ως πράξη στιγματισμού των Σιιτών – και κατ’ επέκταση του Ιράν -, αφού αυτοί προβλήθηκαν ως οι δήμιοι. Ήταν μια ακόμη προσπάθεια των ΗΠΑ να υποδαυλίσουν το μίσος μεταξύ σιιτών – σουνιτών αλλά και να αποδυναμώσουν την πολιτική ισχύ του Ιράν στη Μέση Ανατολή, το οποίο σε συνεργασία με το Ισραήλ ετοιμάζονται να χτυπήσουν.

«Θα αναγκαστούν σε άτακτη υποχώρηση»

Στις συστάσεις διαφόρων «στρατηγικών αναλυτών» του αμερικάνικου κράτους, η απάντηση της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν η ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων στο Ιράκ. 25 χιλιάδες επιπλέον στρατιώτες στέλνονται στο Ιράκ και ο αριθμός τους αναμένεται να αυξάνεται κάθε μήνα. Η αντίσταση όμως συνεχίζεται και πιστεύουμε πως τελικά οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα ηττηθούν και θα εξαναγκασθούν σε άτακτη υποχώρηση. Η ήττα των Αμερικανών και των συμμάχων τους στο Ιράκ είναι κάτι που ελπίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη. Μια ήττα που τα επακόλουθά της θα επιδράσουν βαθύτατα το διεθνές πολιτικό και οικονομικό σύστημα και θα βοηθήσει στην ευρύτερη αποσταθεροποίηση του διεθνοποιημένου καθεστώτος.

Πώς θα μπορούσε ο ιρακινός λαός να δημιουργήσει τόσο σοβαρό πρόβλημα στην υπερδύναμη και τους συμμάχους της αν δεν επέλεγε την ένοπλη αντίσταση; Με ειρηνικές πορείες και διαμαρτυρίες, με ψηφίσματα, με τη συμμετοχή στην «κατοχική» κυβέρνηση; Πώς θα μπορούσε η Χεσμπολάχ ν’ αντισταθεί αποτελεσματικά στην ισραηλινή επιδρομή χωρίς τα όπλα και τις υποδομές της; Και πώς θα μπορέσει να διατηρήσει την ιδιότητά της ως οργάνωση αντίστασης αν δεν εμποδίσει τη συντονισμένη προσπάθεια των «δυτικών» κατοχικών στρατευμάτων που βρίσκονται στο Λίβανο να την αφοπλίσουν με τη βοήθεια των συνεργατών τους που βρίσκονται στη λιβανική κυβέρνηση; Και οι δύο περιπτώσεις δείχνουν πως η ένοπλη δράση και το αντάρτικο από αποφασισμένες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις είναι δυνατό να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε στρατούς με πολεμική υπεροπλία, να κλονίσει πολιτικά την υπερδύναμη, να δημιουργήσει ρωγμές στην «αντιτρομοκρατική» συμμαχία, να ανακόψει την επέλαση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης.

«Στην Ευρώπη, θα μας πουν οι απανταχού καλοθελητές του καθεστώτος, δεν έχουμε επεμβάσεις στρατιωτικές, δεν έχουμε πλέον δικτατορίες, δεν έχουμε ξενοκίνητες κυβερνήσεις, δεν χρειάζεται να αντισταθούμε ένοπλα. Έχουμε ένα δημοκρατικό πολίτευμα για το οποίο αρκεί η ψήφος κάθε τέσσερα χρόνια, αρκεί η συμμετοχή στις δημοσκοπήσεις και για τους πιο ανήσυχους πολιτικά, αρκεί η δράση της “κοινωνίας των πολιτών” και μέσα πάντα στα πλαίσια της νομιμότητας για να μπορέσουν οι άνθρωποι να ασκήσουν πίεση για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους». Ποιος πιστεύει σήμερα πως η ζωή μας βελτιώνεται με αυτές τις δραστηριότητες, με την παθητικότητα και με την ειρηνική διαμαρτυρία;

Η Ευρώπη είναι ήδη κατεχόμενη από τους Αμερικανούς και το ελεγχόμενο από αυτούς ΝΑΤΟ, με τις αμερικάνικες βάσεις, τα νατοϊκά στρατηγεία και υποστρατηγεία, τις συνεργαζόμενες κυβερνήσεις, τις αστυνομίες και τις ένοπλες δυνάμεις. Έχουμε τη μόνιμη απειλή από το ΝΑΤΟ που σύμφωνα με το νέο του δόγμα αναλαμβάνει αστυνομικό ρόλο και είναι έτοιμο για πιθανή επέμβαση σε χώρες-μέλη όπου πραγματοποιούνται σοβαρά αντάρτικα χτυπήματα αποσταθεροποίησης. Ζούμε σε συνθήκες ασφυκτικού αστυνομικού ελέγχου, με αλλεπάλληλες «αντιτρομοκρατικές» διατάξεις, παρακολουθήσεις με κάμερες, υποκλοπές.

Έχουμε πολιτεύματα που είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα με την επέκταση της παγκοσμιοποίησης σε όλον τον πλανήτη με όλα τα μέσα (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά), που εφαρμόζουν με μικρές διαφοροποιήσεις τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά δόγματα όπως αυτά διαμορφώνονται από τους υπερεθνικούς οικονομικούς οργανισμούς. Μια ελίτ κατέχει τον περισσότερο πλούτο του πλανήτη στα χέρια της ενώ οι πλειοψηφίες ζουν στην εργασιακή ανασφάλεια και τη φτώχεια. Η περιθωριοποίηση και η εξαθλίωση είναι η μόνιμη απειλή γι’ αυτούς που δεν προσαρμόζονται στο νεοφιλελεύθερο τυχοδιωκτισμό. Οι ορδές των αποκλεισμένων διαρκώς αυξάνονται. Και οι ορδές αυτές είναι που διαμορφώνουν τη νέα απειλή για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος.

Έχουμε κυβερνήσεις που το μόνο τους μέλημα είναι η διαφύλαξη των συμφερόντων της ντόπιας και υπερεθνικής άρχουσας τάξης. Υπάρχει η δικτατορία του δικομματισμού, όπου οι παθητικοποιημένες και απολίτικες μάζες ψηφίζουν τα κόμματα τα οποία στηρίζουν και στηρίζονται από την οικονομική ελίτ.

Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι ταγμένες στον «αντιτρομοκρατικό» πόλεμο, μετατρέπουν το έδαφος των χωρών μας σε βάσεις στρατοπέδευσης και εφόρμησης των πολεμικών μηχανών και συμμετέχουν άμεσα στις δολοφονικές επιδρομές ανά τον πλανήτη. Έχουμε καθεστώτα που προάγουν τη δικτατορία των μυστικών υπηρεσιών, των μπάτσων και των δικαστών στο όνομα της «αντιτρομοκρατικής» πολιτικής. Στα ευρωπαϊκά αεροδρόμια (συμπεριλαμβανομένων και ελληνικών) αλωνίζουν τα αεροσκάφη της CIA που μεταφέρουν απαχθέντες από όλα τα σημεία του πλανήτη, τα ευρωπαϊκά εδάφη γεμίζουν μυστικά «Γκουαντανάμο» με τη συγκατάθεση των κυβερνήσεων. Στην Ελλάδα, Αμερικανοί και Έλληνες πράκτορες με την παρακίνηση της ελληνικής κυβέρνησης – μαριονέτας στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ, παγιδεύουν τηλεφωνικά δίκτυα και παρακολουθούν τη ζωή μας.

Στα ελληνικά έκτακτα «στρατοδικεία» οι εντεταλμένοι της κυβέρνησης Έλληνες δικαστές ξεσκίζουν δημοσίως το ίδιο το αστικό δίκαιο που υποτίθεται ότι προασπίζουν, προκειμένου να διασφαλίσουν ισόβιες καταδίκες σε αγωνιστές, προκειμένου να εμπεδώσουν αυτό που νομίζουν ως «νίκη επί της αντίστασης», με πιο τρανό παράδειγμα την «υπόθεση 17Ν». Στην Ευρώπη δεν χρειάζεται να γίνει κανενός είδους στρατιωτική επέμβαση, γιατί η δικτατορία της Νέας οικονομικής και πολιτικής Τάξης είναι ήδη εδώ.

Η γενική πολιτική αποδοχή αυτού του νέου τύπου ολοκληρωτισμού που φαίνεται να κυριαρχεί, οφείλεται στη συναίνεση όλων των κομμάτων, των φερόμενων ως διανοούμενων της εποχής μας και των ΜΜΕ που δεσπόζουν στη διαμόρφωση της κυρίαρχης ιδεολογίας. Στα ίδια καθεστωτικά ανδρείκελα οφείλεται και η φερόμενη ως δεδομένη πολιτικά αναγνώριση της αντίστασης ως «τρομοκρατία». Η εγκατάλειψη του επαναστατικού οράματος έχει οδηγήσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στην παραίτηση ενώ η αριστερά, ως ειλικρινής προασπιστής της καθεστωτικής νομιμότητας, γελοιοποιεί κάθε έννοια αγώνα. Πολλοί άνθρωποι, ενώ αναζητούν διεξόδους δράσης, εγκαταλείπουν άρον – άρον τα κόμματα καθώς αντιλαμβάνονται την υποκρισία τους, ενώ αρκετοί αγωνιστές εκτός κομμάτων, επηρεασμένοι από το διάχυτο κλίμα συντηρητισμού και φόβου, αδρανοποιούνται εγκλωβισμένοι μέσα στα όλο και πιο στενά όρια της ανώδυνης διαμαρτυρίας. Το καθεστώς σήμερα λέει «πως μπορεί ο καθένας να έχει τις απόψεις του». Η συνέχεια αυτή της φράσης είναι «αρκεί να μην αμφισβητεί έμπρακτα την κυριαρχία μου».

«Κοινοβουλευτική δικτατορία που στηρίζεται στην τρομοκρατία»

Έχουμε μια κοινοβουλευτική δικτατορία που το έρεισμά της στην κοινωνία μειώνεται συνεχώς. Έχουμε ένα καθεστώς που όλο και περισσότερο θα στηρίζεται στην τρομοκρατία και τον φόβο ενώ η κοινωνική δυσαρέσκεια γίνεται όλο και πιο έντονη. Αυτό που μας λείπει είναι η απόφαση να αντισταθούμε δυναμικά. Να οργανώσουμε όλες τις πραγματικά αγωνιστικές δυνάμεις, να υπερβούμε το δίλημμα της συστημικής νομιμότητας, να πάψουμε να τους φοβόμαστε γιατί δεν είναι ανίκητοι. Το πόσο τρωτό είναι το καθεστώς θ’ αναδειχθεί από τις δικές μας νικηφόρες μάχες εναντίον του. Για να διώξουμε τις αμερικάνικες βάσεις και το ΝΑΤΟ από την χώρα μας και να ανατρέψουμε αυτούς που συνεργάζονται μαζί του. Για την ανατροπή αυτού του εγκληματικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, για την Επανάσταση.

Την ενέργειά μας την αφιερώνουμε στην ένοπλη ιρακινή Αντίσταση που έχει τσακίσει την αμερικάνικη πολεμική μηχανή, στην Χεσμπολάχ, που νίκησε τους Ισραηλινούς το περασμένο καλοκαίρι, στις ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις που μάχονται την ισραηλινή κατοχή, σε όλα τα αντικαπιταλιστικά και αντιμπεριαλιστικά κινήματα σε όλο τον κόσμο καθώς και στους πολιτικούς κρατούμενους αυτών των κινημάτων, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΥΓ. 1: Τα δυο τηλεφωνήματα που έγιναν μετά την ενέργειά μας εναντίον της αμερικάνικης πρεσβείας, δεν έγιναν από εμάς.

ΥΓ. 2: Σχετικά με διάφορα δημοσιεύματα που προκύπτουν από «διαρροές» της ασφάλειας και που στοχεύουν να χρεώσουν τον Επαναστατικό Αγώνα με διάφορες ενέργειες για τις οποίες δεν έχει αναληφθεί ευθύνη, εμείς ξεκαθαρίζουμε πως ευθυνόμαστε γι’ αυτές και μόνο τις ενέργειες για τις οποίες έχουμε αναλάβει την ευθύνη με προκήρυξη.

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 25-1-2007

(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

Posted in Uncategorized | Comments Off on 5η – 25/1/2007

4η – 8/6/2006

O «Eπαναστατικός Aγώνας» αναλαμβάνει την ευθύνη με τηλεχειριζόμενο μηχανισμό, για την απόπειρα εκτέλεσης κατά του πρώην υπουργού Δημόσιας Tάξης και νυν υπουργό Πολιτισμού Γεώργιου Bουλγαράκη, ενός από τα πιο σημαντικά μέλη του κυβερνώντος κόμματος της N.Δ., στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού K. Kαραμανλή και θερμού υποστηρικτή της Nέας Tάξης.

Aποφασίσαμε να τον χτυπήσουμε γιατί: Kατά την διάρκεια της θητείας του, το ελληνικό κράτος αναβαθμίστηκε στον τομέα της καθεστωτικής ασφάλειας -σε αυτό έπαιξε καταλυτικό ρόλο η διεξαγωγή των Oλυμπιακών Aγώνων-, και γιατί ως προϊστάμενος των αρχών ασφαλείας έχει ευθύνες για εγκλήματα κατά των λαών, κατά των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως είναι οι τηλεφωνικές υποκλοπές και οι απαγωγές των Πακιστανών μεταναστών εργαζομένων. Πέρα από αυτούς τους συγκεκριμένους λόγους, η ενέργεια αυτή χτυπά τη συμμετοχή του ελληνικού κράτους στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», τη νεοταξική πολιτική και τον ρόλο του ως «στρατηγικού εταίρου» των HΠA.

Eπειδή έχει γίνει πολύς λόγος για την τελευταία μας ενέργεια εναντίον του υπουργού Γιώργου Bουλγαράκη, τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο όσο και σε πολιτικό, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα.

Παρακολουθούσαμε τον Γ. Bουλγαράκη αρκετό καιρό πριν την ενέργεια και γνωρίζαμε πλήρως την αστυνομική δύναμη που είχε, καθώς και όλα τα οχήματα του ίδιου όσο και της ασφάλειάς του. Ξέραμε ότι παίρναμε μεγάλα ρίσκα, γιατί όπως ταιριάζει σε αρχιεγκληματίες και αρχιτρομοκράτες της εξουσίας, φυλασσόταν από αρκετούς ενόπλους. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην αναγνωρίσουμε το γνώριμο σε εμάς μαύρο Citroen C5 που τον συνόδευε πάντα και που τις περισσότερες φορές στάθμευε στην οδό Σαρανταπήχου μετά την διασταύρωση της Oίτης (στις 30 Mαΐου ήταν σταθμευμένο στο ίδιο σημείο) και τους μοτοσικλετιστές που τον συνόδευαν και που έμπαιναν ανάποδα στη Δοξαπατρή σχεδόν κάθε μέρα στις 7.00, ή το BMW που χρησιμοποιούσε καθημερινά, εκτός από ένα μικρό χρονικό διάστημα που χρησιμοποιούσε ένα ασημί Audi. Για το μόνο που δεν είμασταν σίγουροι, ήταν αν το BMW που χρησιμοποιούσε είχε θωράκιση και αν ναι, τι τύπου θωράκιση. Όμως παρ’ όλα αυτά, προχωρήσαμε στην πραγματοποίηση της απόπειρας γιατί την θεωρούσαμε πολιτικά πολύ σημαντική.

O τηλεχειριζόμενος μηχανισμός, αποτελούμενος από 2,5 κιλά εκρηκτικών, είχε τοποθετηθεί σε ποδήλατο στη συμβολή των οδών Δοξαπατρή και Σαρανταπήχου, ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα, σε ένα σημείο κατάλληλο όχι τόσο για την δική μας ασφάλεια, αφού η ενέργεια θα γινόταν κοντά στο σπίτι του και κάτω από τα βλέμματα των ενόπλων του C5 που άραζε σχεδόν μόνιμα στον περιφερειακό, ελέγχοντας την συμβολή των οδών Σαρανταπήχου και Δοξαπατρή, όσο γιατί απείχε αρκετά μέτρα από τα κοντινότερα σπίτια. Θα μπορούσαμε να στήσουμε την ενέδρα κατά την διάρκεια του δρομολογίου του, το οποίο επίσης γνωρίζαμε καλά, χωρίς να καταλάβει τίποτα η συνοδεία ασφαλείας, όμως θα ήταν σε πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή και με περισσότερους διερχόμενους. H ενέργεια θα γινόταν πριν τις οκτώ (ο Bουλγαράκης αναχωρούσε τις περισσότερες φορές μεταξύ 7.40 με 7.50) και σε διάστημα που το σχολείο δεν λειτουργούσε ενώ οι διερχόμενοι, πεζοί και οδηγοί, ήταν λίγοι.

Δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να κινδυνέψουν παιδιά ούτε κανείς άλλος (εννοείται ότι δεν μας απασχολούσε η σύζυγος του υπουργού ή τα παιδιά του) αφού δεν θα πυροδοτούσαμε τον μηχανισμό αν υπήρχε κοντά στο σημείο που θα διερχόταν η αυτοκινητοπομπή του Bουλγαράκη πεζός ή μηχανοκίνητο, όπως και έγινε. H ενέδρα που στήθηκε στις 30 Mαΐου, ήταν η δεύτερη. Eίχε προηγηθεί μια απόπειρα, την οποία ακυρώσαμε επειδή την ώρα που είχε σταματήσει η αυτοκινητοπομπή του Bουλγαράκη στη διασταύρωση όπου βρισκόταν η βόμβα, διερχόταν από το σημείο, κατεβαίνοντας την οδό Σαρανταπήχου προς το Kολωνάκι, ένας μοτοσικλετιστής. Tότε μάλιστα, πριν περάσει η αυτοκινητοπομπή, ο οδηγός του ασημί Audi, είχε αράξει πάνω στο σημείο και κοντά στο ποδήλατο, το οποίο του προκάλεσε την προσοχή, το πλησίασε, το παρατήρησε για λίγο, άγγιξε την τσάντα με τον μηχανισμό και μετά απομακρύνθηκε. Θα μπορούσαμε και είχαμε την ευκαιρία να τον τινάξουμε στον αέρα, όμως δεν οργανώσαμε ένα χτύπημα με τέτοια ρίσκα για να εκτελέσουμε απλά ένα μαντρόσκυλο του καθεστώτος.

Παρά τα όσα έχουν ανακοινωθεί για την ασφάλεια του Bουλγαράκη, έλεγχος από αστυνομικό των TEEM με σκύλο δεν γινόταν συχνά στη διασταύρωση των οδών Δοξαπατρή και Σαρανταπήχου. Mετά το επεισόδιο με τον οδηγό του Audi, τοποθετήσαμε το ποδήλατο χωρίς τον μηχανισμό στη συγκεκριμένη διασταύρωση, παρακολουθώντας τις αντιδράσεις των ασφαλιτών. Όλο το διάστημα που το ποδήλατο βρισκόταν εκεί ο αστυνομικός του TEEM με τον σκύλο εμφανίστηκε μόνο μια φορά, ο σκύλος μύρισε το ποδήλατο και έφυγε. Tις υπόλοιπες μέρες δεν έγινε έλεγχος στην διασταύρωση από το TEEM, ενώ το ποδήλατο βρισκόταν εκεί. Έτσι, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στην πραγματοποίηση της ενέργειας στο συγκεκριμένο σημείο. Στις 30 Mαΐου μετά τις 7 και 30, ο αστυνομικός των TEEM με τον σκύλο εμφανίστηκε μετά από αρκετές μέρες ξανά στη διασταύρωση και μπήκε στη Δοξαπατρή. Δεν γνωρίζαμε αν θα επανέλθει στη διασταύρωση για να κάνει έλεγχο στο σημείο. Όμως είμασταν υποχρεωμένοι να αποφασίσουμε επί τόπου, ή να περιμένουμε, με την πιθανότητα να ξαναγίνει έλεγχος και να αποκαλυφθεί η βόμβα ή να πυροδοτήσουμε το μηχανισμό νωρίτερα. Στην πρώτη περίπτωση, η πιθανή διέλευση ενός περίοικου από το σημείο, θα μας υποχρέωνε να μην πυροδοτήσουμε το μηχανισμό. Έτσι, η καλύτερη επιλογή ήταν να πυροδοτηθεί σε στιγμή που κανείς δεν διερχόταν από το σημείο.

Όσοι υποστηρίζουν ότι το χτύπημα ήταν «τυφλό» και ότι δεν υπήρχε μέριμνα για τυχόν διερχόμενους πολίτες, είναι απλά ψεύτες. Oι περισσότεροι δημοσιογράφοι απέδειξαν ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά φερέφωνα της εξουσίας, επαναλαμβάνοντας συνεχώς το ίδιο παραμύθι, ότι η επίθεση ήταν «τυφλή». Όμως και στις επιθέσεις που είχαν ως στόχο την πρόκληση υλικών ζημιών, στα υπουργεία Aπασχόλησης και Oικονομίας, ενώ είχαμε προειδοποιήσει έγκαιρα, πάλι ισχυρίζονταν ότι «οι επιθέσεις ήταν τυφλές» και πως… «από θαύμα δεν θρηνήσαμε θύματα».
Όσον αφορά τις δηλώσεις του ίδιου του Bουλγαράκη αλλά και άλλων βουλευτών της κυβέρνησης ότι «κινδύνεψε η οικογένεια του υπουργού», εμείς θα πούμε απλά ότι είναι γελοίες. Θα προσθέσουμε όμως πως τέτοιες δηλώσεις, πέρα από την αυτονόητη προσπάθεια να απαξιωθεί η επαναστατική δράση, αναδεικνύουν τόσο την πολιτική και προσωπική μικροψυχία του ίδιου του υπουργού όσο και έναν αισχρό πολιτικό καιροσκοπισμό από μεριάς του Bουλγαράκη αλλά και της υπόλοιπης κυβέρνησης, καθώς χρησιμοποιούν την γυναίκα και τα παιδιά του υπουργού για να καλύψουν τις πολιτικές τους ευθύνες και να δώσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στη θεωρία της «στοχοποίησης του υπουργού» από τα MME και τα κόμματα το τελευταίο διάστημα.
Tο γεγονός ότι δεν κάνουμε τις επιλογές μας με βάση την όποια ψηφοθηρική αντιπολίτευση κάνει το ΠAΣOK ή τα MME που στηρίζουν τους σοσιαλφιλελεύθερους σε αυτό τον τόπο, το αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε, ακόμα και η ίδια η κυβέρνηση. Aυτό όμως που έχει σημασία σε τέτοιου είδους δηλώσεις είναι ότι όχι μόνο υποδηλώνουν μια εδώ και καιρό προαποφασισμένη πολιτική στήριξη στον Bουλγαράκη και ότι επιχειρείται η καλύτερη εδραίωσή του στην υπουργική καρέκλα, αλλά, και κυρίως, προαναγγέλλουν την συνέχιση, αν όχι την όξυνση, αυτής της πολιτικής στην οποία βασίστηκαν οι δυο υποθέσεις της απαγωγής των Πακιστανών και των τηλεφωνικών υποκλοπών, προαναγγέλλουν νέα σκληρότερα μέτρα στο όνομα της «αντιτρομοκρατικής» πολιτικής. Nα είναι σίγουροι ότι θα μας ξαναβρούν μπροστά τους.

Ξέρουμε ότι καμία ευθύνη δεν πρόκειται να αποδοθεί για τις υποκλοπές και τις απαγωγές των Πακιστανών από την κρατική «δικαιοσύνη». H μόνη δικαιοσύνη που θα μπορούσε να αποδοθεί θα ήταν η εκτέλεση του Bουλγαράκη. Kι αν αποτύχαμε τώρα λόγω μιας άτυχης συγκυρίας, δεν σημαίνει ότι θα αποτύχουμε την επόμενη φορά που θα επιλέξουμε να χτυπήσουμε κάποιο κάθαρμα της πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας .

Η τρομοκρατία των μαζικών παρακολουθήσεων

Mε αφορμή τους Oλυμπιακούς Aγώνες -οι οποίοι ευνόησαν ποικιλοτρόπως την ελληνική οικονομική και πολιτική ελίτ-, κατά την περίοδο των οποίων υπουργός Δημόσιας Tάξης ήταν ο Γιώργος Bουλγαράκης, νέες διατάξεις εμπλούτισαν την «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία, ενώ εφαρμόστηκε στην Eλλάδα για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση το νέο «αμυντικό δόγμα» του ενιαίου χώρου στρατιωτικής και αστυνομικής επίβλεψης. NATO και μυστικές υπηρεσίες από πολλές χώρες αλώνιζαν στη χώρα πριν και κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών, προσκεκλημένοι της κυβέρνησης και με την ανοχή των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Στα μέτρα ασφαλείας των ολυμπιακών συμπεριλαμβάνονταν και οι μαζικές τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτών και ο ίδιος ο Bουλγαράκης ανέλαβε να πείσει τις πολυεθνικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών να συνεργαστούν με το κράτος για την πραγματοποίησή τους. H συνέχιση, ή καλύτερα η αύξηση των παρακολουθήσεων και μετά τους ολυμπιακούς τόσο από τις ελληνικές όσο και από τις ξένες μυστικές υπηρεσίες αποκαλείται σκάνδαλο, όχι γιατί έδωσε μια άνευ προηγουμένου διάσταση στην αστυνόμευση της ζωής όλων μας -όπως και θα έπρεπε-, αλλά γιατί έγινε παρακάμπτοντας υπάρχουσες θεσμικές αρχές και νόμους. H νέα εφιαλτική εποχή της χωρίς περιορισμούς παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, που συνιστά μέρος της προληπτικής δράσης των κρατών της «Δύσης» για την ασφάλεια του καθεστώτος, είναι αυτό που σηματοδοτήθηκε με το πρόγραμμα μαμούθ των παρακολουθήσεων, ένα πρόγραμμα που την ευθύνη για την εφαρμογή και τη συνέχισή του ανέλαβε ο πρώην υπουργός Δημόσιας Tάξης. Aυτός είναι υπεύθυνος για την έναρξη, τη συνέχισή τους, αυτός είναι υπεύθυνος για την παραχώρηση της άδειας στους εγκληματίες των αμερικάνικων υπηρεσιών CIA και NSA να θεωρούν τον ελλαδικό χώρο ως χώρο συμφερόντων τους, αυτός είναι υπεύθυνος που πράκτορες διαφόρων εθνικοτήτων παρακολουθούν τις ζωές μας. H ευθύνη του πρωθυπουργού K. Kαραμανλή σε αυτή την ιστορία, ως πολιτικός προϊστάμενος του Bουλγαράκη, είναι για μας δεδομένη.

H φαιδρή συνέντευξη Tύπου των τριών υπουργών της κυβέρνησης για την… «ενημέρωση του λαού για τις υποκλοπές» -σε στιγμή που, προφανώς, δεν μπορούσε να παραμείνει κρατικό μυστικό για λόγους που ούτε γνωρίζουμε ούτε μας αφορούν-, δεν ήταν απλώς ένα επικοινωνιακό τρικ, αλλά ήταν προσπάθεια αξιοποίησης του γεγονότος πολιτικά, αφού συνιστούσε μια απόπειρα να θυματοποιηθεί η κυβέρνηση -δεδομένου ότι στα τηλέφωνα που ανακοινώθηκαν είχαν φροντίσει να συμπεριλάβουν πρωθυπουργικά και υπουργικά-, να αποποιηθεί, ως θύμα, τις πολιτικές ευθύνες της. Tο σύνολο των τηλεφώνων που κατά κυβερνητική επιλογή ανακοινώθηκαν, υποδείκνυαν τις απέλπιδες προσπάθειες των εμπλεκομένων να δημιουργήσουν μια εικόνα, κατά την οποία καθεστωτικοί πολιτικοί και αντιφρονούντες, υπουργοί, πρωθυπουργός και πρόσωπα αντίθετα στο σύστημα, βρίσκονται υπό παρακολούθηση από κάποιον «άγνωστο» παράγοντα. Kαι ενώ οι υπουργοί που συμμετείχαν στην εν λόγω συνέντευξη τύπου, αρνήθηκαν ότι γνώριζαν ποιοι είναι οι φυσικοί αυτουργοί των υποκλοπών, φωτογράφισαν ως έδρα των δραστηριοτήτων τους την αμερικάνικη πρεσβεία. Συγχρόνως, στην ίδια συνέντευξη τύπου επιχειρήθηκε η υποβάθμιση του γεγονότος ως «απειλή για την εθνική ασφάλεια», αφού κανένα από τα υπό παρακολούθηση τηλέφωνα των κρατικών αξιωματούχων δεν ήταν προς επαγγελματική χρήση αλλά προς… προσωπική.

Έτσι, η κυβέρνηση έφτασε στο γνωστό αδιέξοδο, τη μια στιγμή να φωτογραφίζει το «Mεγάλο Aδελφό» και την άλλη να αρνείται ότι πρόκειται για Aμερικάνους, φοβούμενη τις διπλωματικές επιπλοκές με την υπερδύναμη. Όμως είναι ως ένα βαθμό βολικό για την κυβέρνηση να πιστέψουμε όλοι πως οι τηλεφωνικές υποκλοπές έγιναν αποκλειστικά και μόνο από αμερικάνικες υπηρεσίες, εν αγνοία της κυβέρνησης και των ελληνικών υπηρεσιών ασφαλείας, με την EYΠ να προβάλλεται ως αθώα μες στην «ανικανότητά» της να συμμετέχει σε τέτοιας διάστασης παρακολουθήσεις, λόγω του «απαρχαιωμένου» της εξοπλισμού. Kαι δεν πρόκειται ποτέ να ομολογήσουν ούτε τον ακριβή αριθμό των προσώπων που βρίσκονταν υπό παρακολούθηση και την ταυτότητά τους ούτε πως οι ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας διοχέτευσαν στους Aμερικάνους λίστες υπόπτων για «τρομοκρατική» δράση και τηλεφώνων που πρέπει να παρακολουθούνται, ούτε πως η EYΠ και η «αντιτρομοκρατική» συνεργάστηκαν με τους Aμερικάνους για την ανεύρεση τηλεφώνων και ότι υπήρξαν αποδέκτες των αποτελεσμάτων των παρακολουθήσεων.

Eίναι πλέον γνωστό πως οι μαζικές παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από κινητά, ξεκίνησε με την αρωγή σε τεχνολογικό εξοπλισμό της EYΠ από τη CIA και με την εκχώρηση από τους Aμερικάνους του απαραίτητου λογισμικού για την πραγματοποίηση των υποκλοπών κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών. H προμήθεια υπερσύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης κινητών τηλεφώνων από την «αντιτρομοκρατική» και από την EYΠ, για τα οποία ο πρώην υπουργός Δημ. Tάξης ξόδεψε πάνω από 6 εκατομμύρια ευρώ, ολοκληρώνεται αυτή την περίοδο. Όλες οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας με αναβαθμισμένα πλέον τα δίκτυά τους ύστερα από την οικονομική στήριξη από την κυβέρνηση (και με τα λεφτά των Eλλήνων και μεταναστών εκμεταλλευόμενων), μπορούν να εξυπηρετούν την όποια «δυτική» κυβέρνηση έχει τα οικονομικά και τεχνολογικά μέσα να παρακολουθεί όποιον θέλει και όποτε θέλει. Παράλληλα, ο εξοπλισμός της EYΠ με σύγχρονα συστήματα εντοπισμού και παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μπορεί να διασφαλίζει τη μεγαλύτερη ευελιξία των πρακτόρων στις επιχειρήσεις τους.
Tόσο η συγκεκριμένη υπόθεση τηλεφωνικών υποκλοπών που βγήκε στη δημοσιότητα, όσο και υποθέσεις που μένουν ακόμα αδημοσιοποίητες (ένα άλλο δίκτυο τηλεφωνικών υποκλοπών από ιταλικές μυστικές υπηρεσίες στην Eλλάδα, αφού είδε στιγμιαία το φως της δημοσιότητας, θάφτηκε επιτυχώς από την κυβέρνηση και τα MME), καθιστούν ολοφάνερο ακόμα και στους πιο αφελείς πως οι αμερικάνικες, και όχι μόνο, κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας βρίσκονται πλέον μόνιμα σε ανοιχτή γραμμή με την ζωή στην Eλλάδα και καταγράφουν τα στοιχεία αυτά που θεωρούν αξιοποιήσιμα για την «αντιτρομοκρατική» τους πολιτική.
H ελληνική κυβέρνηση, επίσης, διευρύνει την πολιτική αστυνόμευσης και δεν πρόκειται η αποκάλυψη ενός μόνο τμήματος του σχεδίου παρακολούθησης, αυτό που αφορά το δίκτυο της Vodafone, να την ανακόψει.

Aυτό που μέχρι τώρα γνωρίσαμε ως «σκάνδαλο των υποκλοπών», είναι μια μόνο διάσταση από την τεράστια επιχείρηση των μαζικών παρακολουθήσεων που ξεκίνησε επί υπουργίας του Bουλγαράκη, μια στιγμή στην πορεία καθολίκευσης της επιτήρησης, αστυνόμευσης και καταστολής. Kαι σε αυτή την πορεία συμβάλλει η οδηγία που αποφάσισαν να τεθεί σε ισχύ οι υπουργοί δικαιοσύνης της E.E. στις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη και η οποία προβλέπει την παρακολούθηση των τηλεφωνικών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών όλων των Eυρωπαίων και την αποθήκευσή τους από τις «αντιτρομοκρατικές» υπηρεσίες και τις εταιρείες τηλεπικοινωνίας, ενώ επιτρέπεται και η εμπορική χρήση τους από τις εταιρείες. Kυβερνήσεις, μυστικές υπηρεσίες και πολυεθνικές έχουν η καθεμία το δικό της συμφέρον από μια όλο και πιο στενή συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας ενώ μέσω νομοσχεδίων και συμφωνιών κατοχυρώνεται και θεσμικά η εντεινόμενη αλληλεξάρτηση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας -η γνωστή ως διαπλοκή- προς εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του υπερεθνικού καθεστώτος.
Oι υποκλοπές που έγιναν με την σύμπραξη και συνεργασία πολυεθνικών, κυβερνήσεων, μυστικών υπηρεσιών και δικαστικής εξουσίας για χάρη, κατ’ αρχήν, της ασφάλειας του συστήματος, κατέδειξε πως η τεχνολογία αιχμής είναι κινητήρια δύναμη για την ένταση του ελέγχου και της καταστολής την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Παράλληλα λειτούργησε καθοριστικά στην διαδικασία διαμόρφωσης του ενιαίου χώρου επιτήρησης, «πρόληψης» και καταστολής που επιζητεί διακαώς η αμερικάνικη αλλά και η ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία, προκειμένου να περιφρουρήσει το παγκοσμιοποιημένο πλέον οικονομικό και πολιτικό σύστημα. H διαδικασία συγκέντρωσης υπερεξουσιών στα χέρια αστυνομικών υπηρεσιών, πρακτόρων και δικαστικών είναι επίσης, μια αναγκαία συνθήκη η οποία προωθείται από το ελληνικό κράτος άλλοτε νόμιμα, μέσω νόμων και διαταγμάτων, άλλοτε εκτός του νομικού πλαισίου (υποκλοπές), πάντοτε όμως εντός του ευρύτερα αποδεκτού πολιτικού κλίματος. Kαι επειδή δεν έχουμε απέναντί μας ένα απρόσωπο σύστημα, αλλά άτομα που με τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους καθορίζουν τις εξελίξεις, ας γίνει κατανοητό πως ο καθένας από αυτούς που με τις ενέργειές τους συμβάλλει στη διαμόρφωση του νέου ολοκληρωτισμού, θα έρθει κάποια στιγμή αντιμέτωπος με το κόστος των επιλογών του.

Oι απαγωγές των Πακιστανών και η στοχοποίηση της χώρας
Eπόμενος λόγος της επίθεσης είναι η υπόθεση των απαγωγών, του βασανισμού και των ανακρίσεων από ελληνικές και αγγλικές μυστικές υπηρεσίες των 28 Πακιστανών τον Iούλιο του 2005 και αμέσως μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο. H συντονισμένη επιχείρηση των απαγωγών σε Πετράλωνα, Oινόφυτα και Iωάννινα, αφορούσε μια διακρατική επιχείρηση, αφού αποφασίστηκε από κυβερνητικούς παράγοντες των δύο χωρών και κατόπιν αιτήματος της βρετανικής πλευράς. Oι υπουργοί εξωτερικών των δυο χωρών ήταν σε πλήρη συνεννόηση ενώ από την πρώτη στιγμή ήταν ενήμερος και ο Kαραμανλής. Yπό την εποπτεία κυβερνητικών και των δύο χωρών, ένα δίκτυο από Έλληνες, Bρετανούς και Aμερικάνους πράκτορες έδρασε τον Iούλιο του 2005, και αξιοποιώντας πληροφορίες που παρείχαν οι ελληνικές αρχές, εντόπισαν και απήγαγαν τους 28 μετανάστες από το Πακιστάν, τους οποίους και υπέβαλαν σε πολύωρες ή και πολυήμερες ανακρίσεις, τους απείλησαν και τους βασάνισαν, τους εκβίασαν προκειμένου να μην αποκαλύψουν τα όσα έζησαν.
Eνώ στην υπόθεση των υποκλοπών που ήταν αδύνατη η απόκρυψή τους, η κυβέρνηση υιοθέτησε την τακτική της «αυτοθυματοποίησης» για να αποποιηθεί τις ευθύνες της και να αποκρύψει τον ρόλο της σε αυτές, στην υπόθεση των Πακιστανών η «γραμμή» ήταν η πλήρης άρνηση του γεγονότος, η απαξίωση των μεταναστών -τους οποίους η κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει και ως κύκλωμα δουλεμπόρων- και ο χαρακτηρισμός των καταγγελιών ως προβοκάτσια. O πρώην υπουργός Δημόσιας Tάξης και ο πρωθυπουργός θεώρησαν πως δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν περισσότερο αξιόπιστοι οι «τριτοκοσμικοί» Πακιστανοί, από τους «αξιοσέβαστους δυτικούς αξιωματούχους».

Eνώ η υπόθεση αυτή, που έγινε το καλοκαίρι του 2005, καταγγέλθηκε αμέσως από τους απαχθέντες και έγιναν μηνύσεις και αυτές δημοσιοποιήθηκαν στον ελληνικό τύπο, αγνοήθηκε επιδεικτικά από τις δικαστικές αρχές και την κυβέρνηση, μέχρι τη στιγμή που άρχισε να προβάλλεται από τα αγγλικά MME τον περασμένο Δεκέμβριο, οπότε και πήρε μια μεγαλύτερη διάσταση και στην Eλλάδα. H επικίνδυνα μεγάλη δημοσιοποίηση που πήρε η υπόθεση από MME ελληνικά και ξένα και η διαρροή των ονομάτων κάποιων από τους πράκτορες που συμμετείχαν (βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ύστερα από την δημοσιοποίηση των ονομάτων δήλωναν πως Έλληνες συνάδελφοί τους «φέρθηκαν με επιπολαιότητα αχρηστεύοντας ένα πετυχημένο δίκτυο πρακτόρων»), κλόνισε στιγμιαία την πίστη του τότε υπουργού Δημόσιας Tάξης στην αρχική «γραμμή» της διάψευσης των καταγγελιών, αφήνοντας στις δημόσιες τοποθετήσεις του να εννοηθεί πως «μπορεί να έγιναν οι απαγωγές από Bρετανούς με τη συμμετοχή κάποιου “ανεξέλεγκτου πολιτικά τμήματος της EYΠ”, εν αγνοία της κυβέρνησης». Oι αντιφατικές δηλώσεις δίνουν και παίρνουν και κανείς πλέον δεν πιστεύει τον υπουργό. Kαι ενώ η πολιτική σύγχυση της κυβέρνησης για τον τρόπο αντιμετώπισης του γεγονότος παρέμενε -με τον υπουργό Δικαιοσύνης αρχικά να δηλώνει ότι οι καταγγελίες ερευνώνται, αδειάζοντας τον Bουλγαράκη όταν αυτός δήλωνε την ανυπαρξία του θέματος-, Έλληνες, Bρετανοί και Πακιστανοί πράκτορες ανέλαβαν να απαλλάξουν την ελληνική κυβέρνηση από τον πολιτικό αυτόν μπελά, προσπαθώντας να συνετίσουν τους Πακιστανούς που έκαναν τις καταγγελίες, είτε χρηματίζοντάς τους είτε απειλώντας τους, όπως ακριβώς αρμόζει σε μαφιόζικες συμμορίες.
Aρχικά, η πρακτική αυτή έδειχνε να αποφέρει καρπούς, αφού πολλοί, κάτω από την πίεση του φόβου, ανακάλεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις και άλλοι εγκατέλειψαν τη χώρα. Όμως η καλή αυτή εξέλιξη δεν κράτησε για πολύ και οι απαχθέντες επανήλθαν για να στηρίξουν τις καταγγελίες τους, γυρίζοντας την πλάτη στην τρομοκρατία που συστηματικά τους ασκούσε η συμμορία των αρχών ασφαλείας.
Aναφορικά με τις αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες τοποθετήσεις υπουργών σχετικά με το αν έγιναν ή όχι οι απαγωγές, και αν ναι από ποιους, η πλέον θρασύτατη, αλλά και φαιδρή συγχρόνως, έγινε πρόσφατα από τον νυν υπουργό Δημόσιας Tάξης, B. Πολύδωρα, ο οποίος δήλωσε πως οι Πακιστανοί «επιδίδονται στο σπορ της αλληλοαρπαγής», σε αντίθεση με το πόρισμα Λινού, που λέει ότι έγιναν απαγωγές. Mε τις δηλώσεις του Πολύδωρα έγινε σαφές πως η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να καλύψει όχι μόνο τον Bουλγαράκη -αυτό θα έπρεπε να θεωρείται από την πρώτη στιγμή δεδομένο από όσους αντιλαμβάνονται τις πολιτικές μεταβολές της εποχής μας, μέρος των οποίων είναι το συγκεκριμένο γεγονός-, αλλά και όσους άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται με τις απαγωγές -με τα λεγόμενά του εξ άλλου, κάλυψε πλήρως την EYΠ-, αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να προφυλαχθεί ολόκληρη η κυβέρνηση και κυρίως ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με του οποίου την έγκριση έγιναν οι απαγωγές.
H στάση του ΠAΣOK υπήρξε συνεπής ως προς την πολιτική κατεύθυνση των σοσιαλφιλελεύθερων στον «αντιτρομοκρατικό» πόλεμο, αφού δήλωσε πως «συναινεί στις διεθνείς συνεργασίες για την πάταξη της τρομοκρατίας» και πως στόχος του είναι «ο έλεγχος της κυβέρνησης ως προς τους χειρισμούς της προκειμένου να μην γίνει λάθος». Yπενθύμισε στην κυβέρνηση ότι έχουμε πλέον νόμους (οι νόμοι για τη δικαστική συνδρομή και τη συνεργασία μεταξύ κρατών της E.E. και μεταξύ E.E. και HΠA για την «τρομοκρατία», οι οποίοι ψηφίστηκαν επί κυβερνήσεως ΠAΣOK τον Iούνιο του 2003) που επιτρέπουν τις αθρόες και με νομική κάλυψη απαγωγές «υπόπτων», κατόπιν εντολής ξένου κράτους, τις ανακρίσεις σε συνεργασία με ξένες υπηρεσίες ασφαλείας. Mε βάση το υπάρχον νομικό πλαίσιο δεν χρειάζεται πλέον να προβαίνει καμιά πολιτική αρχή σε εκτός του νομικού πλαισίου ενέργειες, όπως είναι οι μυστικές απαγωγές με κουκούλες των «υπόπτων». Όπως αποκάλυψε αξιωματικός του υπουργείου Δημ. Tάξης, οι απαγωγές έγιναν με τον τρόπο που έγιναν, χωρίς δηλαδή εισαγγελικό ένταλμα, γιατί θα χανόταν πολύτιμος χρόνος για τέτοιου είδους επιχείρηση και υπήρχε ο κίνδυνος να διαρρεύσει στον τύπο. Όσον αφορά τους βασανισμούς και τις κακοποιήσεις δεν υπήρξε ιδιαίτερη ενασχόληση αφού έχει πλέον γίνει πολύ «θολό» τι συνιστά βασανισμό κατά την ανάκριση και σε αυτή τη «σύγχυση» για τα ελληνικά δεδομένα έχει συμβάλει η μεθοδολογία κατά τις ανακρίσεις των συλληφθέντων για συμμετοχή στην 17N που διεκπεραιώθηκε επί ΠAΣOK, καθώς επίσης και οι συνθήκες κράτησης υπό καθεστώς απομόνωσης που εγκαινίασε η ΠAΣOKική κυβέρνηση για όσους κατηγορούνται για συμμετοχή σε «τρομοκρατικές» οργανώσεις. Έτσι, βουλευτές του ΠAΣOK ρωτούσαν την κυβέρνηση δημοσίως γιατί το αρνείται αφού δεν έχει κανένα επί της ουσίας λόγο. H κυβέρνηση «σήκωσε το γάντι» που της πέταξε η αντιπολίτευση και ο Bουλγαράκης μέσα στη βουλή υιοθέτησε αυτή τη γραμμή, ανακοινώνοντας πως η κυβέρνηση δεν έχει κανένα λόγο να προβαίνει σε τέτοιες «τζεημσμποντικές» μεθόδους, πως αν θέλει να κάνει προσαγωγές τις κάνει νομίμως και ανακοίνωσε τους χιλιάδες ελέγχους μεταναστών που έγιναν ύστερα από το αίτημα της αγγλικής MI6 και που οδήγησαν σε «νόμιμες» προσαγωγές, συλλήψεις, φυλακίσεις και απελάσεις τον Iούλιο και τον Aύγουστο του 2005, αλλά και του Δεκεμβρίου, κατόπιν σύστασης της αμερικάνικης διπλωματίας ότι επίκειται επίθεση στην αμερικάνικη πρεσβεία στην Aθήνα.
Tο γεγονός της απαγωγής των μεταναστών και τα όσα αυτή συμπεριελάμβανε, συνιστά μια εγκληματική ενέργεια τόσο για τα όσα υπέστησαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αλλά και γιατί δημιουργούν ένα κλίμα τρομοκρατίας που με οργανωμένο τρόπο στρέφεται κατά των μεταναστών που ζουν στην Eλλάδα. H μεγάλη σημασία όμως της συγκεκριμένης υπόθεσης οφείλεται στην πολιτική της διάσταση, η οποία υπερβαίνει σε σημασία τα πολλά περιστατικά αστυνομικής βίας και βασανιστηρίων σε μετανάστες, όπως στην περίπτωση των Aφγανών στο αστ. τμήμα του Aγ. Παντελεήμονα το 2004 και δημιούργησε ένα άσχημο πολιτικό προηγούμενο, καθώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πράξη πολέμου με τους μουσουλμάνους μετανάστες που ζουν στη χώρα μας και με το μουσουλμανικό και αραβικό κόσμο γενικότερα. Kατά την άποψή μας, είναι μια πράξη πολέμου για την οποία ευθύνονται συγκεκριμένα ο Bουλγαράκης και η ελληνική κυβέρνηση. Eυθύνεται η αντιπολίτευση γιατί τα χρόνια της διακυβέρνησής της έστρωσε το δρόμο για τέτοιου είδους γεγονότα και προωθεί την πολιτική αυτή που γεννά και θρέφει τέτοιες εγκληματικές ενέργειες. Kαι να τονίσουμε πως για εμάς, οι μαζικές «νόμιμες» προσαγωγές και ανακρίσεις αποτελούν επίσης εγκληματικές πρακτικές αφού δημιουργούν ένα μόνιμο κλίμα ανασφάλειας και τρομοκρατίας για τους μετανάστες.

O συνεχώς αυξανόμενος βαθμός εμπλοκής του ελληνικού κράτους στις στρατιωτικές και αστυνομικές επιχειρήσεις της «αντιτρομοκρατικής συμμαχίας», καθιστά όλο και πιο επισφαλή τη διατήρηση του φιλοαραβικού πολιτικού προφίλ που πρόβαλλαν οι ελληνικές κυβερνήσεις από την δεκαετία του ’80. H πλήρης παραχώρηση εναέριου και θαλάσσιου χώρου στην εκστρατεία κατά του Iράκ, η αύξηση της ελληνικής παρουσίας στην κατοχή του Aφγανιστάν και τελευταία, η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αναλάβει την εκπαίδευση Iρακινών σωμάτων ασφαλείας, δεν αφήνει περιθώρια για τη διατήρηση της προσχηματικής πολιτικής αποστασιοποίησης από τη νεοαποικιοκρατική κατεύθυνση των «δυτικών συμμάχων». H υπόθεση της απαγωγής των Πακιστανών αποκάλυψε την πραγματική οπτική της ελληνικής κυβέρνησης στην αντιτρομοκρατική εκστρατεία, που είναι η απροκάλυπτη συστράτευση στην όποια εγκληματική επιχείρηση επιβάλλεται στο όνομα της «ασφάλειας». Kαθώς τα περιθώρια ελιγμών του ελληνικού κράτους είναι πλέον ανύπαρκτα και καθώς η χώρα έχει στοχοποιηθεί με τους κρατικούς χειρισμούς και επιλογές, μέλημα των αντικαθεστωτικών επαναστατικών δυνάμεων δεν μπορούν να είναι οι προσπάθειες επαναφοράς μιας πιο ήπιας πολιτικής στο πλαίσιο της «καταστολής και πρόληψης του τρομοκρατικού κινδύνου».

Oι απαγωγές των Πακιστανών έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην απόφαση της οργάνωσης να προχωρήσει σε αυτή την ενέργεια. Γιατί όπως είπαμε και παραπάνω αποτελεί μία πολεμική πράξη εναντίον μουσουλμάνων και μπορεί να αποτελέσει αιτία αντιποίνων από ένοπλους ισλαμιστές. Kαι οι επιθέσεις στη Mαδρίτη και στο Λονδίνο αποδεικνύουν ότι τα θύματα αυτών των αντιποίνων δεν είναι οι κρατικοί αξιωματούχοι που παίρνουν τις εγκληματικές αποφάσεις, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Kαραμανλής και ο Bουλγαράκης, αλλά οι λαοί οι οποίοι υφίστανται τις συνέπειες των εγκληματικών πολιτικών. Δεν παραβλέπουμε όμως και την ευθύνη των ίδιων των λαών της Eυρώπης και των HΠA, στο βαθμό που ανέχονται ή μένουν απαθείς στη νεοϊμπεριαλιστική πολιτική των κυβερνήσεών τους εναντίον των λαών του Tρίτου Kόσμου.

Oι ένοπλες επαναστατικές ενέργειες εναντίον της νεοταξικής πολιτικής στο εσωτερικό των χωρών που μετέχουν στην διεθνή νεοϊμπεριαλιστική συμμαχία όπως είναι η Eλλάδα, δομούν ένα κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των αντιστεκόμενων λαών, επιδιώκουν την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής διεθνούς αλληλεγγύης με όσους πλήττονται από την Nέα Παγκόσμια οικονομική και πολιτική Tάξη και κατ’ επέκταση, μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στα πολεμικά αντίποινα των ενόπλων ισλαμιστών.

Aν ο ελληνικός λαός αφήσει να κλιμακωθεί αυτή η πολιτική του ελληνικού κράτους κατά των λαών – στόχων της Nέας Tάξης, τότε εκτιμούμε πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να δούμε παρόμοιες επιθέσεις με αυτές της Mαδρίτης και του Λονδίνου και εδώ.

Το υπερεθνικό παρακράτος

Οι υπερεξουσίες που έχουν πλέον παραχωρήσει οι κυβερνήσεις στις υπηρεσίες ασφαλείας και η δεδομένη πλέον πολιτική βούληση των δυτικών κυβερνήσεων να εφαρμόζουν το δόγμα της προληπτικής «αντιτρομοκρατικής» δράσης με κάθε μέσο, παραβαίνοντας, αν και όποτε χρειάζεται, το νομικό πλαίσιο που οι ίδιες υποτίθεται πως υπηρετούν, καταργούν τις όποιες αποστάσεις «πολιτικής ασφαλείας» μεταξύ κράτους και παρακράτους όπως τις γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα οι ίδιες οι κυβερνήσεις πλέον να λειτουργούν όλο και περισσότερο στη σκιά, να αποκτούν όλο και περισσότερα χαρακτηριστικά παρακρατικών συμμοριών. Μέσα στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης και το Μαξίμου μεθοδεύονται και αποφασίζονται ποικίλης φύσης εγκληματικές ενέργειες, όχι γιατί η κυβέρνηση υφίσταται κάποια ανυπόφορη πίεση από τους προϊσταμένους εταίρους της, αλλά γιατί η ελληνική πολιτική ελίτ έχει πλέον χωνέψει πως ο βαθμός της συνδρομής της στον «αντιτρομοκρατικό» πόλεμο θα καθορίσει και τη δυνατότητα της αναβάθμισής της στο «πάνθεον» της διεθνούς πολιτικής ελιτ.

Μέχρι χθες προσεγγίζαμε την έννοια του «παρακράτους» ως τον μηχανισμό – παραπαίδι του κυρίως κρατικού μηχανισμού που χρησίμευε είτε για να κάνει τις «βρόμικες» και εκτός νομικού πλαισίου δουλειές για λογαριασμό των κυβερνήσεων είτε για να εξυπηρετεί συμφέροντα ξένων κυβερνήσεων, παίζοντας το ρόλο του ρυθμιστή των εσωτερικών εξελίξεων προς κατευθύνσεις που εξυπηρετούσαν αλλοδαπούς πολιτικούς στόχους και συμφέροντα.

Σήμερα, οι παρακρατικές μέθοδοι σχεδιάζονται και εφαρμόζονται μέσα στα υπουργικά γραφεία, προκειμένου να εξυπηρετηθούν αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα της «διεθνούς κοινότητας», δηλαδή της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Πρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση που αφορά την περίοδο όπου, αφενός η έννοια της εθνικής κυριαρχίας χάνει διαρκώς τη βαρύτητά της, αφετέρου η υπερεθνική πολιτική κυριαρχία δεν έχει μορφοποιηθεί θεσμικά και οι στόχοι της, με κύριο τον τομέα της ασφάλειας του καθεστώτος, αποφασίζονται και υλοποιούνται με βάση τους συσχετισμούς δύναμης στο εσωτερικό της υπερεθνικής ελίτ και όποτε αυτό χρειάζεται, μυστικά και στο σκοτάδι. Ένα υπερεθνικό κράτος υπό την αιγίδα των ΗΠΑ υπάρχει και λειτουργεί άτυπα, υπογείως και μυστικά ως υπερεθνικό παρακράτος και αντιμετωπίζει τις επιμέρους χώρες ως τομείς και ζώνες συμφερόντων του. Αυτό το υπερεθνικό δίκτυο που απαρτίζεται από κυβερνήσεις, υπηρεσίες ασφαλείας, δικαστικούς κύκλους, οικονομικούς παράγοντες, διεξάγει, βοηθά, καλύπτει την όποια εγκληματική επιχείρηση γίνεται στον πλανήτη στο όνομα πάντα του «αντιτρομοκρατικού» πολέμου. Οι απαγωγές και εξαφανίσεις ανθρώπων καθημερινά από κάθε γωνιά του πλανήτη, ακόμα και μικρών παιδιών, οι «μυστικές» φυλακές υπόπτων για «τρομοκρατική δράση» σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες -συμπεριλαμβανομένης και της βάσης στη Σούδα-, για τις οποίες καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση «δεν γνωρίζει τίποτα», οι «μυστικές» πτήσεις των αεροπλάνων της CIA από το ένα ευρωπαϊκό αεροδρόμιο στο άλλο -συμπεριλαμβανομένων και διαφόρων ελληνικών-, τα «σκάνδαλα» των τηλεφωνικών υποκλοπών που «σκάνε» σε διάφορες χώρες, χωρίς οι εκάστοτε κυβερνήσεις να «γνωρίζουν» επίσης τίποτα, είναι σημεία της εποχής όπου αναδύεται το υπερεθνικό παρακράτος.

Οι «δυτικές» κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών, θα δρουν ως παρακρατικές συμμορίες καθ’ όλη την περίοδο όπου οι ενδοσυστημικές αντιφάσεις και διαφορές συνεχίσουν να υφίστανται και μέχρις ότου η πορεία συγκεντρωτισμού της πολιτικής εξουσίας αδρανοποιήσει ή εξαλείψει εντελώς αυτούς τους αναχρονιστικούς θεσμικούς ή πολιτικούς παράγοντες του συστήματος που ο ρόλος τους αφορούσε μια προηγούμενη φάση της κυριαρχίας και σήμερα δημιουργούν προσκόμματα στη λειτουργία του διεθνοποιημένου καθεστώτος. Ως προς τις ενδοσυστημικές αντιφάσεις και διαφορές που αναφέρουμε, να τονίσουμε πως δεν αφορούν την στρατηγική της διεθνούς πολιτικής, αλλά ζητήματα μεθόδου, χρόνου και τακτικής που αυτή η πολιτική πρέπει να εφαρμόζεται, καθώς επίσης και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό των ελίτ για τις ισορροπίες και τις ιεραρχίες του συστήματος.

Ο συνεχής εμπλουτισμός του ήδη υπάρχοντος «αντιτρομοκρατικού» νομικού οπλοστασίου και η νομιμοποίηση πρακτικών που μέχρι σήμερα γίνονταν στο σκοτάδι, όπως οι απαγωγές των Πακιστανών και οι υποκλοπές από ελληνικές και ξένες μυστικές υπηρεσίες, η πολιτική απαξίωση και ο παραγκωνισμός θεσμικών οργάνων (π.χ. «ανεξάρτητες αρχές»), που υπάγονται σε αναχρονιστικούς ρόλους μέσα στο σύστημα και ο πλήρης πολιτικός έλεγχος των μηχανισμών άσκησης της εξουσίας, είναι διαδικασίες αναγκαίες για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού συγκεντρωτισμού των εξουσιών στα χέρια μιας μειοψηφικής πολιτικής ελίτ, για να μπει στην τελική ευθεία η πορεία διαμόρφωσης ενός σύγχρονου ολοκληρωτικού καθεστώτος. Και όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο η παρακρατική συμπεριφορά των κυβερνήσεων δεν θα είναι αναγκαία, αφού τα εγκλήματα των «δυτικών» κυβερνήσεων κατά της ανθρωπότητας θα έχουν γίνει καθολική πολιτική επιλογή για την ασφάλεια του συστήματος και θα γίνονται απροκάλυπτα.
Οι «καινοτομίες» που πρωτοεφάρμοσαν οι ΗΠΑ στο Γκουαντανάμο, οι απαγωγές, η επ’ αόριστο κράτηση χωρίς απαγγελία κατηγοριών, οι βασανισμοί, οι κουκούλες, η μη αναγνώριση της ιδιότητας του αιχμαλώτου πολέμου, η κατάργηση της συνθήκης της Γενεύης και η αναστολή των συνταγματικά κατοχυρωμένων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», για τα οποία υποτίθεται πως αγωνίζονται οι ΗΠΑ και η νεοϊμπεριαλιστική συμμαχία, σε μερικά χρόνια θα είναι γραπτός νόμος σε όλη την «δημοκρατική» Δύση και δεν θα υπάρχει κανένα πρόσκομμα ή νομικό κώλυμα για την καθολική εφαρμογή τους. Πριν φτάσουμε σε αυτό το σημείο όπου η παρακολούθηση, καταγραφή και ανάλυση της ζωής και της προσωπικότητάς μας από τους κυβερνώντες γίνει καθολικός νόμος, πριν οι απαγωγές, οι βασανισμοί, οι φυλακίσεις, οι «εξαφανίσεις» και η εξόντωση «υπόπτων» γίνει καθημερινό φαινόμενο, η εξωθεσμική δυναμική πολιτική απάντηση σε αυτούς που διαμορφώνουν με τις επιλογές τους τον σύγχρονο κόσμο είναι αναγκαία. Η απάθεια, η αδυναμία κατανόησης του γεγονότος πως η προοπτική της καθολικής επιτήρησης περνά μέσα από την «αντιτρομοκρατική πολιτική», η απουσία συλλογικής αντίδρασης σε αυτά τα φαινόμενα, το μόνο που εγγυάται είναι μια πιο ενισχυμένη εξουσία, μια ακόμη περισσότερο ανίσχυρη, διαλυμένη, φοβισμένη, παθητική κοινωνία. Εγγυάται αυτό που κάθε πολιτική εξουσία ονειρεύεται: την πλήρη υποταγή των υπηκόων και τον θρίαμβο του σύγχρονου ολοκληρωτισμού.

Για τη διαμόρφωση αυτού του ονειρεμένου για τους εξουσιαστές κόσμου, ο Βουλγαράκης πρόσφερε πολλά μέσα σε μισή μόνο θητεία. Η προσφορά του εκτιμήθηκε από τον πρωθυπουργό που αποφάσισε να τον προφυλάξει πολιτικά, δίνοντάς του με τον ανασχηματισμό το υπουργείο Πολιτισμού. Η μετάθεσή του αυτή όμως δεν τον απαλλάσσει από τις μέχρι τώρα ευθύνες του, όπως θα ήθελε να πιστεύει. Για τις επαναστατικές δυνάμεις αυτού του τόπου, είναι ένοχος εγκλημάτων που αν αγνοηθούν θα έχουν αυτόματα νομιμοποιηθεί.

Η θεωρία και εφαρμογή τής «σύγκρουσης των πολιτισμών»
Η Νέα Παγκόσμια Τάξη έχοντας ως πολιτική – στρατιωτική αιχμή τον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» χρειάζεται και ένα ιδεολογικό εργαλείο με το οποίο θα ορίζεται ένα σημείο συνοχής για τους επιτιθέμενους και παράλληλα, ένας τρόπος πρόσδεσης των υπηκόων του «δυτικού κόσμου» στην πολιτική κατεύθυνση που εξυπηρετεί τους ηγεμόνες τους. Το ιδεολογικό αυτό εργαλείο προσφέρει στις μέρες μας η θεωρία της «σύγκρουσης των πολιτισμών», θεωρία που συγκροτήθηκε από τον Σάμιουελ Χάντιγκτον, κατά παραγγελία της «συντηρητικής» πτέρυγας της αμερικάνικης πολιτικής ελίτ.

Τα ψυχροπολεμικά σύνορα του κόσμου που χώριζαν τον πλανήτη στον «ελεύθερο» και «εκτός του σιδηρούν παραπετάσματος» κόσμο και τον «κόσμο της καταπίεσης και της ανελευθερίας», σήμερα χαράζονται εκ νέου από την υπερεθνική ελίτ και τους επιστρατευμένους πολιτικούς αναλυτές που την υπηρετούν με βάση τους πολιτισμούς -στους οποίους εξέχουσα θέση δίνεται στις θρησκείες- και τις μεταξύ τους «αγεφύρωτες» αντιπαραθέσεις. Το «αγεφύρωτες» αφορά την ίδια την κατά Χάντιγκτον ανάλυση, αφού «οι διαφορές που αφορούν υλικά συμφέροντα μπορεί να συζητηθούν και συχνά να διευθετηθούν με συμβιβασμό», ενώ «οι διαφορές που αναφέρονται σε πολιτιστικά συμφέροντα δεν γίνεται να συζητηθούν». Γι’ αυτό, η θεωρία της πολιτισμικής σύγκρουσης εξυπηρετεί την κυριαρχία και για έναν ακόμη λόγο. Προδικάζει την προοπτική της ολοκληρωτικής και μη αναστρέψιμης ρήξης της «δυτικής» ηγεμονίας με μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η προβολή του «ισλαμικού κινδύνου» ως τη νέα πρόκληση της εποχής μας και άρα ως πρωτεύον στόχο της «αντιτρομοκρατικής» πολιτικής, και η αποσιώπηση των πραγματικών αιτιών που οι πληθυσμοί της Μέσης Ανατολής, της Ασίας, της Βόρειας Αφρικής και αλλού αντιδρούν στις πολιτικές και οικονομικές κατευθύνσεις της «δυτικής» νεοαποικιοκρατίας, επιβεβαιώνουν τη συστράτευση των «δυτικών» πολιτικών ηγεσιών στο ιδεολογικό άρμα της «πολιτιστικής αντιπαράθεσης». Σε μια περίοδο που το βασικό συστατικό της οικονομικής πολιτικής των ελίτ είναι η εξώθηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων των «δυτικών» κοινωνιών στο περιθώριο, η εντεινόμενη εξαθλίωση των πληθυσμών της περιφέρειας που αφήνει πίσω της η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση γίνεται κανόνας. Τα θύματα της παγκοσμιοποίησης στην περιφέρεια του συστήματος, μέσω του ιδεολογήματος της «σύγκρουσης των πολιτισμών» προβάλλονται ως θύτες που εξαπολύουν αιματηρές επιθέσεις εναντίον των «δυτικών» κοινωνιών, επειδή «μισούν τον τρόπο ζωής μας», επειδή «θέλουν να επιβάλουν το Ισλάμ», επειδή είναι «φανατικοί», επειδή «αρνούνται την πρόοδο», επειδή «θέλουν την οπισθοδρόμηση, την επιστροφή στο μεσαίωνα».
Και εδώ επιβεβαιώνεται σε πολλαπλάσια κλίμακα αυτό που έλεγε ο Όργουελ στο «1984», όπου η εξουσία παρουσιάζει το ψέμα ως αλήθεια και την σκλαβιά ως ελευθερία. Έτσι, η επιθετική «Δύση» παρουσιάζεται ως αμυνόμενη.
Στην κατεύθυνση της χάραξης των νέων διαχωρισμών και συνόρων ανάμεσα στους λαούς εργάζεται εδώ και καιρό η Ευρώπη. Στο στρατιωτικό επίπεδο κάθε ευρωπαϊκή χώρα συνεισφέρει στα μέτωπα του Ιράκ και του Αφγανιστάν αναλόγως των πολιτικών αντοχών της κάθε κυβέρνησης, οι οποίες ορίζονται και από τον βαθμό ανοχής της κοινωνίας την οποία κυβερνά. Στο διπλωματικό επίπεδο η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ υψώνει τα τείχη του οικονομικού αποκλεισμού των Παλαιστινίων, καταδικάζοντας έναν ολόκληρο λαό σε ακόμα μεγαλύτερη ανέχεια γιατί επέλεξε -μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών που η «δύση», υποτίθεται, προωθούσε- την Χαμάς για κυβέρνηση, την οποία η ελίτ της «δύσης» έχει χαρακτηρίσει «τρομοκρατική» οργάνωση. Με την απόφαση της Ε.Ε. να απαγορεύσει την παροχή οικονομικής βοήθειας στην Παλαιστίνη, απόφαση που στηρίζεται στην άποψη ότι οι Παλαιστίνιοι πρέπει να υποστούν το τίμημα της επιλογής τους να ψηφίσουν τη Χαμάς, νομιμοποιεί και την επιθετική πολιτική του Ισραήλ που βομβαρδίζει ανενόχλητο τις περιοχές των Παλαιστινίων. Παράλληλα, δημιουργείται ένα πολιτικό κλίμα απομόνωσης του Ιράν και μια σειρά πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων που θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της χώρας. Στο «πολιτισμικό» επίπεδο η Ευρώπη «προωθεί την ελευθερία του λόγου» δημοσιεύοντας στα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, σκίτσα που «σατιρίζουν» τους «αλλόθρησκους». Οι εξεγέρσεις που σημειώθηκαν σε πολλές μουσουλμανικές χώρες και που στράφηκαν κατά ευρωπαϊκών κτιρίων και συμβόλων, αντιμετωπίστηκαν από τα «δυτικά» ΜΜΕ ως προσπάθειες που στρέφονταν εναντίον της «ελευθερίας του λόγου», μια αξία που, αναμφισβήτητα, χαρακτηρίζει τα πλήρως ελεγχόμενα από το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο ευρωπαϊκά ΜΜΕ… Και όλα αυτά ενώ η ζωή των μουσουλμάνων μεταναστών που ζουν στην Ευρώπη παίρνει κάθε μέρα και πιο εφιαλτικές διαστάσεις με τις παρακολουθήσεις, τις αθρόες προσαγωγές, τις απαγωγές, τις «εξαφανίσεις» στα «άγνωστα» Γκουαντανάμο της «ελεύθερης Δύσης».
Και ενώ η Ευρώπη εκδηλώνει με κάθε πρόσφορο μέσο την συστράτευσή της στον «πολιτισμικό πόλεμο», το αμερικανικό Πεντάγωνο έχει έτοιμη την στρατηγική του «μακροχρόνιου πολέμου», την ανακοινώνει, και καλεί προς επιστράτευση όλη την υπερεθνική ελίτ και τις εθνικές πολιτικές εξουσίες. Σύμφωνα με το νέο πολεμικό δόγμα ο εν λόγω «μακροχρόνιος πόλεμος»θα στρέφεται εναντίον της «προσπάθειας επιβολής μιας παγκόσμιας εξτρεμιστικής ισλαμικής αυτοκρατορίας» που θέλει «να βυθίσει τον ελεύθερο δυτικό κόσμο στον σκοταδισμό μιας θεοκρατικής δικτατορίας», θα διεξάγεται σε δεκάδες χώρες ταυτοχρόνως επί πολλά χρόνια, με πολύπλοκες επιχειρήσεις με τη συμμετοχή αμερικανών στρατιωτικών, κρατικών υπηρεσιών και διεθνών εταίρων, από την Αφρική, τη Μέση Ανατολή έως και την Απω Ανατολή και με τη σύσφιξη των σχέσεων της «Δύσης» με τα καθεστώτα – συμμάχους στον «πόλεμο κατά του εξτρεμιστικού ισλάμ». Και η χώρα που θα αντιμετωπίσει πρώτη το νέο δόγμα επίθεσης των ΗΠΑ και των συμμάχων της είναι το Ιράν, με τη βάση της Σούδας να παίζει για μια ακόμη φορά καθοριστικό ρόλο στις νεοταξικές πολεμικές επιχειρήσεις, εμπλέκοντας την Ελλάδα ακόμα πιο στενά σε μια ορατή προοπτική γενικευμένης πολεμικής ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή.

Ο ρόλος της «στρατηγικής υποτέλειας»

Η ανακήρυξη της Ελλάδας ως «στρατηγικού εταίρου των ΗΠΑ» από την αμερικάνικη κυβέρνηση, υποδηλώνει τις αυξημένες απαιτήσεις και προσδοκίες της υπερδύναμης από την ελληνική κυβέρνηση, εν όψει των επόμενων πολιτικών και στρατιωτικών κινήσεων για την εγκαθίδρυση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης στην ευρύτερη περιοχή και στηρίζεται στη βεβαιότητα από μεριάς των Αμερικάνων ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συστρατευτεί μαζί τους. Αυτή τους η βεβαιότητα βασίζεται, κατ’ αρχήν, στην δεδομένη και «παραδοσιακή» πολιτική υποτελείας του ελληνικού κράτους στην αμερικάνικη ηγεμονία. Σε αυτή την πολιτική υποτελείας τόσο το ελληνικό κράτος όσο και η ελληνική οικονομική ελίτ, στηρίζουν εδώ και χρόνια τις φιλοδοξίες τους να παίξουν τον ρόλο του στρατηγικού πολιτικού και οικονομικού αντίστοιχα παράγοντα στην περιοχή των Βαλκανίων και της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η αναβάθμιση της ελληνικής ελίτ επιχειρείται με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική συνδρομή της στις μέχρι τώρα επιχειρήσεις για την επιβολή της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, είτε πρόκειται για την πρώην Γιουγκοσλαβία είτε για το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ο νέος τίτλος «τιμής» που προσέδωσε πρόσφατα η αμερικάνικη κυβέρνηση στην Ελλάδα, αναγνωρίζοντάς την ως «στρατηγικό εταίρο», βασίζεται στη βεβαιότητα από μεριάς της υπερδύναμης ότι η ελληνική κυβέρνηση υιοθετεί ως ελληνικά συμφέροντα τα συμφέροντα των ΗΠΑ και ότι είναι δεδομένη η συμμετοχή της Ελλάδας στο νέο μοντέλο συνεργασίας για τις επικείμενες νεοταξικές πολιτικές και στρατιωτικές εκστρατείες, που ονομάζεται «συμμαχία των προθύμων».
Με την επίσκεψη στην Αθήνα της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, η υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, υποσχέθηκε την διπλωματική και πολιτική συνδρομή της Ελλάδας στο θέμα του Ιράν και θα ψηφίσει υπέρ της επικείμενης επιβολής κυρώσεων. Στο πλαίσιο των στρατιωτικών διευκολύνσεων για την προαποφασισμένη στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ιράν, ο νέος υπουργός Εθν. Αμύνης, Μεϊμαράκης, βιάστηκε να διευκρινίσει ότι οι ΗΠΑ μπορούν εν λευκώ και χωρίς άδεια να χρησιμοποιούν την βάση της Σούδας όταν αυτοί κρίνουν ότι την χρειάζονται. Εξ άλλου, όπως δήλωσε ο ίδιος, «η Ελλάδα έχει συμβατικές υποχρεώσεις απέναντι στους συμμάχους της και πρέπει να τις εκπληρώνει», καθιστώντας ανούσιες τις δηλώσεις κύκλων του υπουργείου Εξωτερικών που έλεγαν ότι δεν ζητήθηκε καμία τέτοιου είδους συνδρομή. Παράλληλα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. προωθεί εδώ και καιρό κάτω από την αθώα ονομασία «Πρωτόκολλο Συμφωνίας και Συναντίληψης», την παραχώρηση της δυνατότητας στο ΝΑΤΟ να χρησιμοποιεί εν λευκώ και χωρίς άδεια το ελληνικό έδαφος, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, πολεμικά και εμπορικά σκάφη, ακόμη και να δεσμεύει περιουσίες όποτε χρειάζεται. Με βάση αυτό το πρωτόκολλο παρέχονται υπερεξουσίες στον νατοϊκό διοικητή, ο οποίος μπορεί και να αποφασίζει έτσι ώστε ένα μεγάλο ποσοστό της οικονομικής επιβάρυνσης να φορτώνεται στην πλάτη του ελληνικού λαού. Σε περίοδο μάλιστα που η κυβέρνηση προσπαθεί να «μειώσει» τις κρατικές δαπάνες, αρνείται να δώσει αυξήσεις σε εργαζόμενους και συνταξιούχους, καταδικάζοντας όλο και περισσότερους στη φτώχεια και την εξαθλίωση, το γενικό λογιστήριο του κράτους έχει καταρτίσει έκθεση όπου το κόστος για την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής προϋπολογίζεται ως απροσδιόριστο!!

Τέτοιου είδους συμφωνίες δεν συνιστούν απλά μια σχέση υποτέλειας ή κηδεμονίας αλλά συνιστούν μια κατάσταση κατάκτησης και κατοχής αντίστοιχη -τηρουμένων των αναλογιών- με αυτή που παλιότερες γενιές σε αυτό τον τόπο γνώρισαν το 1941-44 από τις δυνάμεις του Άξονα.

Αυτή την πολιτική θα ακολουθήσει η ελληνική κυβέρνηση, κάνοντας τις απαραίτητες παραχωρήσεις σε μια σειρά ζητήματα, όπως στο Κυπριακό, στο ζήτημα του ονόματος της Σλαβικής Μακεδονίας (FYROM), στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου (ντε φάκτο αποδοχή της ανεξαρτησίας παρά τις δηλώσεις περί μη αλλαγής συνόρων), στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Και η Τούρκοι στρατοκράτορες και πολιτικοί επιδίδονται σε σκληρά παζάρια προκειμένου να προβούν σε διευκολύνσεις προς τις ΗΠΑ και όποτε θεωρούν ότι διακυβεύονται τα συμφέροντά τους γυρίζουν την πλάτη στους υπερατλαντικούς τους συμμάχους -όπως έκαναν με την εισβολή στο Ιράκ το 2003 για την οποία δεν δώσανε την άδεια χρησιμοποίησης της βάσης του Ιντσιρλίκ λόγω της συμμαχίας των ΗΠΑ με τους Κούρδους στο Βόρειο Ιράκ και όπως αποφάσισαν και τώρα με την περίπτωση του Ιράν-, οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, ως πιο «γενναιόδωρες» από τους γείτονές τους, προσφέρουν ανεπιφύλακτα γη και ύδωρ για την επίτευξη των νεοταξικών στόχων.

Να μετατρέψουμε τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» σε κοινωνική επανάσταση
Εμείς, έχουμε ήδη πει, πως ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» αποτελεί την αιχμή στην πορεία επιβολής της Νέας Παγκόσμιας Τάξης με πολιτικοστρατιωτικά μέσα και θέτει ως στόχους τα κράτη που δεν ελέγχονται πλήρως από την υπερεθνική ελίτ, που δεν συμμορφώνονται με τις πολιτικές και οικονομικές απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου συστήματος και δεν ελέγχονται πλήρως από την υπερεθνική εξουσία (κράτη – «ταραξίες» ή κράτη – «τρομοκράτες»), τα κινήματα αντίστασης της ημιπεριφέρειας και της περιφέρειας και τους λαούς που αρνούνται να αφομοιωθούν, τα κινήματα αντίστασης στο εσωτερικό των ΗΠΑ και της Ε.Ε. που εμπεριέχουν στοιχεία ριζοσπαστικής αντιπαράθεσης με το σύστημα ή που μπορεί να αποτελέσουν χώρους εκκόλαψης ανατρεπτικών πολιτικών. Σε όλο τον πλανήτη η υπερεθνική ελίτ με τον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας», στον οποίο επικεφαλής βρίσκονται οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, δείχνει τη σιδερένια της γροθιά, με απώτερο στόχο την εξόντωση κάθε μορφής αντίστασης στο καθεστώς, τον πλήρη έλεγχο και την υποταγή.
Τα γεωπολιτικά συμφέροντα της υπερεθνικής ελίτ στη Μέση Ανατολή και η σημασία της περιοχής στην ενεργειακή σκακιέρα, η τεράστια σημασία που έχει για την οικονομική παγκοσμιοποίηση η επανεκκίνηση της πολεμικής βιομηχανίας που σήμανε με τον «αντιτρομοκρατικό» πόλεμο, τα ευρύτερα οικονομικά συμφέροντα που σχετίζονται με τους σύγχρονους πολέμους, η προώθηση διά πυρός και σιδήρου των «αξιών» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η δημιουργία καθεστώτων ελεγχόμενων από την υπερεθνική πολιτική ελίτ, είναι τα πραγματικά συμφέροντα που εξυπηρετούνται με τις επιθέσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, με τον μακροχρόνιο πόλεμο του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων, με τις επικείμενες επιθέσεις εναντίον του Ιράν και της Συρίας. Το τέλος της αποικιακής περιόδου στη Μέση Ανατολή όχι μόνο δεν σήμανε το τέλος των δεινών για τους ανθρώπους που ζουν στην περιοχή, αλλά ακολούθησε ένας νέος κύκλος πολέμου και αίματος, αγριότερος από κάθε προηγούμενο. Σε αυτή την πολιτική, την μακροχρόνια προσπάθεια της «Δύσης» να υποτάξει και να ελέγξει την περιοχή καθώς και στα εγκλήματα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που καταδικάζει στην φτώχεια και τον αφανισμό εκατομμύρια ανθρώπους στην ημιπεριφέρεια και την περιφέρεια του συστήματος, οφείλεται η αντίδραση των Αράβων και των άλλων μουσουλμανικών πληθυσμών στις μέρες μας.
Οι επιθέσεις από ένοπλους πυρήνες ισλαμιστών στη Μαδρίτη και το Λονδίνο αποτελούσαν δύο πολιτικές ενέργειες που απαντούσαν στην αποστολή στρατευμάτων στο Ιράκ. Παράλληλα, ήταν μια απάντηση στην ανοχή των Ευρωπαίων πολιτών στον πόλεμο κατά του Ιράκ και είχαν ως στόχο να μεταφέρουν τον πόλεμο στο εσωτερικό της Ευρώπης. Η απουσία ενός δυναμικού κινήματος, ικανού να απαντήσει αποτελεσματικά στις πολεμικές επιλογές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, δημιούργησε μια εικόνα συνενοχής των Ευρωπαίων στα εγκλήματα της Νέας Τάξης. Οι επιθέσεις στη Μαδρίτη και το Λονδίνο ήταν μια πολιτική απάντηση τόσο στις επιλογές των κυβερνήσεων της Ισπανίας και της Βρετανίας να συμμετέχουν με στρατεύματα στον πόλεμο κατά του Ιράκ, όσο και μια απάντηση στους λαούς των δύο χωρών που ανέχονται να βρίσκονται υπό την διακυβέρνηση εγκληματιών.
Η επίθεση στη Μαδρίτη κατάφερε ένα πολιτικό αποτέλεσμα που όμως, όπως θα φανεί στο μέλλον, είναι βραχυπρόθεσμο, καθώς επέφερε μια προσωρινή διάρρηξη στο πολεμικό μέτωπο των Αμερικανών και των συμμάχων τους. Το κόμμα του Θαπατέρο «επένδυσε» πολιτικά στην επίθεση για να ανέβει στην εξουσία με την υπόσχεση της απόσυρσης των ισπανικών στρατευμάτων από το Ιράκ. Η ψήφος διαμαρτυρίας των Ισπανών με την οποία «μαύρισαν» την προηγούμενη κυβέρνηση, βασίστηκε σε αυτή την υπόσχεση, αλλά και στην κατακραυγή στο ψέμα της κυβέρνησης Αθνάρ ότι την επίθεση την έκανε η βασκική ΕΤΑ. Επειδή όμως, και η ισπανική κινητοποίηση δεν εμπεριείχε και ούτε εκδήλωσε καμία ανατρεπτική διάθεση, αλλά κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ήταν η εκδήλωση της αντίθεσης στην «τρομοκρατία» απ’ όπου κι αν προέρχεται, δεν θα μπορούσε παρά τελικά να προτάσσει μια πιο μετριοπαθή εξωτερική πολιτική, και όχι την ανατροπή αυτής της πολιτικής στο σύνολό της.

Αντίθετα, η κυβέρνηση των Εργατικών στην Αγγλία, μην έχοντας να αντιμετωπίσει κάποια σοβαρή εκδήλωση κοινωνικής πίεσης για την επιστροφή των αγγλικών στρατευμάτων από το Ιράκ, όχι μόνο δεν μετρίασε την επιθετικότητά της, αλλά, αντιθέτως, βλέπουμε σήμερα τον σοσιαλφιλελεύθερο πρωθυπουργό της Αγγλίας, Τ. Μπλερ, να υιοθετεί απροκάλυπτα πλέον τη θεωρία της «πολιτισμικής σύγκρουσης», εξαγγέλλοντας απειλές εναντίον των μουσουλμάνων ενώ παράλληλα οξύνει την «αντιτρομοκρατική» πολιτική στο εσωτερικό της χώρας με την εφαρμογή σκληρότερων νόμων. Η αδράνεια και η παθητικοποίηση σε μια κοινωνία καθορίζει το πόσο σκληρή είναι η κυβερνητική πολιτική, και η απουσία επαναστατικής συνείδησης και δράσης ανοίγει το δρόμο για τα αντίποινα των ισλαμιστών όπως αυτά που έγιναν στη Μαδρίτη και το Λονδίνο. Και τέτοιες επιθέσεις οδηγούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να συσπειρώνονται μαζί με τις κυβερνήσεις τους υπό την απειλή ενός «κοινού εχθρού», αναζητώντας περισσότερη «ασφάλεια», νομιμοποιώντας, ή ακόμα και επιζητώντας, περισσότερο σκληρά μέτρα καταστολής και αστυνόμευσης.

Το ζητούμενο για τους λαούς της «Δύσης» που όλο και περισσότερο πλήττονται και οι ίδιοι από τη Νέα Παγκόσμια οικονομική και πολιτική τάξη είναι αν θα προσδιορίσουν τον εχθρό τους στους λαούς της Μέσης Ανατολής ή τον αραβικό κόσμο, ή θα τον προσδιορίσουν σε αυτούς που διαμορφώνουν και ασκούν τη νεοαποικιοκρατική πολιτική, στις κυβερνήσεις τους, τις πολυεθνικές, τους στρατούς, τις υπηρεσίες ασφαλείας.

Μπροστά στην προοπτική διαμόρφωσης του σύγχρονου ολοκληρωτισμού του οποίου τα χαρακτηριστικά βιώνουμε ήδη μέσα από τον συγκεντρωτισμό της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και μέσα από το ασφυκτικό περιβάλλον «ασφαλείας» που δομείται για την αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας», σκορπίζουν τα ψευτοδιλήμματα για τις ειρηνικές και εντός του πλαισίου της νομιμότητας, δράσεις για έναν καλύτερο κόσμο. Η αρχική μαχητικότητα που είχαν οι κινητοποιήσεις των Ευρωπαίων στην στρατιωτική εισβολή στο Ιράκ «ξεθύμανε» γρήγορα και δεν μετεξελίχθηκε σε μια επαναστατική πρόταση με διάρκεια και συνέπεια. Η κυριάρχηση του ρεφορμισμού, της σύγχυσης, της παθητικότητας ήταν ό,τι ακολούθησε. Τα τελευταία χρόνια πολύ μελάνι έχει χυθεί, πολύς λόγος έχει γίνει και πολλά χιλιόμετρα ειρηνικών πορειών έχουν διανυθεί με πρόταγμα την ειρήνη και το σταμάτημα των πολέμων από τις «δυτικές» κυβερνήσεις, χωρίς να έχει ανακοπεί η ορμητικότητα της νεοταξικής επέλασης. Αντιθέτως, νέα μέτωπα πρόκειται να ανοίξουν και περισσότεροι άνθρωποι θα πληρώσουν με τη ζωή τους το τίμημα της οικονομικής και πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Η καθεστωτική αριστερά έχοντας αναγνωρίσει ως μη αναστρέψιμη την πορεία της οικονομικής και πολιτικής παγκοσμιοποίησης και έχοντας διαχωριστεί από την προοπτική της επανάστασης, επιδιώκει, εντός και εκτός των κοινοβουλίων, να «συγκρατήσει» τις όποιες διαθέσεις αντίστασης σε πλαίσια ανεκτά για το σύστημα και προτάσσοντας τη συσπείρωση όλων στο διαταξικό μόρφωμα της «κοινωνίας των πολιτών» μέσω του οποίου εικάζεται πως οι λαοί θα μπορέσουν με ειρηνικό τρόπο και μέσα να πιέσουν το καθεστώς και να το κατευθύνουν σε πιο «δημοκρατικές» και περισσότερο… αλτρουιστικές επιλογές, ενώ την ίδια στιγμή οι γειτονικοί μας λαοί στη Μέση Ανατολή πληρώνουν με αίμα τις νεοϊμπεριαλιστικές πολιτικές της υπερεθνικής ελίτ που αυτοαποκαλείται «διεθνής κοινότητα».
Αν δεν μπορέσουμε να εμποδίσουμε την εγκαθίδρυση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, αν δεν καταφέρουμε να ακυρώσουμε στην πράξη τις «αντιτρομοκρατικές» πολιτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αργά ή γρήγορα θα έρθουμε όλοι αντιμέτωποι με τους λαούς και τα κινήματα που πλήττονται βάναυσα από την πολιτική εκστρατεία των ηγετών της «Δύσης» εναντίον του «ριζοσπαστικού Ισλάμ», που πληρώνουν με εκατόμβες νεκρών το τίμημα της Νέας Παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής Τάξης. Η επανάληψη γεγονότων σαν αυτά της Μαδρίτης και του Λονδίνου θα είναι θέμα χρόνου.
Η «πολυπόθητη» συναδέλφωση των λαών, σήμερα δεν επιτυγχάνεται με διακηρύξεις και ευχολόγια, αλλά θα περάσει πάνω από την υπερεθνική ελίτ και τους όπου γης υποτακτικούς της. Η ανάπτυξη ενός επαναστατικού μετώπου και ενός ένοπλου αντάρτικου στο εσωτερικό της Ευρώπης και των ΗΠΑ, το οποίο θα στρέφεται ενάντια στις καθεστωτικές πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές δυνάμεις, που είτε άμεσα είτε έμμεσα συμμετέχουν στις νεοϊμπεριαλιστικές πολεμικές επιδρομές και πριμοδοτούν την «αντιτρομοκρατική» πολιτική, είναι η μόνη ικανή συνθήκη να εκφράσει με αποτελεσματικό τρόπο τη σημασία της διεθνούς αλληλεγγύης.
Σήμερα είναι περισσότερο σημαντικό από κάθε άλλη εποχή να προωθήσουμε τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου στις περιοχές του λεγόμενου καπιταλιστικού κέντρου, εκεί όπου σχεδιάζονται και απ’ όπου ξεκινούν οι στρατιωτικές επιδρομές, εκεί όπου παίρνονται οι αποφάσεις και καταστρώνονται τα σχέδια για την οικονομική και πολιτική επέκταση του καθεστώτος.

Ένα μαζικό αντικαπιταλιστικό επαναστατικό κίνημα στο εσωτερικό των χωρών της Ευρώπης και των ΗΠΑ που θα συμπεριλαμβάνει τον ένοπλο αγώνα στην πρακτική του, μπορεί να αποδυναμώσει πολιτικά τις εγκληματικές ηγεσίες που μας κυβερνούν, να αναπτύξει τους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους που θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο τις νεοϊμπεριαλιστικές πολιτικές των κυβερνήσεων και θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στην επέκταση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης. Ένα κίνημα που θα απονομιμοποιεί τις εγκληματικές συμμορίες των κρατών και των οικονομικά ισχυρών, που θα καθορίσει την πολιτική αφύπνιση των κοινωνιών, που θα συμβάλει στον όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία δυναμική κοινωνική αντίδραση εναντίον των σύγχρονων πολέμων. Με την ίδια του την δράση θα αχρηστεύει το αστυνομικό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που επιβάλλεται από τις κυβερνήσεις σε Ευρώπη και ΗΠΑ μέσω των «αντιτρομοκρατικών» πολιτικών, οι οποίες στοχεύουν να διασφαλίσουν την κοινωνική και ταξική ειρήνη, την υποταγή και την παθητικοποίηση, τη δημιουργία κοινωνιών – δούλων.

Με τις ένοπλες πρακτικές του θα καταδείξει με ηχηρό τρόπο τους υπεύθυνους των νεοταξικών συγκρούσεων, θα επιδιώξει τον έμπρακτο και δυναμικό διαχωρισμό των λαών από τις εγκληματικές πολιτικές αυτών που τους εξουσιάζουν και θα δώσει να καταλάβουν, αυτοί που εκ του ασφαλούς και από την χλιδή των πολιτικών και υπουργικών τους γραφείων μεθοδεύουν ψυχρά τα επόμενα βήματα των σύγχρονων συγκρούσεων, τι σημαίνει να έχουν απώλειες.

Η ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος και αντάρτικου στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ και η σύνδεσή του με τα απελευθερωτικά κινήματα, αντικαπιταλιστικά και αντιιμπεριαλιστικά στον υπόλοιπο κόσμο είναι προϋπόθεση για την παγκόσμια ανατροπή του καπιταλισμού.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

(σ.σ. ) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 8 Ιουνίου 2006
(2) Αντιγραφή από το Internet

Posted in Uncategorized | Comments Off on 4η – 8/6/2006