7η – 15/1/2009

Ο Επαναστατικός Αγώνας αναλαμβάνει την ευθύνη για την ένοπλη επίθεση στις 5 Γενάρη εναντίον αστυνομικών των ΜΑΤ που φρουρούσαν το υπουργείο πολιτισμού στα Εξάρχεια, ως απάντηση στην άνανδρη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Επίσης, αναλαμβάνει την ευθύνη για την επίθεση στις 23 Δεκέμβρη εναντίον της κλούβας των ΜΑΤ στο Γουδή.

Είχαμε προειδοποιήσει από τον Μάιο του 2007, όταν με προκήρυξη μας αναλαμβάναμε την επίθεση στο β’ αστυνομικό τμήμα Ν. Ιωνίας, ότι θ’ απαντήσουμε δυναμικά αν οι δολοφόνοι τραβήξουν όπλο και πυροβολήσουν. Πιο συγκεκριμένα σε εκείνη την προκήρυξη αναφέραμε ότι: Με αφορμή την ενέργεια μας αυτή προειδοποιούμε πως αν στο μέλλον οξυνθεί αυτό το κλίμα της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας, θα εντείνουμε αναλόγως την δράση μας. Αν οι μπάτσοι έχουν «ευαίσθητο νευρικό σύστημα» – κατά την καμουφλαρισμένη απειλή του Πολύδωρα με την οποία νομιμοποιεί προκαταβολικά ακόμα και τις εν ψυχρώ εκτελέσεις -, τότε να γνωρίζουν ότι εμείς έχουμε ευαίσθητα συνειδησιακά αντανακλαστικά και αντιδρούμε έντονα μπροστά στις εγκληματικές προκλήσεις των φρουρών του καθεστώτος και τη μόνιμη ατιμωρησία την οποία απολαμβάνουν.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΉΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ

Στις 6 του Δεκέμβρη όταν ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονήθηκε από τον ένοπλο τραμπούκο του κράτους Κορκονέα στα Εξάρχεια, σήμανε η λήξη της παραπαίουσας κοινωνικής ομαλότητας που το κράτος πάσχιζε να επιβάλει μέσα σ’ ένα περιβάλλον βαθιάς κοινωνικής κρίσης, με κύριο μέσο την αστυνόμευση και την καταστολή. Η κοινωνική οργή ξεχείλισε και η βίαιη εξέγερση που ακολούθησε διέλυσε τις όποιες αυταπάτες ότι το υπάρχον καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας βασίζεται στη συναίνεση της κοινωνίας. Και έχει γίνει πλέον κατανοητό απ’ όλους ότι οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτούς που συμπορεύονται με το καθεστώς και σε αυτούς που το πολεμούν έχουν πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναδεικνύουν μια μη αναστρέψιμη κοινωνική και πολιτική ρήξη και προαναγγέλλουν την επερχόμενη γενικευμένη κοινωνική σύγκρουση.

Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν είναι γεγονός κατακριτέο από το αστυνομικό σώμα, όπως διατείνονται οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Την ενέργεια του Κορκονέα οι περισσότεροι μπάτσοι την επικροτούν και οι υπόλοιποι συναινούν. Πρόκείται για σώμα οπλισμένων και εκπαιδευμένων δολοφόνων που αποστολή τους είναι να διασφαλίζουν την τάξη ασκώντας ωμή βία, ακόμα και δολοφονώντας. Εξ άλλου μέσα σε μια περίοδο όπου έχει λάβει γενικευμένη διάσταση η απαξίωση από την κοινωνία των σωμάτων καταστολής και αστυνόμευσης, όσοι βρίσκονται στα σώματα ασφαλείας και κατακρίνουν το γεγονός της δολοφονίας θα έπρεπε να αισθάνονται ντροπή και να παραιτηθούν. Μετά από όσα έχουν συμβεί όποιος δεν εγκαταλείπει το επάγγελμα του μπάτσου είναι συνένοχος.

Αντιθέτως, το κυρίαρχο κλίμα που ακολούθησε ήταν η ακόμα μεγαλύτερη βία των σωμάτων ασφαλείας όταν επιτίθονταν στους εξεγερμένους. Οι άγριοι ξυλοδαρμοί και οι κακοποιήσεις όσων έπεφταν στα χέρια τους, όχι μόνο δεν έδειχναν κάποια περιστολή των μπάτσων, αλλά έδειχνε το αστείρευτο μίσος τους σε αυτούς που υπό oποιονδήποτε τρόπο βρίσκονταν απέναντι τους. Το ίδιο δείχνουν και τα πολλά περιστατικά όπου μπάτσοι σημαδεύουν με τα όπλα τους εξεγερμένους, ενώ το γεγονός με τον πυροβολισμό του μαθητή στο Περιστέρι δείχνει ότι ο Κορκονέας έχει ήδη βρει μιμητές που απλώς είναι πιo προσεχτικοί στον τρόπο που πυροβολούν ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι το κράτος και τα σώματα ασφαλείας έχουν κηρύξει έναν πόλεμο προς όσους με οποιονδήποτε τρόπο στρέφονται εναντίον τους, έναν πόλεμο με πραγματικές σφαίρες, νεκρούς, τραυματίες και δεκάδες συλληφθέντες και προφυλακισμένους. Όσοι ματαιοπονούν ότι μπορεί αυτή η συνθήκη ν’ ανατραπεί μέσα από ειρηνικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, όσοι πιστεύουν ότι μπορεί ν’ αλλάξει η νοοτροπία των μπάτσων, είναι αυτοί που θ’ αποτελέσουν τα επόμενα θύματα της κρατικής τρομοκρατίας. Για να μην αναφερθούμε σε αυτούς που ζητούν αφοπλισμό της αστυνομίας, αίτημα ανεδαφικό και γελοίο. Είναι σαν να απαιτείς από την πολιτική και οικονομική εξουσία να παραιτηθεί οικειοθελώς από τα προνόμια της. Ο μόνος τρόπος ν’ αφοπλιστούν οι μπάτσοι είναι να τους αφοπλίσουν οι επαναστάτες και ο ένοπλος λαός, καταργώντας διά παντώς τα σώματα των ένοπλων κρατικών τραμπούκων.

Μέρος της πολιτικής εξουσίας κατέκρινε τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και αφού είχαν ήδη ξεσπάσει οι ταραχές. Ο Κορκονέας και ο συνεργάτης του μπήκαν φυλακή κάτω από το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής και όχι γιατί ο κρατικός μηχανισμός θεωρεί τον συγκεκριμένο, δολοφόνο. Τα αποτελέσματα εξάλλου της βαλλιστικής δείχνουν ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, ότι για μια ακόμη φορά, σφαίρα μπάτσου εξοστρακίστηκε για να βρει την καρδιά του 15χρονου. Και ποιος ανέμενε κάτι διαφορετικό; Όταν ποτέ δεν έχει μπει για χρόνια στη φυλακή ένας κρατικός τραμπούκος που δολοφονεί αλλά, αντιθέτως, συχνά αθωώνεται και στη συνέχεια επιβραβεύεται με μια προαγωγή – συγγνώμη από το κράτος για την ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκε. Και όταν η πίεση της κοινής γνώμης γίνεται μεγάλη και απειλείται η κυβέρνηση από φανερό πολιτικό κόστος, τότε μια μικρή πρωτόδικη ποινή θα του επιβληθεί με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, δεν θα αφορά τίποτα περισσότερο παρά μια κίνηση επικοινωνιακού χαρακτήρα που αποφασίζεται υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης.

Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που το οπλισμένο χέρι μπάτσου δολοφονεί εν ψυχρώ. Οι νεκροί της «Δημοκρατίας» είναι πολλοί και δεν μπορούμε να τους απαριθμήσουμε όλους. Ο Σιδερής Ισιδωρόπουλος, 16χρονος μαθητής, αφισοκολλητής της οργάνωσης «Κ.Ο. Μαχητής» σκοτώθηκε στις 30.4.1976. Η 66χρονη Αναστασία Τσιβίκα πολτοποιήθηκε από αύρα της αστυνομίας σε βίαιες συγκρούσεις για τον αντισυνδικαλιστικό νόμο 330 στις 25.5.76. Ο Βασίλης Τσιρώνης δολοφονήθηκε από τα ΜΕΑ στο σπίτι του το 1978. Οι διαδηλωτές Σταματίνα Κανελοπούλου και ο Ιάκωβος Κουμής ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τα ΜΑΤ, όταν μαζί με άλλους προσπάθησαν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό για να διαδηλώσουν στην αμερικάνικη πρεσβεία στις 16.11.1980. Ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς πυροβολήθηκε πισώπλατα στις 17.11.1985. Ο εργάτης Άγγελος Μαυροειδής σκοτώθηκε κατά την διάρκεια καθιστικής διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο Βιομηχανίας. Τέσσερα άτομα σκοτώνονται όταν δακρυγόνα των ΜΑΤ πυρπολούν το πολυκατάστημα Κ. Μαρούση κατά την διάρκεια καταδίωξης διαδηλωτών στις 10.1.1991 στην διάρκεια των μαθητικών καταλήψεων και μετά την δολοφονία Τεμπονέρα από δεξιούς παρακρατικούς. Πολίτες δολοφονούνται εν ψυχρώ, όπως ο Θοδωρής Γιάκας που δέχεται 4 σφαίρες πισώπλατα στις 10.1.1994 και ο Ηρακλής Μαραγκάκης στις 9.12.2003 γιατί αρνήθήκαν να υποβληθούν σ’ εξακρίβωση στοιχείων. Οι 17χρονοι Μάρκο Μπουλάτοβιτς στις 23.10.1998 και Νίκος Λεωνίδης το 2000 γιατί κρίθηκαν «ύποπτοί» από τα κρατικά όργανα. Αθίγγανοι πάνω στους οποίους η αστυνομία κάνει σκοποβολή, όπως ο Τάσος Μουράτης που πυροβολήθηκε πεσμένος στο έδαφος το 1996 και ο Μαρίνος Χριστόπουλος πισώπλατα το 2001 και οι δύο σε εξακριβώσεις στοιχείων, ενώ πολλοί είναι οι αλβανοί μετανάστες που δολοφονούνται στα σύνορα ή σε επιχειρήσεις – σκούπα. Αυτά είναι μερικά από τα «μεμονωμένα περιστατικά» που υποτίθεται ότι δεν αντιπροσωπεύουν την «δημοκρατική» αστυνομία. Αυτός ο κατάλογος των νεκρών είναι αρκετά ελλειπής. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κανείς από τα θύματα δεν απείλησε την ζωή κανενός μπάτσου, κανείς δεν είχε την δυνατότητα αυτή, κανείς δεν οπλοφορούσε. Κάποιοι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, γιατί απλώς αντιμίλησαν σε αστυνομικό. Όλοι ήταν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι. Κανείς από τους «γενναίους» μπάτσους-φονιάδες δεν είπε την αλήθεια και κανένας από τους συναδέλφους τους δεν αρνήθηκε να τους καλύψει. Όλοι τους έλεγαν ότι ήταν «ατύχημα», ότι «απειλήθηκαν και βρίσκονταν σε άμυνα», ότι «δεν είχαν σκοπό να σκοτώσουν» και ότι «οι σφαίρες τους εξοστρακίστηκαν». Κανείς από τους δολοφόνους δεν πλήρωσε, οι περισσότεροι μάλιστα δεν δικάστηκαν καν, αποδεικνύοντας ότι και οι «ανεξάρτητοι» δικαστές είναι συνένοχοι των κρατικών δολοφονιών και εχθροί του λαού. Οι δολοφόνοι των ΜΑΤ που σκότωσαν τον Κουμή και την Κανελοπούλου απαλλάχτηκαν οριστικά το 1988, ο Μελίστας που σκότωσε τον Καλτεζά αθωώθηκε οριστικά το 1990, ο Λαγογιάννης που σκότωσε τον Γιάκα έμεινε ελάχιστα στην φυλακή, ο Τρίμης που σκότωσε τον Μουράτη στην Λειβαδιά δεν διώχτηκε καν όπως και ο φονιάς του Μπουλάτοβιτς. Ο Ατματζίδης, που σκότωσε τον Νίκο Λεωνίδη το 2000 αθωώθηκε ενώ ο Τυλιανάκης που σκότωσε τον Χριστόπουλο στο Ζεφύρι δεν έμεινε καν στη φυλακή και η ποινή του ήταν πολύ μικρή. Ο δολοφόνος Κορκονέας δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση και είμαστε βέβαιοι ότι τελικά θα είναι μικρής χρονικής διάρκειας η παραμονή του στη φυλακή. Τον περιμένουμε σύντομα κοντά μας…

Είναι λοιπόν τόσα πολλά τα περιστατικά όπου οι μπάτσοι «χάνουν την ψυχραιμία τους», είναι τόσες πολλές «οι κακές στιγμές», τόσες οι δολοφονίες «εξ αμελείας», είναι τόσες πολλές οι «εξοστρακισμένες» σφαίρες των κρατικών οργάνων και τόσοι πολλοί οι «άτυχοι πολίτες που βρέθηκαν στον λάθος τόπο τη λάθος στιγμή», που η συνεχής επανάληψη αυτών των φράσεων με τις οποίες συνοδεύεται η πάγια τακτική της ατιμωρησίας και της ασυλίας των ένοπλων οργάνων της τάξης, δείχνει ότι το κράτος και οι λειτουργοί του κοροϊδεύουν εδώ και χρόνια απροκάλυπτα το σύνολο της κοινωνίας. Δείχνει επίσης πως είναι πλήρως νομιμοποιημένη η δολοφονική πρακτική ως μορφή τιμωρίας στην όποια κοινωνική απειθαρχία και υποδηλώνουν τη ματαιότητα της μη υποταγής στις όποιες ορέξεις έχουν τα αστυνομικά όργανα. Δείχνει τέλος την ιεράρχηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, καθώς αυτή βασίζεται σε καθαρά ταξικά και κοινωνικά κριτήρια. Ιεράρχηση που εφαρμόζουν με το δολοφονικό τους έργο καθημερινά τα ένοπλα σκυλιά του καθεστώτος. Για τον λόγο αυτό έχει καταντήσει πλέον γελοία και κενή νοήματος η πολυχρησιμοποιημένη έκφραση ότι η «ανθρώπινη ζωή αποτελεί το πολυτιμότερο αγαθό». Σ ένα καθεστώς που στηρίζεται στην βία και την τρομοκρατία, η αξία της ανθρώπινης ζωής εξαρτάται από τον ρόλο της εκάστοτε ζωής μέσα σε αυτό. Από εδώ και στο εξής πρέπει να αποσαφηνίζουμε για ποια ανθρώπινη ζωή μιλάμε. Για όσους ανήκουν στην οικονομική και πολιτική εξουσία, αξία έχει η ζωή των κοινωνικά και ταξικά ομοίων τους. Αξία έχει η ανθρώπινη ζωή όσων υπηρετούν και είναι χρήσιμοι στο καθεστώς.

Όσοι απαρτίζουν το σημερινό πολιτικό κατεστημένο είναι οι τελευταίοι που πρέπει να μιλάνε για την αξία της ανθρώπινης ζωής, αφού είναι αυτοί που την έχουν εδώ και καιρό απαξιώσει μέσα από την άσκηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας τους. Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε, όταν είναι αυτοί που νομιμοποιούν τον εγκληματικό ρόλο της αστυνομίας και τις αναρίθμητες δολοφονίες Ελλήνων και ξένων κοινωνικά απόκληρων; Όταν το ανθρώπινο περίσσευμα των μεταναστών που επιχειρούν να περάσουν τα ελληνικά σύνορα δολοφονείται από τις σφαίρες των συνοριακών φρουρών ή πνίγεται από λιμενικούς στα νερά του Αιγαίου; Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε όταν αυτή εξευτελίζεται και απαξιώνεται καθημερινά με βασανισμούς από αστυνομικά όργανα στα τμήματα, όπως έγινε με τους βασανισμούς μεταναστών στα τμήματα Ομονοίας και Αγίου Παντελεήμονα; Και σίγουρα δεν ξεχνάμε την δήλωση που έκανε ο μπάτσος – βασανιστής του τμήματος Ομονοίας που έβαζε με την βία δυο κρατούμενους να αλληλοχαστουκίζονται, ότι «όλοι οι αστυνομικοί το ίδιο κάνουν». Όταν κάτω από τις μπότες των ΜΑΤατζίδων λιώνουν στην κυριολεξία και χάνουν την ζωή τους μετανάστες έξω από το μεταγωγών, όπου έχουν χάσει ήδη την ζωή τους τρεις μετανάστες; Η ζωή όλων αυτών των ανθρώπων δεν έχει σίγουρα καμία αξία για τους «ουμανιστές» της πολιτικής εξουσίας. Κανένας δεν ασχολείται ούτε με τη ζωή ούτε με τον θάνατο τους, καθώς αποτελούν τα απορρίματα της ελληνικής κοινωνίας. Όταν και άμα δει κάποιο περιστατικό το φως της δημοσιότητας, τότε σπάνια μαθαίνουμε ακόμα και το όνομα του ανθρώπου που έχει δολοφονηθεί. Και αν κάποιος θάνατος που δεν τυγχάνει να γίνεται σε δημόσιο χώρο αλλά σε κάποιο αστυνομικό τμήμα ή σε κάποια φυλακή δημοσιοποιείται, προβάλλεται ως «περίεργος θάνατος από αυτοτραυματισμό, φυσικά αίτια» και οι φυσικοί αυτουργοί καλύπτονται πίσω από την συνήθη ασυλία. Ο βασανισμός των μεταναστών στο τμήμα Ομονοίας πήρε τις συγκεκριμένες διαστάσεις γιατί απλά, υπήρχε εικόνα που έδειχνε τα περιστατικά ενώ οι καταγγελίες μεταναστών (οι περισσότεροι, ζώντας κάτω από το καθεστώς του φόβου και της απέλασης, δεν μιλούν) για βασανισμούς, κακοποιήσεις, απαγωγές και βίαιους θανάτους, δεν είναι ποτέ αξιόπιστα στοιχεία. Τις ίδιες δολοφονικές πρακτικές ακολουθούν και οι κρατικοί φρουροί των θαλασσών, οι λιμενικοί, οι οποίοι ευθύνονται για δολοφονίες, για πνιγμούς και για βασανισμούς και ως παράδειγμα αναφέρουμε τα άγρια βασανιστήρια που περιλάμβαναν ακόμη και σοδομισμούς μεταναστών από λιμενικούς στα Χανιά. Πότε έχουν τιμωρηθεί αστυνομικοί που προβαίνουν σε ξυλοδαρμούς και βασανισμούς; Η πρόσφατη δίκη για τους «γενναίους» αστυνομικούς που ξυλοκόπησαν τον Κύπριο φοιτητή στην Θεσσαλονίκη (υπόθεση ζαρντινιέρας) απέδειξε για άλλη μια φορά την ατιμωρησία των τραμπούκων.

Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε οι εξουσιαστές όταν είναι αυτοί που ωθούν σε όλο και μεγαλύτερη όξυνση της καταστολής για να διατηρήσουν μέσω του φόβου και της τρομοκρατίας αλώβητο το καθεστώς τους; Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε όταν έμμεσα δολοφονούν με τις οικονομικές πολιτικές τους χιλιάδες φτωχούς εργαζόμενους και συνταξιούχους, που δεν έχουν τα μέσα να τραφούν σωστά, να ζεσταθούν και να αντιμετωπίσουν την αρρώστια; Όταν κάθε μέρα βλέπουμε όλο και περισσότερους συνανθρώπους μας να ψάχνουν στα σκουπίδια των λαϊκών για λίγα τρόφιμα, να κοιμούνται στους δρόμους ή να εξαρτούν την επιβίωση τους από την ελεημοσύνη των περαστικών; Όταν ψηφίζονται νόμοι που καταδικάζουν σε μεγαλύτερη φτώχεια τους εργάτες και που οπλίζουν τα χέρια των αφεντικών να κακομεταχειρίζονται ακόμα και να επιχειρούν να σκοτώσουν εργάτες και συνδικαλιστές που αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες εργασίας, όπως έχει γίνει με τους αλλοδαπούς εργάτες γης στην Ηλεία, όπως έγινε πρόσφατα με την απόπειρα δολοφονίας της συνδικαλίστριας Κούνεβα από την εγκληματική εργοδοσία στην οποία εργαζόταν; Όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζουν μέσα στη φτώχεια και υπό την απειλή του θανάτου από αρρώστειες ξεχασμένες όπως η φυματίωση; Όταν οι μη έχοντες τα χρήματα έχουν πάψει πλέον να έχουν την δυνατότητα μιας δωρεάν ιατρικής φροντίδας και πεθαίνουν στους διαδρόμους των χρεοκοπημένων δημόσιων νοσοκομίων; Για ποια αξία της ανθρώπινης ζωής μιλάνε όταν εργάτες πεθαίνουν στα εργοστάσια, στις σκαλωσιές, στις ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες στο όνομα του κέρδους για λογαριασμό των ληστών που απαρτίζουν την σύγχρονη πλουτοκρατία; Μήπως ξεχάσαμε τους νεκρούς στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος;

Ο μπάτσος που σημάδεψε και σκότωσε τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο το βράδυ του Σαββάτου στα Εξάρχεια έδωσε την χαριστική βολή στην ετοιμοθάνατη κοινωνική ανοχή απέναντι στα αναρίθμητα εγκλήματα της οργανωμένης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Εμείς το μήνυμα το έχουμε λάβει όπως το έχει λάβει και η πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν σε αυτή τη χώρα. Από  εδώ και στο εξής την αξία της ανθρώπινης ζωής των φτωχών, των απόκληρων, των κολασμένων αυτής της κοινωνίας μπορούμε να την υπερασπιστούμε μόνο με τα όπλα. Την αξία της δικιάς μας ζωής θα υπερασπιστούμε στρεφόμενοι εναντίον αυτών που καθημερινά και με κάθε τρόπο την ξεφτιλίζουν, την απαξιώνουν και στο τέλος την αφαιρούν.

ΕΝΟΠΛΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η ενέργεια μας να χτυπήσουμε τους ένοπλους δολοφόνους των ΜΑΤ στις 5 Ιανουαρίου ήταν μια απάντηση στην δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και η επιλογή μας να δράσουμε με τον συγκεκριμένο τρόπο ήταν κατά κύριο λόγο πολιτική. Αποφασίσαμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τους ένστολους τραμπούκους του καθεστώτος, έτοιμοι ακόμα και να συμπλακούμε μαζί τους με τα όπλα και να δώσουμε μάχη. Δύο σύντροφοι, βγήκαμε πεζοί και περπατώντας αργά, σταθήκαμε στην συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Νοταρά ακριβώς απέναντι από τους τρεις ενόπλους που βρίσκονταν εκείνο το βράδυ στη μέση της διασταύρωσης των οδών Ζαΐμη και Κουντουριώτου, ελέγχοντας την περιοχή πίσω από το υπουργείο πολιτισμού. Δεν έκαναν περιπολία όπως ειπώθηκε αλλά ήταν ακίνητοι και κοιτούσαν και οι τρεις προς την Σπύρου Τρικούπη. Όταν βγήκαμε από την γωνία, σταθήκαμε στη μέση του δρόμου και στρέψαμε τα όπλα προς τα πάνω τους χωρίς να καλυπτόμαστε από πουθενά, από κανέναν τοίχο και από κανένα αυτοκίνητο. Και οι τρεις μπάτσοι μας αντιλήφθηκαν αμέσως αφού ήταν στραμένοι προς το μέρος μας και όταν είδαν τα όπλα μας το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα «ωχ» και τίποτα περισσότερο. Κανείς τους δεν προειδοποίησε κανέναν και έμειναν και οι τρεις να μας κοιτούν. Ενώ είχαν το περιθώριο ν’ απαντήσουν, δεν το έκαναν. Αφού αρχίσαμε να πυροβολούμε, αυτός που βρισκόταν στην δεξιά γωνία καλύφθηκε αμέσως πίσω από ένα αυτοκίνητο και δεν έκανε τίποτα για να υπερασπιστεί τους δύο συναδέλφους του, τη στιγμή μάλιστα που η θέση του του επέτρεπε να χρησιμοποιήσει το όπλο του με ασφάλεια. Ο δεύτερος έπεσε κάτω έγκαιρα και ο τρίτος έπεσε χτυπημένος. Λίγα μέτρα πιο κάτω στη Μπουμπουλίνας και Κουντουριώτη, βρισκόταν η κλούβα γεμάτη ΜΑΤατζήδες. Μέσα και έξω από την κλούβα υπήρχαν σχεδόν είκοσι μπάτσοι, που εκτός τον ατομικό τους οπλισμό είχαν και αυτόματα. Κανείς τους δεν βγήκε καν στη γωνία ν’ απαντήσει και να υπερασπιστεί τους συναδέλφους του. Υποθέτουμε ότι θα έπεσαν στο πάτωμα της κλούβας για να προφυλάξουν το τομάρι τους. Ένα πολύτιμο συμπέρασμα που δεν έχει μόνο στρατιωτικές αλλά έχει και πολιτικές προεκτάσεις είναι ότι όταν οι ένοπλοι καθεστωτικοί φρουροί βρίσκονται απέναντι σε οπλισμένους και αποφασισμένους επαναστάτες, τα «καλά εκπαιδευμένα» σκυλιά των σωμάτων ασφαλείας, είναι απλά οπλισμένες «κότες», γίνονται ριψάσπιδες και τρέχουν να κρυφτούν. Όταν όμως έχουν μπροστά τους άοπλους και ανυπεράσπιστους ανθρώπους, σκορπίζουν τον φόβο και βγάζουν όλο το εγκληματικό τους μένος με το οποίο τους οπλίζει η κρατική εξουσία που υπηρετούν. Τώρα που έχουν έναν δικό τους στο νοσοκομείο, τώρα μιλούν για «νέα παιδιά και εργαζόμενους που απλώς θέλουν να βγάλουν το ψωμί τους». Όμως, αυτά τα «νέα παιδιά» είναι αυτοί που, καλυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία των ομοιόμορφων στολών και με την πλήρη κάλυψη της φυσικής και πολιτικής τους ηγεσίας, ξυλοκοπούν μέχρι αναισθησίας άοπλους διαδηλωτές και ανήλικα παιδιά, είναι αυτοί που δολοφονούν εν ψυχρώ και πισώπλατα άοπλους νεολαίους που κάνουν μικροπαραβάσεις, είναι αυτοί που χτυπούν μέχρι θανάτου εξαθλιωμένους μετανάστες έξω από το μεταγωγών που περιμένουν για μια άδεια παραμονής.

Αν λοιπόν μιλάμε για άναδρους και δειλούς, αυτοί φάνηκαν ποιοι είναι στην ένοπλη επίθεση μας το βράδυ της 5 Γενάρη στα Εξάρχεια. Είναι οι ΜΑΤατζήδες που είχαμε απέναντι μας και που, ενώ τους αφήσαμε τα περιθώρια, δεν αντέδρασαν. Είναι χαρακτηριστικό των σωμάτων ασφαλείας να σκοτώνουν άοπλους και να πυροβολούν πισώπλατα.

Άνανδροι και δειλοί είναι το σύνολο των σωμάτων ασφαλείας που αμέσως μετά την επίθεση μας, συγκέντρωσαν όσες δυνάμεις μπορούσαν και ως ένοπλες συμμορίες τραμπούκων που είναι, εξαπόλυσαν επιδρομές στην περιοχή των Εξαρχείων, βγάζοντας ξανά εκ του ασφαλούς το μένος τους, χτυπώντας και συλλαμβάνοντας ανυποψίαστους ανθρώπους. Γιατί ποιος θα πίστεψε πως η συγκέντρωση αναρίθμητων συμμοριών από ένοπλους μπάτσους μετά την δική μας επίθεση και το πογκρόμ που ακολούθησε ήταν για να εντοπίσουν εμάς; Αντιθέτως ήταν μια πρώτη ανακλαστική και εκδικητική κίνηση αποκατάστασης του βαριά πληγωμένου γοήτρου της ελληνικής αστυνομίας που με εργαλείο, για μια ακόμη φορά, τις τρομοκρατικές επιδρομές, τις εφόδους σε σπίτια και τις προσαγωγές, τους μαζικούς ξυλοδαρμούς και τις συλλήψεις, αποπειράθηκε να επιβάλει την κρατική εξουσία ύστερα από ένα γεγονός που την έπληξε ανεπανόρθωτα. Γιατί αν η ηγεσία της αστυνομίας πιστεύει πραγματικά ότι με αυτές τις ενέργειες θα μας εντοπίσει, τότε είναι πραγματικά για γέλια. Τον Επαναστατικό Αγώνα ούτε ποτέ τον είχαν «αγγίξει» όπως έχουν επανειλημμένα ισχυριστεί και ούτε πρόκειται να το καταφέρουν πραγματοποιώντας μαζικές προσαγωγές. Οι όποιες κατά καιρούς διαρροές προς τα ΜΜΕ πως «έχουν τον Ε.Α. σε κλοιό» και πως «βασικοί ύποπτοι έχουν εντοπιστεί», περισσότερο αφορούσε μια πολιτική εφησυχασμού της πολιτικής ηγεσίας και κυρίως των Αμερικάνων που πιέζουν συνεχώς την κυβέρνηση για άμεσα αποτελέσματα.

Έτσι εξηγείται και η στάση της φυσικής και πολιτικής ηγεσίας στην επίθεση στην κλούβα των ΜΑΤ στο Γουδή, την οποία και διαχειρίστηκαν με τον πλέον εντυπωσιακό για εμάς τρόπο. Και αυτό γιατί, όχι μόνο αποσιώπησαν το γεγονός ότι ή κλούβα χτυπήθηκε από δέκα σφαίρες (ας έβγαζαν την χτυπημένη κλούβα στη δημοσιότητα να μετρήσουμε τις τρύπες) και απλώς οι μπάτσοι στάθηκαν αυτή τη φορά τυχεροί, όχι μόνο αποσιώπησαν το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη επίθεση χρησιμοποιήθηκε και το δικό μας MP5, αλλά έφτασαν στο σημείο, στην προσπάθεια τους να υποβαθμίσουν το γεγονός, να μιλήσουν αρχικά για βίδες, ρουλεμάν και άλλα συναφή. Οι κρατικές υπηρεσίες ύστερα από την επίθεση στο Γουδή επέλεξαν τη σιωπή γιατί, πρώτον, πίστευαν ότι πολιτικά είχαν συμφέρον να υποβαθμίσουν το γεγονός προκειμένου να μην καταρρεύσει η θεωρία τους ότι ο Ε.Α. είναι σε κλοιό και αδρανοποιημένος, κάτι που θα δυσαρεστούσε βαθύτατα τους Αμερικάνους και θα αποκάλυπτε την πλήρη χρεοκοπία των διωκτών μας. Έτρεμαν την περίπτωση που θα είχαν ν ‘αντιμετωπίσουν μια ένοπλη ενέργεια εναντίον αστυνομικών, έτρεμαν την δική μας απάντηση. Και αφού δεν την απέφυγαν προτίμησαν να την υποβαθμίσουν ευχόμενοι πως μπορεί να μην υπάρξει συνέχεια, αφού δεν τολμούσαν ούτε στον εαυτό τους να ομολογήσουν ότι ήμασταν εμείς εκεί. Δεύτερον, φοβήθηκαν και εξακολουθούν να φοβούνται την αγανάκτηση των μπάτσων και την πιθανότητα μιας ανταρσίας ενάντια στην φυσική και πολιτική τους ηγεσία. Γιατί ενώ εισπράττουν με όλα τα μέσα μια αυξάνουσα κοινωνική δυσαρέσκεια και οργή, δεν έχουν πλήρη ελευθερία να ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερη βία και δεν θεωρούν ότι καλύπτονται στο βαθμό που θα επιθυμούσαν από την πολιτική ηγεσία τους για τα εγκλήματα τους. Άποψη εξ άλλου όλων των μπάτσων ήταν όχι ότι ο Κορκονέας στάθηκε η αφορμή για την στοχοποίησή τους αλλά ότι η απουσία πολιτικής κάλυψης του δολοφόνου άνοιξε τον δρόμο για να γίνουν όλοι στόχος.

Επανερχόμενοι στην ενέργεια της επίθεσης στο Γουδή να πούμε πως ο χώρος της επίθεσης επιλέχτηκε γιατί είναι απέναντι από το στρατόπεδο – έδρα των ΜΑΤ. Η προσπάθεια κάποιων να εμφανίσουν ότι η επίθεση έγινε «εκ του ασφαλούς λόγω της ύπαρξης του ασύλου» και ότι δεν μπορούσε να μας καταδιώξει η αστυνομία, είναι γελοία και αστήρικτη. Τις προηγούμενες μέρες που παρακολουθούσαμε τον χώρο την ίδια ώρα, πάντα υπήρχαν τέσσερεις αστυνομικοί που έβγαιναν για περιπολία λίγο πριν αρχίσουν να εξέρχονται οι κλούβες για την πρωινή βάρδια στο κέντρο της Αθήνας. Οι δύο στέκονταν απέναντι από το παλιό πολυβολείο και οι άλλοι δύο κοντά στην είσοδο του στρατοπέδου. Πήγαμε εκεί έχοντας στο νου μας ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρξει συμπλοκή με αυτούς που έκαναν την περιπολία. Όμως εκείνη την μέρα αυτοί που έρχονταν και στέκονταν απέναντι μας στο παλιό πολυβολείο δεν ανέβηκαν μέχρι το δικό μας σημείο αλλά έμειναν πιο χαμηλά και προς την είσοδο του στρατοπέδου. Μετά τους πυροβολισμούς και αφού η κλούβα είχε απομακρυνθεί περνώντας με κόκκινο την διασταύρωση της Κατεχάκη, κανείς δεν βγήκε από το στρατόπεδο να μας καταδιώξει, παρ’ όλο που κάναμε αρκετά λεπτά ν’ αποχωρήσουμε από το σημείο και παρ’ όλο που εκείνη την ημέρα η παρουσία περιπολικών στο δρόμο της Κοκκινοπούλου ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Η πύλη της Πολυτεχνειούπολης από την Κατεχάκη ήταν ανοιχτή και πολύ κοντά στο σημείο που βρισκόμασταν. Οι μπάτσοι δεν μπήκαν στον χώρο από φόβο και όχι λόγω του ασύλου αφού άλλες φορές επανειλημμένως περνάνε μέσα από την Πολυτεχνειούπολη αλλά και από την Πανεπιστημιούπολη κάθε λογής μπάτσοι, πραγματοποιώντας ακόμα και ελέγχους.

Επανερχόμενοι στην πολιτική επιλογή μας να δράσουμε κατά τον συγκεκριμένο τρόπο στις 5 Γενάρη στα Εξάρχεια, πρέπει να αναφέρουμε δύο ακόμα λόγους. Η επιλογή της περιοχής ήταν αποτέλεσμα απόφασης να δράσουμε εκεί όπου δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Εκεί όπου η κρατική καταστολή δείχνει συχνά το πιο αποτρόπαιο πρόσωπο της. Εκεί που όποιος μπάτσος πάει να φυλάξει σκοπιά ή να κάνει περιπολία γνωρίζει ότι μπαίνει σε μια εύφλεκτη περιοχή και είναι σίγουρα αποφασισμένος να επιτεθεί ακόμα και να σκοτώσει.

Τελευταίος και βασικότερος λόγος αυτής της επιλογής δράσης είναι αυτός της ανάδειξης όχι μόνο της αναγκαιότητας, αλλά και της αποτελεσματικότητας της ένοπλης δράσης σήμερα. Μπορεί να μην έχουμε την εκπαίδευση ούτε και το οπλοστάσιο των μπάτσων, όμως είμαστε αποφασισμένοι και οπλισμένοι κυρίως με την πίστη μας ότι μια ένοπλη αναμέτρηση με το καθεστώς και τα τσιράκια του όχι μόνο είναι επιθυμητή αλλά και εφικτή. Γιατί αυτό που αναδείξαμε είναι ότι αν λίγοι αγωνιστές κατάφεραν στην πιο αστυνομοκρατούμενη περιοχή της Αθήνας να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με τους φρουρούς του καθεστώτος και να τους απαξιώσουν επιχειρησιακά, τότε μπορούμε να φανταστούμε τι θα μπορούσε να καταφέρει ένα μαζικό ένοπλο επαναστατικό κίνημα. Πιστεύουμε με βεβαιότητα ότι θα μπορούσαμε να διαλύσουμε στην κυριολεξία τα σώματα ασφαλείας, αφήνοντας αφρούρητη την πολιτική και οικονομική εξουσία. Σε όσους βλέπουν πως στην εύφλεκτη περίοδο που διανύουμε ανοίγονται ευκαιρίες σοβαρών συγκρούσεων με το κατεστημένο, το οποίο λόγω της οικονομικής, της πολιτικής και της κοινωνικής κρίσης που το ταλανίζει εδώ και χρόνια και που το τελευταίο διάστημα έχει πάρει κρίσιμες διαστάσεις, βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση, σε όσους δεν βλέπουν στις αναπόφευκτες κοινωνικές εκρήξεις απλά και μόνο τον λόγο της πολιτικής τους επιβίωσης, σε όσους δεν κινδυνολογούν όταν μια ένοπλη ενέργεια πραγματοποιείται, φοβούμενοι στην ουσία την όξυνση της αντιπαράθεσης με τον εχθρό και που δεν κάνουν γελοία σενάρια συνομωσιολογίας και προβοκατορολογούν κινούμενοι από την ανάγκη τους για επιστροφή στην «τετριμένη ομαλότητα του αγώνα της καθημερινότητας», σε αυτούς που η επανάσταση δεν είναι μια νεκρή φρασεολογία παρά το γεγονός ότι την επικαλούνται, αναφερόμενοι σε όλους αυτούς που διαβλέπουν πως η επαναστατική ιστορία βρίσκεται σε τροχιά επιτάχυνσης, αρκεί εμείς να το θελήσουμε για να επιχειρηθεί το άλμα προς τα εμπρός, λέμε πως ο ένοπλος αγώνας είναι βασική συνιστώσα ανάμεσα στις άλλες του επαναστατικού κινήματος. Για να μην ζήσουμε για άλλη μια φορά στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος την ήττα που θα οφείλεται πάλι στην απουσία πολιτικής αυτοπεποίθησης, για το δίκαιο της επαναστατικής ανατροπής. Και όταν μιλάμε για επαναστατική ανατροπή μιλάμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, για βίαιη σύγκρουση με τους κάθε φύσεως καθεστωτικούς.

Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τις μέρες που οι μηχανισμοί καταστολής του Μεξικό έπνιγαν στο αίμα μια κοινωνική εξέγερση στην Οαχάκα. Εκεί, παρά το γεγονός ότι η πόλη είχε καταληφθεί από τους εξεγερμένους και ο κρατικός μηχανισμός είχε καταλυθεί, η εξέγερση δεν είχε την περιφρούρηση κάποιας ένοπλης πολιτοφυλακής με αποτέλεσμα η επίθεση των κατασταλτικών μηχανισμών να γίνει με μεγάλη ευκολία, να επανακαταλάβουν την πόλη αφήνοντας πίσω τους ένα λουτρό αίματος. Ακόμα και στις ένοπλες επιθέσεις που έκαναν εναντίον των εξεγερμένων διάφοροι τραμπούκοι του κρατικού μηχανισμού, από μεριάς των εξεγερμένων η απάντηση ήταν μια ήπια για το εύρος και τη σφοδρότητα της συγκεκριμένης κοινωνικής σύγκρουσης βία, με μέσα που θεωρούνται ως «πιο νομιμοποιημένα από την πλειοψηφία» και όχι με τα όπλα. Αυτό που εμείς πιστεύουμε είναι πως το να επιχειρείς επαναστάσεις άοπλος είναι σαν να υπογράφεις την θανατική σου καταδίκη, αλλά και την καταδίκη όσων έλθουν μαζί σου.

Ας φανταστούμε πως ζούμε μια κοινωνική αναταραχή πιο μεγάλη και πιο μαζική από αυτή του Δεκέμβρη, με έναν κρατικό μηχανισμό να έχει παραλύσει και μια κυβέρνηση να φεύγει νύχτα από τη χώρα. Ας φανταστούμε πως βρισκόμαστε σ’ ένα κενό εξουσίας, πως έχουμε καταλάβει το κέντρο της Αθήνας και επιχειρούμε την δημιουργία μιας επαναστατικής κομμούνας για πρώτη φορά στα χρονικά της ελληνικής επαναστατικής ιστορίας. Ας φανταστούμε το κέντρο της πόλης χωρίς αστυνομικά τμήματα, τα υπουργεία άδεια και κατειλημμένα από επαναστάτες και τον λαό, τις τράπεζες κλειστές. Πώς μπορεί μια επαναστατική κομμούνα να σταθεί αν δεν υποστηρίζεται από τα όπλα; Η μήπως θα βολευτούμε στην εύκολη λύση της καταστροφής, θεωρώντας ως άκαιρη ή μάταιη την όποια προσπάθεια για το επόμενο βήμα και θα σταθούμε στα συντρίμια της Αθήνας πανηγυρίζοντας μέχρι να επιστρέψει ο ένοπλος βραχίονας του κράτους και επιβάλει με το αίμα την ασφάλεια και την τάξη; Ακόμα και σε περίπτωση που το καθεστώς καταφέρει ν’ ανακαταλάβει τις θέσεις σου, ένας οπλισμένος λαός έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να οπισθοχωρήσει με ασφάλεια ενώ ένα άοπλο πλήθος θα πνιγεί στο αίμα. Ή μήπως πιστεύουμε πως θα είναι πιο ήπια η αντιμετώπιση μιας επανάστάσης από το καθεστώς, όταν είναι άοπλη. Αν κάποιοι πιστεύουν πως μόνο σαν θύματα της κρατικής βίας νομιμοποιούμαστε να κάνουμε εξεγέρσεις και πως ο θύτης – δηλαδή το κράτος και οι μηχανισμοί του – δεν πρέπει να μετατρέπεται σε θύμα, γιατί δήθεν απονομιμοποιείται η δική μας εξέγερση, αυτοί είναι όσοι στο μέλλον, την στιγμή που θα αντιμετωπίσουμε το μεγάλο δίλημμα «πάμε μπροστά και επιχειρούμε την ανατροπή ή όχι», θα ταχθούν υπέρ της οπισθοχώρησης, θα κινδυνολογούν θα σπέρνουν τον πανικό και την ηττοπάθεια. Τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων υπάρχουν όχι μόνο σε όλο το φάσμα των καθεστωτικών κομμάτων και της αριστεράς αλλά και ανάμεσα σε αυτούς που καμώνονται τους τιμητές και τους πολιτικούς εκφραστές της εξέγερσης του Δεκέμβρη, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν, έχουν και θα έχουν πρόβλημα όχι μόνο με τον ένοπλο αγώνα αλλά και με την ίδια την λαϊκή βία και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από αναρίθμητους εξεγερμένους κατά την διάρκεια των γεγονότων.

Αν η εξέγερση είναι η στιγμιαία βίαιη πολιτική και, κυρίως, κοινωνική αντίδραση σε μια μακροχρόνια καταπίεση των θυμάτων της κρατικής και καπιταλιστικής βίας τότε η επανάσταση είναι η προσπάθεια μετατροπής της κοινωνίας – θύματος σε θύτη που επιχειρεί να καταλάβει όσα έχει στα χέρια του το καθεστώς και να το θέσει εκτός λειτουργίας.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ

Η πρωτοφανής εξέγερση που ακολούθησε την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου άφησε άφωνους και αμήχανους αυτούς που πίστευαν ότι είναι αδύνατη μια τόσο μαζική κοινωνική αντίδραση. Έφερε το καθεστώς σε τόσο δύσκολη θέση, που αναρωτιόντουσαν αν πρέπει να αναστείλουν το Σύνταγμα και να επιβάλουν στρατιωτικό νόμο. Το βάθος και η έκταση των γεγονότων ήταν αποτέλεσμα συσσωρευμένης κοινωνικής οργής που υπέβοσκε εδώ και χρόνια στους κόλπους της κοινωνίας. Οι προσπάθειες όλων των κομμάτων να διαχωρίσουν τους εξεγερμένους σε βίαιους και μη βίαιους έπεσαν στο κενό. Τα ΜΜΕ στην συντριπτική τους πλειοψηφία αφόριζαν το γεγονός της εξέγερσης και προσπαθούσαν να το αποπολιτικοποιήσουν και να το απαξιώσουν. Το γεγονός της δολοφονίας, συντονισμένα απ’ όλα τα κόμματα και τα ΜΜΕ παρουσιάστηκε ως περιστατικό που «δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο της ελληνικής αστυνομίας». Τα πολιτικά κόμματα κινούμενα από το φόβο μπροστά στο μέγεθος της κοινωνικής οργής, που όπως διαφαίνεται έχει αποκτήσει τη δυνατότητα να απειλήσει ανοιχτά την ισορροπία του καθεστώτος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και κατ’ επέκταση των προνομίων που απολαμβάνουν από τη συμμετοχή τους σε αυτήν, επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως «περιθωριακά και μεμονομένα περιστατικά» τα γεγονότα.  Πώς όμως εξηγούνε ότι πολλοί μαθητές αλλά και πολλοί νεολαίοι επιτέθηκαν αυθόρμητα σε πολλά αστυνομικά τμήματα στην Αθήνα, στο Περιστέρι, στην Ν. Φιλαδέλφεια, στον Πειραιά, στην ΓΑΔΑ, όπως και σε πολλές άλλες πόλεις, στην Πάτρα, στον Βόλο, στην Λάρισα, στην Κέρκυρα, στην Θεσσαλονίκη, στα Χανιά; Ξαφνικά έγιναν δεκάδες χιλιάδες οι «κουκουλοφόροι».

Μήπως θα είχε τις ίδιες συνέπειες αν η αντίδραση στην δολοφονία ήταν αποκλειστικά ειρηνικές διαδηλώσεις και παρελάσεις; Όσοι μας λένε ότι οι αγώνες γίνονται με ειρηνικό τρόπο, δίνοντας λουλούδια σε δολοφόνους ή με προσευχές ή με σιωπηλές καθιστικές διαμαρτυρίες στο Σύνταγμα, είναι απλά ψεύτες, απατεώνες, εχθροί του λαού και συνένοχοι των δολοφόνων. Και τέτοιοι είναι όλα τα πολιτικά κόμματα και όχι μόνο.

Είπαμε παραπάνω ότι η κυβέρνηση καταδίκασε την δολοφονία αλλά μόνο για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αφού αυτή είναι που με την πολιτική της αποχαλίνωσε τους «πραιτωριανούς». Όλοι θυμόμαστε τις δηλώσεις του πρώην υπουργού Δημ. Τάξης, του Πολύδωρα την άνοιξη του 2007, όπου μιλούσε για «ευαίσθητα» νεύρα των αστυνομικών και ότι είναι άνθρωποι και μπορούν να απαντήσουν, εννοώντας με σφαίρες φυσικά.

Το ΠΑΣΟΚ επίσης υποκριτικά μίλησε αρχικά για πολιτικές ευθύνες για την δολοφονία και μετά μεμφόταν την κυβέρνηση γιατί δεν μπόρεσε να προστατεύσει τις περιουσίες των «αθώων πολιτών», δηλαδή τις τράπεζες, τα σούπερ μάρκετ, τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, το πολυτελή μαγαζιά και τα εμπορικά κέντρα. Τη μεμφόταν γιατί δεν κατάφερε να προστατέψει τους μπάτσους από την οργή των εξεγερμένων.

Εμείς όμως δεν έχουμε καθόλου κοντή μνήμη και δεν ξεχνάμε ότι επί ΠΑΣΟΚ έχουν σκοτωθεί ο Καλτεζάς αλλά και οι περισσότεροι νεκροί της «δημοκρατικής» μεταπολίτευσης.

Ίσως ο Παπανδρέου μεμφόταν την «αδράνεια» της αστυνομίας, αφού επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ γινόταν συχνότερα καταπάτηση του πανεπιστημιακού ασύλου, με την εισβολή των ΕΚΑΜ στο Χημείο το ’85, στην ΑΣΟΕΕ το ’94, στο Πολυτεχνείο το ’95, ενώ για ειρωνεία της ιστορίας το Μάιο του 2005, σε εκδήλωση για το Πολυτεχνείο του ’73 μπήκαν οι ένοπλοι μπράβοι του Βερελή και του Βενιζέλου στο Πολυτεχνείο και μάλιστα ο φρουρός του Βερελή είχε πυροβολήσει και τραυματίσει έναν αντιεξουσιαστή. Τέτοιο «άσυλο» επιθυμεί η αξιωματική αντιπολίτευση και άλλοι καθηγητές και διανοούμενοι που μιλάνε για την ακαδημαϊκή ελευθερία και τις ζημιές στους χώρους των πανεπιστημίων. Να μπορεί ο κάθε ένοπλος μπράβος των βουλευτών να μπαίνει ανενόχλητος στο Πολυτεχνείο και να πυροβολεί αυτούς που αντιδρούν.

Την πιο καθαρή, συνεπή και νομιμόφρονα στάση κράτησε το ΚΚΕ, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι σε αντίθεση με τα όσα διακηρύσσει, είναι από τους πιο συνεπείς στυλοβάτες του καπιταλιστικού καθεστώτος, είναι ένα κόμμα αντιεξεγερτικό, αντεπαναστατικό και αντεργατικό.

Το μόνο που το ενδιαφέρει είναι τα ποσοστά του στις εκλογές έτσι ώστε να μπορεί να μανιπουλάρει την όποια κοινωνική δυσαρέσκεια προς χάριν της κομματικής γραφειοκρατίας. Και για να το κάνει αυτό δεν διστάζει να δείξει την υποταγή του στο καθεστώς, κατηγορώντας όσους δεν ελέγχει, τους εξεγερμένους, δηλαδή 15χρονα και 16χρονα παιδιά, νεολαίους αλλά και οποιονδήποτε επέλεξε να συγκρουστεί με τους δολοφόνους της αστυνομίας ως «πράκτορες», προβοκάτορες και υποκινούμενους από ξένα κέντρα. Δεν διστάζει να συνδράμει την αστυνομία σε διαδηλώσεις και συγκρούσεις, όπως έκανε στην επέτειο του Πολυτεχνείου το ’98, όταν εγκλώβισε μια ομάδα 137 διαδηλωτών και τους παρέδωσε ουσιαστικά στα ΜΑΤ.

Από το 1996, ένα χρόνο μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου του ’95 και την εισβολή της αστυνομίας, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ μαζί με τους τραμπούκους των ελεγχόμενων σωματείων (π.χ. οικοδόμων), έχουν συνδράμει στο κατασταλτικό έργο της αστυνομίας, δηλαδή της αποτροπής και της αντιμετώπισης κοινωνικών συγκρούσεων. Όμως το ΚΚΕ έχει προϊστορία στα κατασταλτικά του καθήκοντα. Το 1980, όταν τα ΜΑΤ ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον Κουμή και την Κανελοπούλου, οι δυνάμεις κρούσης της ΚΝΕ, σάρωσαν την περιοχή του Πολυτεχνείου, ξυλοκοπώντας οποιονδήποτε από τις ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των αναρχικών επεδίωκαν να καταλάβουν το Πολυτεχνείο ως απάντηση στις δολοφονίες. Τότε ήταν που είχε βγει το σύνθημα για την ΚΝΕ, «τι τα θέλετε τα ΜΑΤ αφού έχετε τα ΚΝΑΤ».

Και ας μην ξεχνάμε ότι και το 1973, όταν έγινε η κατάληψη του Πολυτεχνείου, η ελεγχόμενη από την ΚΝΕ Πανσπουδαστική έγραφε ότι την κατάληψη την κάνουν 300 πράκτορες του Ρουφογάλη και της ΚΥΠ. Κατόπιν το ΚΚΕ προσπαθεί να μονοπωλήσει και να καπελώσει την εξέγερση του ’73, εξέγερση που όταν γινόταν την κατήγγειλε και την πολεμούσε με κάθε μέσο. Οι τότε «300 του Ρουφογάλη και της ΚΥΠ» έχουν γίνει στα κατοπινά χρόνια «300 γνωστοί – άγνωστοι», «προβοκάτορες» και άλλα γνωστά. Για το ΚΚΕ και την αριστερά, όποιος αντιδρά στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση, όποιος εξεγείρεται και επαναστατεί είναι πράκτορας και προβοκάτορας.

Αυτοί που ξεπούλησαν όλους τους λαϊκούς αγώνες, από την εργατική εξέγερση του Μαΐου του 1936 στην Θεσσαλονίκη ως την Εθνική Αντίσταση, αυτοί που παρέδωσαν τους οπαδούς τους και τους αγωνιστές τους με την Συμφωνία της Βάρκιζας, αυτοί που έβγαλαν προβοκάτορα τον ίδιο τον ιδρυτή του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη επειδή διαφώνησε με την συμφωνία της Βάρκιζας θέλοντας να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα και που στο τέλος βοήθησαν ακόμα και στην φυσική του εξόντωση, έχουν το θράσος να μιλάνε για αγώνες.

Ίσως η αστυνομία πρέπει να στρατολογήσει τα μέλη της από τους οπαδούς του ΚΚΕ γιατί έχουν αποδείξει πόσο απαρέγκλιτα νομιμόφρονες, πειθαρχημένοι και υπάκουοι είναι στις οδηγίες της ηγεσίας τους.

Η στάση επίσης των φασιστών του ΛΑΟΣ δεν μας εκπλήσσει. Στέκονται ανοιχτά με το μέρος των δολοφόνων του κράτους, συμμερίζονται την δολοφονική δράση των μπάτσων και συμφωνούν με το ΚΚΕ στο ζήτημα της καταστολής των εξεγερμένων. Αυτοί αποτελούν τον πολιτικό χώρο που νομιμοποιεί την ύπαρξη και τη δράση παρακρατικών φασιστικών συμμοριών, που σε περιόδους κοινωνικής έντασης παίζουν έναν συμπληρωματικό προς το κράτος, σκοτεινό και βρώμικο δολοφονικό ρόλο. Και μην ξεχνάμε πως αυτές οι φασιστικές συμμορίες όπως και το κόμμα του ΛΑΟΣ έχουν βαθιές ρίζες στο σώμα της ελληνικής αστυνομίας.

Όσον αφορά τον Συνασπισμό, εδώ μιλάμε για την πιο χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού χαμαιλεοντισμού, καιροσκοπισμού και τυχοδιωκτισμού. Ενώ η πολιτική του ύπαρξη δεν αποσκοπεί σε τίποτα περισσότερο από την επαναφορά ενός σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης που έχει εγκαταλειφθεί από το ΠΑΣΟΚ εδώ και χρόνια και ενώ πρόκειται για κόμμα που όχι μόνο δεν αποβλέπει σε καμιά ουσιαστική αλλαγή του υπάρχοντος καθεστώτος, αλλά σε έναν καπιταλισμό με πιο «ανθρώπινο πρόσωπο», ακροβατεί ανάμεσα στην κοινωνική δυσαρέσκεια για την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση – την οποία δυσαρέσκεια προσπαθεί να εκμεταλλευτεί για ψηφοθηρικούς λογούς – και στο κυνήγι της εξουσίας. Στο Συνασπισμό πιστεύουν πως ο ρόλος τους μπορεί να είναι ο ρόλος του γεφυροποιού ανάμεσα στα δυσαρεστημένα και σήμερα πλέον εξαγριωμένα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και το χρεοκοπημένο καθεστώς του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πιστεύουν ότι αποτελούν τον αυριανό παράγοντα της κοινωνικής ομαλότητας και άμβλυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων μέσω μιας πιο αποτελεσματικής διαχείρησης των κοινωνικών ανισοτήτων που παράγει ο καπιταλισμός και η οικονομία της αγοράς. Και παράλληλα πιστεύουν πως μέσα από τα κινήματα μπορούν να αντλήσουν συμπάθεια και ψήφους. Πιστεύουν ότι η καταστολή και οι κρατικές δολοφονίες είναι ευκαιρίες για το κόμμα τους να εισάγουν πιο αποφασιστικά ένα μοντέλο διαχείρισης της εξουσίας με λιγότερο σκληρό πρόσωπο. Γι’ αυτό και ενώ τη μια στιγμή μιλούν για την ανάγκη κατανόησης των αιτιών που προκαλούν τις κοινωνικές εκρήξεις και καιροσκοπούν τόσο με τις κρατικές δολοφονίες όσο και με τις εξεγέρσεις, αμέσως μετά υπενθυμίζουν την ειρηνική φύση του κόμματος τους και τον αποτροπιασμό τους απέναντι σε «κάθε μορφή βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Όμως αυτό που εμείς λέμε είναι ότι όποιος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί γεγονότα όπως είναι οι εξεγέρσεις παίζει με τη φωτιά, αφού αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπος με την διπρόσωπη πολιτική του και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα διαλυθεί στις σκόνες των κοινωνικών εκρήξεων.

Σε όλους τους νομιμόφρονες αριστερούς και όχι μόνο, που διαχωρίζουν το μαζικό κίνημα από την εξεγερτική βία, θέτουμε κάποιες ερωτήσεις: Πώς απαντάμε σε μια κρατική δολοφονία; Με ειρηνικές διαδηλώσεις; Πώς εννοούν αυτοί τις εξεγέρσεις αφού, διαφωνούν με τους εμπρησμούς και τις καταστροφές;

Πότε έχουν φέρει αποτελέσματα οι ειρηνικές διαδηλώσεις; Πήρε πίσω η κυβέρνηση το ασφαλιστικό νομοσχέδιο για παράδειγμα που ψηφίστηκε πριν από λίγους μήνες μετά τις ειρηνικές παρελάσεις των συνδικάτων και των κομμάτων; Η απάντηση είναι όχι. Πήρε ποτέ μια οποιαδήποτε κυβέρνηση πίσω ένα νομοσχέδιο λόγω ειρηνικών διαδηλώσεων καλά περιφρουρημένων από τον φόβο τυχόν «προβοκατόρων»; Και για να θυμηθούμε λίγο την ιστορία, αναφέρουμε πως το νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου το 1991 για την παιδεία, η τότε κυβέρνηση το πήρε πίσω μετά το ξέσπασμα των μαθητικών καταλήψεων και τις διήμερες συγκρούσεις της 10ης – 11ης Ιανουαρίου 1991, όταν χιλιάδες λαού και νεολαίας συγκρούστηκε με τα ΜΑΤ και την αστυνομία μετά την δολοφονία του καθηγητή Τεμπονέρα στην Πάτρα από τους παρακρατικούς της κυβέρνησης της Ν.Δ. που ήθελαν να σπάσουν τις καταλήψεις.

Να θυμίσουμε ότι το νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών της Αθήνας το 1992 αν και ψηφίστηκε, σαμποταρίστηκε και δεν εφαρμόστηκε μετά την τότε δυναμική απεργία που είχε ξεπεράσει τα όρια του νόμου και τα διάφορα σαμποτάζ που έγιναν κατά των ιδιωτών λεωφορειούχων.

Και για να έρθουμε σε πολύ πρόσφατα παραδείγματα, η αναθεώρηση του άρθρου 16, αν και ψηφίστηκε παραμένει για την ώρα ανενεργή λόγω του ότι συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις με τις συγκρούσεις σε κάθε φοιτητικό συλλαλητήριο και παραμένει ανενεργό μετά την πρόσφατη εξέγερση για την δολοφονία του Γρηγορόπουλου.

Να θυμίσουμε όμως ότι και το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης πήρε διαστάσεις όταν στο Σηάτλ το 1999, μια μαζική πορεία ενάντια σε συνδιάσκεψη του ΠΟΕ μετατράπηκε σε εξέγερση με την πρωτοποριακή δράση του «μαύρου μπλοκ» που είχε συγκροτηθεί από αναρχικούς που κατέστρεφε τράπεζες και γραφεία πολυεθνικών. Θα μιλούσε κανείς για το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης ή θα γίνονταν μετά τα εξεγερσιακά γεγονότα της Πράγας και της Γένοβας, αν το Σηάτλ του 1999 ήταν μια ειρηνική παρέλαση και διαδήλωση; Καμιά κυβέρνηση δεν παίρνει στα σοβαρά τις ειρηνικές διαδηλώσεις. Οι βίαιες επαναστατικές ενέργειες εμπνέουν πάντα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων και ειδικά της νεολαίας και αυτό είναι που φοβούνται.

Να τελειώνουμε λοιπόν με την καθεστωτική Αριστερά που θέλει να διαιωνίσει το σύστημα, που την ενδιαφέρουν μόνο οι ψήφοι και οι έδρες του κοινοβουλίου, που διακατέχεται από το σύνδρομο της θυματοποίησης και το σύνδρομο της Βάρκιζας. Να τελειώνουμε με όλους αυτούς που τους ενδιαφέρει μόνο το πολιτικό μικρομαγαζάκι τους.

Οι κοινωνικές εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις δεν μπορούν παρά να είναι παντού και πάντα βίαιες.

Σε σχέση τώρα με την δικιά μας ενέργεια, δεν μας εκπλήσσει καθόλου ότι εκτός από τα κόμματα του αστικού κοινοβουλίου που όπως αναμενόταν καταδίκασαν το γεγονός, υπήρξαν και κάποιοι μέσα από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, όπως η αποκαλούμενη «Αντιεξουσιαστική Κίνηση», η οποία εξέδωσε ανακοίνωση ότι «οι ριπές στα Εξάρχεια τραυμάτισαν το μαζικό κίνημα». Δεν υπάρχει σαφέστερη δήλωση νομιμοφροσύνης, παρόμοιες με αυτές που ζητούσε παλιότερα το μετεμφυλιακό καθεστώς από τους αριστερούς. Μόνο που σήμερα αυτό που καταδικάζεται δεν είναι ο κομμουνισμός, αλλά ο ένοπλος αγώνας. Το έχουμε ξαναδεί αυτό, ειδικά στην Ιταλία με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες αλλά και εδώ, τηρουμένων των αναλογιών, όταν γίνονταν οι συλλήψεις για την 17Ν και τον ΕΛΑ το 2002-2003, όπου το καθεστώς ζητούσε πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης. Όμως εδώ, πριν ακόμη τους το ζητήσει το κράτος, η «Αντιεξουσιαστική Κίνηση» έδωσε από μόνη της το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης. Τι λένε δηλαδή στο καθεστώς: «Εμείς, παιδιά καμιά εφημερίδα βγάζουμε, καμιά μπροσούρα, εκδηλώσεις κάνουμε, διαδηλώνουμε ειρηνικά, όλα μέσα στα πλαίσια των νόμων, τίποτε το παράνομο και γι’ αυτό δεν έχετε να φοβάστε από εμάς τίποτα». Εξ’ άλλου οι συγκεκριμένοι όχι μόνο καταδικάζουν τον ένοπλο αγώνα, αλλά έχουν και την άποψη, την οποία φροντίζουν να δημοσιοποιούν στα ΜΜΕ πρόσφατα μάλιστα, ότι «όποιος σπάει και καίει σε διαδηλώσεις και πορείες δεν είναι αναρχικός», αποδεικνύοντας πόσο εξεγερτικοί είναι και ότι αποτελούν ένα είδος ΚΚΕ που δρα στο χώρο των αντιεξουσιαστών ασκώντας ένα είδος ιδεολογικής και όχι μόνο καταστολής. Και μην ξεχνάμε πως έχουν πάρει και τα συγχαρητήρια των ΜΜΕ όταν εν μέσω της εξέγερσης, κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τη μοναδική ειρηνική διαδήλωση του Δεκέμβρη μαζί με άλλα σχήματα της αριστεράς, δείχνοντας στην πράξη την κάθετη διαφωνία τους με τις συγκρούσεις στους δρόμους και τις εκδηλώσεις της γενικευμένης λαϊκής βίας και δίνοντας εξετάσεις στο καθεστώς για την δυνατότητα τους πρακτικά να εναντιώνονται σε αυτήν. Οι όποιες δηλώσεις νομιμοφροσύνης γίνονται σήμερα, πέρα από το σαφές γεγονός ότι οφείλεται στον φόβο που ανέκαθεν διακατείχε τέτοιου τύπου «αγωνισταράδες», πηγάζουν και από το γεγονός ότι γίνονται από ανθρώπους που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το πολιτικό τους «μαγαζί» και όχι το επαναστατικό κίνημα και η επανάσταση. Αντίθετα με όλους αυτούς τους «επαναστάτες» του γλυκού νερού, μερίδα της κοινωνίας και της νεολαίας επιδοκιμάζει την ενέργεια μας όπως έδειξαν και μηνύματα στα ΜΜΕ όπου τους έλεγαν ότι «καλά τους κάνανε».

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Το ελληνικό κράτος μεταπολεμικά οργανώθηκε, στηρίχτηκε και αντιμετώπισε τις κοινωνικές προκλήσεις του με την βία. Τα σώματα ασφαλείας και διατήρησης της τάξης αναλάμβαναν στις περιόδους της δημοκρατίας να διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα. Περίοδοι με κοινωνικές αναταραχές και έντονη αμφισβήτηση της κρατικής νομιμότητας συνοδεύονταν από ένταση της κρατικής βίας. Ο Κουμής, η Κανελλοπούλου, ο Καλτεζάς, είναι στην περίοδο μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών οι νεκροί μιας πολυδιάστατης κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης που ποτέ δεν σταμάτησε. Στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης η κρίση του συστήματος άρχισε να εξελίσσεται για το ελληνικό κατεστημένο σε ένα οικονομικό, πολιτικό αλλά και βαθιά κοινωνικό ναρκοπέδιο. Σήμερα που η οικονομική κρίση έχει πάρει τις πιο επικίνδυνες διαστάσεις της και συμπαρασύρει δομές και θεσμούς του καπιταλισμού, που η πολιτική κρίση που την συνοδεύει τείνει να απαξιώσει πλήρως το καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τους θεσμούς και τους εκπροσώπους του κάθε πολιτικής απόχρωσης, η κρατική μηχανή στρέφεται στη βία για να εξασφαλίσει την επιβίωση της. Μόνο μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να δούμε την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, όπως και την πληθώρα των αστυνομικών βιαιοτήτων και δολοφονικών ενεργειών. Μόνο μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και την κοινωνική εξέγερση που ακολούθησε, την ένταση και την μαζικότητα της. Η κοινωνία είναι ένα καζάνι που βράζει. Η σφαίρα του μπάτσου πυροδότησε μια κοινωνική ανάφλεξη που από καιρό αναμενόταν και που προαναγγέλει εξεγέρσεις ακόμα πιο ευρύτερες.

Τα βαθύτερα αίτια τόσο των τελευταίων γεγονότων όσο και αυτών που θα επακολουθήσουν βρίσκονται στη δομική κρίση του συστήματος. Μια κρίση που ξεκίνησε πριν από τρεις δεκαετίες περίπου, όταν χρεοκόπησε το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης δίνοντας τέλος σε μια σύντομη περίοδο σταθερότητας για το καπιταλιστικό σύστημα. Έκτοτε, κάθε προσπάθεια ν ‘αντιμετωπιστούν οι διάφορες οικονομικές κρίσεις που ξεσπούσαν( πετρελαϊκή κρίση, κρίση του χρέους, χρηματιστηριακή της δεκαετίας του ’80, κρίση της νοτιοανατολικής Ασίας κλπ), κατάφερνε απλώς να μεταφέρει στο μέλλον την μεγάλη κρίση, μεταφορά που όξυνε το πρόβλημα και δεν το άμβλυνε. Γιατί πιστεύουμε, πως ο καπιταλισμός είναι ένα καθεστώς που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζεται από αστάθεια και κρίσεις ενώ οι περίοδοι της οικονομικής σταθερότητας είναι οι εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας. Όπως επίσης πιστεύουμε πως καμιά ντετερμινιστική οικονομική θεωρία δεν ισχύει για τον καπιταλισμό, ούτε η θεωρία των κύκλων του Κοντράντιεφ ούτε οποιαδήποτε άλλη. Όπως δεν πιστεύουμε και σε οποιαδήποτε θεωρία που υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός διακατέχεται από νόμους, προδίδοντας στο σύστημα και στην ύπαρξη του νομοτέλεια αντίστοιχη με αυτή της φύσης. Για εμάς είναι ένα σύστημα που τείνει προς την ανισορροπία και όχι το αντίθετο όπως υποστηρίζουν οι εκφραστές του και η πορεία του στην ιστορία συνοδεύεται από διαδοχικές εκρήξεις και σύντομες περιόδους σταθερότητας. Η αστάθεια του οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για σύστημα βαθύτατα ταξικό και κοινωνικά άδικο, που η ανισότητα και η φτώχεια, ενώ για τους οπαδούς του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς είναι αυτό που ορίζεται ως υγιής συνθήκη για το σύστημα, είναι αυτή που γίνεται τελικά η ίδια η νάρκη στα θεμέλια του. Με την τεράστια κοινωνική και ταξική πόλωση που δημιουργεί δεν είναι δυνατόν ν’ αποτραπεί η διεύρυνση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, η οποία και τελικά υπονομεύει την σταθερότητα του συστήματος. Και η πόλωση αυτή πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα στο περιβάλλον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Χώρες ολόκληρες λιμοκτονούν, στρατιές ανέργων πλημμυρίζουν τον «ανεπτυγμένο» κόσμο και οι πολυεθνικές εταιρείες συγκεντρώνουν τέτοιο πλούτο που ο ετήσιος κύκλος εργασιών τους σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνά το ΑΕΠ ακόμα και χωρών του καπιταλιστικού κέντρου. Οι εκ των υστέρων διακηρύξεις για την αναγκαιότητα ρυθμιστικών παρεμβάσεων στην λειτουργία των αγορών, δείχνουν μια ύστατη και μάλλον μάταιη προσπάθεια της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας να διασφαλίσει την, όσο επιτρέπει η παρούσα συγκυρία, ομαλή διαιώνιση της καθεστωτικής λειτουργίας.

Η νεοφιλεύθερη παγκοσμιοποίηση υπήρξε ιστορικά η περίοδος της ανελέητης παγκόσμιας οικονομικής επίθεσης της οικονομικής ελίτ για τη μέγιστη δυνατή άντληση υπεραξίας, για την οικονομική αφαίμαξη των εργαζομένων, για την μέγιστη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη. Συνοδεύτηκε από μια ένταση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων που όμοια της δεν έχει υπάρξει στην ιστορία της ανθρωπότητας και σταδιακά αποσάθρωσε τα πολιτικά και κοινωνικά θεμέλια διάρθρωσης των κοινωνιών ανά τον κόσμο. Το γρήγορο και άμεσο κέρδος έγινε το ευαγγέλιο των ανά την υφήλιο καπιταλιστών και με τη βοήθεια της τεχνολογίας απομυζούσαν για πάνω από δυο δεκαετίες τον παγκόσμιο κοινωνικό πλούτο. Πρωτεργάτες σε αυτή την πρωτοφανή εκμετάλλευση οι πάσης φύσεως «επενδυτές κεφαλαίων», από τις τράπεζες ως τις χρηματιστηριακές, που διαχειρίστηκαν τρισεκατομμύρια και εξανέμισαν τον παγκόσμιο οικονομικό πλούτο δεκαετιών, ο οποίος τελικά κατέληξε στις τσέπες της διεθνούς οικονομικής ολιγαρχίας. Η ανεξάντλητη δίψα για άμεσα και γρήγορα κέρδη έκανε τον καπιταλισμό για μια ακόμη φορά στην ιστορία του να στραφεί εναντίον του ίδιου του του εαυτού.

Καπιταλιστές κλέβουν καπιταλιστές, η μια δομή του συστήματος υπονομεύει την άλλη. Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε πριν από μερικούς μήνες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την έναρξη μιας ραγδαίας αποσάθρωσης ενός συστήματος που εδώ και χρόνια σάπιζε πίσω από το φανταχτερό αλλά ψεύτικο περιτύλιγμα της φαινομενικής οικονομικής ευημερίας. Οι χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας του καπιταλισμού είχαν εδώ και χρόνια περάσει στη σφαίρα της οικονομικής και κοινωνικής καταρράκωσης, και οι οικονομικές καταρρεύσεις σε χώρες όπως οι αφρικανικές, της νοτιοανατολικής Ασίας και της λατινικής Αμερικής δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τα μηνύματα μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ερχόταν.

Σήμερα οι χώρες του λεγόμενου καπιταλιστικού κέντρου ζουν την δίνη της κρίσης και την απειλή μιας δικής τους οικονομικής χρεοκοπίας. Προτεραιότητα όμως, όπως εξ άλλου ήταν αναμενόμενο, δίνεται στην διατήρηση των δομών του συστήματος. Σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία οι κυβερνήσεις όλων των πολιτικών αποχρώσεων διοχετεύουν αμύθητα ποσά για την σωτηρία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, χρήματα που αφαιρούν από το οικονομικό προϊόν των κοινωνιών που εξουσιάζουν. Αν υπάρχει κάτι πρωτόγνωρο σε αυτή την κρίση, εκτός από το γεγονός ότι είναι η πρώτη που έχει πραγματικά παγκόσμιες διαστάσεις, είναι ότι γίνεται η αφορμή για την πιο μαζική κοινωνική ληστεία που έχει διαπραχθεί στην ιστορία του καπιταλισμού, την πιο μεγάλη μεταφορά κοινωνικού πλούτου από την κοινωνική βάση προς την κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής ιεραρχίας. Και αυτές οι ενέργειες είναι που όχι μόνο βαθαίνουν ακόμα περισσότερο την πολιτική κρίση, καθώς στα μάτια όλων απαξιώνεται πλήρως το πολιτικό σύστημα, αλλά δίνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στις τεράστιες οικονομικές ανισότητες. Τώρα και μπροστά στην οικονομική κρίση που βαθαίνει μέρα με την ημέρα και ενώ το σύστημα της οικονομίας της αγοράς βρίσκεται στην εντατική και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία τείνει να χάσει εντελώς τα κοινωνικά της ερείσματα καθώς αποκτά όλο και πιο εμφανώς τα χαρακτηριστικά μιας δικτατορίας της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, η άσκηση της ωμής βίας – είτε είναι αστυνομική είτε είναι στρατιωτική – από το καθεστώς πάνω στις κοινωνίες θ’ αποτελεί από εδώ και στο εξής μονόδρομο για την αναστήλωση του συστήματος. Γιατί η σωτηρία των κεκτημένων της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας προϋποθέτει την διατήρηση των θεσμών και δομών του συστήματος, γεγονός που θα το πράξουν πατώντας πάνω μας, ασκώντας ακόμα πιο ακραίες μορφές καταστολής, εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται τόσο η προαναγγελθήσα σκλήρυνση της στάσης των δυτικών κυβερνήσεων απέναντι στις εξεγέρσεις που έρχονται όσο και η στρατιωτική βία που εκδηλώνεται αυτή την περίοδο στον αντιστεκόμενο παλαιστινιακό λαό και που δεν αποτελεί απλώς τη συνέχιση μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης μεταξύ των Παλαιστινίων και του κράτους του Ισραήλ, αλλά σηματοδοτεί την έναρξη μιας πολιτικής που υπαγορεύεται από την απόφαση της υπερεθνικής ελίτ, με πρωτεργάτη πάντα την αμερικάνικη, να σβήσει από τον χάρτη λαούς και να ξεμπερδεύει μια για πάντα με καθεστώτα που δεν συμμορφώνονται πλήρως με τις επιταγές της.

Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας μιλούν ακόμα για τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας ν’ αντέξει στην κρίση, η πραγματικότητα αργά ή γρήγορα θα τους διαψεύσει. Το ελληνικό κράτος είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, έχοντας ήδη εξαντλήσει τις δυνατότητες άντλησης κεφαλαίων, είτε πρόκειται για την φορολογική αφαίμαξη των πολιτών είτε για τον δανεισμό από τις αγορές κεφαλαίου. Τον κοινωνικό πλούτο της χώρας οι εκάστοτε κυβερνήσεις τον λήστεψαν, είτε ξεπουλώντας σε τιμή κόστους στο κεφάλαιο την δημόσια περιουσία είτε αυξάνοντας τις περιουσίες τις δικές τους, συγγενών και υμετέρων είτε παραχωρώντας τεράστια ποσά σε υπηρεσίες προς το υπερεθνικό κεφάλαιο που λυμαίνεται εδώ και δεκαετίες τον τόπο, μέσω της πάντοτε προσοδοφόρας αγοράς του δημόσιου χρέους. Οι όροι δανεισμού από τις διεθνείς συμμορίες των τοκογλύφων που πλουτίζουν από τα κρατικά δάνεια, δηλαδή από το αίμα των λαών, γίνονται όλο και πιο άγριοι και οι προϋποθέσεις αφορούν την υπόσχεση από μεριάς της κρατικής εξουσίας ότι θα προχωρήσει σε ακόμα πιο άγρια πολιτική λιτότητας, προκειμένου να διασφαλίσει τη δυνατότητα να εξοφλεί τα ακριβά δάνεια που θα πάρει. Αλλά κυρίως αυτό που αποτελεί το βασικό στοίχημα για την κυβέρνηση, είναι η δυνατότητα να διασφαλίσει την εύθραυστη κοινωνική συνοχή, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για να συνεχίζει να ξεζουμίζει την ελληνική κοινωνία και να ξεπληρώνει τα δανεικά. Ο βραχνάς  του χρέους θα πνίξει, όχι βέβαια την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας που δεν κάνει καθόλου περικοπές στις προκλητικές αποδοχές των καθαρμάτων τα οποία απαρτίζουν το ελληνικό κοινοβούλιο, αλλά τα σύγχρονα υποζύγια της ελληνικής οικονομίας, τους χαμηλόμισθους, τους συνταξιούχους, τα χαμηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Και ως καλός υπηρέτης της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ η κυβέρνηση θ’ αποδεχθεί κάθε δυσβάσταχτο όρο δανεισμού προκειμένου να σώσει τα προνόμια τα δικά της, της πολιτικής εξουσίας αυτού του τόπου και της οικονομικής ολιγαρχίας που πλουτίζει εις βάρος των εργαζομένων. Και αυτά την στιγμή που η ανεργία στην Ελλάδα αυξάνεται κάθε μέρα και περισσότερο, τη στιγμή που η φτώχεια, η κακοπληρωμένη και η μαύρη  εργασία γίνονται ο κανόνας για την πλειοψηφία των ανθρώπων, την στιγμή που η μεσαία τάξη, η οποία μέχρι χθες αποτελούσε τον στυλοβάτη του πολιτικού συστήματος, ψυχορραγεί οικονομικά και διαλύεται κοινωνικά. Νέες στρατιές αγανακτισμένων με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο άμεσα θα προσδεθούν στις ήδη υπάρχουσες των αποκλεισμένων και φτωχών Ελλήνων και ξένων που βρίσκονται στην χώρα, που αδυνατούν να επιβιώσουν και που εισπράττουν την καθημερινή βία και απαξίωση της ζωής τους από τους κρατικούς μηχανισμούς. Και την ίδια στιγμή οι κατέχοντες την πολιτική και οικονομική εξουσία βάζουν όλο και πιο συχνά χέρι και κλέβουν τον κοινωνικό πλούτο μέσα από τους μηχανισμούς που ελέγχουν, όπως αποκαλύπτεται από τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα -των ομολόγων, του Βατοπεδίου, της Ζίμενς, το φαγοπότι με τα ταμεία του υπουργείου Πολιτισμού κλπ.-, προκαλώντας την αηδία πλέον σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας.

Η Ελλάδα, ως χώρα που ανέκαθεν ανήκε στην ημιπεριφέρεια του συστήματος ενώ η παρουσία της στο καπιταλιστικό κέντρο και η συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ αφορούσε κυρίως πολιτικές αποφάσεις, ως χώρα με μεγάλα ελλείμματα και χρέος, αποτελούσε και αποτελεί τον αδύνατο κρίκο στην αλυσίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα εν μέσω της μεγάλης κρίσης έρχονται στην επιφάνεια προβλήματα που υπέβοσκαν εδώ και  χρόνια ενώ η κοινωνική και πολιτική αστάθεια καθιστά την Ελλάδα τη χώρα που το καθεστώς υφίσταται τις μεγαλύτερες απειλές. Η προσεχής κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και η κοινωνική αναταραχή που θα ακολουθήσει μπορεί να  πυροδοτήσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθώς οι κοινωνίες τους βρίσκονται ήδη σε δεινή οικονομική και κοινωνική θέση.

Το περιβάλλον που διαμορφώνεται είναι εκρηκτικό και για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες ανοίγει πραγματικά ένας δρόμος για την από τα κάτω αποσταθεροποίηση του καθεστώτος και για την ανατροπή του πολιτικού και οικονομικού συστήματος.

Αυτή άλλωστε είναι και η ευκαιρία που προσφέρει κάθε μεγάλη οικονομική κρίση. Είναι η εποχή που κορυφώνεται η κοινωνική, πολιτική αλλά και ηθική απαξίωση απέναντι σε ένα καθεστώς που βρίσκεται στη μέγιστη παρακμή τού. Είναι η εποχή που αναμένονται οι μέγιστες κοινωνικές αντιδράσεις και κοινωνικές εκρήξεις. Είναι η εποχή που μια πραγματικά αισχρή μειοψηφία οφελείται πλέον από το οικονομικό και πολιτικό αυτό σύστημα. Είναι η εποχή που ανοίγουν οι μεγαλύτερες ρωγμές ανάμεσα στην ελίτ και τους υπερασπιστές τους από τη μια και στο μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας που μαστίζει η κρίση από την άλλη. Είναι η εποχή που δίνεται η μοναδική ευκαιρία στις επαναστατικές δυνάμεις να δράσουν προς την κατεύθυνση της επανάστασης.

Στην πραγματικότητα η μόνη δυνατή απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι ο κρατικός παρεμβατισμός και η σοσιαλδημοκρατία, ούτε αριστερές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις τύπου Τσάβες, Λούλα, Μοράλες, Κορέα, Μπασελέ, αλλά η κοινωνική επανάσταση που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό και το κράτος ως μορφή διαχωρισμένης εξουσίας από την κοινωνία. Η μόνη πραγματική αντιπολίτευση δεν είναι η αριστερά στο αστικό κοινοβούλιο αλλά η εξέγερση, η σύγκρουση, η ανατροπή, ο ένοπλος αγώνας. Η πραγματική λαϊκή κυριαρχία δεν εφαρμόζεται από τους επαγγελματίες βουλευτές και τα κόμματα, αλλά από τον ίδιο τον λαό, τον καθένα μας που συμμετέχει σε συλλογικά αμεσοδημοκρατικά όργανα διαχείρισης των κοινωνικών υποθέσεων, στις γειτονιές των μεγαλουπόλεων, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους εργασιακούς χώρους, στην βιομηχανία, στην γεωργία, παντού. Η πραγματική λαϊκή κυριαρχία δεν είναι η εν λευκώ και για τέσσερα χρόνια παράδοση των κοινωνικών υποθέσεων σε επαγγελματίες αντιπροσώπους – βουλευτές αλλά στην καθημερινή παρουσία και παρέμβασή μας στα λαϊκά συμβούλια διαχείρισης όλων των κοινωνικών υποθέσεων. Εκεί όπου θα μιλήσουμε εμείς οι ίδιοι για τα προβλήματα μας. Εκεί όπου ο καθένας μας συμμετέχει ενεργά και καθημερινά στην διαχείριση της ζωής του. Εκεί όπου ακόμα κι αν χρειάζονται εκλεγμένοι αντιπρόσωποι αυτοί θα είναι αιρετοί και άμεσα ανακλητοί οποιαδήποτε στιγμή. Τέτοια παραδείγματα αμεσοδημοκρατικής λαϊκής αυτοδιαχείρισης έχει δώσει πολλά το παλιό επαναστατικό κίνημα, από την Παρισινή Κομμούνα του 1871, τα σοβιέτ του 1905 και του 1917 προτού τα ευνουχίσουν οι μπολσεβίκοι, τα εργοστασιακά συμβούλια στην Γερμανία το 1918 και στην Ιταλία το 1920, οι εργοστασιακές επιτροπές και οι αγροτικές κομμούνες στην Ισπανία το 1936 – 37, τα ουγγρικά εργατικά συμβούλια του 1956, οι συνελεύσεις των φοιτητών και εργατών στην Γαλλία τον Μάη του 1968. Έχουμε και πιό σύγχρονα παραδείγματα λαϊκής αυτοδιαχείρισης όπως είναι οι ζαπατιστικές κοινότητες στην εξεγερμένη Τσιάπας, οι καταλήψεις ακτημόνων στην Βραζιλία και οι καταλήψεις εργοστασίων στην Αργεντινή το 2001- 2 μετά την κατάρρευση της οικονομίας. Μόνο σε περιόδους κοινωνικών επαναστάσεων, εξεγέρσεων, αναταραχών, έχουν δημιουργηθεί αυθόρμητα από τον ίδιο τον λαό αυτές οι μορφές αντιιεραρχικής και αντικρατικής κοινωνικής οργάνωσης που αντικατοπτρίζουν την ελευθερία του. Αυτή η περίοδος όπου ο καπιταλισμός είναι αντιμέτωπος με την βαθύτερη κρίση μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, είναι κατάληλη για αυτούς που επιθυμούν πραγματικά την ανατροπή και την επανάσταση να δράσουν. Ή θα επιτρέψουμε στον καπιταλισμό να ξεπεράσει την κρίση του ή θα τον ανατρέψουμε.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν ένα καλό μήνυμα για ό,τι πρόκειται να επακολουθήσει. Και το μήνυμα το έχουν λάβει σε όλο τον πλανήτη, ότι αυτή η εξέγερση ήταν μόνο η έναρξη μιας μεγαλύτερης και σφοδρότερης κοινωνικής σύγκρουσης. Σημασία έχει από εδώ και στο εξής να μπουν αυτές οι οργανωτικές διαδικασίες που θα καταφέρουν να δώσουν την δυνατότητα για μια στοχευμένη και ένοπλη αναμέτρηση με το καθεστώς και τους υπερασπιστές τους με σκοπό την τελική νίκη των επαναστατών. Παράλληλα ν’ ανοίξει άμεσα μια συζήτηση ανάμεσα σε όλες τις επαναστατικές δυνάμεις για την προοπτική μιας ελευθεριακής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, μέσα από σειρά επαναστατικών προταγμάτων για την εργασία, την παραγωγή, την καθημερινή ζωή. Προταγμάτων όπως καταλήψεις εργασιακών χώρων και εργοστασιακών μονάδων, όχι με στόχο πλέον την διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, αφού εν μέσω κρίσης αναμένεται από τα αφεντικά μια σαρωτική επίθεση σε όλα τα εργασιακά μέτωπα και μέτρα που θα επιδεινώσουν περισσότερο τις εργασιακές συνθήκες και τους μισθούς. Καταλήψεις που θα έχουν ως στόχο να θέσουν ξανά την παραγωγική διαδικασία μπροστά, στους εργασιακούς χώρους που εγκαταλείπουν τα αφεντικά ως μη αποδοτικούς και την άμεση αυτοδιαχείρησή τους από τους εργάτες. Καταλήψεις που θα διεκδικούν την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής που μπορούν να τεθούν υπό τον πλήρη έλεγχο των εργαζομένων, κατάργηση στην πράξη της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς και παράλληλη διαμόρφωση εργατικών συμβουλίων που θα καθορίζουν τι θα παράγεται, από ποιους και για ποιους. Απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των πλουσίων και διάθεση της στους σκοπούς της επανάστασης, επίθεση και κατάλυση των κρατικών μηχανισμών και δομών. Όλα στα χέρια των προλετάριων, τίποτα στα χέρια των εξουσιαστών. Μόνο έτσι θα κάνουμε πράξη το πρόταγμα «να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας».

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΥΓ: Αναλαμβάνουμε επίσης, την ευθύνη για την τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού στα γραφεία της πολυεθνικής πετρελαϊκής SHELL στο Π. Φάληρο στις 24 του περασμένου Οκτώβρη.

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 15-1-2009

(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.