Κείμενο των τριών φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα για τη δίκη της οργάνωσης που θα αρχίσει στις 5 Οκτώβρη του 2011 – 9/09/11

Κείμενο των τριών φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα για τη δίκη της οργάνωσης που θα αρχίσει στις 5 Οκτώβρη του 2011

 

Η δίκη της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας που θα ξεκινήσει στις 5 Οκτώβρη είναι συνέχεια της κατασταλτικής επίθεσης του κράτους που ξεκίνησε τον Απρίλη του 2010 με τις συλλήψεις μας και η οποία στόχευε και στοχεύει την οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας και φυσικά τους αγωνιστές που συμμετέχουν σ’ αυτήν.

Πρωταρχικός σκοπός των συλλήψεων, της δίκης αλλά και των καταδικών σε πολλά χρόνια φυλάκισης που θα ανακοινωθούν απο το ειδικό δικαστήριο, είναι να εξαλείψει το κράτος την πολιτική απειλή του Επαναστατικού Αγώνα, να κάμψει τη δική μας βούληση για αγώνα, να καταστήσει στα μάτια κάθε αγωνιστή και κάθε αντιστεκόμενου την πολιτική επιλογή της ένοπλης δράσης ως αδιέξοδη, ανεδαφική και χωρίς προοπτική.

Ζητούμενο για το κράτος είναι να ηττηθεί πολιτικά ο Επαναστατικος Αγώνας, να ηττηθούμε εμείς που συμμετέχουμε σ’ αυτόν, να ηττηθεί ο ένοπλος αγώνας και προοπτικά να καμφθεί κάθε βούληση για την οργάνωση της ένοπλης προλεταριακής αντεπίθεσης στο καθεστώς και την ανατροπή του, κάθε βούλησης για ένοπλη επαναστατική απόπειρα καθώς τόσο η δράση του Επαναστατικού Αγώνα όσο και η κατασταλτική πολιτική εναντίον του είναι αδιαχώριστα από το υπάρχον ιστορικό πλαίσιο, η δίωξη, η φυλάκιση, η δίκη και η καταδίκη μας αφορά στην εξάλειψη μιας πολιτικής δύναμης που είχε και έχει ως στρατηγική της την υπονόμευση των σχεδίων της οικονομικής και πολιτικής ελίτ να εξοντώσει οικονομικά την πλειοψηφία της κοινωνίας στο όνομα της εξόδου από την κρίση του συστήματος.

Η διαφύλαξη του οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος από μια απειλή όπως ο Επαναστατικός Αγώνας και η εξασφάλιση μέσω της καταστολής ότι καμία ένοπλη επαναστατική απόπειρα εναντίον του δεν θα εκδηλωθεί, γίνεται ιδιαίτερα επιτακτική το τελευταίο διάστημα που το ελληνικό κράτος βρίσκεται λίγο πριν την ανακοίνωση της τελικής οικονομικής χρεοκοπίας του και ενώ η κατοχή της ελληνικής κυβέρνησης, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Ε.Ε, βυθίζει όλο και πιο βαθιά τη χώρα στην πιο βάρβαρη, την πιο άγρια μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης που έχει γνωρίσει ποτέ αυτός ο τόπος μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Στα πλαίσια της αντιμετώπισης του Επαναστατικού Αγώνα, της σύλληψης και της αιχμαλωσίας των μελών της οργάνωσης, το κράτος συνέλαβε επίσης τους συντρόφους Β.Σταθόπουλο, Σ.Νικητόπουλο και Χ.Κορτέση οι οποίοι θα δικαστούν μαζί μας ενώ καταζητείται και ο σύντροφος Κ.Κάτσενας.

Μη μένοντας σ’ αυτούς τους τέσσερεις συντρόφους τους οποίους εμπλέκει στην οργάνωση, το κράτος επιχείρησε να διευρύνει τον κύκλο της ομηρίας αγωνιστών προχωρώντας σε μαζικές ανακρίσεις τον Οκτώβριο του 2010. Παράλληλα άσκησε δίωξη στη συντρόφισσα του Κ.Γουρνά, Μαρί Μπεραχά, η οποία θα δικαστεί και αυτή μαζί μας στις 5 Οκτώβρη. Το κράτος εμπλέκει την Μ.Μπεραχά σε μια σαφή προσπάθεια να χτυπηθεί προσωπικά ο σύντροφος Κ.Γουρνάς, να καμφθεί η βούληση του για αντίσταση και κατ’ επέκταση να πληγεί η ίδια η οργάνωση μας.

Παρά το γεγονός ότι η κίνηση των μαζικών ανακρίσεων ήταν ατελέσφορη, ως προς την δυνατότητα που παρείχε για την άσκηση νέων διώξεων, ήταν σίγουρα μια ευκαιρία να ασκηθεί μία επιπλέον πίεση σε μας καθώς στόχευε μέσω της τρομοκράτησης μεγάλου αριθμού συντρόφων στην πολιτική απομόνωσή μας από τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκουμε.

Η πολιτική απομόνωσή μας είναι πάντα, εξάλλου, ένα ζητούμενο για το κράτος καθώς αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη του τελικού του στόχου στον πόλεμο που διεξάγει εναντίον μας και που είναι η πολιτική μας εξόντωση.

Ως επακόλουθο της κατασταλτικής επίθεσης εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα μπορούν να ερμηνευτούν οι διώξεις των υπόλοιπων συντρόφων και η στοχοποίηση των ευρύτερων πολιτικών, συντροφικών και διαπροσωπικών σχέσεων στον α/α χώρο, ενώ μια γενικότερη προσπάθεια εκφοβισμού προς όποιον αντιστέκεται αποτελεί πάντα ένα ζητούμενο σε κάθε κατασταλτική επίθεση.

Ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, που έχουμε αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μας στην οργάνωση, δεν μπορεί παρά να έχουμε ως κυρίαρχο και κεντρικό σημείο αναφοράς στην δίκη μας τον ένοπλο αγώνα.

Η δίκη μας θα είναι ένα πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης με το κεφάλαιο και το κράτος, θα είναι ένα πολιτικό βήμα υπεράσπισης της δράσης και των θέσεων της οργάνωσης μας, όπου θα υποστηρίξουμε ότι ο ένοπλος αγώνας είναι διαχρονικά αναπόσπαστο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος στον αγώνα για την ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση. Ότι ο ένοπλος αγώνας  είναι επίκαιρος και αναγκαίος όσο ποτέ, ιδιαίτερα μέσα στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης και του σύγχρονου ολοκληρωτισμού που ζούμε μετά την υπαγωγή του λαού στην εξουσία της διεθνούς οικονομικής ελίτ μέσω της βίαιης επιβολής των προγραμμάτων της τρό’ι’κας του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Ε.Ε.

Θα υπερασπιστούμε όπως έχουμε ήδη κάνει το σύντροφο Λ.Φούντα, μέλος της οργάνωσης που σκοτώθηκε σε ένοπλη συμπλοκή με τους μπάτσους, σε προπαρασκευαστική ενέργεια της οργάνωσης προετοιμάζοντας ένα χτύπημα ενάντια στο καθεστώς, ένα χτύπημα σύμφωνα με την στρατηγική του Επαναστατικού Αγώνα έτσι ώστε να μην περάσει η σύγχρονη χούντα του κεφαλαίου και του κράτους.

Ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα είμαστε συνεπείς στο να προωθούμε τις θέσεις και τις απόψεις της οργάνωσης μέσα από τη φυλακή και το ίδιο θα κάνουμε και στο δικαστήριο.

Η δράση και ο λόγος του Επαναστατικού Αγώνα είναι συνδεδεμένα με τον αγώνα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είναι συνδεδεμένα με μια στρατηγική και μια οπτική που βλέπει τη σημερινή οικονομική κρίση και τη συνεπακόλουθη λόγω αυτής απονομιμοποίηση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος  στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας, μια μοναδική ευκαιρία για να προωθήσουμε την ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους.

Όλα αυτά, τα οποία τα έχουμε ξαναθέσει σε κείμενα που έχουμε βγάλει απο τη φυλακή, θα αναδειχθούν στην επικείμενη δίκη μας.

Μέσα στα πλαίσια της πολιτικής υπερασπιστικής μας γραμμής απευθύναμε ένα διεθνές κάλεσμα αλληλεγγύης όπου καλούσαμε ως πολιτικούς μάρτυρες υπεράσπισης στην δίκη μας, συντρόφους οι οποίοι στο παρελθόν αγωνίστηκαν στις γραμμές του ένοπλου αγώνα κάτω από διαφορετικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και οι οποίοι παρέμειναν αμετακίνητοι και αμετανόητοι στις επιλογές τους και υπεράσπισαν τους αγώνες τους πληρώνοντας γι’ αυτό με πολλά χρόνια στη φυλακή.

Σκοπός μας είναι να αναδείξουμε τη διαχρονικότητα του ένοπλου μέσα από μια ιστορική καταγραφή του αντάρτικου, να αναδείξουμε την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα του ένοπλου αγώνα ως απαραίτητου εργαλείου του επαναστατικού κινήματος που θα αποπειραθεί την ανατροπή, να αναδείξουμε ότι ο αγώνας για την ελευθερία και την επανάσταση είναι διαρκής.

Επιτακτική ανάγκη επίσης θεωρούμε πως είναι η οργάνωση ενός διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Πολύ σημαντικό είναι επίσης η κατάθεση ενός λόγου αλληλεγγύης στην δίκη μας από συντρόφους μάρτυρες υπεράσπισης από τον α/α χώρο οι οποίοι ως ακτιβιστές δρουν στα πλαίσια άλλων μορφών πάλης και που μέσα από το λόγο τους θα επιβεβαιώσουν την ενότητα και την πολυμορφία του αγώνα για την ανατροπή, ακυρώνοντας τα διασπαστικά διλήμματα της εξουσίας όπως ” νομιμότητα ή παρανομία ” ή ” μαζικός αγώνας ή ένοπλος αγώνας “. Άλλωστε και εμείς προερχόμαστε από τον α/α χώρο και έχουμε πολύχρονες εμπειρίες από συμμετοχή σε μαζικά γεγονότα, σε διαδηλώσεις, σε καταλήψεις, σε συγκρούσεις στο δρόμο, σε συνελεύσεις, όπως επίσης κάποιοι από μας έχουν εμπειρίες από τη συμμετοχή τους σε συλλογικότητες και πολιτικές ομάδες.

Και οι προτάσεις του Επαναστατικού Αγώνα, που έχουν καταγραφεί μέσα από τις προκηρύξεις της οργάνωσης και μέσα από τα κείμενα της φυλακής, προέρχονται από την παράδοση του α/α κινήματος όπως η καταστροφή του κράτους και τα προτάγματα της κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης.

Για εμάς ο ένοπλος αγώνας είναι ένα στρατηγικό σχέδιο επίθεσης εναντίον της κυριαρχίας με παράλληλη επιδίωξη την όσο το δυνατόν κοινωνική απεύθυνση και με κατεύθυνση πάντα την όξυνση του κοινωνικού και ταξικού πολέμου εναντίον του κράτους και του κεφαλαίου, την προπαγάνδιση της ένοπλης προλεταριακής αντεπίθεσης για την ανατροπή του συστήματος και την κοινωνική επανάσταση. Τέλος να επισημάνουμε πως οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις μας όχι μόνο δεν μας έχουν λυγίσει, όπως θα έλπιζαν οι διώκτες μας, αλλά είμαστε πιο δυνατοί από ποτέ. Όπως επίσης ότι σε αυτήν την πολιτική μάχη που θα δώσουμε στο δικαστήριο και παρά τις μακροχρόνιες φυλακίσεις που θα επιβάλλουν οι αχυράνθρωποι του καθεστώτος τελικά νικητές θα είμαστε εμείς.

 

 

Τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα

Πόλα Ρούπα, Κώστας Γουρνάς, Νίκος Μαζιώτης

Posted in Uncategorized | Comments Off on Κείμενο των τριών φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα για τη δίκη της οργάνωσης που θα αρχίσει στις 5 Οκτώβρη του 2011 – 9/09/11

Κείμενο απάντησης των τριών φυλακισμένων μελών του “Επαναστατικού Αγώνα”, στην μπροσούρα, με τίτλο “πολιτική ευθύνη, αλληλεγγύη και ψευδής συνείδηση” 4/07/11

Κείμενο απάντησης των τριών φυλακισμένων μελών του “Επαναστατικού Αγώνα”, στην μπροσούρα, με τίτλο “πολιτική ευθύνη, αλληλεγγύη και ψευδής συνείδηση”.

 

Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε κείμενο με τίτλο «Πολιτική ευθύνη, αλληλεγγύη και ψευδής συνείδηση», το οποίο μας υποχρεώνει να τοποθετηθούμε, όχι για τα ζητήματα που πραγματεύεται, αλλά γιατί αναφέρεται προσωπικά στο σύντροφο Νίκο Μαζιώτη και την ανάληψη πολιτικής ευθύνης που έκανε το ’98, όταν συνελήφθη για τοποθέτηση βόμβας στο Υπουργείο Ανάπτυξης.

Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κείμενο βρίθει «ευγενικών» χαρακτηρισμών («κάποιους(;) τυφλώνει ο ιδεολογικός φανατισμός», «κάποιοι(;) δεν ορίζουν σαφή μέτωπα πάλης και προσκρούουν στην έσχατη γραμμή άμυνας […] που είναι το ήθος», «κάποιοι(;) που αναγορεύουν σε κεντρικό αντίπαλο(!) ανθρώπους και λογικές που βρίσκονται από τη δική μας πλευρά» κλπ.), οι οποίοι αναμειγνύονται με ιστορικές ανακρίβειες, συνθέτοντας ένα «πολεμικό εγχείρημα» που θα χαρακτηρίζαμε ξιφούλκηση στον αέρα εναντίον στάσεων, θέσεων και επιλογών που το μόνο προσδιορίσιμο στοιχείο είναι ότι αφορούν φυλακισμένους συντρόφους (μάλλον όχι αυτών που έγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο), καθιστά απαγορευτική την ευρύτερη ενασχόληση μαζί του. Εξάλλου, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες έγιναν από τη μεριά μας, η προσέγγιση και ανάλυση ενός τέτοιου -αφοριστικού σε μεγάλο βαθμό και σε σημεία σχεδόν παραληρηματικού- κειμένου θα κατέληγε αναπόφευκτα σε αδιέξοδο και ο μόνος που δε θα κέρδιζε θα ήταν η αλληλεγγύη, η οποία παρά το γεγονός ότι είναι το κεντρικό ζήτημα που πραγματεύεται, τελικά σε αυτή την μπροσούρα δεν έχει την τιμητική της. Γι’ αυτό και προτιμάμε να περιοριστούμε σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα που δεν μπορούμε εκ θέσεως να αγνοήσουμε.

Η διαπίστωση ότι η ανάληψη πολιτικής ευθύνης από το σύντροφο Νίκο Μαζιώτη ήταν μια απόφαση που πάρθηκε σε συνάρτηση με το «πλαίσιο που έθεσαν τα εγκληματολογικά εργαστήρια», όχι μόνο δεν είναι «εύλογη» άλλα είναι αυθαίρετη, αφού αφορά σε λάθος εκτίμηση και δεν βασίζεται σε τοποθέτηση του ίδιου του συντρόφου. Την αρχική του στάση που ήταν η πεπατημένη μέχρι εκείνη τη στιγμή επιλογή της άρνησης των κατηγοριών και του στημένου κατηγορητηρίου, δεν την ανέτρεψε στην πορεία λόγω του στενού πλαισίου των εγκληματολογικών εργαστηρίων. Ήταν μια πολιτική απόφαση να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την επιλογή του να τοποθετήσει βόμβα στο Υπουργείο Ανάπτυξης σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους κατοίκους του Στρυμονικού που εκείνη την περίοδο αγωνίζονταν ενάντια σε εγκατάσταση εργοστασίου χρυσού στην περιοχή τους από πολυεθνική. Ήταν επίσης μια πολιτική απόφαση να υπερασπιστεί τον πολύμορφο αγώνα, αφού η ίδια η αλληλέγγυα δράση του στους κατοίκους του Στρυμονικού εκφράστηκε με πλήθος άλλων πρακτικών (εκδηλώσεις, αφισοκολλήσεις κλπ.) εκτός από τη συγκεκριμένη δυναμική ενέργεια.

Τα νέα δεδομένα στη μέχρι τότε διαχείριση του ζητήματος των πολιτικών κρατουμένων ήταν ότι για πρώτη φορά η αλληλεγγύη σε πολιτικό κρατούμενο κατηγορούμενο για βομβιστική ενέργεια ήταν ανεξάρτητη και αποδεσμευμένη από τους διάφορους «ειδικούς επί της αλληλεγγύης» της εξωκοινοβουλευτικής όχι όμως της αντισυστημικής αριστεράς, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή και για όλες τις υποθέσεις σκευωριών αναλάμβαναν σε συνεργασία με κάποιους αναρχικούς την υπεράσπιση των πολιτικών κρατουμένων, ανάγοντας το ζήτημα της αλληλεγγύης από επαναστατικό ζήτημα του κινήματος, σε ζήτημα θεσμικών διαμεσολαβήσεων και τις αιχμαλωσίες των αγωνιστών από «αφορμή για να εντείνουμε τον αγώνα», όπως συνηθίζαμε να λέμε παλιότερα στα αμφιθέατρα, σε αφορμή για τη λείανση των αιχμών της επαναστατικής δράσης και γείωση του επαναστατικού λόγου στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής υπερασπιστικής γραμμής και ο οποίος λόγος ενόψει της «μάχης για τη λήξη της αιχμαλωσίας» των αγωνιστών, υποβαθμιζόταν σε «γραφικότητες» και σε «ιδεολογικούς μαξιμαλισμούς».

Τελικά, δεν ήταν η σκευωρία σα στάση που δέχτηκε την κριτική εκείνη την περίοδο από σημαντικό μέρος του κινήματος, αλλά ο τρόπος διαχείρισης του ζητήματος της σκευωρίας, αφού η αλληλεγγύη μέχρι τότε χαρακτηριζόταν από ένα δυϊσμό, με βάση τον οποίο διαχωριζόταν σε αυτή των συνελεύσεων και σε αυτή των κλειστών επιτροπών. Σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχαν μόνο οι δεύτερες, ενώ σε άλλες συνυπήρχαν και οι δυο. Στις μεν πρώτες το «καθήκον» του κινήματος ήταν να βάζει τους όρους της δράσης στο δρόμο και στις δεύτερες οι πολιτικές συνεργασίες «εκτάκτου ανάγκης» μεταξύ αναρχικών και πολιτικών χώρων της -πλησίον του κινήματος- αριστεράς είχαν ως αρμοδιότητα την οργάνωση μιας άλλης αλληλεγγύης εξειδικευμένων πρωτοβουλιών που αφορούσαν την οργάνωση δικών, συνεντεύξεων τύπου, κλπ. Ενίοτε και όχι σπάνια θα λέγαμε, μέσα στα πλαίσια αυτών των πρωτοβουλιών διεκπεραιώνονταν οι «απαιτούμενες» θεσμικές διαμεσολαβήσεις των αντίπαλων παρατάξεων (κράτους-φυλακισμένων) που ήταν «αναγκαίες» για να επιτευχθούν οι απαραίτητοι συμβιβασμοί, οι οποίοι τελικά θα «βοηθούσαν» στην άμβλυνση της σύγκρουσης μεταξύ φυλακισμένου -ο οποίος από αγωνιστής συνήθως μετατρεπόταν σε θύμα της κρατικής καταστολής- και εξουσίας. Αυτή τη συνθήκη, η οποία αναπόφευκτα επιδρά εις βάρος του συνολικότερου αγώνα, τη νομιμοποιούσε στις συνειδήσεις το ίδιο το καθεστώς της ομηρίας, η καταστολή και η όποια «επιτακτική ανάγκη» για μια άμεση «νίκη επί του εχθρού» που αφορούσε αποκλειστικά και με κάθε όρο τις αποφυλακίσεις, ασχέτως αν αυτή, όχι μόνο δεν συνοδευόταν από κάποια ηθική νίκη επί του αντιπάλου, αλλά συνοδευόταν συχνά από μια μικρή ή μεγάλη αξιακή οπισθοχώρηση.

Μακροχρόνιες πολιτικές συμμαχίες και δράσεις συνέβαλαν στην ενίσχυση μιας αντίληψης που αναπτύχθηκε και εκφράστηκε μέσα από τέτοιες επιτροπές, λόγω κυρίως του τιμήματος σε χρόνια φυλάκισης που έχουν οι διώξεις για ένοπλη δράση, σύμφωνα με την οποία αντίληψη η καταστολή σ’ αυτές τις περιπτώσεις να μην απαντιέται με όρους αγώνα, αλλά με όρους που θέτει η «συντεταγμένη πολιτεία», ο λόγος της αλληλεγγύης να συγχέεται με αυτόν των νομικών εδράνων στις δικαστικές αίθουσες και η αλληλεγγύη να μετατρέπεται ενίοτε -όπως υπέροχα είχε διατυπώσει παλιότερα ένας σύντροφος- από το «όπλο μας» στο κόλπο μας.

Τα παραπάνω φαινόμενα επανέρχονται με ιδιαίτερη επιμονή στις μέρες μας, καθώς ο μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατουμένων και η πλούσια γκάμα «γραμμών» υπεράσπισης φτιάχνουν ευνοϊκό πεδίο για τους όποιους πολιτικούς καιροσκοπισμούς και αριβισμούς, οι οποίοι είναι σύνηθες και διαχρονικό φαινόμενο να εκδηλώνονται πάνω στις όποιες επιτακτικές ανάγκες και εκβιασμούς γεννά η καταστολή.

Αυτό που για εμάς ήταν ένα νέο και πολύτιμο για τον αγώνα δεδομένο στη διαχείριση του ζητήματος της αιχμαλωσίας των αγωνιστών την περίοδο της φυλάκισης του Νίκου Μαζιώτη, ήταν ότι για πρώτη φορά ένα κίνημα αλληλεγγύης μπορούμε να πούμε ότι τα κατάφερε μόνο του να φέρει σε πέρας μια υπόθεση ένοπλης δράσης με όρους αγώνα, χωρίς να υποπέσει στους συνήθεις δυϊσμούς, χωρίς να διαχωρίσει την αλληλεγγύη σε αυτή του δρόμου και των επιτροπών, χωρίς να βάλει μπροστά τους «ειδικούς» διαμεσολαβητές του κινήματος με την εξουσία. Και σ’ αυτό σίγουρα συνέβαλε και η στάση του ίδιου του συντρόφου.

Αξίζει να επισημάνουμε πως ανάλογα με εκείνη την περίοδο εγχειρήματα ανοιχτών συνελεύσεων αναρχικών που συγκροτούνται για την ενίσχυση και προώθηση του αγώνα συνολικά με αφορμή την καταστολή και τις συλλήψεις και που έχουν ως συνιστώσα τους την αλληλεγγύη σε φυλακισμένους αγωνιστές είναι η ιδανικότερη πολιτική διέξοδος σήμερα για ν’ αντιμετωπίσει τους διαχωρισμούς που επιβάλλονται κατά κόρον στην αλληλεγγύη με βάση τις κατηγορίες, τις «εύκολες» και «δύσκολες» υποθέσεις, τα «ελαφρύτερα» και «βαρύτερα» κατηγορητήρια, τους «ενόχους» και τους «αθώους», τους λιγότερο και τους περισσότερο «αθώους», τους λιγότερο, περισσότερο ή καθόλου δημοφιλείς συντρόφους, σε αυτούς που γνωρίζουμε προσωπικά και σε αυτούς που δεν γνωρίζουμε, σε αυτούς που η αποφυλάκισή τους είναι πιο «εφικτή» και «ρεαλιστική» γι’ αυτό και κινητοποιούμαστε, επίσης, ευκολότερα, σε αυτούς που η υπεράσπιση της πολιτικής τους ταυτότητας, ως στάση άμυνας έναντι της δίωξής τους, είναι ευκολότερα διαχειρίσιμη και περισσότερο απενοχοποιημένη στις συνειδήσεις από τις αναλήψεις πολιτικής ευθύνης… Και ο άκρατος υποκειμενισμός στην αντιμετώπιση της καταστολής και των φυλακίσεων -απόρροια του ευρύτερου κατακερματισμού στον αγώνα- νομιμοποιεί σε δίκες «ενόχων» τις πολιτικές τοποθετήσεις αντίθεσης και διαφωνίας με την ένοπλη δράση, μπροστά στον αντίπαλο που εκπροσωπείται από τους δικαστές, ενώ οι ενστάσεις πάνω σε αυτή την απαράδεκτη συνήθεια καταγγέλονται ως απαίτηση ταύτισης με την ένοπλη δράση(!). Τέτοια φαινόμενα που για εμάς καλλιεργούνται και συντηρούνται από τον αμοραλισμό στην πολιτική, αλλά και από την ενοχικότητα που διακατέχει κάποιους κατηγορούμενους για ένοπλη δράση, ακυρώνουν την αλληλεγγύη, εντείνουν τους διαχωρισμούς στην αλληλεγγύη και τον αγώνα, προωθούν την αντεπανάσταση.

Η νομιμοποίηση στις συνειδήσεις αυτών των στάσεων ενώπιον του εχθρού, η «συνήθεια» να μην αντιδρούμε στη διατύπωση διαφωνιών, ακόμα και καταδικών, επί των διαφόρων μορφών δράσης μπροστά στους δικαστές και στους ανακριτές, δημιουργεί μια ιδιαίτερα σοβαρή πολιτική νοσηρότητα που διαβρώνει τον αγώνα και που τα καταστροφικά της αποτελέσματα δεν θα αργήσουμε να υποστούμε. Αντί, λοιπόν, να γίνεται αντικείμενο συζητήσεων και κριτικών η «ευνοϊκή» μεταχείριση από τον χώρο κάποιων πολιτικών κρατουμένων και οι διαχωρισμοί με βάση το νομικό πλαίσιο και τα «ευρήματα των εγκληματολογικών εργαστηρίων», γίνεται αντικείμενο κριτικής η ανάληψη πολιτικής ευθύνης για πολιτικούς λόγους και αυτό σε μια περίοδο που οι σύντροφοι οι οποίοι αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη είναι αυτοί που δέχονται το μεγαλύτερο έλλειμμα αλληλεγγύης. Επιγραμματικά να διευκρινίσουμε πως η ανάληψη πολιτικής ευθύνης είναι αναπόφευκτα μια πολιτική στάση που έχει μια πολιτική αφετηρία και προϋποθέτει μια πολιτική βάση για να πατήσει ο κρατούμενος και να την κάνει. Όταν αυτή η πολιτική βάση είτε είναι σαθρή είτε απουσιάζει, είναι λογικό ο κρατούμενος -όσο ασφυκτικό κι αν είναι το πλαίσιο που θέτουν τα εγκληματολογικά εργαστήρια- να μην είναι σε θέση να προχωρήσει σε αυτή την επιλογή. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η πολιτική βάση να μην είναι σταθερή, αλλά να υπάρχει στη θέση της μια συλλογική βάση και σχέση που να καθορίζουν την επιλογή. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν και τα δύο. Πάντως η ανάληψη πολιτικής ευθύνης είναι -και δεν γίνεται διαφορετικά-, ιδίως όταν πρόκειται για ομάδες και όχι για ατομικές επιλογές δράσης, επιλογή αυξημένης πολιτικής και συντροφικής ευθύνης, της οποίας ευθύνης η απουσία μπορεί να σημαίνει σαφή εγκατάλειψη συντρόφων και επιλογών στο όνομα της προσωπικής απεμπλοκής από το κατηγορητήριο. Οι εξατομικευμένες αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός ή ενάντια σε μια συλλογική στάση σε περιπτώσεις διώξεων ένοπλων συλλογικοτήτων είναι η πρώτη ουσιαστικά επιτυχία της κατασταλτικής επίθεσης, αφού θα έχει καταλήξει να διασπάσει -ακόμα και να διαλύσει- τη συλλογικότητα. Και αυτό είναι πάντα το πρώτο ζητούμενο της καταστολής ένοπλων οργανώσεων.

Στον α/α χώρο θεωρείται δεδομένη η «υποκειμενική» επιλογή και απόφαση που λαμβάνεται εκτός ή ενάντια σε μια συλλογική στάση σε περιπτώσεις διώξεων ένοπλων συλλογικοτήτων, κάτι που δεν συμβαίνει όμως όταν πρόκειται για άλλου είδους συλλογικές διώξεις, όπως π.χ. σε στέκια και ομάδες εκτός ένοπλης δράσης. Μήπως τελικά η συλλογική πολιτική στάση και η συλλογική υπεράσπιση των πολιτικών μας επιλογών πρέπει να αποφασίζεται με βάση το κατηγορητήριο;

Τηρουμένων των αναλογιών μια βαθιά πολιτικά νοσηρή κατάσταση διακατείχε το χώρο στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η υπόθεση του συντρόφου Χριστόφορου Μαρίνου, της οποίας το τέλος απέχει κατά πολύ από τον προσδιορισμό «δραματική έκβαση της διαδρομής του» αφού πρόκειται για κρατική δολοφονία και η φράση «καταστροφική διαχείρισή της» στην ουσία αφορούσε την υπεράσπιση της κατάδοσης που «συνόδευσε» το θάνατό του, δεν μπορεί να περάσει στη λήθη. Το καλοκαίρι του ’96 -που θα μείνει στην ιστορία του κινήματος με το χαρακτηρισμό που του έδωσε μια συντρόφισσα ως «βρώμικο ‘96»- μερίδα του α/α χώρου και μερίδα της πλησίον των αναρχικών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έκαναν την καταστροφική επιλογή να στηρίξουν -ίσως ως ένα βαθμό κάποιοι και να προωθήσουν- την κατάδοση στο κράτος του Χριστόφορου Μαρίνου, ξεκινώντας με αυτόν τον τρόπο μια σφοδρή αντιπαράθεση στο εσωτερικό των αναρχικών, η οποία αφορούσε πλέον όχι απλώς κάποιες αφηρημένες «ιδεολογικοπολιτικές διαφοροποιήσεις» -πολύ περισσότερο δεν αφορούσε «επίλυση εσωπαραταξιακών λογαριασμών»- αλλά αξιακές συγκρούσεις χωρίς ιστορικό προηγούμενο στο ελληνικό αναρχικό κίνημα.

Ενάμιση χρόνο αργότερα και ενώ συλλαμβάνεται ο Νίκος Μαζιώτης, όχι μόνο δεν είχαν διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη του κινήματος τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του ’96, αλλά παρέμεναν ζωντανά, διατηρούσαν ιδιαίτερη δυναμική και συνόδευσαν και καθόρισαν τόσο την αλληλεγγύη στον Μαζιώτη όσο και τις υπόλοιπες κινήσεις αγώνα εκείνη την περίοδο.

Επίσης, η αναφορά ότι η υπόθεση του Χριστόφορου Μαρίνου «θ’ απογειώσει το πρόβλημα» -εννοώντας τη δαιμονοποίηση της σκευωρίας- «καθώς θα συνδεθεί με χώρους που το προηγούμενο διάστημα τηρούσαν ή υπεράσπιζαν συγκεκριμένη στάση», είναι παραπλανητική αφού και πάλι το πρόβλημα δεν ήταν η σκευωρία. Το πρόβλημα ήταν ότι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι που κατά το παρελθόν πρωτοστατούσαν στην υπεράσπιση των κρατουμένων για υποθέσεις σκευωρίας -των οποίων την πολιτική στόχευση αναλύσαμε παραπάνω-, πρωτοστάτησαν στην υπεράσπιση μιας καταδοτικής συμπεριφοράς μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες.

Για εμάς, που είμαστε από αυτούς που έζησαν εκείνη την περίοδο, τα γεγονότα δεν έχουν αλλάξει άρα ούτε και η ερμηνεία τους. Διατηρούμε τις ίδιες θέσεις με τότε, τις οποίες είχαμε εκφράσει δημόσια και εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως όσοι είχαν εμπλακεί υπερασπίζοντας ή δικαιολογώντας δημοσίως την καταδοτική στάση χωρίς να έχουν, επίσης, δημόσια κάνει έκτοτε αυτοκριτική, εξακολουθούν να είναι στιγματισμένοι κατά τρόπο που υπερβαίνει την όποια άλλη πολιτική διαφοροποίηση.

 

 

Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης, Κώστας Γουρνάς

7/2011

Posted in Uncategorized | Comments Off on Κείμενο απάντησης των τριών φυλακισμένων μελών του “Επαναστατικού Αγώνα”, στην μπροσούρα, με τίτλο “πολιτική ευθύνη, αλληλεγγύη και ψευδής συνείδηση” 4/07/11

Κείμενο των τριών φυλακισμένων μελών του «Επαναστατικού Αγώνα» – Καμιά επιμήκυνση στο χρόνο ζωής του συστήματος 13/05/11

KEIMENO ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ»     ΚΑΜΙΑ ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

 

Η επικείμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που έχει δρομολογήσει η οικονομική και πολιτική ελίτ σε συνεργασία με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, θα είναι η πρώτη ομολογία της αδυναμίας διαχείρισης του χρέους και ανακοπής της συνεχώς αυξάνουσας δυναμικής του. Αποτελεί μέρος ενός φιλόδοξου σχεδίου ελεγχόμενης πτώχευσης της Ελλάδας προς αποφυγή ενός εκρηκτικού σκασίματος της φούσκας του χρέους, το οποίο θα επιφέρει ανυπολόγιστες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες στο εσωτερικό της χώρας και αλυσιδωτές αντιδράσεις σε άλλες ευρωπαϊκές. Στις συνέπειες αυτές θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε την πυροδότηση μιας νέας ανεξέλεγκτης χρηματοπιστωτικής κρίσης παγκοσμίων διαστάσεων, που θα επαναφέρει στην επιφάνεια όλη τη σαπίλα του καπιταλιστικού συστήματος καθώς και μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές.   Την πρώτη πράξη αυτού του σχεδίου ελεγχόμενης πτώχευσης  -ενός σχεδίου μάταιου λόγω της δυναμικής της δομικής κρίσης του συστήματος- τη ζήσαμε πριν ένα χρόνο με την υπαγωγή της Ελλάδας υπό την εξουσία της υπερεθνικής ελίτ και των οικονομικοπολιτικών της μηχανισμών –το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την ΕΕ- και την υπογραφή του μνημονίου. Με τη σύμβαση αυτή στην ουσία το ελληνικό κράτος τιτλοποίησε ένα παλιό του χρέος που μέχρι τότε βρισκόταν στον αέρα, καθιστώντας αδύνατη την αθέτηση πληρωμών γι’ αυτό ενώ παράλληλα υποθήκευσε όλη την περιουσία και τον πλούτο της χώρας.   Όμως το μνημόνιο δείχνει ότι η ελληνική κυβέρνηση και η οικονομική ελίτ βλέπουν πολύ μακριά. Με αυτή τη σύμβαση –που κυριολεκτικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πράξη εσχάτης προδοσίας προς τον ελληνικό λαό και γι’ αυτό θα δικαστεί τόσο ο Παπανδρέου όσο και η κυβέρνηση του συνολικά από την ελληνική κοινωνία, -εξασφαλίστηκε πως σε μια μεγάλη κοινωνική εξέγερση, που είναι σίγουρο ότι θα γίνει και μάλιστα στο άμεσο μέλλον, και στο ενδεχόμενο να έχει αυτή ως πολιτικό επακόλουθο το σχηματισμό κάποιας κυβέρνησης «λαϊκής ενότητας»- πρόκειται για ένα πιθανό σενάριο αφού μια τέτοιου είδους κυβέρνηση μπορεί να σχηματιστεί ως το ύστατο μέσο επαναφοράς στην ομαλότητα μιας εξεγερμένης χώρας και αποτροπής μιας πραγματικής κοινωνικής επανάστασης, -δεν θα υπάρχει η δυνατότητα μονομερούς αθέτησης του χρέους από τη μεριά του οφειλέτη. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε σύγκρουση μετωπική με την ελίτ η οποία θα διεκδικούσε με κάθε μέσο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της ως πιστωτής, για τα οποία δικαιώματα έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση υπογράφοντας το μνημόνιο με το αίμα του ελληνικού λαού και την έξοδο της χώρας από την οικονομία της αγοράς.   Επόμενος στόχος του μνημονίου και του δανείου των 110δις που χορηγεί η τρόικα είναι η αποπληρωμή παλιών κατόχων των ελληνικών ομολόγων και η μεταβίβαση του χρέους στους διεθνείς οργανισμούς (Ε.Ε, ΕΚΤ, ΔΝΤ), η εξασφάλιση, μέσω της παράτασης που δίνεται στην ελληνική χρεοκοπία, ότι οι κάτοχοι ομολόγων –τα οποία εδώ και καιρό συγκαταλέγονται στα λεγόμενα επενδυτικά σκουπίδια και σε λίγο θ’ αποκαλούνται «τοξικά προϊόντα»- θα καταφέρουν να τα ξεφορτωθούν με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες.   Σήμερα κάτι τέτοιο έχει επιτευχθεί, με την ΕΚΤ να έχει γίνει βασικός κάτοχος των «τοξικών» ομολόγων του ελληνικού κράτους, αφού κρατά πλέον το 30% αυτών και τους προηγούμενους πιστωτές της Ελλάδας -κυρίως τις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες- να κρατούν μια…απόσταση ασφαλείας από τη φούσκα του χρέους που είναι έτοιμη να σκάσει.   Η διαδικασία της «ελεγχόμενης αθέτησης πληρωμών» θα περιλαμβάνει σε πρώτη φάση μια παράταση του χρόνου αποπληρωμής και μια αντικατάσταση του παλιού χρέους με νέο. Με την παράταση η φαινομενική…ανάσα προς το ελληνικό κράτος ν’ αποπληρώσει τα χρέη του –αυτό θα αφορά και το δάνειο των 110δις που χορήγησε η τρόικα- θα φέρει νέα επιβάρυνση του χρέους από τους επιπλέον τόκους, αφού το επιτόκιο είτε θα παραμείνει ίδιο είτε θα είναι ελαφρώς μειωμένο. Η αντικατάσταση του παλιού χρέους με νέο είναι μια κίνηση που ευνοεί καθαρά τους ομολογιούχους, αφού το ελληνικό κράτος θ’ αγοράσει τα υποβαθμισμένα ομόλογα σε τιμές που θα είναι σίγουρα υπερτιμημένες σε σχέση με την πραγματική αξία τους και θα πουλήσει νέα ομόλογα για τα οποία θα εγγυάται ο νεοσύστατος Mηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) τον οποίο το 2013 θ’ αντικαταστήσει ο Μόνιμος Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Οι νέοι αυτοί μηχανισμοί έχουν ως αποστολή να διεκπεραιώνουν τις διαδικασίες ελεγχόμενης πτώχευσης υπερχρεωμένων κρατών, καλύπτοντας τις επισφάλειες των πιστωτών που έχουν επενδύσει στα κρατικά χρέη, ώστε να μην πληγεί από την κρίση το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης. Παράλληλα οι Ευρωπαϊκές τράπεζες θα συνεχίσουν ν’ αντλούν ρευστότητα από την ΕΚΤ, αξιοποιώντας τις εγγυήσεις που αυτή προσφέρει για τις επενδύσεις στο ελληνικό χρέος.    Τα οφέλη των τραπεζών από την αναδιάρθρωση –ακόμα και αν αυτή συμπεριλαμβάνει, εκτός από την ανταλλαγή παλιού χρέους με νέο, μια μικρή περικοπή χρέους- δεν σταματούν εδώ. Το πακέτο στήριξης των 78δις που παρείχε τόσο η κυβέρνηση της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ προς τις ελληνικές τράπεζες είναι κατά ένα μεγάλο μέρος εγγυήσεις, οι οποίες με την αναδιάρθρωση μετατρέπονται σε υποχρεώσεις και τελικά σε νέο χρέος. Εξάλλου η ίδια η διαδικασία της αναδιάρθρωσης θα επιφέρει πρόσθετα κέρδη σε όποιες τράπεζες την αναλάβουν.   Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση θα μιλά για ελάφρυνση της Ελλάδας από το βραχνά των χρεών και θα επιβάλει νέα μέτρα λιτότητας και νεοφιλελεύθερης προσαρμογής, κατά πολύ σκληρότερα απ’ ό,τι έχουμε ζήσει ως σήμερα, στην πράξη η ελληνική κοινωνία θα επωμιστεί στο τέλος το βάρος της χρέωσης τόσο της παλιάς όσο και της νέας, ενώ οι τράπεζες, ελληνικές και ευρωπαϊκές, θα είναι αυτές που θα βγουν για άλλη μία φορά κερδισμένες.   Και πριν ακόμα εξαγγελθεί η αναδιάρθρωση, η κυβέρνηση, προφανώς για να προλάβει το λεγόμενο «κούρεμα» του χρέους και να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα έχουν τις ελάχιστες δυνατές απώλειες από τις «επενδύσεις» τους στα κρατικά ομόλογα, τα αγοράζει πίσω στο 97% έως και 99% της ονομαστικής τους αξίας και έχει δώσει γι’ αυτό το σκοπό 2,3δις ευρώ, τη στιγμή που στην αγορά η τιμή τους κυμαίνεται στο 50% έως 60% της ονομαστικής τους αξίας.   Τελικά το όλο σχέδιο της ελεγχόμενης αθέτησης μέρους του ελληνικού χρέους θα βοηθήσει την οικονομική ελίτ όχι απλώς να διαφυλάξει τα κεφάλαια που έχει επενδύσει στα ελληνικά ομόλογα, αλλά να συνεχίσει ν’ αντλεί κέρδη από αυτό και να μεταθέτει επιπλέον βάρη στους προλετάριους αυτού του τόπου.   Ένα χρόνο πριν ο Παπανδρέου  και το επιτελείο του έλεγαν απανωτά και συντονισμένα ψέματα ότι η υπαγωγή της χώρας στην κυριαρχία της τρόικας και το δάνειο των 110δις euro «που θα βελτίωνε την οικονομική κατάσταση της χώρας», ήταν η μόνη διέξοδος για ν’ αποφύγουμε τη χρεοκοπία, για να συνεχίσει το κράτος να παρέχει χρήματα για μισθούς και συντάξεις, για να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τομείς όπως η υγεία, για να μην κηρύξει στάση πληρωμών προς την κοινωνική βάση. Στο ίδιο ψέμα επιμένουν έως και σήμερα και θα συνεχίσουν να τρομοκρατούν την ελληνική κοινωνία με το δίλημμα «χρεοκοπία ή τρόικα», μέχρι τη στιγμή που θα είναι αδύνατη πλέον η διατήρηση της φούσκας του ελληνικού χρέους, μέχρι την ανακήρυξη της κατάρρευσης.   Σήμερα, ένα χρόνο μετά την υπογραφή του μνημονίου και ενώ όλη η χώρα ψυχορραγεί κάτω από την κατοχή του ΔΝΤ, της ΕΕ, της ΕΚΤ και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που επιβάλλουν, οι δημόσιες λειτουργίες όπως η υγεία εγκαταλείπονται, σχολεία και πανεπιστήμια κλείνουν, σταματά μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης της περίθαλψης από το κράτος προς τους ασφαλισμένους, συντάξεις, μισθοί και επιδόματα κόβονται ή καταργούνται και η στάση πληρωμών του κράτους προς την κοινωνία είναι ήδη πραγματικότητα. Και ενώ οι τράπεζες θα βγουν με τις λιγότερες δυνατές απώλειες –αν όχι με κέρδη- από την εμπλοκή τους στο ελληνικό χρέος, τα ασφαλιστικά ταμεία βρίσκονται λίγο πριν την κατάρρευση και θα είναι σίγουρα οι μεγάλοι χαμένοι από την κρατική χρεοκοπία, ενώ η κήρυξη της στάσης πληρωμών προς τους ασφαλισμένους είναι δεδομένη. Παράλληλα η κυβέρνηση ξεπουλά τη μια μετά την άλλη τις δημόσιες επιχειρήσεις και τον πλούτο αυτής της χώρας στην οικονομική ελίτ για ένα κομμάτι ψωμί και γι’ αυτό το ξεπούλημα σπεύδουν σαν τα κοράκια οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη.   Οι θυσίες και το μάτωμα της βάσης της ελληνικής κοινωνίας που θα πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση, δεν είναι για τη μελλοντική βελτίωση των συνθηκών ζωής αλλά για την επιβίωση του συστήματος. Δεν είναι για να αποφύγει η κυβέρνηση την αθέτηση πληρωμών προς τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, προς τα νοσοκομεία και τις δημόσιες υπηρεσίες. Η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους είναι δεδομένη πριν καν υπαχθεί η χώρα στην τρόικα και γνωστή όχι μόνο στους κύκλους της ελίτ αλλά και στην κυβέρνηση. Και τα ψέματα που λέγανε και λένε είναι συνειδητή εξαπάτηση, για να υποχρεωθούμε να δεχτούμε την εγκληματική νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, η οποία όχι μόνο δεν θα ανακοπεί μετά την αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά αντιθέτως, θα ενταθεί ακόμη περισσότερο.   Τελικά η όποια καθυστέρηση της οικονομικής κατάρρευσης, είτε γίνεται ως επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής είτε ως περικοπή του χρέους με πρωτοβουλία του πιστωτή ή σε συνεργασία με τον οφειλέτη, όχι μόνο δεν συμβάλει στην ελάφρυνση της κοινωνικής βάσης από τα βάρη της δημοσιονομικής κρίσης που του έχουν φορτωθεί, αλλά επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση της. Η μόνη επιλογή που έχουμε είναι να γυρίσουμε οριστικά τις πλάτες στα διλήμματα της κυριαρχίας, να αποδεχτούμε ότι η «κατάσταση δεν πάει άλλο», να συνειδητοποιήσουμε ότι η χρεοκοπία όλων μας είναι ήδη πραγματικότητα, να επισπεύσουμε εμείς οι ίδιοι την κατάρρευση και να πάρουμε την οικονομική κατάσταση της χώρας εξολοκλήρου στα χέρια μας.     Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ     Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο που επιβάλλει το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ΕΚΤ στη χώρα ως προϋπόθεση για την παροχή του δανείου των 110δις, δεν έχει καταφέρει να ξαναθέσει σε τροχιά καπιταλιστικής ανάπτυξης την ελληνική οικονομία. Αντιθέτως, με τις περικοπές σε μισθούς, σε συντάξεις, με τις περικοπές στις δαπάνες συνολικά των δημόσιων εξόδων που, όπως είπαμε και νωρίτερα, φτάνουν σε κάποιες περιπτώσεις στη «στάση πληρωμών», με την επιβολή όλο και πιο ακραίων όρων εργασίας, με την υποβάθμιση και την απαξίωση του ενός μετά τον άλλον των πυλώνων λειτουργίας του δημοσίου (υγεία, παιδεία κτλ) –υποβάθμιση που φτάνει ως το σημείο σε πολλές δημόσιες υπηρεσίες ήδη να μπαίνει λουκέτο- ,έχει ενταθεί η φτώχεια, η ανεργία αυξάνεται ραγδαία, οι τράπεζες έχουν κλείσει τις κάνουλες παροχής ρευστού, το χρήμα που κυκλοφορεί συνεχώς μειώνεται και η οικονομική λειτουργία συρρικνώνεται όλο και περισσότερο.   Είναι λογικό αυτή η διαδικασία αποανάπτυξης όχι μόνο να μη γεμίζει με χρήμα τα δημόσια ταμεία, αλλά να μειώνει συνεχώς τα δημόσια έσοδα, αφού είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν οι φόροι με τους οποίους το κράτος ευελπιστεί ότι θ’ αυξήσει το ρευστό στα ταμεία του και θα καταφέρει «ν’ ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του προς τους δανειστές του».   Οι επικριτές του νεοφιλελευθερισμού, αυτοί που ανήκουν στον έταιρο πυλώνα του συστήματος και προασπίζονται τη χρηματοπιστωτική επέκταση για την ανάπτυξη και το ξεπέρασμα της κρίσης όπως επίσης και τις κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομική λειτουργία, κατακρίνουν το πρόγραμμα του ΔΝΤ και της ΕΕ ως λάθος, ανορθόδοξο, αναποτελεσματικό και αδιέξοδο, αφού δεν μπορεί, παρά τις εξαγγελίες αυτών που το προωθούν, να επανεκκινήσει την καπιταλιστική μηχανή και να μπει ξανά μπροστά η διαδικασία της συσσώρευσης.   Έχουμε γράψει και στο παρελθόν ότι οι νεοφιλελεύθεροι δεν είναι ηλίθιοι να επιβάλλουν ξανά και ξανά τις ίδιες συνταγές σε διαφορετικές χώρες, περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα. Από τις χώρες της Αφρικής, της Νοτιοανατολικής Ασίας, το Μεξικό και την Αργεντινή ως την Ελλάδα σήμερα, το ΔΝΤ με μικρές παραλλαγές εφαρμόζει ακριβώς τις ίδιες μεθόδους. Ολόκληρες παραγωγικές διαδικασίες εξαφανίζονται, οικονομίες χωρών καταρρέουν, χώρες και λαοί πτωχεύουν και το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα παίρνει ανάσες ζωής και αναπτύσσεται, αφήνοντας πίσω του κοινωνικές ερήμους.   Η όξυνση των ανισοτήτων, η αύξηση της φτώχειας, η περιθωριοποίηση ολόκληρων πληθυσμών δεν είναι οι παρενέργειες ενός συστήματος που «δεν λειτουργεί σωστά και βρίσκεται σε λάθος κατεύθυνση», «που επιδέχεται διορθώσεις και παρεμβάσεις», δεν είναι το αποτέλεσμα του «αχαλίνωτου καπιταλισμού», του «καπιταλισμού που εκτρέπεται», δεν είναι αποτέλεσμα «της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας» όπως ισχυρίζονται οι επικριτές του νεοφιλελευθερισμού. Είναι προϋποθέσεις για την επιβίωση ενός συστήματος που βρίσκεται σε κρίση. Είναι προϋποθέσεις για ν’ αντληθούν νέα κέρδη, για να συνεχιστεί η καπιταλιστική ανάπτυξη, για να παρατείνει τη ζωή του ένα άρρωστο σύστημα.   Η πρωτοφανής νεοφιλελεύθερη επίθεση που εξαπολύει η οικονομική και πολιτική ελίτ δια μέσου της ελληνικής κυβέρνησης και της τρόικας, είναι ένα στάδιο της «θεραπευτικής χρηματιστικής καταστολής» όπως αποκαλείται, για την αντιμετώπιση κάθε φούσκας που δημιουργήθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σ’ αυτή την «επώδυνη αλλά αναγκαία θεραπεία» με την οποία «θα εκκαθαριστεί η σαπίλα από το σύστημα», συγκαταλέγεται και η ελληνική χρεοκοπία, η οποία, όχι μόνο είναι κοινή συνείδηση στην ελίτ ότι είναι αναπόφευκτη, αλλά είναι και επιθυμητή στο βαθμό που η ελληνική φούσκα του χρέους αποτελεί ένα…απόστημα στο παγκόσμιο σύστημα που πρέπει να σπάσει.   Η περίοδος της «θεραπείας», της οποίας ζητούμενο είναι μέσω της απαξίωσης του κοινωνικού κεφαλαίου, μέσω της απαξίωσης της εργασίας, μέσω της συνεχούς μείωσης των τιμών, μέσω της οικονομικής συρρίκνωσης και τις αποανάπτυξης, η αύξηση της παραγωγικότητας και η επαναφορά στην εποχή της κερδοφορίας, θα είναι μακρά και επίπονη. Για την Ελλάδα, όπως και για κάθε χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρό δημοσιονομικό πρόβλημα, η απεμπλοκή από την κρίση του χρέους μπορεί να διαρκέσει περισσότερο και από 100 χρόνια και αφού έχει προηγηθεί η μέγιστη δυνατή επιδείνωση σε ΑΕΠ, εισόδημα, μισθούς κτλ.   Το ζήτημα είναι πως η ελίτ, οικονομική και πολιτική, έχει πάντα την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να χειριστεί και να ελέγξει ακόμα και χρεοκοπίες όπως η ελληνική και να διασφαλίσει ένα ελεγχόμενο σκάσιμο της φούσκας του χρέους. Έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ελέγξει και να προλάβει ακόμα και τον κοινωνικοπολιτικό παράγοντα. Έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά ένα σύστημα το οποίο περνά τη σοβαρότερη κρίση στην ιστορία του. Και είναι η σοβαρότερη, όχι μόνο γιατί είναι η πρώτη πραγματικά παγκόσμια οικονομική κρίση με πρωτοφανή τη διάσταση της αλληλεπίδρασης και της σύμφυσης των οικονομικών λειτουργιών, αλλά και γιατί η καταστροφή ή η απαξίωση κεφαλαίων, τα οποία δεν πρόκειται να βρούνε καμιά διέξοδο στην παραγωγή για την άντληση κέρδους, θα είναι τόσο μεγάλη που καθιστά ασύλληπτες τις πραγματικές διαστάσεις της κρίσης. Αν αναλογιστούμε πως το μέγεθος των πλασματικών κεφαλαίων που έχουν συσσωρευτεί και αφορούν τα χρηματοοικονομικά «παράγωγα» αγγίζουν το ποσό των 900 τρις, τη στιγμή που το παγκόσμιο ΑΕΠ το 2009 ήταν 55τρις, αντιλαμβανόμαστε πως η φούσκα της παγκόσμιας ανάπτυξης έχει πάρει τέτοιες πρωτόγνωρες διαστάσεις, που όταν σκάσει θα έχει ασύλληπτες εκρηκτικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Ο τεράστιος όγκος πλασματικών κεφαλαίων δεν μπορεί να εξηγηθεί ως το αποτέλεσμα της απληστείας μερικών κερδοσκόπων, που παρασιτοζωούν πάνω στο κατά τ΄ άλλα «υγιές και έντιμο σύστημα». Είναι το συσσωρευτικό αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας προσπάθειας να ξεπεραστεί η συστημική κρίση μέσω της μετάθεσης στο μέλλον του περιθωρίου κέρδους για το κεφάλαιο. Αυτή η συνεχής…αναβολή  της κερδοφορίας του κεφαλαίου που έγινε με τη δημιουργία  και τη χρήση όλων των γνωστών χρηματοοικονομικών εργαλείων, κάποια από τα οποία σήμερα αφορίζονται από διάφορους δήθεν «ηθικολόγους» πολυεκατομμυριούχους ακόμα και ως «όπλα μαζικής καταστροφής» (εννοώντας τα παράγωγα» χρηματοοικονομικά προϊόντα), δημιούργησε αυτή την τεράστια φούσκα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα καθώς και τη φούσκα του χρέους στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου.     ΜΟΝΗ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ      Δεν πιστεύουμε πως είναι δυνατό να ελεγχθεί το σκάσιμο της φούσκας της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Δεν πιστεύουμε πως είναι δυνατό να ελεγχθεί ακόμα και αυτό το σκάσιμο της φούσκας του ελληνικού χρέους και της ελληνικής οικονομίας. Το οικονομικό κραχ θα φέρει παράλληλα μια πολιτική και κοινωνική έκρηξη από την οποία θα αναδειχθούν νέες δυνάμεις που είτε θα επιδιώξουν, μέσω της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης, την επαναφορά στην ομαλότητα, με το επιχείρημα ότι “η ώρα των ανατροπών δεν έχει έρθει ακόμα”, είτε θα επιδιώκουν αξιοποιώντας την ευκαιρία της καθεστωτικής κατάρρευσης, τη στροφή προς επαναστατικές διεξόδους για το ξεπέρασμα της κρίσης.   Κάποιες από τις προτάσεις που εδώ και καιρό προπαγανδίζονται από την αριστερά είναι η στάση πληρωμών από τη μεριά του ελληνικού κράτους, η έξοδος από την ΟΝΕ, η έξοδος από την Ε.Ε., η επιστροφή στη δραχμή. Η ίδια όμως δυναμική της συστημικής κρίσης θα αναγκάσει σε στάση πληρωμών το ελληνικό κράτος, αφού η δυναμική του ελληνικού χρέους είναι μη αντιμετωπίσιμη. Η ελληνική χρεοκοπία που δεν θα είναι καθόλου ελεγχόμενη, θα έχει ως συνέπεια την “έξωση” της Ελλάδας από την ΟΝΕ και το ευρώ, προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα της ευρωζώνης, ενώ η επιστροφή στη δραχμή θα είναι μια συνέπεια της οικονομικής κατάρρευσης.   Αυτή η μεταβολή θα γίνει φυσικά εντός του πλαισίου της Ε.Ε. και οι “θεραπευτικές” πολιτικές που θα δρομολογηθούν θα εντείνουν ακόμη περισσότερο τη νεοφιλελεύθερη επίθεση και η Ελλάδα θα γίνει και επίσημα ο παρίας της Ευρώπης που θα ξεπουλιέται σχεδόν τζάμπα στους πιστωτές της, απέναντι στους οποίους δεν στάθηκε τελικά συνεπής.   Η ίδια η ισχύς και η δυναμική των γεγονότων ακυρώνει τελικά τις προτάσεις της αριστεράς για μια δήθεν ριζοσπαστική, πλην όμως διόλου επαναστατική έξοδο από την κρίση, αφού “οι συνθήκες είναι και θα παραμείνουν ανώριμες”.   Για παράδειγμα, η έξοδος από την ΟΝΕ και η επιστροφή στη δραχμή, στην οποία δραχμή εναποθέτουν τις ελπίδες τους οι ανά την Ελλάδα οπαδοί της καθεστωτικής αριστεράς με την αιτιολόγηση ότι θα βοηθήσει στο ξεπέρασμα της κρίσης του χρέους, είναι μια εξέλιξη που δεν χρειάζεται κανένα κίνημα να την προωθήσει, αφού για αυτή δουλεύει το ίδιο το υπό κρίση σύστημα.    Κανένα εθνικό νόμισμα δεν μπορεί από μόνο του να βοηθήσει στην επανάκαμψη της οικονομίας μιας χώρας που σήμερα, και εν μέσω μιας παγκόσμιας κρίσης, έχει χρεοκοπήσει.   Η υποτίμηση του νομίσματος που θα είναι μη ελεγχόμενη, θα επιφέρει όχι μόνο μείωση της αξίας των προϊόντων αλλά και των μισθών και θα εντείνει ακόμα περισσότερο την εσωτερική υποτίμηση -δηλαδή τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης-, φέρνοντας μεγαλύτερη από την ήδη υπάρχουσα φτώχεια. Το χρέος της Ελλάδας που είναι σε ευρώ θα αυξάνεται συνεχώς, αφού το εθνικό νόμισμα θα υποτιμάται και καμία μονομερής περικοπή μέρους του χρέους δεν θα βγάλει τη χώρα από την κρίση.   Η έξοδος από τη Ευρωπα’ι’κή Ένωση κατά τους “ριζοσπάστες” της αριστεράς θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να ασκήσει μία “εθνική οικονομική στρατηγική” και κόβοντας νέο νόμισμα, θα αποπληρώσει τα χρέη της προς τους πιστωτές και την κοινωνία ενώ θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη. Όμως, η κοπή χρήματος -και σίγουρα θα πρέπει να κοπεί αρκετό μιας και δεν θα υπάρχει πηγή δανεισμού από τις αγορές- φέρνει νέα υποτίμηση του νομίσματος και αυξάνει τον πληθωρισμό. Πρόκειται για μια σισύφεια προσπάθεια, πρόκειται για ένα αδιέξοδο. Οι προτάσεις περί φορολόγησης των πλουσίων και του μεγάλου κεφαλαίου είναι μάλλον εκτός τόπου και χρόνου, καθώς σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικά περιβάλλον, κανένας περιορισμός δεν θα μπορέσει να κρατήσει τους πλούσιους και τα ωραία τους κεφάλαια εντός των εθνικών συνόρων μιας χρεοκοπημένης χώρας για να φορολογηθούν και μάλιστα με υψηλούς συντελεστές.       Επίσης, μια χρεοκοπημένη οικονομικά χώρα που έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμών -ακόμα και αν αυτή δεν έγινε με “πραξικοπηματικό” τρόπο από κάποια κυβέρνηση “λα’ι’κής ενότητας”- θα μείνει εκτός των αγορών που θα αρνούνται να τη δανείσουν για πάρα πολλά χρόνια. Όσον αφορά το απόφθεγμα που λέει πως “οι αγορές έχουν κοντή μνήμη” όπως ισχυρίζονται οι αριστεροί υποστηρικτές αυτού του “σχεδίου εθνικής επιβίωσης”, αυτό μπορεί να ισχύει εν μέρει και κατά περίπτωση σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όμως στη σημερινή περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ενώ οι εθνικές φούσκες χρεών θα έχουν αρχίσει να σπάνε η μία μετά την άλλη, κανένας “παράγοντας” της αγοράς δεν θα έχει την “πολυτέλεια” να ξεχάσει, αν δεν θέλει να δει ακόμα μεγαλύτερες απώλειες στα κεφάλαιά του και την απόλυτη απαξίωση των περιουσιακών του στοιχείων. Εξάλλου η Αργεντινή από το 2001 δεν έχει καταφέρει ακόμα να βγει στις αγορές για δανεικά και η οικονομική κρίση δεν αφήνει περιθώρια για άρση του οικονομικού εμπάργκο από τις αγορές, τουλάχιστον για τις επόμενες δεκαετίες.   Όλες οι λιγότερο ή περισσότερο “ριζοσπαστικές” προτάσεις εξόδου από την κρίση του χρέους, καθώς δεν αμφισβητούν το ίδιο το σύστημα του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς -παρόλο που αυτό βρίσκεται στη χειρότερη κρίση της ιστορίας του-, δημιουργούν αυταπάτες στην κοινωνία ότι είναι δυνατή η έξοδος από την οικονομική κρίση μέσα από “ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες προτάσεις” που μπορούμε να απαιτήσουμε να εφαρμοστούν από την κυβέρνηση, χωρίς να μπούμε στη “σκληρή διαδικασία μιας ανατροπής του συστήματος”.   Αυτή την αυταπάτη ενισχύουν και οι πρόσφατες προτάσεις για τη δημιουργία ενός ρεύματος που θα προωθεί τη δημιουργία μιας Ε.Λ.Ε. (Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου) που θα ερευνήσει τα δάνεια του ελληνικού κράτους, αναζητώντας το μέρος του χρέους που είναι απεχθές και δεν πρέπει να πληρωθεί. Τα κριτήρια φυσικά που ένα χρέος κρίνεται απεχθές (π.χ. μίζες για εξοπλιστικά συστήματα και όχι τα ίδια τα συστήματα) είναι τα κριτήρια αυτών που χωρίς να αμφισβητούν το ίδιο το σύστημα, αμφισβητούν κάποιες επιμέρους πρακτικές του ως “παράνομες”, υπερασπίζονται άλλες ως κοινωνικά νόμιμες και αποδεκτές και τελικά λειτουργούν ως οι εξ΄ αριστερών υπερασπιστές του καπιταλισμού, τη στιγμή που αυτός βρίσκεται στην πιο ευάλωτη φάση της ιστορίας του.       Τελικά, αυτές οι προτάσεις που μόνο αφελείς δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, συντείνουν στη σταθεροποίηση ενός συστήματος που παραπαίει, δημιουργώντας βαλβίδες αποσυμπίεσης για την κοινωνική οργή που πιέζει από τα κάτω, απαιτώντας άμεσες απαντήσεις, λύσεις και διεξόδους. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναπόφευκτη οικονομική κατάρρευση, προτάσεις όπως οι παραπάνω δεν έχουν καμιά προοπτική πέρα από τη διασφάλιση ότι οι επερχόμενες κοινωνικές εκρήξεις δεν θα οδηγήσουν σε οριστικές κοινωνικές ρήξεις της κοινωνίας με το σύστημα, αλλά θα κρατηθούν δίοδοι επιστροφής στην ομαλότητα. Επειδή καμία πραγματικά ρεαλιστική διέξοδος από την κρίση δεν υπάρχει εντός του πλαισίου του συστήματος, πιστεύουμε πως όλοι αυτοί που θα σπεύσουν, εν μέσω των εξεγέρσεων που θα ακολουθήσουν την οικονομική κατάρρευση, να προωθήσουν τέτοιου είδους προτάσεις και να στηρίξουν τη δημιουργία κάποιας κυβέρνησης που θα τις κάνει πράξη, όχι μόνο δεν θα προσβλέπουν στο κοινωνικό συμφέρον, αλλά θα στοχεύουν στην άμεση επαναλειτουργία και επανάκαμψη του καθεστώτος. Τελικά θα αποδειχθεί άλλη μία -ίσως από τα κάτω αυτή τη φορά- κοινωνική προδοσία.   Είναι εξάλλου αποδεδειγμένο ιστορικά ότι καμία μεταστροφή των ταξικών συσχετισμών δεν μπορεί να γίνει μέσα από ειρηνικές μεθόδους και χωρίς να αμφισβητηθεί στην πράξη, μέσω μεγάλων κοινωνικών και ταξικών συγκρούσεων, η ίδια η κυριαρχία. Καμία μεταστροφή των κοινωνικών και ταξικών συσχετισμών δεν μπορεί να γίνει μέσω “προτάσεων διευθέτησης της κρίσης του χρέους”, αφού δεν βάζουν στον πυρήνα της όποιας θέσης εξόδου από την κρίση, την ανατροπή του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Για εμάς θα είναι έγκλημα η όποια προσπάθεια επανεκκίνησης του συστήματος απ’ όπου κι αν προέρχεται.     Αυτή είναι η κατάλληλη περίοδος για τη δημιουργία ενός κοινωνικού ρεύματος που θα προτάσσει την εδώ και τώρα διαγραφή του συνόλου του χρέους, την έξοδο όχι μόνο από τη Ευρωπα’ι’κή Ένωση αλλά και από την οικονομία της αγοράς, την κοινωνικοποίηση κάθε μεγάλης περιουσίας, κινητής ή ακίνητης, δημόσιας ή ιδιωτικής, την επιστροφή από τις απαλλοτριώσεις των χρημάτων στα ασφαλιστικά ταμεία που ρημάζουν οι κυβερνήσεις, στις υπηρεσίες υγείας, τα νοσοκομεία, την εκπαίδευση. Η στιγμή της κατάρρευσης που θα σημάνει και την αρχή της πιο ρευστής πολιτικά και κοινωνικά περιόδου στη χώρα, θα είναι η πιο κατάλληλη για την προώθηση της επαναστατικής αλλαγής χωρίς καμία αναβολή.   Επειδή, όπως έχουμε ξαναπεί, ο πυρήνας της συστημικής κρίσης βρίσκεται στους ίδιους τους ταξικούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς που αποτελούν τα κύτταρα του συστήματος του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς, η μόνη διασφάλιση ότι θα βγούμε οριστικά από την παρούσα κρίση, είναι η κατάργηση του ίδιου του οικονομικού καθεστώτος, είναι η απάλειψη κάθε κοινωνικού και ταξικού διαχωρισμού, είναι η κατάργηση του Κράτους αλλά και κάθε θεσμού και μηχανισμού που αναπαράγει και διαιωνίζει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης.   Η λύση βρίσκεται στην ίδια την Κοινωνική Επανάσταση, που θα θέσει νέες βάσεις για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, χωρίς ανισότητες και διαχωρισμούς, χωρίς φτωχούς και πλούσιους. Μιας οριζόντιας κοινωνικής οργάνωσης που θα έχει ως απαράβατες αξίες την οικονομική ισότητα και την πολιτική ελευθερία για όλους. Που θα έχει ως πυρήνα της κοινωνικής οργάνωσης την κοινότητα ή την κομμούνα. Που θα θέσει κάθε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα κάτω από τη διαχείριση ενός δικτύου λα’ι’κών Συνελεύσεων και Συμβουλίων, όπου ο καθένας μας, στην εργασία, την πόλη, το χωριό, τη γειτονιά, μέσα από αυτά τα συλλογικά όργανα διαχείρισης και λήψης αποφάσεων, θα πάρει τη ζωή στα χέρια του.   Η λύση βρίσκεται σε μια Κοινωνική Επανάσταση που θα δημιουργήσει τέτοιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές που θα αποτρέπουν την οργάνωση ξανά νέων οικονομικών και πολιτικών εξουσιών.   Χρειαζόμαστε μια Κοινωνική Επανάσταση που θα αφήσει οριστικά στο παρελθόν της ανθρώπινης ιστορίας τους κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς, τις διακρίσεις, τις ανισότητες. Που θα δημιουργήσει έναν κόσμο όπου δεν θα χωράνε η φτώχεια και ο πλούτος, οι τάξεις και οι ισχυροί. Μια Κοινωνική Επανάσταση που θα αποβάλει ως απόβλητη από τους κόλπους της κοινωνίας κάθε λογική άντλησης κέρδους στην παραγωγή, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τις σχέσεις ανθρώπου και φύσης. Που θα αποκαταστήσει την περιβαλλοντική ισορροπία και θα κλείσει τις πληγές που άνοιξε στη φύση η μακρά καπιταλιστική πορεία της ανελέητης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.   Χρειαζόμαστε μια Κοινωνική Επανάσταση που θα αγκαλιάσει τον πλανήτη και θα εγγυηθεί την ελευθερία και την ευημερία όλων των ανθρώπων.

 

Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης, Κώστας Γουρνάς 11 Μάη 2011

Posted in Uncategorized | Comments Off on Κείμενο των τριών φυλακισμένων μελών του «Επαναστατικού Αγώνα» – Καμιά επιμήκυνση στο χρόνο ζωής του συστήματος 13/05/11

Δήλωση των 3 φυλακισμένων μελών του “Επαναστατικού Αγώνα” προς το Συμβούλιο εφετών Αθηνών 06/04/11

ΔΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ¨ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ” ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑΠΑΡΑΣΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΤΑΣΗΣ Ή ΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥΣ

 
Αυτοί που είναι επικίνδυνοι για την ανθρωπότητα, αυτοί που αποτελούν την σύγχρονη τρομοκρατική απειλή για την κοινωνική πλειοψηφία, αυτοί που καταπατούν κάθε ελευθερία, που επιβάλλουν τον νόμο του ισχυρότερου και συνιστούν μόνιμη απειλή για την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη των περισσότερων ανθρώπων, είναι αυτοί που μας διώκουν, αυτοί που μας κρατούν φυλακισμένους, αυτοί που θα μας δικάσουν και θα μας καταδικάσουν σε πολλά χρόνια εγκλεισμού στις φυλακές του καθεστώτος. Και το κάνουν ως πιστοί υπηρέτες της νέας χούντας του ελληνικού κράτους, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Ε.Ε. Να είναι σίγουροι πως δεν αργεί η στιγμή εκείνη που θα κληθούν οι ίδιοι οι εισαγγελείς και οι δικαστές μας μαζί με τους εγκληματίες και τρομοκράτες της οικονομικής και πολιτικής ελιτ να λογοδοτήσουν ενώπιον του ελληνικού λαού ο οποίος θα έχει επαναστατήσει ενάντια στην σύγχρονη τυρρανία. Ένα χρόνο μετά τις συλλήψεις μας και την υπογραφή του Μνημονίου από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που αποτελεί σύμβαση υποταγής της ελληνικής κοινωνίας στο υπερεθνικό κεφάλαιο – γεγονότα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στην ιστορία αυτού του τόπου-, οι μη προνομιούχοι στενάζουν κάτω από την χούντα του ελληνικού κράτους και της τρόικας. Όσον αφορά εμάς, τον Επαναστατικό Αγώνα, η ελληνική κυβέρνηση τις πρώτες μέρες των συλλήψεων μας είχε ομολογήσει δια στόματος κυβερνητικού αξιωματούχου πως αν δεν μας συλλαμβάνανε, θα τινάζαμε τα οικονομικά μέτρα στον αέρα. Ομολογούμε πως αυτό επιδιώκαμε να πετύχουμε. Και να είναι σίγουροι οι διώκτες μας πως αν δεν είμασταν στη φυλακή, αυτοί που θα στέναζαν θα ήταν η οικονομική και πολιτική ελιτ και όχι οι προλετάριοι αυτού του τόπου.

 
ΖΗΤΩ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 
τα τρία φυλακισμένα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα Πόλα Ρούπα, Κώστας Γουρνάς, Νίκος Μαζιώτης

Posted in Uncategorized | Comments Off on Δήλωση των 3 φυλακισμένων μελών του “Επαναστατικού Αγώνα” προς το Συμβούλιο εφετών Αθηνών 06/04/11

Ανακοίνωση των 3 φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα σχετικά με την χρησιμοποίηση του ονόματος του Λάμπρου Φούντα στον εμπρησμό της νομικής – 15/03/11

Ο Λάμπρος Φούντας έδωσε την ζωή του αγωνιζόμενος στις γραμμές του Επαναστατικού Αγώνα, μια οργάνωση αντάρτικου πόλης η οποία δρούσε στο πλευρό των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων.

Έδωσε τη ζωή του στην προώθηση ενός πολιτικού σχεδίου που αποσκοπούσε στην λαική κι προλεταριακή αντεπίθεση μέσα στις συνθήκες του σύγχρονου ολοκληρωτισμού που ζούμε.

Η άποψη η δική μας όσο και του Λάμπρου Φούντα ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα είναι ότι ο ένοπλος αγώνας είναι ένα απαραίτητο εργαλείο της κοινωνικής και ταξικής πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού και την κοινωνική επανάσταση και όχι ένα μέσο για την υπαρξιακή επιβεβαίωση του ατομικιστικού εξεγερτικού βιώματος κάποιων.

Αυτό θα έπρεπε να το καταλάβουν όλοι όσοι χρησιμοποιούν καταχρηστικά το όνομα του νεκρού συντρόφου μας σε υποτιθέμενες ” επαναστατικές ” ενέργειες όπως ο εμπρησμός της Νομικής. Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα δεν έχει τίποτα το κοινό με τέτοιου είδους ενέργειες και τον αντικοινωνικό ατομικιστικό λόγο που υπάρχει πίσω απο αυτές.

Δυστυχώς κάποιοι δεν κατάλαβαν την προειδοποίηση μας τον περασμένο Δεκέμβριο όταν έγινε η αποστολή παγιδευμένων δεμάτων σε πρεσβείες της Ρώμης όπου τραυματίστηκε ένας κατώτερος υπάλληλος πρεσβείας και όπου τονίζαμε να μην γίνονται τέτοιες δήθεν ” πολιτικά στοχευμένες ” ενέργειες χρησιμοποιώντας το όνομα του νεκρού συντρόφου μας.

Δυστυχώς κάποιοι μας ανάγκασαν να επανέλθουμε για να διαφυλάξουμε την πολιτική μνήμη και την τιμή του νεκρού συντρόφου μας. Ελπίζουμε να είναι η τελευταία φορά που κάποιοι χρησιμοποιούν με τέτοιο καταχρηστικό τρόπο το όνομα του Λάμπρου Φούντα σε ενέργειες ανάξιες και αναντίστοιχες της δράσης του συντρόφου που δεν τον τιμάνε.

Επίσης οφείλουμε να επισημάνουμε πως όταν γίνονται ενέργειες που αναλαμβάνονται ως

” Κομμάντο Λάμπρος Φούντας ” – επωνυμία που έχει χρησιμοποιηθεί επανηλλειμένως μετά τον θάνατο του συντρόφου -, επειδή προσδίδεται στον σύντροφο ο ρόλος αυτού που ενεργεί, αφού το όνομα του γίνεται επωνυμία της ίδιας της ομαδάς που δρα, απαιτείται να υπάρχει μια συνάφεια όσον αφορά τις επιλογές της δράσης και του πολιτικού λόγου που τις πλαισιώνει αλλά και μια αντιστοιχία όσον αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούνται.

Δεν ισχύει φυσικά το ίδιο όταν γίνεται μια ενέργεια προς τιμήν του συντόφου που συνοδεύεται από το σύνθημα ” Τιμή στον Λάμπρο Φούντα “.

Εννοείται πως ο κάθε σύντροφος μπορεί να τον τιμά σεβόμενος όμως τις επιλογές αγώνα που έκανε και τα πολιτικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι πιστεύουμε ευρέως γνωστά.

Τα τρία φυλακισμένα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα

Πόλα Ρούπα, Κώστας Γουρνάς, Νίκος Μαζιώτης



Posted in Uncategorized | Comments Off on Ανακοίνωση των 3 φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα σχετικά με την χρησιμοποίηση του ονόματος του Λάμπρου Φούντα στον εμπρησμό της νομικής – 15/03/11

Απάντηση των 3 φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα στην επιστολή της οικογένειας του Λάμπρου Φούντα – 15/03/11

Σχετικά με την επιστολή της οικογένειας του Λάμπρου Φούντα που δημοσιεύτηκε στις 11/3/2011 για την πορεία για τον ένα χρόνο από τον θάνατο του στην ένοπλη συμπλοκή της Δάφνης, έχουμε να απαντήσουμε τα εξής : Ο ψυχικός πόνος των συγγενών του συντρόφου μας είναι σεβαστός, όμως επ’ ουδενί δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τους διασφαλίζει και το παραμικρό δικαίωμα να μην σέβονται και να καταφέρονται με τόσο απαξιωτικό τρόπο εναντίον των πολιτικών επιλογών του, άρα και του ίδιου του προσώπου του.

Είναι πράγματι λυπηρό επειδή διαφωνούν πολιτικά με τις επιλογές του Λάμπρου να δημοσιεύουν τέτοιου είδους λίβελους που αμαυρώνουν τη μνήμη και την τιμή του.

Και αυτό το γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαίωμα που τους διασφαλίζει ο ψυχικός τους πόνος, όσο μεγάλος και αν είναι αυτός.

Και τελικά είναι αυτοί οι οποίοι με την στάση τους συμπαρατάσονται με τους φονιάδες του γιού τους και συντρόφου μας, προσπαθώντας να τον φιμώσουν πολιτικά.

Αν ο Λάμπρος Φούντας δεν ανήκει πολιτικά κάπου, αυτό είναι σίγουρα η βιολογική του οικογένεια, η οποία είναι και η τελευταία που θα μπορούσε να έχει λόγο για τις πολιτικές επιλογές του τις οποίες άλλωστε δεν θα μπορούσε να γνωρίζει.

Ο Λάμπρος Φούντας έκανε τις επιλογές του και διάλεξε να συμμετέχει στον Επαναστατικό Αγώνα, την οργάνωση που αποτελεί την πολιτική του οικογένεια είτε αυτό αρέσει στην βιολογική οικογένεια του, είτε όχι.

Θα πρέπει να σεβαστούν επιτέλους τον γιο τους και να δεχτούν πως εμείς είμαστε οι σύντροφοί του σ’ έναν κοινό αγώνα για τον οποίο ρισκάραμε μαζί του την ζωή μας και για τον οποίο θα πληρώσουμε με πολλά χρόνια φυλακή.

‘Εχουμε πολιτικό χρέος απέναντι του να διαφυλάξουμε με κάθε κόστος και τίμημα την πολιτική μνήμη και την τιμή του.

Ακριβώς επειδή ” δεν υπάρχει η φυσική δυνατότητα του για αντίλογο “, ας σωπάσουν και ας σεβαστούν τον νεκρό γιο τους.

Αν θέλουν πραγματικά να στραφούν εναντίον των φονιάδων του γιού τους, αυτοί δεν είναι άλλοι παρά τα σκυλιά της εξουσίας, δηλαδή η αστυνομία και ως ηθικοί αυτουργοί οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι καθώς και η δικαιοσύνη την οποία και θεωρούν ως ” την μόνη αρμόδια για να διελευκάνουν την υπόθεση ” !

Όσο κι αν διαφωνούν, ο Λάμπρος Φούντας έκανε την επιλογή του ένοπλου αγώνα.

Ο Λάμπρος Φούντας ΕΙΝΑΙ ΙΝΔΑΛΜΑ για μας, ΕΙΝΑΙ ΙΝΔΑΛΜΑ για τον απελυθερωτικό αγώνα. ΕΙΝΑΙ ΙΝΔΑΛΜΑ για όσους αγωνίζονται. Θα μείνει στην ιστορία ως αγωνιστής της ελευθερίας που έπεσε με το όπλο στο χέρι μαχόμενος για την κοινωνική επανάσταση. Και είναι αυτός που τελικά η ιστορία θα τον δικαιώσει.

 

Τα τρία φυλακισμένα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα

Πόλα Ρούπα, Κώστας Γουρνάς, Νίκος Μαζιώτης

 

Ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα θα θέλαμε να τοποθετηθούμε και να εγείρουμε κάποια ερωτηματικά σχετικά με το γεγονός της ανάρτησης στο Indymedia της επιστολής της οικογένειας του Λάμπρου Φούντα η οποία δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 11/3/2011.

Βάσει ποιών κριτηρίων η συντακτική ομάδα του Indymedia δέχτηκε την ανάρτηση στην ιστοσελίδα της, την επιστολή – λίβελο της οικογένειας του Λάμπρου Φούντα;

Μήπως στην βάση της ” ελεύθερης πληροφόρησης “, της ” ελεύθερης διακίνησης ιδεών “, ή του ” πλουραλισμού “;

Ακόμα και οι αστικές εφημερίδες που επικαλούνται τέτοιες έννοιες στην πραγματικότητα είναι στρατευμένα καθεστωτικά φερέφωνα και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι εφημερίδες όπως η Ελευθεροτυπία έχουν κυρήξει εμπάργκο πληροφόρησης σχετικά με τις απόψεις – κείμενα της οργάνωσής μας αλλά και γενικότερα σχετικά με την υπόθεση μας, με τελευταίο δείγμα αυτό της άρνησης της συγκεκριμένης εφημερίδας να δημοσιεύσει την επιστολή – απάντησή μας στην επιστολή της οικογένειας του Λάμπρου Φούντα.

Απ’ ότι γνωρίζουμε η ιστοσελίδα Ιndymedia δημιουργήθηκε για την φιλοξενία απόψεων συντρόφων και αγωνιστών όχι μόνο του αναρχικού – αντιεξουσιαστικού χώρου αλλά και του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού και στα πλαίσια αυτά ο διάλογος και η αντιπαράθεση διαφορετικών απόψεων είναι αποδεκτός και θεμιτός.

Το να φιλοξενούνται όμως απόψεις όπως αυτές που περιέχονται στην επιστολή – λίβελο της οικογένειας του Λάμπρου Φούντα οι οποίες συμφέρουν τους διώκτες μας και οι οποίες αμαυρώνουν πρώτα απ’ όλα την πολιτική μνήμη ενός νεκρού επαναστάτη όπως του Λάμπρου Φούντα, στρέφονται εναντίον των κοντινότερων πολιτικά συντρόφων του όπως εμάς ως φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα και προσβάλλουν τους αναρχικούς συντρόφους που οργάνωσαν και συμμετείχαν στην πορεία για τον έναν χρόνο απο την ένοπλη συμπλοκή της Δάφνης όπου σκοτώθηκε ο Λάμπρος, αυτό μας δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για την σκοπιμότητα αυτού του γεγονότος.

 

Τα τρία φυλακισμένα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα

Πόλα Ρούπα, Κώστας Γουρνάς, Νίκος Μαζιώτης

Posted in Uncategorized | 1 Comment

Επιστολή των 3 φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα για τον ένα χρόνο από την ένοπλη συμπλοκή της Δάφνης στην οποία έπεσε μαχόμενος ο επαναστάτης Λάμπρος Φούντας – 10/03/11

Η καλύτερη πολιτική τιμή

για έναν σύντροφο που έχασε

τη ζωή του στον αγώνα

είναι η συνέχιση του αγώνα του.

Τα ξημερώματα της 10 Μάρτη του 2010 στη Δάφνη ο σύντροφος μας στον Επαναστατικό Αγώνα Λάμπρος Φούντας έχασε τη ζωή του πολεμώντας τα ένοπλα σκυλιά του καθεστώτος.

Τα ξημερώματα της 10 Μάρτη του 2010 ήταν ο Επαναστατικός Αγώνας που έχασε ένα κομμάτι του εαυτού του στη Δάφνη. Είμαστε εμείς που πέσαμε και σηκωθήκαμε για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας, για να συνεχίσουμε τον αγώνα του συντρόφου.

Ήταν οι μέρες που ο Επαναστατικός Αγώνας βρισκόταν στην τελική ευθεία για την πραγματοποίηση ενός ακόμα χτυπήματος. Ενός χτυπήματος που θ’ αποτελούσε έναν ακόμη σταθμό στην αγωνιστική πορεία που ξεκινήσαμε εν όψει της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Την πορεία αυτή χαράξαμε μαζί με τον σύντροφο Λάμπρο Φούντα σε μια περίοδο που η χρηματοπιστωτική κρίση βρισκόταν στα αρχικά της στάδια. Τότε, δεν είχε γίνει ακόμη κατανοητή σε πολλούς ούτε η έκταση ούτε το βάθος της. Στην Ελλάδα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας είχε πειστεί από την καθεστωτική προπαγάνδα της τότε κυβέρνησης, πως η κρίση δεν πρόκειται να πλήξει τη χώρα, της οποίας η οικονομία στηρίζοταν σε «γερά θεμέλια», ενώ αντιμετωπιζόταν ως μια δύσκολη μεν, αντιμετωπίσιμη δε επιπλοκή στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που με τους κατάλληλους χειρισμούς από την οικονομική και πολιτική ελίτ μπορούσε να μην επεκταθεί σε άλλους τομείς της οικονομίας.

Ως πολιτική συλλογικότητα είμαστε πεπεισμένοι πως η παγκόσμια κρίση που πυροδοτήθηκε από το σκάσιμο της φούσκας των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας στης ΗΠΑ, ήταν ένα μεγάλο χτύπημα σε μια από τις πλέον κεντρικές λειτουργίες του συστήματος -για να είμαστε πιο ακριβείς στον αιμοδότη της παγκόσμιας οικονομίας- τον χρηματοπιστωτικό τομέα, που ήρθε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της συστημικής κρίσης, η οποία υπέβοσκε για δεκαετίες, πλήττοντας τη μια μετά την άλλη κάθε διάσταση του συστήματος: την κοινωνική, την οικονομική, την πολιτική, την περιβαλλοντολογική.

Είμαστε πεπεισμένοι πως η κρίση αυτή θα έπληττε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και την Ελλάδα, καθώς η χώρα για χρόνια βούλιαζε λόγω του υπέρογκου δημόσιου χρέους. Το 2009 για το συγκεκριμένο ζήτημα γράφαμε: «Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, βρισκόμαστε υπό ένα καθεστώς δουλείας, με το υπερεθνικό κεφάλαιο να επιβάλλει με τον βούρδουλα του χρέους και των ελλειμμάτων, τους πιο απεχθείς όρους φορολόγησης, εργασίας, αμοιβών και συνταξιοδοτήσεων, όρους που καμιά κοινωνία δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανέχεται. Όπως δεν πρέπει να ανέχεται για το συμφέρον των μεγάλων τοκογλύφων, ντόπιων και ξένων, να κόβονται οι δημόδιες δαπάνες, να ξεψυχούν τομείς όπως η δημόσια υγεία, να κλείνουν νοσοκομεία. Οι εγκληματίες που ηγούνται της διεθνούς χρηματαγοράς, ήδη έχουν ξεκινήσει τη μεγάλη κερδοσκοπική εφόρμηση στην αγορά του χρέους, καθώς τα στοιχήματα για την κατάρρευση διαφόρων χωρών βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων της αγοράς». (1)

Στο ίδιο κείμενο, στους πρώτους μήνες του 2009, μιλούσαμε για τους όρους που η υπερεθνική οικονομική και πολιτική εξουσία θα απαιτούσε απο την καταχρεωμένη Ελλάδα, όρους που ένα χρόνο αργότερα είδαμε στο μνημόνιο της τρόικας: «Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι διατεθειμένη να δεχτεί εν λευκώ κάθε όρο του μεγάλου κεφαλαίου, όσο δυσβάσταχτος και αν είναι, να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου και τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες επιταγές που τις υποδεικνύει η αγορά και οι πολιτικές συμμαχίες που την υπηρετούν, όπως η Ε.Ε και να ματώσει την ελληνική κοινωνία, προκειμένου ν’ ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της. Πιστεύει βέβαια πως, για πολιτικούς λόγους που αφορούν την καθεστωτική σταθερότητα στη χώρα και στην ευρύτερη περιοχή, οι αγορές δεν θα την εγκαταλείψουν».

Βέβαια, η κυβέρνηση της Ν.Δ. μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, απαξιώθηκε πλήρως στα μάτια της διεθνούς οικονομικής και πολιτικής ελίτ, αφού φάνηκε ανίκανη να διαχειριστεί μια κοινωνική έκρηξη και κατ’ επέκταση κρίθηκε ακατάλληλη να διαχειριστεί ένα ιδιαίτερα ευμετάβλητο κοινωνικό πεδίο, έτσι όπως αυτό διαμορφωνόταν καθώς η χώρα βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στην κρίση. Γι’ αυτό και η ίδια η ελίτ «έσπρωχνε» την τότε κυβέρνηση πρός την έξοδο απο την εξουσία, προωθώντας το ΠΑΣΟΚ ως το πιο κατάλληλο κόμμα, για να διασφαλίσει την όσο το δυνατό ομαλότερη πορεία της χώρας πρός την νέα οικονομική και πολιτική συνθήκη που ζούμε σήμερα και που ορίζεται απο την κατοχική συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Τρόικας ( ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ ).

Ένα χρόνο πρίν την υπογραφή του μνημονίου στο ίδιο κείμενο αναφερόμαστε στην αναγκαιότητα μιας επαναστατημένης κοινωνίας να επιβάλλει στάση πληρωμών, λέγοντας: «η πολιτική βούληση για μια κοινωνία ν’ αποτινάξει μια για πάντα το ζυγό του χρέους απο πάνω της, όχι μόνο γιατί δεν τον αντέχει αλλά γιατί δεν τον θέλει, είναι συνυφασμένη με την απόφαση ν’ αντιπαρατεθεί με το σύνολο της πολιτικής εξουσίας, με την απόφαση να έρθει σε ρήξη με το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με την απόφαση ν’ ανατρέψει το καθεστώς που την κρατάει σκλαβωμένη».

Όσον αφορά την αναπόφευκτη και τυπική πλέον χρεωκοπία του ελληνικού οικονομικού συστήματος, τον Ιανουάριο του 2009 γράφαμε: «Η προσεχής κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και η κοινωνική αναταραχή που θ’ ακολουθήσει, μπορεί να πυρροδοτήσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς οι κοινωνίες τους βρίσκονται ήδη σε δεινή οικονομική και κοινωνική θέση».(2)

Είμαστε πεπεισμένοι σαν συλλογικότητα και το είχαμε καταγράψει ήδη απο το 2005 (3), πως η ελληνική οικονομία όχι μόνο δεν ήταν ισχυρή αλλά πως ήταν ιδιαίτερα επιρρεπής στις αναταράξεις μιας επικείμενης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Το σκάσιμο της φούσκας των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ, για εμάς απλώς σήμανε την έναρξη της μεγάλης κρίσης, «της μεγαλύτερης στην ιστορία του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Και αυτό γιατί αφορά την πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση μεγάλου μεγέθους, η οποία διαχέεται σε κάθε φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας και εξαπλώνεται σε όλον τον πλανήτη λόγω της έντονης αλληλεξάρτησης σε συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Επίσης, παρά τις σοβαρές ποιοτικές διαφορές με την κρίση του ’29, είναι πιο σοβαρή απο εκείνη, όχι μόνο λόγω της ευρήτητας αλλά και λόγω του γεγονότος ότι το σύστημα εκείνη την περίοδο μπορούσε πιο εύκολα να ελεγχθεί». (4)

Την ίδια περίοδο μιλούσαμε για την επόμενη κρίση στην αγορά των τροφίμων που θα ερχόταν ως αποτέλεσμα των κερδοσκοπικών «παιχνιδιών» της οικονομικής ελίτ στα χρηματιστήρια, όπου «επενδύονται» στην πείνα και στην εξόντωση ολόκληρων φτωχών πληθυσμών τα πλεονάσματα κεφαλαίων που συσσώρευονται στην χρηματοοικονομική σφαίρα.

Είχαμε μιλήσει για τις επόμενες εξεγέρσεις στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας που θα πυροδοτούσαν οι ελλείψεις στο ψωμί και στα βασικά τρόφιμα. Σήμερα ο λαϊκός ξεσηκωμός στις χώρες της Β. Αφρικής, που στη Λιβύη έχει πάρει τον χαρακτήρα της ένοπλης σύγκρουσης για την ανατροπή του καθεστώτος, αποτελεί μια εικόνα από το μέλλον των χωρών του καπιταλιτικού κέντρου. Είναι μια εικόνα από το μέλλον το δικό μας που δεν πρόκειται να αργήσει να έρθει.

Η κρίση για εμάς, για τον σύντροφο Λάμπρο Φούντα, θα άνοιγε νέους ορίζοντες για τους επαναστάτες και θα μας πρόσφερε τη μοναδική ευκαιρία, να προωθήσουμε την επαναστατική υπόθεση. «Αυτή άλλωστε είναι και η ευκαιρία που προσφέρει κάθε μεγάλη οικονομική κρίση. Είναι η εποχή που κορυφώνεται η κοινωνική, πολιτική αλλά και η ηθική απαξίωση απέναντι σε ένα καθεστώς που βρίσκεται στη μέγιστη παρακμή του. Είναι η εποχή που αναμένονται οι μέγιστες κοινωνικές αντιδράσεις και οι κοινωνικές εκρήξεις. Είναι η εποχη που μια πραγματικά αισχρή μειοψηφία ωφελείται πλέον από το οικονομικό και πολιτικό αυτό σύστημα. Είναι η εποχή που ανοίγουν οι μεγαλύτερες ρωγμές ανάμεσα στην ελίτ και τους υπερασπιστές τους από τη μία και στο μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας που μαστίζει η κρίση από την άλλη. Είναι η εποχή που δίνεται η μοναδική ευκαιρία στις επαναστατικές δυνάμεις να δράσουν προς την κατεύθυνση της επανάστασης». (5)

Έχοντας ως πυξίδα πάντα την τελική σύγκρουση με το καθεστώς για την ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση, είχαμε εκπονήσει ως οργάνωση μαζί με τον σύντροφο Λάμπρο Φούντα ένα σχέδιο δράσης το οποίο είχε δυο κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορούσε την όσο το δυνατό μεγαλύτερη συμβολή μας στην αποσταθεροποίηση ενός ήδη ασταθούς, λόγω κρίσης, καθεστώτος. Για το σκοπό αυτό προγραμματίζαμε βάση της ανάλυσής μας, χτύπηματα που στόχευαν σε θεσμούς, οργανισμούς και μηχανισμούς οι οποίοι έπαιζαν ένα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της κρίσης, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα, που κατέχουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση των σύγχρονων οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, που ευθύνονται γαι το νέο ολοκληρωτισμό. Για εμάς ήταν καθήκον επαναστατικό, όχι απλώς να μην μείνουμε θεατές στη κρίση, αλλά να επιχειρήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις και με κάθε κόστος να κάνουμε τη κρίση αυτή όσο πιο σοβαρή γίνεται για το ίδιο το σύστημα, να σαμποτάρουμε κάθε δυνατότητα ξεπεράσματός της. Ήταν χρέος μας να πλήξουμε την οικονομική και πολιτική ελίτ, να πλήξουμε αυτούς που ευθύνονται για τη φτώχεια, τη δυστυχία, την ανέχεια, το θάνατο που μαστίζει τη χώρα μας και όλο τον πλανήτη. Ήταν χρέος μας να χτυπήσουμε την ελίτ που όχι μόνο είναι υπεύθυνη για την κρίση αλλά βλέπει σ’ αυτήν την ευκαιρία για ν’ αυξήσει την οικονομική της δύναμη, για ν’ αυξήσει την κοινωνική ισχύ της. Ήταν χρέος μας να την πλήξουμε όσο μπορούμε και να βαθύνουμε τα ρήγματα στο ήδη ευάλωτο καθεστώς, να συμβάλουμε όσο το δυνατό περισσότερο στην παραπέρα αποσταθεροποίησή του. Ήταν χρέος μας ως επαναστατική οργάνωση να σπρώξουμε το καθεστώς προς την κατάρρευση.

Για τους παραπάνω λόγους οι επιλογές των στόχων μας γίνονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιείται η πολιτική ανάγκη να δράσουμε εναντίον κομβικής πολιτικής σημασίας στόχους και συγχρόνως να είναι δυνατή η πραγματοποίηση χτυπημάτων που δεν θα είχαν απλώς συμβολικό χαρακτήρα, αλλά θα κατάφερναν να πλήξουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό που μας επέτρεπε κάθε φορά η αντίστοιχη χωροταξία, τις ίδιες τις υποδομές του συστήματος.

Η δεύτερη πολιτική κατεύθυνση αφορούσε την όσο το δυνατό μεγαλύτερη συμβολή μας στην πολιτική και κοινωνική απονομιμοποίηση του καθεστώτος. Φιλοδοξία μας ήταν να συμβάλουμε όσο μπορούμε στη θεωρητική και ιδεολογική αποδόμησή του και όσων το στηρίζουν. Επίσης, επιδιώκαμε να συμβάλουμε στον εμπλουτισμό της επαναστατικής επιχειρηματολογίας ενάντια στους διάφορους αριστερούς καλοθελητές του συστήματος, που βλέπουν τη κρίση ως ευκαιρία για να αναβαθμιστούν πολιτικά και για να αποκτήσουν ένα ρόλο – ρυθμιστή στη «βελτίωση» και τον «εξανθρωπισμό» του συστήματος. Για αυτούς τους πολιτικούς αριβίστες οι εκδηλώσεις της κοινωνικής αγανάκτησης και οργής είναι απλώς εργαλεία χρήσης για τον δικό τους στόχο που συνδέεται με τη συνδιαχείρηση του συστήματος και με το μοίρασμα της εξουσιαστικής πίτας.

Φιλοδοξία της συλλογικότητάς μας ήταν να βοηθήσουμε στη θεωρητική «οχύρωση» της ανατρεπτικής δράσης που πρόκειται να δοκιμαστεί ιδιαίτερα εν μέσω του ρευστού πολιτικού περιβάλλοντος, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται λόγω της πολυδιάστατης συστημικής κρίσης, η οποία βαθαίνει όλο και περισσότερο.

Με βάση αυτό το πολιτικό πλαίσιο και το συλλογικό σχέδιο δράσης, ο Επαναστατικός Αγώνας άνοιξε έναν κύκλο δράσης εν μέσω της παγκόσμιας κρίσης με επιθέσεις εναντίον στόχων όπως η Citibank, η Eurobank και το Χρηματιστήριο. Στη συνέχιση αυτού του κύκλου δράσης εντασσόταν η προπαρασκευαστική ενέργεια της απαλλοτρίωσης του οχήματος στη Δάφνη, στις 10 Μάρτη του 2010, κατα τη διάρκεια της οποίας ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας έδωσε τη μάχη με τους μπάτσους.

Τελικός μας στόχος, τελικός στόχος του ίδιου του συντρόφου μας, ήταν να μην επιτρέψουμε η κρίση του συστήματος να γίνει ευκαιρία για το κράτος και τ’ αφεντικά για μια γενικευμένη πολιτική και οικονομική αναδιάρθρωση προς την κατεύθυνση της ακόμη μεγαλύτερης συγκέντρωσης κοινωνικής ισχύος στα χέρια της κυρίαρχης αισχράς μειοψηφίας. Να μεγαλώσουμε την κρίση αξιοπιστίας του συστήματος, να συμβάλουμε στην τελική χρεοκοπία του.

Ως Επαναστατικός Αγώνας, ως συλλογικότητα μαζί με τον σύντροφο Λάμπρο Φούντα είχαμε μια κοινή επιλογή: Να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να κάνουμε την κρίση ευκαιρία για την ανατροπή του καθεστώτος, ευκαιρία για την Κοινωνική Επανάσταση.

Τελικά, ο σύντροφος Λάμπρος έδωσε την ίδια του την ζωή σ’ αυτό τον σκοπό. Έδωσε τη ζωή του προετοιμάζοντας ένα ακόμη χτύπημα – απάντηση στο καθεστώς. Έδωσε τη ζωή του πολεμώντας όχι απλώς τους μπάτσους σ’ ένα στενό της Δάφνης. Έδωσε τη ζωή του για να μην περάσει η κατοχή της ελληνικής κυβέρνησης, του ΔΝΤ, της Ε.Ε και της ΕΚΤ. Για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα του κράτους και του κεφαλαίου. Για να μην περάσει ο νέος ολοκληρωτισμός που η οικονομική και πολιτική ελίτ θέλει να επιβάλλει σε όλο τον πλανήτη με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο σύντροφος έδωσε τη ζωή του πολεμώντας ώστε να γίνει η κρίση ευκαιρία για την Κοινωνική Επανάσταση.

Αυτό ήταν το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο επαναστάτης Λάμπρος Φούντας. Η δράση του ήταν άμεσα συνεδεμένη με τα μεγαλύτερα ζητήματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία αλλά και όλο τον πλανήτη. Γι’ αυτό και του αρμόζει να γίνει «σημαία» αντίστασης στην κατοχική κυβέρνηση, «σημαία» αντίστασης και αγώνα ενάντια στην οικονομική και πολιτική ελίτ, «σημαία» αντίστασης και αγώνα ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο. Γι’ αυτό και του αρμόζει να γίνει «σημαία» στον αγώνα για την απελευθέρωση όλων των ανθρώπων. Να γίνει «σημαία» της Κοινωνικής Επανάστασης.

Τον σύντροφο Λάμπρο Φούντα δεν τον γνωρίσαμε φυσικά, στους κόλπους του Επαναστατικού Αγώνα. Όλοι μας έχουμε τις ίδιες πολιτικές καταβολές καθώς προερχόμαστε από την ίδια κινηματική μήτρα. Όλοι μας στον Επαναστατικό Αγώνα είμασταν, είμαστε και θα είμαστε αναρχικοί και μοιραζόμαστε πολλές κοινές στιγμές αγώνα. Μια σημαντική αγωνιστική στιγμή για τον σύντροφο και για κάποιους από εμάς ήταν το Πολυτεχνείο του ’95. Πολυάριθμες άλλες πολιτικές συναντήσεις σε αγώνες είχαν προηγηθεί πριν ανταμώσουμε στον Επαναστατικό Αγώνα. Στη συλλογικότητα που σημάδεψε τη συντροφική μας σχέση με τον Λάμπρο Φούντα με τον πλέον καθοριστικό τρόπο. Στη συλλογικότητα που φράσεις όπως «η ολόψυχη αφοσίωση στον αγώνα» βρίσκει την έννοια της στο πρόσωπο του συντρόφου. Και που εμείς δεν πρόκειται να εγκαταλείψουμε, γιατί εγκαταλείπουμε μια κοινή ιστορία, εγκαταλείπουμε τις κοινές επιθυμίες, εκαταλείπουμε τους κοινούς στόχους. Εγκαταλείπουμε τον ίδιο τον σύντροφο. Εγκαταλείπουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Για εμάς τους συντρόφους του στον Επαναστατικό Αγώνα δεν είναι νεκρός. Είναι στο αίμα μας και στον αέρα που αναπνέουμε σαν αγωνιστές. Είναι μέσα στους στόχους και τους σκοπούς μας. Είναι ένα με την οργάνωση και τον αγώνα μας. Είναι κάθε μέρα, κάθε στιγμή παρών. ΕΙΝΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ .

Συγκέντρωση στις 10 Μάρτη και ώρα 16:00 μ.μ. στην πλατεία Καλογήρων στη Δάφνη και πορεία στο σημείο που ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας έδωσε τη μάχη με τους μπάτσους.

Κώστας Γουρνάς, Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης

 

 

 

(1) Προκήρυξη ανάληψης ευθύνης για την απόπειρα ανατίναξης των κεντρικών γραφείων της Citibank στην Κηφησιά στις 18/02 και την έκρηξη στο υποκατάστημα της Citibank στη Ν.Ιωνία στις 09/03 αντίστοιχα.

(2) Προκήρυξη ανάληψης ευθύνης για την ένοπλη επίθεση εναντίον των ΜΑΤ στο υπουργείο Πολιτισμού στις 05/01/2009.

(3) Προκήρυξη ανάληψης ευθύνης για την έκρηξη στο υπουργείο Απασχόλησης στις 02/06/2005 και την έκρηξη στο υπουργείο Οικονομίας στις 12/02/2005.

(4) Προκήρυξη ανάληψης ευθύνης για την απόπειρα ανατίναξης των κεντρικών γραφείων της Citibank στην Κηφησιά και την έκρηξη στο υποκατάστημα της Citibank στη Ν.Ιωνία.

(5) Προκήρυξη ανάληψης ευθύνης για την ένοπλη επίθεση εναντίον των ΜΑΤ στο υπουργείο Πολιτισμού.



Posted in Uncategorized | Comments Off on Επιστολή των 3 φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα για τον ένα χρόνο από την ένοπλη συμπλοκή της Δάφνης στην οποία έπεσε μαχόμενος ο επαναστάτης Λάμπρος Φούντας – 10/03/11

Ανακοίνωση των 3 φυλακισμένων μελών του ΕΑ σχετικά με τις επιθέσεις στη Ρώμη – 12/2010

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΡΕΣΒΕΙΕΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ

Σχετικά με τα δέματα – βόμβες που στάλθηκαν στις πρεσβείες της Χιλής και της Ελβετίας στη Ρώμη στις 23/12/2010, που είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό δύο υπαλλήλων και ανελήφθησαν από την οργάνωση “Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία – FAI – Επαναστατικός Πυρήνας Λάμπρος Φούντας”, έχουμε να δηλώσουμε τα εξής:
Ως Επαναστατικός Αγώνας επιλέγαμε πάντα την πραγματοποίηση ενεργειών που ήταν πολιτικά στοχευμένες. Στοχεύανε το καθεστώς, τους θεσμούς και αυτούς που το εκπροσωπούν και το προστατεύουν. Τις οργανώναμε με τρόπο, ώστε να αποφεύγονται τραυματισμοί ανθρώπων που δεν συγκαταλέγονται στους πολιτικούς μας στόχους και δεν θα πραγματοποιούσαμε ποτέ ενέργειες που θα είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό π.χ. ενός τυχαίου υπαλλήλου πρεσβείας, όπως έγινε στις προαναφερόμενες επιθέσεις με τα δέματα – βόμβες. Το παραπάνω πλαίσιο ήταν ανέκαθεν βασική αρχή της δράσης όλων μας και φυσικά και του νεκρού συντρόφου – μέλους της οργάνωσης Λάμπρου Φούντα. Γι’ αυτό το λόγο ζητάμε να μη γίνονται ενέργειες τέτοιου είδους στο όνομα του συντρόφου μας.

Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης, Κώστας Γουρνάς

Posted in Uncategorized | Comments Off on Ανακοίνωση των 3 φυλακισμένων μελών του ΕΑ σχετικά με τις επιθέσεις στη Ρώμη – 12/2010

Κείμενο των τριών φυλακισμένων μελών του Ε.Α. – 12/2010

ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

«Αν θέλει κάποιος σήμερα ν’ ανοίξει μια επικερδή επιχείρηση, ας κατασκευάζει λαιμητόμους».

Με την παραπάνω φράση αμερικανός δημοσιογράφος περιγράφει το μέγεθος της κοινωνικής οργής στις ΗΠΑ. Είναι η πρώτη φορά ιστορικά, που το σύνολο του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου βράζει από οργή και αγανάκτηση για τους κυβερνώντες, για τους υπαίτιους της κρίσης αυτής, οι οποίοι όχι μόνο δεν τιμωρούνται αλλά συνεχίζουν ν’ απολαμβάνουν τα προνόμιά τους και ν’ αυξάνουν τα κέρδη τους. Βράζει από οργή για τη φτώχεια που εξαπλώνεται, για την περιθωριοποίηση όλο και ευρύτερων στρωμάτων, για την αδικία, καθώς οι εξουσιαστές απαιτούν να θυσιαστούν οι λαοί για ν’ αντιμετωπιστεί η κρίση.

Αυτή η οργή εκδηλώνεται τους τελευταίους μήνες με όλο και μεγαλύτερη σφοδρότητα σε όλη την Ευρώπη. Στη μια ευρωπαϊκή πόλη μετά την άλλη, εκατομμύρια ανθρώπων κατεβαίνουν στους δρόμους με τη νεολαία στην πρώτη γραμμή, για να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στη σκληρή νεοφιλελεύθερη επίθεση που οι κυβερνώντες εξαπολύουν εναντίον των κοινωνικών και εργασιακών κεκτημένων. Στη Γαλλία με αιχμή την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, στην Αγγλία με αιχμή το εκπαιδευτικό ζήτημα, στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, οι διαδηλώσεις μετατρέπονται σε εξεγέρσεις. Η μια εξέγερση τροφοδοτεί την εκδήλωση μιας άλλης και σταδιακά, σε όλη την Ευρώπη αναμένεται η μεγάλη κοινωνική ανάφλεξη. Η φράση «ή εμείς ή αυτοί» γίνεται όλο και περισσότερο κοινή συνείδηση και θα γίνει το σύνθημα που θα καθορίσει την έκβαση των επόμενων μεγαλύτερων εξεγέρσεων.

ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ

Είναι η πρώτη φορά ιστορικά, που σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες -και κυρίως σε αυτές που πλήττονται πιο άσχημα από την οικονομική κρίση- κάθε μέρα και περισσότερο αποκαλύπτεται το φασιστικό πρόσωπο του σύγχρονου καθεστώτος. Γιατί σήμερα οι φασίστες δεν είναι μόνο οι εθνικιστές, οι νοσταλγοί των ναζί, των στρατιωτικών πραξικοπημάτων και των δικτατοριών. Φασίστες είναι και αυτοί που μας κυβερνούν, αυτοί που κατέχουν τον κοινωνικό πλούτο. Φασίστες είναι αυτοί οι ίδιοι οι «δημοκράτες» που κατέχουν την εξουσία, είναι οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Είναι αυτοί που συμμετέχουν στα εκτελεστικά όργανα της πολιτικής εξουσίας και τους οικονομικούς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ. Είναι αυτοί που κατέχουν την εξουσία του χρήματος και που τους συναντάμε στις κεντρικές τράπεζες, όπως η ΕΚΤ και η FED. Φασίστες είναι όσοι συμμετέχουν στα μεγάλα ΜΜΕ και που συνειδητά επιχειρούν τη διαμόρφωση συναίνεσης στη μεγαλύτερη ιστορικά κοινωνική ληστεία και στη μεγαλύτερη επιχείρηση τρομοκράτησης των λαών.

Στην Ελλάδα οι σοσιαλφασίστες του ΠΑΣΟΚ, τα κρατικά ελεγχόμενα συνδικάτα, όπως η ΓΣΕΕ, και τα μεγάλα ΜΜΕ, που έχουν αναλάβει με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο την πολιτική συγκάλυψη και νομιμοποίηση των πολιτικών προσπαθειών «διάσωσης της ελληνικής οικονομίας», συνεργάζονται για την ολοκλήρωση του μεγάλου εγκλήματος που επιχειρείται εναντίον της κοινωνικής πλειοψηφίας σε αυτή τη χώρα. Η ΓΣΕΕ, κάτω από το φόβο εξωθεσμικών κοινωνικών αντιδράσεων, είχε δηλώσει το Σεπτέμβριο ότι «οι πολιτικές που προβλέπονται από το μνημόνιο έχουν εφαρμοστεί και δεν υπάρχουν προφανείς εναλλακτικές λύσεις», σε μια προσπάθεια να ανακόψει τη συγκρουσιακή διάθεση της κοινωνικής βάσης και να σπείρει την ηττοπάθεια, ενώ τα ΜΜΕ στην Ελλάδα έχουν φτιάξει ένα σχεδόν αρραγή τοίχο συναίνεσης στις κυβερνητικές πολιτικές, αναπαράγοντας το εκβιαστικό δίλημμα «χρεοκοπία ή λιτότητα», με το οποίο τρομοκρατεί εδώ και ένα περίπου χρόνο η κυβέρνηση των σοσιαλφασιστών τον ελληνικό λαό.

Ο φασισμός στην Ελλάδα, λόγω της δεινής θέσης στην οποία η χώρα έχει υποπέσει με την οικονομική κρίση, έχει αποκτήσει το πιο ωμό πρόσωπο, καθώς η υπερεθνική οικονομική και πολιτική ολιγαρχία έχει πατήσει στο λαιμό της ελληνικής κοινωνίας με τη βοήθεια των αχυρανθρώπων της στην κυβέρνηση. Τα απανωτά πραξικοπήματα που γίνονται από την ελληνική κυβέρνηση κατ’ εντολή της τρόικας (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) δεν έχουν καμία στήριξη από την κοινωνική βάση. Η κυβέρνηση, όπως θα έκανε άλλωστε κάθε δικτάτορας, αδιαφορεί για την απουσία κοινωνικής συναίνεσης στα εγκληματικά σχέδια που επιβάλλει στο όνομα της «εθνικής σωτηρίας». Αδιαφορεί όμως και για την πολιτική συναίνεση και «παρακάμπτει» πλέον εντελώς το κοινοβούλιο, όταν πρόκειται να επικυρώσει τα απεχθή μνημόνια, τις συμφωνίες και τις συμβάσεις που υπαγορεύει η τρόικα και τις οποίες πηγαίνει στη βουλή μόνο προς «συζήτηση και ενημέρωση» και όχι προς ψήφιση. Ο Παπακωνσταντίνου έχει αναχθεί από τον αρχιπραξικοπηματία Παπανδρέου σε υπέρτατη αρχή, καθώς του έχει παραχωρηθεί η απόλυτη εξουσία και η υπογραφή του μόνο αρκεί για να επικυρώνονται οι προσταγές της οικονομικής ελίτ, που μεταφέρονται μέσω της τρόικας στην Ελλάδα προς εφαρμογή.

Μπορεί η βουλή να αποτελούσε ανέκαθεν το πεδίο επικύρωσης των εντολών και των επιταγών των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών, μπορεί η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση να έφερε την ουσιαστική κατάργησή της ως πεδίου λήψης αποφάσεων σχετικά με τη χάραξη μιας εθνικής οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής -αφού η πραγματική εξουσία πέρασε στα μεγάλα κέντρα αποφάσεων που ελέγχονται άμεσα από την υπερεθνική ελίτ-, σήμερα όμως έχει και τυπικά καταργηθεί, αφού υπάρχει μόνο για να νομιμοποιεί τα κυβερνητικά πραξικοπήματα, για να αποτρέψει την πολιτική κατάρρευση του καθεστώτος. Γι’ αυτό και ο ρόλος των κομμάτων που συμμετέχουν σήμερα στο κοινοβούλιο είναι αυτός της ενίσχυσης και σταθεροποίησης ενός ευάλωτου, λόγω της κρίσης και της πολιτικής απαξίωσης, συστήματος και στην ουσία στηρίζουν το σύγχρονο φασισμό.

Όσο για το ποιος είναι η πραγματικά μεγάλη εξουσία σε αυτό τον τόπο, το υπενθύμισε ο Στρος Καν με την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα και την αποκαλυπτική παρουσία του στο ελληνικό κοινοβούλιο, όπου όλοι οι γελοίοι βουλευτές τού υπαγόρευαν, εν είδει συνεντεύξεως, ερωτήσεις για τις επόμενες πολιτικές που το ΔΝΤ και οι υπόλοιποι της τρόικας θα επιβάλλουν. Αυτός από τη μεριά του ομολογούσε πως η Ελλάδα είναι για το ΔΝΤ ένα πειραματόζωο, καθώς αυτές οι απεχθείς πολιτικές εφαρμόζονται για πρώτη φορά σε μια χώρα που δεν βρίσκεται στην καπιταλιστική περιφέρεια, ενώ ξύπνησε μνήμες από τη χούντα των συνταγματαρχών, όταν παρομοίαζε την Ελλάδα με ασθενή και τον εαυτό του σαν γιατρό, θυμίζοντας τα φασιστικά παραληρήματα του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Τόσο η παρουσία του Στρος Καν όσο και αυτή του ευρωπαίου επιτρόπου Όλι Ρεν στο ελληνικό κοινοβούλιο ήταν μια υπενθύμιση για το ποια είναι σήμερα τα μεγάλα αφεντικά.

Έχει γίνει πλέον συνείδηση για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ότι «όλοι το ίδιο είναι» και αυτό φωνάζεται στις διαδηλώσεις, φωνάζεται μπροστά στο κτίριο του κοινοβουλίου, που αποτελεί πλέον το κόκκινο πανί για όσους αυτή την περίοδο συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις. Αυτό αποτυπώθηκε και στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, που αποτέλεσαν ένα δυνατό χαστούκι για το πολιτικό καθεστώς και τα κόμματα που το στηρίζουν, καθώς η πλειοψηφία γύρισε την πλάτη σε όλους, με την αποχή να φθάνει το 54% και τα άκυρα και λευκά το 10%. Το πολιτικό σύστημα στηρίζεται πλέον σε μια κοινωνική μειοψηφία, ενώ τις κυβερνητικές πολιτικές τις στηρίζει ένα πολύ μικρό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού, που στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές φάνηκε πως δεν ξεπερνά το 10% του εκλογικού σώματος. Αν αυτό δεν είναι χούντα, τότε τι είναι; Αν αυτοί δεν είναι πραξικοπηματίες, τότε ποιοι είναι; Όσον αφορά τους αριστερούς κολαούζους του συστήματος, το Συνασπισμό και το ΚΚΕ, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ελεεινοί πολιτικοί τυχοδιώκτες που, παρά τον απροκάλυπτο φασισμό των κυβερνώντων, συνεχίζουν να τους νομιμοποιούν για να μην απολέσουν τη δυνατότητά τους να γεύονται λίγη εξουσία.

ΝΑΙ ΣΤΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Εφτά μήνες μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στην εξουσία της τρόικας, οι σοσιαλφασίστες του ΠΑΣΟΚ έχουν καταφέρει να επιβάλουν μια μακρά σειρά μνημονίων, νομοσχεδίων και μέτρων στα πλαίσια της «θεραπείας-σοκ» που προτάσσει η υπερεθνική οικονομική ελίτ. Μισθοί και συντάξεις συνεχώς μειώνονται, ο 13ος και 14ος μισθός στο δημόσιο κόβονται, οι δημόσιες δαπάνες παντού ελαχιστοποιούνται, τα όρια ηλικίας στις συντάξεις αυξάνονται. Μέσα σε τρεις μόνο ώρες, ο αρχιπραξικοπηματίας Παπανδρέου με τους υπουργούς του ανέτρεψε εργασιακές κατακτήσεις που χρειάστηκαν μακροχρόνιους και συχνά αιματηρούς αγώνες για να κερδηθούν, καταργώντας τις συλλογικές συμβάσεις και εγκαθιδρύοντας το καθεστώς των εξατομικευμένων εργασιακών συμβάσεων. Έτσι τα αφεντικά απαλλάσσονται από κάθε περιορισμό στη μείωση των μισθών και τις απολύσεις και οι εργασιακές συνθήκες σε λίγο θα αρχίσουν να συναγωνίζονται αυτές της Ασίας. Όση δημόσια περιουσία δεν έχει ξεπουληθεί, εκποιείται αυτή την περίοδο, όποια δραστηριότητα κοινωνική ή οικονομική δεν έχει ιδιωτικοποιηθεί, ιδιωτικοποιείται.

Η επίθεση αυτή στην ελληνική κοινωνία είναι το αντάλλαγμα στο δάνειο των 110 δις ευρώ που έχει λάβει από την τρόικα η κυβέρνηση προκειμένου «να σώσει την Ελλάδα από τη χρεοκοπία». Όμως, οι νεοφιλελεύθερες αυτές συνταγές όχι μόνο δεν έχουν αποτρέψει τη χρεοκοπία αλλά τη φέρνουν όλο και πιο κοντά.

Μπορεί μειώνοντας συνεχώς τα έξοδα η κυβέρνηση να επιδιώκει τη μείωση του ελλείμματος, όμως ο οικονομικός στραγγαλισμός που οδηγεί στο κλείσιμο των επιχειρήσεων, οι απολύσεις, οι μισθοί πείνας και η ύφεση καθιστούν αδύνατη την αύξηση των εσόδων στα κρατικά ταμεία, γεγονός που αντιλαμβάνεται ο καθένας. Η ανεργία αναμένεται να φθάσει ή ακόμα και να ξεπεράσει μέχρι το τέλος του χρόνου το 20%, οι απολύσεις και τα λουκέτα στις επιχειρήσεις αυξάνονται, οι άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα που πέφτουν κάτω από το όριο της φτώχειας και αυτοί που περιθωριοποιούνται γίνονται όλο και περισσότεροι. Οι άστεγοι και οι άποροι που καταφεύγουν στα δημόσια συσσίτια για ένα πιάτο φαΐ είναι πλέον τόσοι πολλοί που η εικόνα της κατοχικής Ελλάδας έχει ζωντανέψει ξανά.

Η «ίαση του ασθενούς» κατά τον μεγαλοεγκληματία Στρος Καν θα επέλθει μέσα από την οικονομική και κοινωνική εξόντωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σ’ αυτή τη χώρα.

Αυτό που κάνουν για άλλη μια φορά οι κατέχοντες την εξουσία είναι η εφαρμογή της ίδιας συνταγής που χρησιμοποιήθηκε και κατά τη μεγάλη κρίση του 1930, την οποία είχε περιγράψει ο αμερικανός υπουργός οικονομικών Άντριου Μέλον με τα εξής λόγια: «Να εκκαθαρίσουμε την πλεονάζουσα εργασία, να εκκαθαρίσουμε τις μετοχές, να εκκαθαρίσουμε τους αγρότες, να εκκαθαρίσουμε την αγορά αυτοκινήτων…, να αφαιρέσουμε τη σαπίλα από το σύστημα».

Μια πολιτική σκληρής λιτότητας για την «αφαίρεση της σαπίλας από το σύστημα» ή για την «ίαση του ασθενούς» κατά τον σύγχρονό μας Στρος Καν είναι η πρακτική εφαρμογή της ίδιας οικονομικής τάσης. Είναι αυτή που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται «οικονομικά της προσφοράς» και σύμφωνα με την οποία η λιτότητα, η μείωση των μισθών, η αύξηση της ανεργίας οδηγούν σε μείωση των τιμών και αύξηση της ζήτησης. Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη συνταγή όχι μόνο δεν αποτρέπει την ύφεση αλλά την επισπεύδει (το ίδιο έγινε το ’30, το ίδιο γίνεται και σήμερα), οι «ειδικοί» επί των οικονομικών θεμάτων, όπως ο ακραία νεοφιλελεύθερος σύμβουλος του Παπανδρέου Τομάσο Παντόα Σκιόπα, ισχυρίζονται ότι «η λιτότητα δεν οδηγεί σε ύφεση» και επιμένουν ότι αυτές οι καταστροφικές πολιτικές «οδηγούν σε ανάπτυξη και ευημερία». Όμως, όπως έχουμε ξαναπεί, δεν πιστεύουμε ότι είναι ηλίθιοι, ότι απλώς ακολουθούν μια λάθος πολιτική.

Η μείωση του ελλείμματος ουσιαστικά επιτυγχάνεται από την κυβέρνηση μόνο με τη συνεχή περικοπή στις δημόσιες δαπάνες, ενώ από την άλλη τα έσοδα λόγω ύφεσης είναι αδύνατο να αυξηθούν, όσο μεγάλο και αν είναι το ξεζούμισμα των πολιτών από τους φόρους, όσο και αν μειώνονται οι μισθοί του δημοσίου, όσο και αν αυξάνονται οι απολύσεις και κόβονται τα κονδύλια σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως η υγεία και η παιδεία.

Ύστερα από την αναθεώρηση του ελλείμματος που έφτασε το 15,5%, τα απαιτούμενα χρήματα για να μειωθεί στο 7,8% φέτος αποκλείεται να βρεθούν, ενώ ο στόχος της μείωσής του στο 3% μέσα σε 3 χρόνια είναι ακατόρθωτος. Από την άλλη, το δημόσιο χρέος θα αυξάνεται συνεχώς και, καθώς υπολογίζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο μειώνεται λόγω ύφεσης, αργά ή γρήγορα θα φτάσει σε επίπεδα που θα είναι αδύνατο για την Ελλάδα ν’ ανταποκριθεί. Για το 2012 το χρέος υπολογίζεται να φτάσει το 156% του ΑΕΠ (το ΔΝΤ εξετάζει το σενάριο στο τέλος του 2013 το χρέος να φτάσει το 176% του ΑΕΠ), ενώ τα επόμενα 5 χρόνια θα πρέπει να πληρώσουμε σε τόκους πάνω από 240 δις -περίπου όσο το σημερινό ΑΕΠ- πράγμα εντελώς ακατόρθωτο.

Τα παραπάνω είναι στοιχεία που αφορούν μια ουσιαστικά χρεοκοπημένη χώρα. Το μόνο που μένει είναι να χρεοκοπήσει και τυπικά και αυτό θα γίνει όταν τ’ αποφασίσουν οι πολιτικοί προϊστάμενοι της ελληνικής κυβέρνησης στην τρόικα. Θυμόμαστε τον Παπανδρέου να μιλά για «το όπλο στο τραπέζι», για τις αγορές που θα «μαλάκωναν» με την υπαγωγή της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης και με τη χορήγηση του δανείου των 110 δις ευρώ. Όταν η ελληνική κυβέρνηση υπέγραφε το μνημόνιο της μακροχρόνιας υποδούλωσης στις αγορές, τα spreads των ελληνικών ομολόγων κυμαίνονταν κοντά στις 400 μονάδες βάσης. Σήμερα, εφτά μήνες μετά και ενώ η ελληνική κοινωνία βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην κόλαση προκειμένου η κυβέρνηση να εκταμιεύσει τις δόσεις του δανείου, η μη ομολογημένη πλην όμως πραγματική χρεοκοπία της Ελλάδας έχει «εξαγριώσει εντελώς τις αγορές», που εκτοξεύουν τα spreads ακόμα και πάνω από τις 1000 μονάδες βάσης και έχουν κατατάξει τα ελληνικά ομόλογα στην «κατηγορία των σκουπιδιών» (ΒΒ-), παρέα με αυτά των χωρών της υποσαχάριας Αφρικής. Παρ’ όλα αυτά η ελληνική οικονομική και πολιτική ελίτ δημοσίως σφυρίζει αδιάφορα, δηλώνει πως αυτή η απογείωση των spreads «δεν έχει πρακτικό αποτέλεσμα», αφού δανειζόμαστε με το «φιλικό» επιτόκιο του 5% από την ΕΕ. Επίσης, την απόφαση για επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους, η οποία στην ουσία είναι μια ομολογία αποτυχίας ν’ αποπληρωθούν τα δάνεια, ο απατεώνας Παπανδρέου την παρουσιάζει ως «επιβράβευση των προσπαθειών μας», δηλαδή της ακραίας νεοφιλελεύθερης επίθεσης που έχει εξαπολύσει εναντίον της ελληνικής κοινωνίας.

Όπως έχει ομολογήσει πρόσφατα ένας από τους «ειδικούς» που πληρώνουμε για να κατευθύνουν προς πιο νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις την κυβέρνηση, ο Σκιόπα, έχουμε εισέλθει σε μια μακρά περίοδο λιτότητας, μισή γενιά θα θυσιαστεί για τη σωτηρία του συστήματος και στην ουσία μπορούμε πλέον να μιλάμε ξεκάθαρα για διαρκές μνημόνιο -τα παραμύθια για μέτρα με ορίζοντα το 2013 ήδη δεν τα πιστεύει κανείς-, για μια μόνιμη κατάσταση οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού πολέμου του κράτους και του κεφαλαίου εναντίον της ελληνικής κοινωνικής πλειοψηφίας.

Επαναλαμβάνουμε πως ούτε στο ΔΝΤ ούτε στην ΕΕ ούτε στην κυβέρνηση είναι ηλίθιοι ώστε να μην αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο. Η Ελλάδα είναι ξοφλημένη πολύ πριν τις εκλογές, γεγονός που γνώριζαν όχι μόνο στην τότε κυβέρνηση αλλά και στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο και υπήρξε η σανίδα σωτηρίας του συστήματος, καθώς με την εξαπάτηση υφάρπαξε την εξουσία και με μια προσεκτική μεθόδευση άνοιξε το δρόμο για την υπαγωγή της Ελλάδας στην εξουσία της τρόικας.

Με τη χορήγηση των δανείων δίνεται στην ουσία μια παράταση ζωής στην ελληνική οικονομία, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των ελληνικών τραπεζών και να καλύψουν τις επισφάλειές τους οι ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν επενδύσει στο ελληνικό χρέος. Στόχος δηλαδή της υπερεθνικής οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας δεν είναι η «σωτηρία της Ελλάδας από τη χρεοκοπία», όπως ισχυρίζονται οι απατεώνες στην κυβέρνηση -πράγμα που θα ήταν έτσι ή αλλιώς μάταιο-, αλλά η σωτηρία του τραπεζικού συστήματος.

Ενώ λοιπόν οι μη προνομιούχοι έχουμε περάσει κάτω από ένα απεχθές καθεστώς πρωτοφανούς φτώχειας, ανέχειας και περιθωριοποίησης, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν δείχνουν καμία φειδώ όταν πρόκειται για τη διατήρηση της ρευστότητας των τραπεζών. Έτσι, μετά το πακέτο των 28 δις που χορήγησε η κυβέρνηση της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε παραπέρα τραπεζική ενίσχυση με επιπλέον εγγυήσεις 15 δις μετά την ψήφιση του μνημονίου. Και ενώ οι μεγαλοκαταθέτες προχώρησαν σε μαζική απόσυρση κεφαλαίων ύψους 23 δις από τις ελληνικές τράπεζες, θέτοντας σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο το τραπεζικό σύστημα, οι σοσιαλφασίστες του ΠΑΣΟΚ κατέθεσαν τροπολογία τον Αύγουστο με την οποία αύξησαν το πακέτο των εγγυήσεων στις τράπεζες κατά 25 δις επιπλέον, κατ’ εντολή της τρόικας που το έθεσε ως προϋπόθεση για την εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου. Αν προσθέσουμε και τα 10 δις από το δάνειο των 110 δις που έδωσε η τρόικα, το συνολικό πακέτο στήριξης των ελληνικών τραπεζών φτάνει τα 78 δις.

Ένας δεύτερος και πολύ σημαντικός στόχος, που βάζει η υπερεθνική οικονομική και πολιτική ελίτ παρέχοντας παράταση ζωής στην ελληνική οικονομία, είναι η πλήρης μεταμόρφωση της ζωής σ’ αυτή τη χώρα. Με το δίλημμα «λιτότητα ή πτώχευση και καταστροφή» οι φασίστες της κυβέρνησης εξαπολύουν μια διαρκή και αυξανόμενη σε ένταση κρατική τρομοκρατία, ανατρέπουν το ένα μετά το άλλο όλα τα κοινωνικά, πολιτικά και εργασιακά κεκτημένα και επιχειρούν να κάμψουν κάθε κοινωνική αντίσταση, να μετατρέψουν τους προλετάριους σε άβουλους και υπάκουους δούλους και την Ελλάδα σε έναν παράδεισο για τα αφεντικά.

Όταν τελικά οι τράπεζες που έχουν κερδοσκοπήσει με το ελληνικό χρέος, το οποίο μέχρι πρότινος πρόσφερε μεγάλες αποδόσεις λόγω των υψηλών επιτοκίων, καταφέρουν ν’ απομακρυνθούν απ’ αυτό, τότε θ’ ανακοινωθεί και επίσημα η ελληνική χρεοκοπία, γεγονός που δεν θα αργήσει πολύ. Η έξοδός μας από την ΟΝΕ θεωρείται πλέον δεδομένη, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ευρώ. Όμως, με την κρίση του χρέους να βαθαίνει και τη μια ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη να καταρρέει οικονομικά στο άμεσο μέλλον, είναι δύσκολη όχι μόνο η επιβίωση της ΟΝΕ αλλά και αυτή της ΕΕ. Το πλέον αισιόδοξο σενάριο για το μέλλον της ένωσης είναι η δημιουργία ενός σχήματος, όπου οι ισχυρές και με μεγάλα πλεονάσματα χώρες θα ηγούνται και οι χρεοκοπημένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα μετατρέπονται σε προτεκτοράτα, καθώς θα εκχωρούν εξ ολοκλήρου την οικονομική και πολιτική τους κυριαρχία στα πολιτικά και οικονομικά διευθυντήρια της Ευρώπης. Αυτή τη συνθήκη προωθούν στην ΕΕ με τη δημιουργία του μηχανισμού ελεγχόμενης πτώχευσης.

Καθώς παρέα με τα ελληνικά ομόλογα πεταγόμαστε στα σκουπίδια κι εμείς οι καταπιεσμένοι αυτής της χώρας κι ενώ αναμένεται η ομολογία της ελληνικής χρεοκοπίας, η επίθεση των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών όχι μόνο δεν θα ανακοπεί αλλά θα εντείνεται για πολλά χρόνια. Η ελληνική κοινωνία έχει περάσει υπό κατοχή της υπερεθνικής οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας, προκειμένου να παραμείνει στη ζωή αυτό το σάπιο σύστημα και αυτή τη συνθήκη δεν πρόκειται να την ανατρέψει καμία κυβέρνηση. Όπως δεν πρόκειται να ανακόψει τη μεγαλύτερη μεταφορά κοινωνικού πλούτου από τη βάση προς την κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, που πραγματοποιείται από τις κυβερνήσεις αυτή την ιστορική περίοδο με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Μπροστά λοιπόν στο ψευτοδίλημμα «χρεοκοπία ή λιτότητα» ας απαντήσουμε «ναι στη χρεοκοπία του συστήματος».

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Καθώς δεν υπάρχουν ουδέτερες αναλύσεις για την οικονομική κρίση και καθώς η οικονομία δεν είναι αριθμοί, σχεδιαγράμματα, στατιστικές και πίνακες αλλά είναι πρωτίστως σχέσεις εξουσίας είναι επόμενο κάθε τοποθέτηση για την κρίση, την προέλευσή της, την αιτία της και τους τρόπους εξόδου από αυτήν να είναι απόρροια της πολιτικής και ταξικής θέσης από την οποία αυτή εκφράζεται. Με άλλα λόγια, κάθε ανάλυση για την κρίση εμπεριέχει και την απάντηση σε αυτήν και κάθε πρόταση για το ξεπέρασμά της εμπεριέχει τις πολιτικές προσδοκίες και στοχεύσεις αυτού που τις εκφράζει.

Οι θέσεις των νεοφιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατών δεν είναι τίποτα περισσότερο από δύο διαφορετικές οπτικές για τη μέθοδο που πρέπει να υιοθετηθεί προκείμενου να τεθεί ξανά σε λειτουργία η μπλοκαρισμένη καπιταλιστική μηχανή. Ακόμα και αν υπήρχε η δυνατότητα επαναφοράς του κεϋνσιανισμού και των «οικονομικών της ζήτησης» θα έπρεπε να την αποτρέψουμε, αφού θα πρόκειται για ένα ακόμη σύντομο διάλειμμα ή καλύτερα μια μικρή παρεκτροπή στη φυσιολογική λειτουργία του καπιταλισμού, που βρίσκει την πραγματική του ουσία με την πλήρη απελευθέρωσή του από κάθε είδους κοινωνικό έλεγχο.

Όσον αφορά τη θέση των «κομμουνιστικών» κομμάτων, όπως το ΚΚΕ, που βλέπουν ως απάντηση στην κρίση τον κεντρικό έλεγχο στην οικονομία, είναι γνωστό από την ιστορία ότι αυτό το μοντέλο οδηγεί σε μια ακόμα ολοκληρωτική οικονομική και πολιτική οργάνωση, όπου το κόμμα-κράτος γίνεται ο απόλυτος δικτάτορας. Αυτό το μοντέλο του κρατικού καπιταλισμού έχει ιστορικά αποτύχει όχι μόνο ως οικονομικό σύστημα αλλά και λόγω της κατάφωρης κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης στην οποία στήριζε τη διαιώνισή του.

Για εμάς η οικονομική κρίση, όπως έχουμε γράψει σε προηγούμενα κείμενά μας, είναι αποτέλεσμα της ίδιας της ταξικής φύσης του συστήματος που υπάρχει και διαιωνίζεται μέσα από την ανισότητα και τους ταξικούς διαχωρισμούς. Η ένταση της ανισότητας και η αύξηση της φτώχειας στον πλανήτη είναι ό,τι αφήνει πίσω της η καπιταλιστική ανάπτυξη. Με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οι διαχωρισμοί έχουν βαθύνει, η εκμετάλλευση έγινε πιο ωμή από ποτέ, η φτώχεια, η πείνα και ο θάνατος θερίζουν. Οι κοινωνικοί και ταξικοί διαχωρισμοί είναι η ουσία του συστήματος, είναι όμως και η αιτία που καθιστά αυτό το σύστημα μονίμως νοσηρό και την κρίση μια μόνιμη σχεδόν παθογένεια με συνεχείς εξάρσεις και υφέσεις.

Η οριστική έξοδος από την κρίση δεν βρίσκεται σε καμία πρόταση όσο προοδευτική κι αν είναι, όσο κι αν προπαγανδίζει την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των μη προνομιούχων και την απονομή της κοινωνικής δικαιοσύνης, εφόσον αυτή η πρόταση δεν έχει ως στόχο την έξοδο από το ίδιο το σύστημα.

Γιατί για εμάς ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσουμε όχι μόνο μια προσωρινή ίσως έξοδο από τη σημερινή οικονομική κρίση αλλά ότι δεν θα ζήσουμε ποτέ ξανά κρίσεις είναι η κατάργηση του συστήματος του καπιταλισμού, της οικονομίας της αγοράς, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η αποτροπή εμφάνισης κάποιου νέου «προοδευτικότερου και πιο ανθρώπινου» συστήματος στη θέση του υπάρχοντος και η διασφάλιση πως ό,τι γεννηθεί δεν θα ευνοήσει ποτέ ξανά την ανάδυση κοινωνικών και ταξικών διαχωρισμών, την ανάπτυξη ανισοτήτων, αλλά θα βασίζεται στην οικονομική ισότητα και την πολιτική ελευθερία για όλους.

Γι’ αυτό και η δική μας απάντηση στην κρίση είναι η κοινωνική επανάσταση, την οποία και θεωρούμε ως τη μόνη ρεαλιστική πρόταση για την έξοδο από τη συστημική κρίση. Μια κοινωνική επανάσταση που ο λαός θα απαλλοτριώσει τις περιουσίες των πλουσίων, των πολυεθνικών και των μεγάλων ελληνικών εταιρειών. Που θα απαλλοτριώσει το σύνολο της εκκλησιαστικής και κρατικής περιουσίας. Μια κοινωνική επανάσταση που θα καταργήσει οριστικά το κράτος και κάθε ιεραρχική και γραφειοκρατική οργάνωση και θα δημιουργήσει κοινωνικές δομές που θα αποτρέψουν την επανεμφάνιση κάθε μορφής οργανωμένης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Που θα κοινωνικοποιήσει τα πάντα: Τα μέσα παραγωγής, τη γη, το εμπόριο, την υγεία, την εκπαίδευση, τις μεταφορές, τις συγκοινωνίες.

Μια κοινωνική επανάσταση που θα έχει ως πυρήνα της κοινωνικής οργάνωσης την κοινότητα ή κομμούνα. Που θα θέσει κάθε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα κάτω από τη διαχείριση ενός δικτύου λαϊκών Συνελεύσεων και Συμβουλίων, όπου ο καθένας μας στην εργασία, την πόλη, το χωριό, τη γειτονιά μέσα από αυτά τα συλλογικά όργανα διαχείρισης και λήψης αποφάσεων θα πάρει τη ζωή στα χέρια του.

Που θα αφήσει οριστικά πίσω της τη βιομηχανική κοινωνία και το σημερινό τρόπο ζωής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την απληστία και την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση.

Μια κοινωνική επανάσταση που θα καταργήσει κάθε εθνική, φυλετική και θρησκευτική διάκριση, που θα συναδελφώσει τους λαούς σεβόμενη τη διαφορετικότητά τους, που θα καταργήσει οριστικά τις κοινωνικές τάξεις και τους διαχωρισμούς.

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης, Κώστας Γουρνάς

Posted in Uncategorized | Comments Off on Κείμενο των τριών φυλακισμένων μελών του Ε.Α. – 12/2010

Επιστολή των τριών μελών του “Επαναστατικού Αγώνα” – 11/2010

Επιστολή των τριών μελών
του Επαναστατικού Αγώνα

Ως Επαναστατικός Αγώνας έχουμε κάποιες βασικές πολιτικές θέσεις, αρχές και αξίες που αποτελούσαν, αποτελούν και θα αποτελούν τη βάση που στηριζόμαστε και το έδαφος που πατάμε. Οι αποφάσεις και η στάση μας απορρέουν από αυτές τις θέσεις, τις αρχές και αξίες και έχουν παίξει καταλυτικό ρόλο στις μέχρι τώρα επιλογές μας. Κοινοποιώντας τες πιστεύουμε πως ίσως μπορέσουν να γίνουν κατανοητές μια σειρά επιλογών που έχουμε κάνει και να εξηγηθεί ευκολότερα η στάση που κρατάμε σε ζητήματα που μας αφορούν.

Ίσως σε πολλούς αυτές οι θέσεις, οι αρχές και αξίες να φαντάζουν μακρινές και ακατανόητες. Ίσως για κάποιους να είναι ακραίες, γεγονός που αντιλαμβανόμαστε ως απόρροια της εποχής μας. Μέσα από το ίδιο πρίσμα αρχών, αξιών και πολιτικών θέσεων, εμείς ορίζουμε τις συντροφικές μας σχέσεις αλλά και την αλληλεγγύη μεταξύ αγωνιστών.

Για εμάς η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη γεννιούνται και αναπτύσσονται μέσα από κοινά σχέδια αγώνα. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα και τις δοκιμασίες στις οποίες καθημερινά υποβάλλονται, επιβιώνουν και ισχυροποιούνται ή εκφυλίζονται και πεθαίνουν. Γι’ αυτό για εμάς, είναι αρκετά αυθαίρετο το «όλοι σύντροφοι είμαστε», καθώς η συντροφικότητα δεν μπορεί να κριθεί μόνο από μια γενική αντιεξουσιαστική τοποθέτηση.

Εξάλλου υπάρχουν κάποιοι που, ενώ ανήκουν στον αντιεξουσιαστικό χώρο, έχουν τοποθετηθεί εχθρικά και έχουν καταδικάσει δημόσια την ομάδα μας και τους οποίους, εννοείται, πως δεν θεωρούμε συντρόφους μας.

Και όταν εμείς λέμε «ομάδα μας», ή «οργάνωσή μας», δεν κινούμαστε από κάποια στείρα «πατριωτικά» ένστικτα, αλλά από την πεποίθησή μας πως πρέπει να υπερασπιστούμε τις πολιτικές μας επιλογές αγώνα. Γι’ αυτές τις επιλογές και γι’ αυτή την ομάδα πληρώνουμε αυτή τη στιγμή ένα πολύ υψηλό τίμημα και για τις ίδιες επιλογές έχουμε ήδη στην ιστορική μας διαδρομή ένα νεκρό σύντροφο από το κράτος, γεγονός που έχει σημαδέψει ανεξίτηλα τις συντροφικές μας σχέσεις και έχει επηρεάσει καταλυτικά και την πολιτική μας στάση. Για όλα τα παραπάνω γίνεται, πιστεύουμε, κατανοητό πως δεν έχουμε περιθώρια να αστειευόμαστε, δεν έχουμε τα περιθώρια να αντιμετωπίζουμε με ελαφρότητα θέματα που υπονομεύουν τις πολιτικές μας επιλογές και τις συντροφικές μας σχέσεις.

Αν για κάποιους είμαστε «ακραίοι» και γι’ αυτό διαφωνούν με κάποιες επιλογές μας, να τους υπενθυμίσουμε πως είναι αυτή η πολιτική φύση της υπόθεσής μας που καθορίζει το ίδιο τόσο τις επιλογές που κάνουμε και τους είναι αρεστές, όσο και αυτές με τις οποίες δεν συμφωνούν. Γι’ αυτό και για να γίνουμε πιο κατανοητοί, οφείλουμε να τοποθετηθούμε για μια σειρά από ζητήματα και επιλογές και όχι μόνο γι’ αυτές τις επιμέρους που δημιουργούν αντιδράσεις, τις οποίες εμείς θεωρούμε αναπόσπαστο μέρος της συνολικής μας υπόθεσης και του είδους του αγώνα που κάνουμε και σίγουρα δεν τις αντιλαμβανόμαστε ως προσωπικές τάσεις.

Γιατί αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη

Από την αρχή της σύλληψής μας αποφασίσαμε για πολιτικούς λόγους ν’ αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα. Θεωρούσαμε και θεωρούμε ως ιστορικό μας χρέος να υπερασπιστούμε την ομάδα μας και να μην την αφήσουμε έρμαιο στις όποιες προσπάθειες δυσφήμησης και συκοφάντησης απ’ όπου και αν προέρχονται. Να πολεμήσουμε την καθεστωτική προπαγάνδα που θέλει να παρουσιάζει τους ένοπλους επαναστάτες ως εγκληματίες, να αναδείξουμε ποιοι είναι οι πραγματικοί τρομοκράτες, να επιμείνουμε στην πολιτική νομιμοποίηση της ένοπλης δράσης και, κυρίως, της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα. Επίσης, ήταν και είναι για εμάς αναγκαίο και επιθυμητό να προωθήσουμε και μέσα από τη φυλακή τον πολιτικό λόγο του Επαναστατικού Αγώνα και να επιμείνουμε στους στόχους μας, να συνεχίσουμε να μιλάμε για τη συστημική κρίση, για τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται και οι οποίες προσφέρουν το πιο κατάλληλο περιβάλλον για την προώθηση της κοινωνικής επανάστασης.

Να υπενθυμίσουμε ότι είμαστε η μοναδική πολιτική οργάνωση η οποία έχει μιλήσει από το 2005 με την επίθεση στο υπουργείο Οικονομίας για τη δεινή θέση στην οποία θα βρισκόταν η Ελλάδα όταν θα ξεσπούσε μια επόμενη μεγάλη κρίση με διεθνείς διαστάσεις και είμαστε η μοναδική πολιτική επαναστατική οργάνωση που έχει δράσει με βάση τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση με τις επιθέσεις του 2009, για την οποία και έχουμε καταθέσει εκτενείς αναλύσεις μέσω των προκηρύξεών μας.

Στις μέρες μας, που κάθε πτυχή του συστήματος βρίσκεται υπό πρωτόγνωρη αμφισβήτηση από την κοινωνική πλειοψηφία, η οποία βρίσκεται σε αναβρασμό και με την οργή της έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκδηλωθεί ως βίαιος χείμαρρος εναντίον του καθεστώτος, η δράση του Επαναστατικού Αγώνα έχει σε μεγάλο βαθμό δικαιωθεί, ενώ η πολιτική υπεράσπισή της από εμάς ως πρόσωπα και μέσα από τις φυλακές είναι πιστεύουμε, απαραίτητη για την προώθηση της ένοπλης προλεταριακής κοινωνικής αντεπίθεσης ενάντια στους λακέδες της πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Και αυτή η ένοπλη αντεπίθεση της κοινωνικής βάσης πιστεύουμε πως είναι αναγκαία συνθήκη για να επιχειρηθεί και να πετύχει η επαναστατική απόπειρα, την οποία και βλέπουμε ως πρόκληση για εμάς αλλά και για όσους, χωρίς κατά ανάγκη να έχουν εμπλακεί σε ένοπλη αντιπαράθεση με το καθεστώς, θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστάτες με την πραγματική έννοια του όρου.

Αυτή την επαναστατική απόπειρα, που τη βλέπουμε ως την εξέλιξη μιας επικείμενης μεγάλης κοινωνικής έκρηξης η οποία, κατά τη γνώμη μας, είναι αναπόφευκτη. Όπως έχουμε ήδη πει, οι αντικειμενικές συνθήκες δεν ήταν ποτέ πιο κατάλληλες για να επιχειρηθεί μια επαναστατική απόπειρα. Σημασία όμως έχει η διαμόρφωση των υποκειμενικών συνθηκών για να πραγματοποιηθεί αυτή η απόπειρα. Στη διαμόρφωση των υποκειμενικών συνθηκών, πιστεύουμε πως μπορούμε να συμβάλουμε με τον πολιτικό μας λόγο μέσα από τη φυλακή. Και αυτός ο πολιτικός λόγος δεν θα μπορούσε να αρθρωθεί στον ίδιο βαθμό αν δεν είχαμε κάνει την επιλογή της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα.

Με άλλα λόγια η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης μας παρέχει τον απαραίτητο βαθμό πολιτικής ελευθερίας για να συνεχίσουμε να αρθρώνουμε τον λόγο του Επαναστατικού Αγώνα στην κοινωνία μέσα από τη φυλακή και να προωθούμε χωρίς πολιτικές αναστολές τον πόλεμο με τη σύγχρονη χούντα του κράτους και του κεφαλαίου. Αυτή η απουσία πολιτικών αναστολών, εξάλλου, στον πόλεμο εναντίον του οικονομικού και πολιτικού συστήματος ήταν ένας βασικός παράγοντας που μας καθόρισε καθ’ όλη την ιστορία μας ως Επαναστατικός Αγώνας από τη δημιουργία της οργάνωσης έως και σήμερα. Γιατί, ενώ πολλοί ακόμα μέσα στον α/α χώρο έβλεπαν πως η κοινοβουλευτική δημοκρατία άφηνε περιθώρια ελευθερίας, γεγονός που δεν νομιμοποιούσε, κατά τη γνώμη τους, την ένοπλη δράση σε χώρες με αυτό το καθεστώς – ήταν όμως κοινωνικά και πολιτικά νομιμοποιημένη σε χώρες με ολοκληρωτικά καθεστώτα–, εμείς πιστεύαμε και μιλούσαμε για το σύγχρονο ολοκληρωτισμό που διαμορφωνόταν μέσα από την ενίσχυση της κρατικής βίας και ισχύος (π.χ. αντιτρομοκρατικοί νόμοι) και μέσα από την ισχυροποίηση της εξουσίας του κεφαλαίου μέσω της αγοραιοποίησης κάθε διάστασης της οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας. Το στοίχημα με την υπό εξέλιξη πολυδιάστατη κρίση του συστήματος για τους εξουσιαστές είναι η αξιοποίησή της για την επιτάχυνση των διαδικασιών επιβολής και την εδραίωση αυτού του ολοκληρωτισμού σε όλο τον πλανήτη. Σήμερα, με την τετραμερή χούντα (Κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΔΝΤ) να κυβερνά τη χώρα και με το μνημόνιο να ακυρώνει ακόμα και διατάξεις του ίδιου του συντάγματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κανείς δεν αμφισβητεί πλέον πως αυτό που ζούμε είναι ολοκληρωτισμός.

Για αυτό και όσοι υποστηρίζουν πως ο ένοπλος αγώνας δικαιολογείται μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, θα έπρεπε σήμερα, εν μέσω της σύγχρονης δικτατορίας, τουλάχιστον να σταματήσουν να τον κατακρίνουν, αν ήθελαν να είναι συνεπείς με τον εαυτό τους. Όμως, αντιθέτως, εξακολουθούν να κρύβονται πίσω από τα φοβικά και ενοχικά σύνδρομα για το δίκαιο της επαναστατικής δράσης, αφού στην πραγματικότητα και η ίδια η επανάσταση δεν είναι τίποτα περισσότερο για αυτούς πέρα από μια ριζοσπαστική ρητορική αμφισβήτηση του καθεστώτος, το οποίο τελικά δεν είναι απονομοποιημένο πολιτικά και ηθικά για τους ίδιους, ούτε μέσα στις ακραίες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που ζούμε σήμερα.

Αν δεν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε το αναγκαίο πολιτικό-κοινωνικό επαναστατικό κίνημα που θα μπορέσει να βάλει τις βάσεις για τη μετατροπή της αναμενόμενης κοινωνικής έκρηξης σε επανάσταση, δεν θα πρόκειται για «πρόβλημα της κοινωνίας» που δεν θα είναι έτοιμη να δεχθεί τις δικές μας «φωτισμένες» και «καθαρές» πολιτικές θέσεις, αλλά για δικό μας πρόβλημα ν’ ανταπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της εποχής μας. Όσον αφορά εμάς, το ερώτημα που θέτουμε δεν είναι ένα στεγνό «ναι ή όχι στην ένοπλη δράση», καθώς για εμάς το ερώτημα τίθεται υπό κάποιες σοβαρές πολιτικές προϋποθέσεις και η συγκρότηση ένοπλων οργανώσεων δεν είναι αυτοσκοπός.

Για εμάς καμία ομάδα ένοπλη, και καμία ομάδα γενικότερα –ούτε ο Επαναστατικός Αγώνας– δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτοσκοπός για εμάς είναι η κοινωνική επανάσταση και ο ρόλος της κάθε ομάδας είναι να δράσει και να συνεισφέρει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Για εμάς, λοιπόν, το ερώτημα είναι ευρύτερο: Οργάνωση για την ένοπλη κοινωνική επανάσταση ή όχι επανάσταση. Μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση οφείλει να προωθεί στην πράξη και με τον λόγο της το παραπάνω, αλλιώς δεν είναι επαναστατική οργάνωση. Ίσως να ‘ναι μια ομάδα εξεγερμένων όμως όχι επαναστατική οργάνωση. Ή μήπως να περιμένουμε την κοινωνία να πάρει από μόνη της τα όπλα και εμείς να ακολουθήσουμε;

Δεν χωράει αμφιβολία πως μια επαναστατική απόπειρα είναι πολυδιάστατη, καθώς συνδυάζει πολλά πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και στρατιωτικά εγχειρήματα και όχι μόνο δεν είναι αναγκαίο αλλά ούτε και είναι επιθυμητό το σύνολο του επαναστατημένου κόσμου να ασχολείται με την ένοπλη αντιπαράθεση με το καθεστώς. Όμως όταν λέμε ένοπλη κοινωνική επανάσταση, εννοούμε πως κάθε είδος επαναστατικό εγχείρημα για να πετύχει, θα πρέπει να περιφρουρείται και ενόπλως από τους επαναστάτες. Εκτός και αν πιστεύουμε πως η όποια επαναστατική μετάβαση θα γίνει χωρίς να ανοίξει ρουθούνι ή ότι αρκεί από μόνη της μια κοινωνική εξέγερση και θα μπορούμε να περιοριστούμε στα ήδη γνωστά και κοινώς αποδεκτά στον α/α χώρο μέσα σύγκρουσης, με τις δυνάμεις καταστολής στους δρόμους. Ας μη ξεχνάμε πως το χουντικό καθεστώς ήδη προετοιμάζεται καταλλήλως, πραγματοποιώντας γυμνάσια στο στρατό προκειμένου να τον βγάλει στους δρόμους για την καταστολή εξεγέρσεων. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχει γίνει από τους περισσότερους κατανοητό πως στο νέο κοινωνικό, πολιτικό περιβάλλον οι απαιτήσεις είναι πολύ περισσότερες για όλους μας. Ας μην γίνουμε ουραγοί, ας μην αφήσουμε την εποχή και την ιστορία να μας ξεπεράσει, ας μην χάσουμε την ευκαιρία να κάνουμε την επανάσταση.

Όλα τα παραπάνω είναι ο πρώτος σημαντικός λόγος για ν’ αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα. Γιατί γι’ αυτούς τους στόχους ζούμε και αναπνέουμε. Ανυπομονούμε να βρούμε τους συντρόφους μας σε αυτή την πορεία, αυτούς που είναι διαθέσιμοι να συγκρουστούν με το καθεστώς του σύγχρονου φασισμού.

***

Η απόφασή μας ν’ αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα αφορά και την πολιτική νοοτροπία της οργάνωσής μας. Η συμμετοχή σε μια τέτοιας φύσης ομάδα, λόγω των μεγάλων απαιτήσεων που έχει, τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, και λόγω του μεγάλου κόστους που συνεπάγεται κάθε λάθος κίνηση για τον καθένα και για όλους, απαιτεί μια υψηλού επιπέδου πολιτική και προσωπική συνέπεια όσον αφορά τις ευθύνες μας για την ύπαρξη της ομάδας, τη δράση και κυρίως, την πολιτική υπεράσπισή της όταν αυτή χτυπιέται από το κράτος. Για εμάς ήταν αδιανόητο να εγκαταλείψουμε την ομάδα μας ενώ δεχόταν το χτύπημα του κράτους, αφού αυτό θα σήμαινε για εμάς ότι εγκαταλείπουμε τις επιλογές μας, τις συντροφικές μας σχέσεις, τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ιδίως όσον αφορά τη συντροφικότητα, αυτή, όπως λέμε και παραπάνω, είναι ποτισμένη με το αίμα του συντρόφου μας Λάμπρου Φούντα, δηλαδή οι δεσμοί μας είναι δεσμοί αίματος. Θα μας ήταν αδιανόητο να μην μπορούμε να μιλήσουμε για το λόγο που ο σύντροφός μας έχασε τη ζωή του, κάτι που θα συνέβαινε αν δεν είχαμε αναλάβει την πολιτική ευθύνη. Να μην μπορούμε να δώσουμε την πραγματική διάσταση των όσων έγιναν στην Δάφνη στις 10 Μάρτη και να αφήσουμε τον σύντροφό μας έρμαιο των διαφόρων φημών και σεναρίων για το πού συμμετείχε και τι ήθελε στην περιοχή. Ο σύντροφός μας θέλουμε να μείνει στην ιστορία του απελευθερωτικού κινήματος ως πολεμιστής που μαχόταν για την ελευθερία –όπως και ήταν– και όχι ως ένα θύμα της αστυνομικής βίας.

Θα μας ήταν, λοιπόν, αδιανόητο να εγκαταλείψουμε το νεκρό σύντροφό μας που έπεσε μαχόμενος για το συλλογικό πολιτικό σχέδιο και όραμα της ομάδας μας. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης ήταν ένας τρόπος να παραμείνει μαζί μας ο σύντροφός μας. Ήταν ένας τρόπος να διατηρήσουμε ζωντανούς τους κοινούς στόχους και τον κοινό αγώνα. Το οφείλουμε στο σύντροφο Λάμπρο Φούντα να μιλήσουμε για την κοινή μας ιστορία. Είναι ο τρόπος μας να κρατήσουμε ζωντανό το σύντροφό μας. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο μόνος λόγος για ν’ αποφασίσουμε ν’ αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα.

Εδώ θα θέλαμε να ανοίξουμε μια παρένθεση για να διατυπώσουμε την διαφωνία μας, με το τρόπο που αντιμετωπίστηκε ο θάνατος του συντρόφου μας από μερίδα του α/α χώρου. Ακόμα και μετά την ανάληψη ευθύνης σε πλήθος προκηρύξεων ή αφίσες παρουσιαζόταν ο Λάμπρος Φούντας ως αναρχικός και όχι ως μέλος του Επαναστατικού Αγώνα.

Αναμφισβήτητα ο Λάμπρος Φούντας ήταν αναρχικός, όπως άλλωστε και όλοι μας. Όμως δεν σκοτώθηκε γιατί ήταν αναρχικός, αλλά ως μέλος του Επαναστατικού Αγώνα. Το να είναι κανείς αναρχικός δεν είναι από μόνο του ιδιώνυμο, ούτε αποτελεί κίνδυνο για το καθεστώς. Εξαρτάται από την δράση του και πως τοποθετείται πολιτικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Λάμπρος Φούντας δεν σκοτώθηκε ούτε σε διαδήλωση, ούτε σε κατάληψη, ούτε γιατί έκανε εκδόσεις ή γιατί ανήκε σε αναρχική ομάδα αλλά σε προπαρασκευαστική ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα.

Η πολιτική συνέπεια όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε έχει το κόστος της, που μπορεί να είναι να χάσεις τη ζωή ή την ελευθερία σου. Έχοντας ένα νεκρό σύντροφο στην ομάδα μας οι απαιτήσεις γίνονται ακόμα μεγαλύτερες για εμάς, η αφοσίωση στην κοινή ιστορία και τους συντρόφους μας μεγαλώνει, η πίστη για τους κοινούς στόχους ατσαλώνεται.

Ίσως για τους περισσότερους αυτού του είδους η συνέπεια, το χρέος, οι απαιτήσεις που αναφέρουμε να μην γίνονται εύκολα κατανοητές, καθώς στην εποχή μας συχνά, τόσο οι συντροφικές σχέσεις όσο και τα πολιτικά σχέδια έχουν ελαστικοποιηθεί για να προσαρμόζονται στους προσωπικούς στόχους και προσδοκίες. Όμως εμείς αυτοί είμαστε, έτσι ορίζουμε τη συντροφικότητα και τις σχέσεις μας.

Ας θεωρηθεί ότι μιλάμε για ένα χρέος απέναντι σε μια πολιτική ιστορία που γράφτηκε και γράφεται από εμάς και που κανένας άλλος δεν μας επέβαλε, εκτός από τη συνείδησή μας. Πρόκειται για τις ίδιες τις επιλογές αγώνα που κάναμε για τις οποίες είμαστε πολύ περήφανοι και πραγματικά, μας χαροποιεί να δηλώνουμε δημόσια ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Αυτή η πολιτική ιστορία θέλουμε να παραμείνει ζωντανή μέσω της ανάληψης ευθύνης. Πρόκειται για την ιστορία μας, για έναν αγώνα ως τα άκρα για την ελευθερία.

****

Απόρροια της ίδια πολιτικής νοοτροπίας είναι η βούλησή μας να περιφρουρήσουμε την ομάδα μας από παράγοντες που έχουν καταγγείλει τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, που έχουν κρατήσει πολεμική στάση απέναντι στις ένοπλες μορφές αγώνα και που έχουν προσβάλει την ομάδα ή συντρόφους μας. Γι’ αυτό και κοινοποιούμε (στους 3 συγκατηγορούμενούς μας το έχουμε κοινοποιήσει από την αρχή της σύλληψής μας) πως δεν θα δεχτούμε να εμπλακούν στην υπόθεση αυτή πρόσωπα με οποιαδήποτε ιδιότητα (δικηγόροι, μάρτυρες υπεράσπισης, αλληλέγγυοι κ.α.) που έχουν προσβάλει κάποιον από τους συντρόφους μας ή την οργάνωσή μας. Επίσης επισημαίνουμε πως αν στο δικαστήριο έρθουν άτομα ως μάρτυρες υπεράσπισης οποιουδήποτε κατηγορούμενου και τοποθετηθούν αρνητικά ως προς τον Επαναστατικό Αγώνα ή και γενικότερα την ένοπλη δράση, έχει ήδη ζητηθεί από τους συγκατηγορούμενούς μας να εξαιρεθούν αμέσως από τη διαδικασία και να διατυπωθεί η διαφωνία τους ως προς τη συγκεκριμένη στάση. Αν δεν γίνει αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να το καταγγείλουμε εμείς άμεσα, ερχόμενοι, δυστυχώς, σε σύγκρουση και με τον συγκατηγορούμενό μας που θα έχει καλέσει το συγκεκριμένο πρόσωπο στη δίκη.

Πιστεύουμε πως δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πως όταν κάποιος δηλώνει αλληλέγγυος σε κάποιον, ενώ διαφωνεί με τις επιλογές αγώνα που αυτός κάνει, ακυρώνει την έννοια της αλληλεγγύης. Γι’ αυτό και από τη μεριά μας είναι αδιανόητο, και το δηλώνουμε εξαρχής, να έχουμε στη δίκη μάρτυρες υπεράσπισης που στην ερώτηση από το δικαστήριο «αν συμφωνείτε ή όχι με τη συγκεκριμένη μορφή δράσης» απαντήσουν πως διαφωνούν. Εξάλλου τα δικαστήρια δεν είναι χώροι όπου μπορούμε να συζητάμε τις όποιες διαφωνίες μας ως αγωνιστές και ούτε είναι κανείς υποχρεωμένος να τοποθετηθεί πάνω σε τέτοια ζητήματα ενώπιον μιας δικαστικής έδρας. Επίσης, ας λάβουνε υπόψιν τους όσοι θελήσουν να παραστούν ως μάρτυρες στην δίκη μας, ότι η ερώτηση «Συμφωνείτε ή όχι με αυτήν τη μορφή δράσης και με την συγκεκριμένη οργάνωση;» θα ακούγεται συνεχώς καθώς με αυτήν θα επιχειρήσουν οι δικαστές να αποσπάσουν καταδικαστικές τοποθετήσεις ώστε να μας απονομιμοποιήσουν πολιτικά και μέσω της δίκης.

Κατά ανάλογο τρόπο, πρόσωπα που έχουν κατά το παρελθόν προσβάλει κάποιον σύντροφό μας σε επίπεδο που δεν αφορά στενά προσωπικό θέμα, δεν θέλουμε να έχουν καμία σχέση με την υπόθεση και με τη δίκη. Και εφόσον κάποιος από τους υπόλοιπους συγκατηγορούμενούς μας ανεχτεί κάποιο τέτοιο πρόσωπο, βάζοντας τις συντροφικές σχέσεις στην άκρη για λόγους προσωπικού συμφέροντος είμαστε υποχρεωμένοι να αποστασιοποιηθούμε από αυτόν και να καταγγείλουμε την επιλογή του εμπράκτως.

Επαναλαμβάνουμε πως η ιστορία και η ηθική μας, το γεγονός ότι είμαστε μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, ότι έχουμε ένα νεκρό σύντροφο στις γραμμές μας, ότι είμαστε στη φυλακή αντιμετωπίζοντας μακροχρόνιο εγκλεισμό, δεν μας επιτρέπει ν’ αντιμετωπίζουμε με ελαφρότητα παράγοντες που έχουν προσβάλει εμάς και την ιστορία μας την οποία και οφείλουμε να περιφρουρήσουμε.

Λυπούμαστε αν δεν μπορούμε να γίνουμε κατανοητοί απ’ όλους. Όμως δεν μπορούμε να προσαρμοστούμε στις όποιες απαιτήσεις και διαθέσεις μπορεί ανά καιρούς να εκφράζονται. Προτιμούμε να παραμείνουμε αυτοί που είμαστε, ακόμα και αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε κάποιους να μην είμαστε αρεστοί. Εξάλλου ποτέ δεν κάναμε δημόσιες σχέσεις και ποτέ δεν προσαρμοστήκαμε σ’ ένα γενικότερο κοινωνικό κλίμα του χώρου. Η ίδια η επιλογή μας, εξάλλου, να συμμετέχουμε στον Επαναστατικό Αγώνα, μας έχει ήδη φέρει αντιμέτωπους με ορισμένους.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Η αλληλεγγύη με φυλακισμένους συντρόφους καθορίζεται, αναπόφευκτα, από την πολιτική στάση και το λόγο των ίδιων των φυλακισμένων. Ένα κίνημα αλληλεγγύης δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην ενίσχυση και προώθηση του λόγου και των θέσεων των φυλακισμένων συντρόφων, καθώς αυτός ο λόγος και οι θέσεις είναι το όπλο που έχουν οι φυλακισμένοι για ν’ αντισταθούν στην κρατική βία που δέχονται. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει ένα κίνημα να ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους συντρόφους και τις επιλογές τους. Όμως η αλληλεγγύη από μόνη της σημαίνει πολιτική συνενοχή, αν όχι ως προς τα χρησιμοποιούμενα μέσα και μεθόδους, σίγουρα ως προς τις πολιτικές στοχεύσεις και κατευθύνσεις. Σίγουρα πάντως, δεν μπορεί ν’ αγνοηθεί ο λόγος του συντρόφου και να υποκαθίσταται από τις συνηθισμένες γενικές τοποθετήσεις που θέτουν ως αιχμή την κρατική καταστολή και καταλήγουν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, να θυματοποιούν τον φυλακισμένο σύντροφο, ακόμα και αν ο ίδιος διατηρεί μια διαφορετική στάση.

Κάτι ανάλογο ζήσαμε εμείς με τη δική μας υπόθεση. Τις πρώτες μέρες των συλλήψεών μας, και ενώ δεν είχαμε ακόμα αναλάβει την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα, κυκλοφόρησε ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κειμένων συμπαράστασης που είχαν χαρακτήρα καταγγελιών της κρατικής καταστολής και μιλούσαν για την «τρομολαγνεία», την «ποινικοποίηση αγωνιστών και πολιτικών χώρων», την «ποινικοποίηση των προσωπικών σχέσεων», την «εγκληματοποίηση του αγώνα» κ.λ.π. Επίσης κάποιοι βιάστηκαν και χωρίς ακόμη να έχουμε τοποθετηθεί οι συλληφθέντες, μίλησαν για «σκευωρία» για «υποτιθέμενη υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα».

Εδώ να σημειώσουμε, καθώς θεωρούμε τουλάχιστον άστοχη την έκφραση «εγκληματοποίηση του αγώνα». Και αυτό γιατί ο Επαναστατικός Αγώνας δεν είναι εγκληματική οργάνωση για να εγκληματοποιείται αυτός που του αποδίδεται η συμμετοχή σε αυτόν, ενώ η δράση της οργάνωσής μας όχι μόνο δεν εγκληματοποιεί τον απελευθερωτικό αγώνα αλλά, αντιθέτως, συμβάλλει στην ευρύτερη κοινωνικοποίησή του. Η εγκληματοποίηση του αγώνα μπορεί να είναι αποτέλεσμα της δράσης εγκληματικών στοιχείων στους κόλπους του, μόνο που εμάς δεν μας αφορά αυτό. Αν με την έκφραση «εγκληματοποίηση του αγώνα» αναφερόμαστε στο τι επιδιώκει το κράτος με τις συλλήψεις μας, η απάντηση είναι πως η απόπειρα εγκληματοποίησης μέσω της κυρίαρχης προπαγάνδας και της λασπολογίας αφορούσε πρώτα και κύρια εμάς σαν πολιτικά πρόσωπα και την οργάνωσή μας, γεγονός που δεν έγινε δυνατό λόγω της πολιτικής μας στάσης αλλά και της αποδοχής που έτσι κι αλλιώς απολαμβάνει ο Επαναστατικός Αγώνας σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.

Κείμενο συμπαράστασης βγήκε ακόμα και από ομάδα που στο παρελθόν είχε καταγγείλει δημόσια και πολεμήσει τον Επαναστατικό Αγώνα. Αυτό δείχνει πως κάτω από το πολιτικό πλαίσιο της κρατικής καταστολής μπορούν να κινούνται πολλά, όχι απλώς ετερόκλητα πολιτικά αλλά ακόμα και εχθρικά μεταξύ τους άτομα και ομάδες.

Η κινητοποίηση ενάντια στην κρατική καταστολή είναι επιθυμητή και αναγκαία, όταν το κράτος επιτίθεται σε αγωνιστές και βάζει στο στόχαστρο τον απελευθερωτικό αγώνα, με την προϋπόθεση ότι θα περιφρουρεί το κίνημα αλλά συγχρόνως, θα βάζει τους όρους της αντεπίθεσης. Με άλλα λόγια να μη μένουμε σε μια αδιεξοδική κατά την γνώμη μας στάση άμυνας απέναντι στο κράτος, αλλά να γίνεται η κρατική καταστολή η αφορμή να εντείνουμε τον αγώνα για την ανατροπή του κράτους και για την επανάσταση.

Από τη στιγμή που δημοσιεύτηκε η επιστολή μας με την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, σταμάτησε η παραγωγή κειμένων ενώ αντιληφθήκαμε πως υπήρξε σε πολλούς ένα μπλοκάρισμα σχετικά με το πολιτικό πλαίσιο της αλληλεγγύης με εμάς.

Είναι βέβαια γνωστό μέσα από την ιστορία του κινήματος, πως για πολλούς, είναι πιο εύκολη η διαχείριση υποθέσεων με “αθώους” παρά με “ενόχους”. Στην πρώτη περίπτωση παίρνεις μία ευρύτερα αποδεκτή -κατά την λογική μέρους του α/α χώρου- και συχνά ανώδυνη θέση άμυνας στην κρατική καταστολή, ενώ οι “ένοχοι” κρατούν εκ των πραγμάτων στάση επίθεσης, υποχρεώνοντας στον ένα ή στον άλλο βαθμό το κίνημα αλληλεγγύης να πάρει μία ανάλογη στάση.

Όσον αφορά το πλαίσιο αλληλεγγύης με εμάς, αυτό σίγουρα δεν μπορεί να αφορά την προβολή μας ως θύματα της κρατικής βίας, αφού δεν έχουμε ούτε στιγμή παρουσιάσει τους εαυτούς μας ως τέτοια. Αφορά όμως την προοπτική της επαναστατικής δράσης για την πολιτική ανατροπή και την κοινωνική απελευθέρωση, ιδιαίτερα μέσα στις σημερινές συνθήκες της συστημικής κρίσης. Αφορά και συνδέεται οργανικά με την προοπτική της διαμόρφωσης ενός κινήματος ριζοσπαστικού που θα μπορέσει χωρίς πολιτικές ενοχές και ενδοιασμούς να παίξει έναν ρόλο καταλύτη στις εξελίξεις στο κοινωνικό πεδίο.

Εδώ να ξεκαθαρίσουμε πως εμείς δεν βλέπαμε ποτέ την ομάδα μας ως την «ένοπλη πρωτοπορία» ενός κινήματος – με την έννοια του «ένοπλου κόμματος», όπως μας έχουν κατηγορήσει κατά καιρούς κάποιοι, κυριευμένοι προφανώς από τα φοβικά σύνδρομα και συμπλέγματα του πολιτικού «καπελώματος». Όμως την ομάδα μας τη βλέπαμε πάντα ως εν δυνάμει καταλύτη για τη διαμόρφωση ενός επαναστατικού κινήματος που θα μπορεί να παίξει το ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας στις κοινωνικές εκρήξεις που θ’ ακολουθήσουν.

Πιστεύουμε πως το ν’ αρνείται κανείς να εργαστεί για να δημιουργηθεί ένα κίνημα πρωτοποριακό στην ιστορική περίοδο που ζούμε είναι αποτέλεσμα πολιτικής αδυναμίας και ανεπάρκειας ως προς τα ζητήματα που θέτει η εποχή μας και τα οποία πρέπει ν’ απαντηθούν.

Όπως έχουμε πει στο πρώτο μέρος του κειμένου μας, η υπόθεσή μας όλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική του Επαναστατικού Αγώνα, δηλαδή τη δράση στην εποχή της συστημικής κρίσης, την αξιοποίησή της, την εκμετάλλευση στο μέγιστο δυνατό βαθμό των κατάλληλων αντικειμενικών συνθηκών έτσι όπως τις διαμορφώνει το ίδιο το σύστημα και την εντατικοποίηση της προσπάθειας για τη διαμόρφωση των υποκειμενικών συνθηκών για την επανάσταση.

Όταν λέμε αντικειμενικές συνθήκες εννοούμε την απονομιμοποίηση στις κοινωνικές συνειδήσεις, όχι μόνο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης, αλλά συνολικά, του συστήματος οικονομικής οργάνωσης, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων του από την πλειοψηφία της κοινωνίας και την βαθιά κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μιλάμε για μια εποχή που η διεθνής οικονομική κρίση έχει υπονομεύσει όλο το σύστημα, που η αδυναμία του να διατηρεί την πολιτική και οικονομική ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, έχει δημιουργήσει μια άβυσσο ανάμεσα σε έχοντες και μη έχοντες, ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους.

Μιλάμε για την εποχή που δείχνει να μην γίνονται ανεκτοί πλέον οι προνομιούχοι οικονομικά και πολιτικά. Είναι η εποχή που η ίδια η κρίση και οι προσπάθειες της οικονομικής και πολιτικής ελίτ να την ξεπεράσει και να αναστηλώσει το παραπαίον σύστημα, έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να μετατραπεί η κοινωνική πλειοψηφία σε εχθρό τους. Έχει δώσει το εύφλεκτο υλικό για τις μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις σε όλο τον πλανήτη.

Οι επαναστάσεις, εξάλλου, είναι σαν τις κλωτσιές σε σάπιες πόρτες. Αρκεί να υπάρχει κάποιος να τις δώσει, αρκεί να υπάρχει το επαναστατικό ρεύμα που θα σαρώσει ό,τι υπάρχει όρθιο από το καθεστώς. Δηλαδή, αρκεί να υπάρχουν οι υποκειμενικές συνθήκες που θα επιτρέψουν να γίνει η επανάσταση.

Όταν λέμε υποκειμενικές συνθήκες εννοούμε την παρουσία ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος που θα καταφέρει να συμπαρασύρει προς την επανάσταση μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και να διασφαλίσει την επιτυχία του εγχειρήματος για ένα βιώσιμο μαζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, ενώ παράλληλα θα είναι σε θέση να την περιφρουρήσει αποτελεσματικά την επανάσταση από κάθε αντεπαναστατικό παράγοντα. Προϋπόθεση για να κερδίσουμε το στοίχημα αυτό είναι να στραφούμε στην απάντηση των παρακάτω ζητημάτων:

– Πώς τοποθετούμαστε απέναντι στα επιχειρήματα της κυρίαρχης πολιτικής για το ξεπέρασμα της κρίσης και πώς αντιπαλεύουμε την καθεστωτική επιχειρηματολογία και τ’ αντεπαναστατικά επιχειρήματα της καθεστωτικής αριστεράς.

– Τι κάνουμε και πώς οργανώνουμε την επίθεση εναντίον του σύγχρονου φασισμού.

– Πώς βλέπουμε και πώς προωθούμε το ζήτημα της επανάστασης και ποιες είναι οι προτάσεις μας για έναν επαναστατικό και κοινωνικό μετασχηματισμό.

– Πώς απαντάμε στο ζήτημα της ένοπλης κοινωνικής αντεπίθεσης για την επανάσταση, την περιφρούρησή της από την κρατική βία που θα έρθει ως απάντηση και πώς την οργανώνουμε. Είναι ή δεν είναι αναγκαίο να προϋπάρχει μια οργανωτική βάση από τα πριν γι’ αυτόν το σκοπό;

Αυτά είναι κατά τη γνώμη μας μερικά από τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν, ώστε να μπουν οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός κινήματος επαναστατικού που θ’ αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της εποχής μας. Ενός κινήματος που αναπόσπαστο μέρος του θα είναι η δράση αλληλεγγύης με φυλακισμένους συντρόφους. Τουλάχιστον όσον αφορά εμάς –και πιστεύουμε και όσους φυλακισμένους αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες που, λόγω κρίσης, αποκτά η εποχή μας– η ενότητα ενός κινήματος για τη δράση και την επανάσταση στην εποχή της κρίσης είναι επιθυμητή και αναγκαία συνθήκη για να έχει προοπτική και μέλλον το κίνημα αλληλεγγύης σε φυλακισμένους αγωνιστές.

Μπορεί να φαίνεται μαξιμαλιστική μια τέτοια προοπτική και για πολλούς ακατόρθωτη. Όμως, αν δεν προσπαθήσουμε να υπερβούμε την αποσπασματική προσέγγιση των ζητημάτων που μας απασχολούν, συνεπώς, και της αλληλεγγύης σε φυλακισμένους αγωνιστές, θα δημιουργούμε συνεχώς διάφορα θνησιγενή σχήματα με μικρή διάρκεια ζωής που θα έχουν ένα διεκπεραιωτικό χαρακτήρα πάνω σε επιμέρους ζητήματα, π.χ. μια δίκη, μια απεργία πείνας, οι πρώτες μέρες μιας δίωξης ή φυλάκισης κλπ. Η αποσπασματικότητα συνήθως είναι η αιτία που δεν επιβιώνουν τα συλλογικά πολιτικά εγχειρήματα, με αποτέλεσμα να αδυνατούμε να θέσουμε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Γι’ αυτό και τα περισσότερα απ’ αυτά τα εγχειρήματα στηρίζονται περισσότερο στα υγιή αντανακλαστικά των συντρόφων σε εν θερμώ γεγονότα, που όταν όμως φεύγουν από την επικαιρότητα φεύγει και η διάθεση για δράση.

Επανερχόμενοι στη δική μας υπόθεση, επισημαίνουμε πως δεν πιστεύουμε πως είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στη φυλακή. Όπως επίσης, δεν πιστεύουμε ότι ο μεγάλος αριθμός των φυλακισμένων συντρόφων συνιστά λόγο για τη θυματοποίηση ενός ολόκληρου πολιτικού χώρου.

Αντιθέτως, πιστεύουμε πως η πολιτική και οικονομική ελίτ είναι με την πλάτη στον τοίχο και αντιμετωπίζουν την πολιτική περιθωριοποίηση από την κοινωνική πλειοψηφία. Αυτός είναι ένας καθοριστικός λόγος που το κράτος θα σκληραίνει συνεχώς τη στάση του εναντίον μας και εναντίον των επαναστατών γενικότερα και θα υιοθετεί μια όλο και πιο απροκάλυπτα φασιστική συμπεριφορά, απόρροια της πολιτικής και κοινωνικής απαξίωσης του καθεστώτος από την πλειοψηφία των καταπιεσμένων και του φόβου που η απαξίωση αυτή προκαλεί στους εξουσιαστές.

Η δική μας σύλληψη, για παράδειγμα, έχει ως πρωταρχικό στόχο την αντιμετώπιση του Επαναστατικού Αγώνα που συνιστά μια σημαντική απειλή για το καθεστώς. Η εποχή της κρίσης κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για το κράτος να ξεμπερδέψει μαζί μας, αφού, όπως είχε δηλώσει κυβερνητικό στέλεχος λίγες μέρες μετά τις συλλήψεις μας, ο Επαναστατικός Αγώνας θα μπορούσε με τη δράση του «να τινάξει στον αέρα τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης». Και εμείς από τη μεριά μας δηλώνουμε πως έχουν δίκιο αφού αυτός ήταν, είναι και θα είναι ο στόχος μας: να συντρίψουμε τα αντικοινωνικά σχέδια που κυβέρνηση, Ε.Ε., Ε.Κ.Τ και Δ.Ν.Τ. θέλουν να επιβάλουν στο όνομα του ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης.

Δε νομίζουμε, λοιπόν, πως μας ταιριάζει ένας λόγος αλληλεγγύης που θα έχει ως αιχμή την κρατική βία και καταστολή. Αντιθέτως, μας ταιριάζει ένας λόγος που θα προτάσσει την ανατροπή της σύγχρονης χούντας του Δ.Ν.Τ., της Ε.Ε., Ε.Κ.Τ. Ένας λόγος που θα προβάλλει την ανάγκη της προλεταριακής αντεπίθεσης και της οργάνωσης για την πραγμάτωση της. Μας ταιριάζει ένας λόγος που θα έχει ως αιχμή την ίδια την επανάσταση.

Για το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων

Όπως είναι σε όλους σαφές, βρισκόμαστε στη φυλακή γιατί είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος. Η φύση της υπόθεσής μας είναι πολιτική και είναι κεφαλαιώδους σημασίας για εμάς ο προσδιορισμός μας ως πολιτικοί κρατούμενοι. Βέβαια, το κράτος δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, αφού αυτό θα σήμαινε ότι αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας άλλης πρότασης για την πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, που η πραγμάτωσή της προϋποθέτει την κατάλυση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Η αναγνώριση από το κράτος μιας επαναστατικής πρότασης για την κοινωνική αυτοοργάνωση, θα σήμαινε αυτόματα ότι αρνείται τη μονοκρατορία της εξουσίας του και ότι αποδέχεται πως δεν είναι μονόδρομος η ύπαρξη της παρούσας ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας, γεγονός που θα οδηγούσε στην υπονόμευση της ίδιας της καθεστωτικής σταθερότητας.

Κάθε αγώνας για ν’ αναγνωριστεί και να γίνει αποδεκτή η ταυτότητα των πολιτικών κρατουμένων, είναι αγώνας αμφισβήτησης της κρατικής εξουσίας. Και γι’ αυτόν τον αγώνα κάποιοι φυλακισμένοι αγωνιστές έχουν προσφύγει κατά το παρελθόν στο ύστατο μέσο πάλης μέσα από τις φυλακές, την απεργία πείνας, προκειμένου ν’ αναγνωριστούν ως πολιτικοί αντίπαλοι του συστήματος, όπως είχαν κάνει αγωνιστές της RAF και του IRA. Από την άλλη, ενώ ποτέ το κράτος δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, εφαρμόζει ειδικές συνθήκες κράτησης για τους πολιτικούς εχθρούς του που αιχμαλωτίζει. Πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι έχουν αγωνιστεί με απεργίες πείνας μέχρι θανάτου για το σπάσιμο των ειδικών συνθηκών κράτησης, ενώ πολλές είναι οι απεργίες πείνας που έγιναν γιατί οι κρατούμενοι διεκδικούσαν τη συλλογική πολιτική τους ταυτότητα και την ομαδοποίησή τους, όπως οι κρατούμενοι της RAF, της Action Directe, της ETA, του IRA ή μέλη επαναστατικών οργανώσεων στην Τουρκία. Δεν είναι λίγοι οι αγωνιστές που έχουν πεθάνει σε αυτές τις απεργίες πείνας όπως ο Χόλγκερ Μάινς και ο Ζίγκουρτ Ντέμπους της RAF, ο Μπόμπυ Σαντς και άλλοι κρατούμενοι του IRA και του INLA, καθώς και αρκετοί Τούρκοι αριστεροί πολιτικοί κρατούμενοι στην απεργία πείνας θανάτου το Δεκέμβρη του 2000.

Πιστεύουμε πως είναι μεγάλο λάθος να μην αναγνωρίζεται από μέρος συντρόφων εντός και εκτός φυλακών, η ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων που, από ό,τι έχουμε αντιληφθεί, αφορά στην άρνησή τους να βάλουν διαχωρισμούς μεταξύ πολιτικών και λοιπών κρατουμένων. Όμως, με το να μην αναγνωρίζουμε την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, απεμπολούμε ένα θεμελιώδες δικαίωμα των επαναστατών να προσδιορίζονται με αυτόν τον όρο, γεγονός που σημαίνει πως εγκαταλείπουμε από μόνοι μας ένα πεδίο μάχης με τον εχθρό, πως του παραδίδουμε μέρος του οπλοστασίου μας. Κάνουμε ένα βήμα πίσω στη μάχη με το κράτος, αφήνοντάς του το περιθώριο να χαρακτηρίζει τους επαναστάτες και τους ένοπλους αντάρτες ως «κοινούς εγκληματίες», «συμμορίτες» και «τρομοκράτες», χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί σαν όπλα στον επικοινωνιακό πόλεμο που διεξάγει, προκειμένου να πείσει την κοινωνία ότι δεν υπάρχει αντίπαλο πολιτικό δέος στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Πρόκειται για μια συνεχή μάχη ανάμεσα σε εχθρικές μεταξύ τους πολιτικές οντότητες, μια μάχη που η έκβασή της καθορίζεται από την ένταση του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Επομένως, δεν πρόκειται για μια χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα υπόθεση. Κάποιοι από τον α/α χώρο λανθασμένα δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, καθώς για πολλούς ο όρος «πολιτικός» είναι αρνητικά φορτισμένος, εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουν ταυτίσει την ευρύτερη έννοια της πολιτικής με την καθεστωτική πολιτική, με τον πολιτικαντισμό, τον παραγοντισμό και την εκχυδαϊσμένη ρητορική των κυβερνώντων.

Όσον αφορά στη σχέση μεταξύ πολιτικών και λοιπών κρατουμένων, εμείς δεν μιλάμε για «διαχωρισμό», αφού πρόκειται για έννοια αρνητικά φορτισμένη. Μιλάμε για διαφορετικότητα την οποία οφείλουμε να διαφυλάξουμε. Δεν πιστεύουμε ότι είναι ούτε κακό ούτε λάθος να διατηρούμε και να προασπίζουμε την πολιτική μας ταυτότητα.

Η διαφορετικότητα μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών κρατουμένων οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ οι πρώτοι παραβίασαν τους καθεστωτικούς νόμους κινούμενοι από ένα επαναστατικό δίκαιο και έχοντας πλήρη συνείδηση των πολιτικών τους επιλογών και πράξεων, οι υπόλοιποι κρατούμενοι υποκινούνται από προσωπικούς παράγοντες και συχνά απουσιάζει η συνείδηση που τους καθιστά κύριους υπεύθυνους των πράξεών τους, ενώ τις περισσότερες φορές πρωτεύοντα ρόλο στις πράξεις τους παίζουν οι κυρίαρχες κοινωνικές και ταξικές συνθήκες που τους εξωθούν σε εκτός νόμου πρακτικές.

Ενώ λοιπόν ένας κοινωνικός κρατούμενος βρίσκεται στη φυλακή για λόγους προσωπικούς, λόγους που αφορούν την ιδιωτική του σφαίρα και το πώς αυτή επηρεάζεται από τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες και τάσεις της εποχής μας, ένας επαναστάτης δεν δρα για προσωπικό όφελος, δεν έχει ιδιοτελή κίνητρα. Ο μεν πρώτος δεν διεκδικεί με τις πράξεις του την αλλαγή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, ενώ ο δεύτερος έχει την επαναστατική αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών ως το μόνο κίνητρο για τη δράση του.

Οι παραπάνω θέσεις μας δεν σημαίνουν ότι αρνούμαστε πως υπάρχουν αρκετά υγιή κοινωνικά άτομα στις φυλακές, πως υπάρχουν αξιοπρεπείς άνθρωποι με ισχυρό αξιακό κώδικα, οι οποίοι και αποτελούν τους φυσικούς μας συμμάχους στους διεκδικητικούς αγώνες για τους όρους φυλάκισης και τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές. Κάποιοι από αυτούς, εξάλλου, εκδηλώνουν παραδειγματική συντροφική στάση και αλληλεγγύη σε υποθέσεις πολιτικών κρατουμένων. Όμως, ακόμα και η διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης σε μια μικρή μειοψηφία κρατουμένων δεν είναι ο κανόνας και, παρά το γεγονός ότι είναι μια ελπιδοφόρα εξέλιξη, δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι λόγοι που αυτοί βρέθηκαν στη φυλακή δεν είναι πολιτικοί.

Η ταύτιση ή η εξομοίωση πολιτικών και κοινωνικών κρατουμένων δεν έχει να προσφέρει τίποτα ούτε στους μεν ούτε στους δε. Εξάλλου η πολιτική ταυτότητα των φυλακισμένων αγωνιστών πάντα ήταν ένα εργαλείο επικοινωνίας για τη διαμόρφωση επαναστατικών πολιτικών συνειδήσεων εντός και εκτός φυλακών. Με το να μην αποδεχόμαστε την πολιτική ταυτότητα των φυλακισμένων αγωνιστών καταλήγουμε, αντί να πολιτικοποιούμε περισσότερους ανθρώπους γύρω μας και να τους κάνουμε συντρόφους μας στον απελευθερωτικό αγώνα, ν’ αποπολιτικοποιούμαστε εμείς οι ίδιοι, γεγονός που όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα αλλά, αντιθέτως, λειτουργεί αρνητικά στον ευρύτερο αγώνα για την κοινωνική και πολιτική ανατροπή.

Εμείς, ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, βρεθήκαμε στη φυλακή γιατί είμαστε επαναστάτες, μέλη μιας ένοπλης οργάνωσης που με τη δράση της στρέφεται εναντίον του κράτους και του κεφαλαίου και προσπαθεί να συνεισφέρει στην κοινωνική επανάσταση. Ως επαναστάτες δρούμε προς όφελος των προλετάριων, των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων. Από αυτές, εξάλλου, τις κοινωνικές τάξεις προερχόμαστε κι εμείς, γεγονός που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταξικής μας συνείδησης και της πολιτικής μας πορείας.

Τελικά δεν είναι, πιστεύουμε, ακραίο να πούμε πως οι επαναστάτες ή είναι κοινωνικοί επαναστάτες που δρουν ανιδιοτελώς και προς όφελος των καταπιεσμένων ή δεν είναι καθόλου επαναστάτες.

Για εμάς, ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, ο προσδιορισμός μας ως πολιτικοί κρατούμενοι είναι αναπόσπαστο μέρος του αγώνα μας μέσα από τη φυλακή, αφορά την ταυτότητά μας και τη φύση της υπόθεσής μας και γι’ αυτό είναι γεγονός αδιαπραγμάτευτο.

Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης, Κώστας Γουρνάς

Posted in Uncategorized | Comments Off on Επιστολή των τριών μελών του “Επαναστατικού Αγώνα” – 11/2010