Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει μετατρέψει την υφήλιο σε μια ωρολογιακή βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί. Η επαναφορά στη μόδα της πολιτικής ρητορικής, αλλά όχι και της πρακτικής, των κεϋνσιανών οικονομικών, οι αναφορές στην «απληστία ορισμένων επιχειρηματιών και τραπεζιτών», οι «απειλητικές» διακηρύξεις κάποιων κυβερνήσεων για περικοπές στα μπόνους των golden boys, κάθε μέρα που περνάει και καθώς η κρίση – παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις από τους «ιθύνοντες» της αγοράς – συνεχώς βαθαίνει, αποκαλύπτονται λόγια χωρίς ουσία που μοναδικό σκοπό έχουν να πείσουν τις κοινωνίες ότι καταβάλλονται προσπάθειες από τις πολιτικές εξουσίες να αντιμετωπιστεί η απληστία των αγορών.
Η «σοσιαλδημοκρατική» ρητορική δεν έχει άλλη αποστολή από το να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση ότι απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό – ο οποίος κατά τους ανά τον κόσμο «σοσιαλιστές» και καθεστωτικούς αριστερούς είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος της κρίσης – υπάρχει αντίπαλο δέος ικανό να «καθαρίσει το σύστημα από τις ακρότητες που ευθύνονται για την σημερινή κατάσταση». Στην Ελλάδα τον ρόλο αυτό παίζει το ΠΑΣΟΚ, που ήρθε στην εξουσία αφού η Ν.Δ. χρεοκόπησε λόγω των… υψηλών επιδόσεών της στα σκάνδαλα, λόγω της απροκάλυπτα επιθετικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής της και της ανικανότητάς της να διαχειριστεί ικανοποιητικά την οικονομική και κυρίως την κοινωνική κρίση.
Γιατί πρωταρχικός λόγος που οι κεφαλαιοκράτες, Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι επενδύουν κατά οποιονδήποτε τρόπο στην Ελλάδα, στήριξαν και έβγαλαν νικητή των εκλογών το ΠΑΣΟΚ ήταν γιατί η Ν.Δ. δεν μπορούσε πλέον να εγγυηθεί την κοινωνική σταθερότητα. Ο Παπανδρέου, προσποιούμενος ότι ξεφορτώθηκε τη σαβούρα των εκσυγχρονιστικών χρόνων της διακυβέρνησης Σημίτη, κατάφερε να εξαπατήσει ένα τμήμα της κοινωνίας ότι θα επαναφέρει την παλιά σοσιαλδημοκρατία. Όμως η σοσιαλδημοκρατία έχει εδώ και δεκαετίες πεθάνει – γεγονός γνωστό σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο – και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα περιφέρει απλώς το πτώμα της.
Πολλοί δεν πείστηκαν από την απάτη της σοσιαλδημοκρατικής ρητορείας του Παπανδρέου και ένα μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας έχει γυρίσει την πλάτη στον κοινοβουλευτισμό. Η σημερινή κυβέρνηση απολαμβάνει μια απόλυτη εξουσία όχι χάρη στο εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά χάρη στους εκλογικούς νόμους, που προσφέρουν αυθαίρετα υπερεξουσίες στο πρώτο κόμμα και γνωρίζει πολύ καλά πως τα στηρίγματα του κράτους στην κοινωνία δεν είναι τόσο σταθερά όσο θέλει να δηλώνει.
Οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου αποκάλυψαν σε πόσο σαθρό έδαφος στηρίζουν την κοινωνική νομιμοποίησή τους οι σύγχρονοι εξουσιαστές. Και αφού η πολιτική ελίτ ισχυρίζεται ότι στηρίζει την εξουσία της στην κοινωνική πλειοψηφία και της αρέσει να μιλάει με ποσοστά, θα μιλήσουμε κι εμείς με ποσοστά. Ένας στους τρεις εγγεγραμμένους, το 30%, γύρισαν την πλάτη σε όλα τα κόμματα και δεν ψήφισαν κανέναν, ενώ σε έρευνα που είχε προηγηθεί των εκλογών το 85% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν εμπιστεύονται τα κόμματα και το 67% ότι δεν εμπιστεύεται τη βουλή, δηλαδή το πολιτικό σύστημα.
Τα κόμματα εξουσίας, παρά το γεγονός ότι προ εκλογικά πάντα καταφέρνουν να παραπλανούν με τα ψέματά τους μεγάλο μέρος της κοινωνίας προκειμένου να αντλήσουν ψήφους, στις τελευταίες εκλογές το ποσοστό αυτών που τα ψήφισαν ήταν το 53% των εγγεγραμμένων, δηλαδή οριακά πάνω απ’ τους μισούς, με το κυρίαρχο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, να στηρίζεται στο 30% των ψηφοφόρων. Όταν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ θα μιλάει από εδώ και στο εξής για «κοινωνική πλειοψηφία» που νομιμοποιεί τις πολιτικές του, δεν θα εννοεί περισσότερους από το 1/3 των ψηφοφόρων – ποσοστό που είναι ακριβώς το ίδιο με όσους δεν ψήφισαν απολύτως τίποτα – και ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό από το σύνολο της κοινωνίας, αφού δεν συμπεριλαμβάνονται στους εκλογικούς καταλόγους ένα τμήμα της νεολαίας και οι μετανάστες. Και αυτά τα ποσοστά δεν είναι καν αυτά που μόλις έξι εβδομάδες μετά τις εκλογές εξακολουθούν να στηρίζουν το ΠΑΣΟΚ, καθώς ήδη έχουν αρχίσει να εκδηλώνουν την απογοήτευσή τους πολλοί από αυτούς που στις εκλογές το ψήφισαν. Από την άλλη, η Ν.Δ., που επί χρόνια ήταν κυβέρνηση, κατέληξε να αποσπά το 23% των ψηφοφόρων.
Η επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ στηρίχτηκε πρωταρχικά στις κλασικές πελατειακές σχέσεις που τα κόμματα εξουσίας διατηρούν με κάποια τμήματα των ψηφοφόρων και που φροντίζουν να αναθερμαίνουν εν όψει των εκλογικών αναμετρήσεων. Όμως καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η αποτελεσματική εξαπάτηση ενός αρκετά μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, κυρίως με εξαγγελίες για «φιλολαϊκή» οικονομική πολιτική που θα εφάρμοζε και την υπόσχεση για «αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων», ενώ πριν από τις εκλογές ο Παπανδρέου διεμήνυε πως «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε σε ένα κόσμο πελατειακού καπιταλισμού, όπου ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη και κοινωνικοποιούνται οι ζημιές».
Η αρχή αλλά και το τέλος στην πολιτική για την «αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου» ήταν το επίδομα «κοινωνικής αλληλεγγύης», η γνωστή ελεημοσύνη των επιχειρηματιών σε ένα τμήμα των πλέον φτωχών της χώρας. Το ποσό του 1 δισ. ευρώ που θα δοθεί σε δόσεις και που αντιστοιχεί σε μισό ευρώ την ημέρα για κάθε άτομο κατά μέσο όρο είχε αποφασιστεί από κοινού με τον ΣΕΒ, ο οποίος κατάφερε ως προϋπόθεση να αποσπάσει μια σειρά από αντισταθμιστικά οφέλη υπέρ των επιχειρήσεων.
Η υπόσχεση για μείωση της φορολόγησης κεφαλαίου στο 20%, η άμεση μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων που εξαγγέλθηκε με τον νέο προϋπολογισμό, τα οικονομικά κίνητρα για επενδύσεις στην πράσινη ανάπτυξη, τα προγράμματα επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών των επιχειρήσεων, η δημιουργία θέσεων stage στον ιδιωτικό τομέα και παροχή φθηνού εργατικού δυναμικού, η νομιμοποίηση, μέσω της «διά βίου εκπαίδευσης» και της «επανακατάρτισης» των εργαζομένων, της ανασφάλιστης και φτηνής δουλειάς, είναι στις συμφωνίες μεταξύ κυβέρνησης κεφαλαίου. Οι γελοιότητες περί «κοινωνικής ευαισθησίας» των επιχειρηματιών που είπε ο Παπανδρέου όχι μόνο δεν πείθουν κανένα, αλλά προ καλούν ακόμα περισσότερη οργή.
Και αυτή η οργή θα ξεσπάσει όταν η πραγματική πολιτική του ΠΑΣΟΚ αρχίσει να ξεδιπλώνεται και να περνά το ένα νεοφιλελεύθερο μέτρο μετά το άλλο, όπως την πλήρη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την απελευθέρωση του κεφαλαίου να επιβάλει τους πιο απεχθείς όρους στις εργασιακές σχέσεις – όρους που εννοείται «επιβάλλονται λόγω της οικονομικής κρίσης, της μείωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων» και στο όνομα πάντα της «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας» –, την ολοκλήρωση της άγριας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε η προηγούμενη κυβέρνηση, την εφαρμογή της οδηγίας Μπολκεστάιν για το «άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων».
Με το σύνθημα «να σώσουμε τη χώρα από τη χρεοκοπία» ο Παπανδρέου θα εξαπολύσει τη μεγαλύτερη μεταπολεμικά ταξική και κοινωνική επίθεση, έτσι όπως αυτή έχει σχεδιαστεί από την Ε.Ε. και επιβάλλεται από τα όργανά της με το καθεστώς της ασφυκτικής δημοσιονομικής επιτήρησης. Η σημερινή κυβέρνηση θα είναι η πρώτη που θα χρεοκοπήσει πολιτικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ενώ τα πελατειακής φύσης κοινωνικά στηρίγματα που διατηρεί – σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και οι ελεγχόμενες από το ΠΑΣΟΚ συνδικαλιστικές ηγεσίες – δεν θα τη βοηθήσουν να διατηρήσει την κοινωνική νομιμοποίησή της. Το ΠΑΣΟΚ με το σοσιαλδημοκρατικό προσωπείο διαλυμένο δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στο ρόλο του που είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ομαλότητας και συνοχής, ενώ οι κοινωνικές εκρήξεις θα είναι ο μόνιμος εφιάλτης της κυβέρνησης μέχρι την τελειωτική κατάρρευσή της που δεν θα αργήσει να έρθει.
Είναι γνωστό σε όλους όσους βρίσκονται στην εξουσία ή πλησίον αυτής, ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή μέσα σε ένα περιβάλλον που οι συνθήκες ζωής γίνονται όλο και πιο αφόρητες για όλο και περισσότερους. Ήδη έχει εξαγγελθεί ότι δεκάδες χιλιάδες ακόμη άνθρωποι θα βρεθούν χωρίς δουλειά το αμέσως επόμενο διάστημα, η πραγματική ανεργία πλησιάζει το 20%, οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι αυξάνονται καθημερινά. Όσοι απαρτίζουν την οικονομική και πολιτική εξουσία γνωρίζουν ότι η κοινωνική κατάσταση είναι ιδιαίτερα έκρυθμη και μια επαπειλούμενη κοινωνική έκρηξη μπορεί. να συμβεί με οποιαδήποτε αφορμή, οπουδήποτε στην Ευρώπη.
Στην Ελλάδα με τα «άσχημα» προηγούμενα πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών και με το σοβαρό προηγούμενο της μεγάλης εξέγερσης του περασμένου Δεκέμβρη, ο φόβος για μια νέα σφοδρή κοινωνική σύγκρουση καθορίζει τόσο το ποιος βρίσκεται στην εξουσία όσο και τι αποφάσεις παίρνει. Και αν η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι θα καταφέρει να αποτρέψει μια νέα κοινωνική έκρηξη, πιστεύει ότι θα πρέπει να πράξει τα μέγιστα για να χτυπήσει πολιτικά και να απομονώσει κάθε εστία που προωθεί μια ριζοσπαστική πολιτική δράση και που προτάσσει την επανάσταση. Γιατί ακόμα χειρότερο από μια κοινωνική ανάφλεξη είναι η απειλή της πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής.
Η ένοπλη επαναστατική δράση έχει πάντα ως αφετηρία τη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων. Στην εποχή μας, εποχή έντασης των ταξικών και κοινωνικών ανισοτήτων, η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού της Ευρώπης και το πολύ πιθανό πέρασμα μεγάλου αριθμού ανθρώπων και κυρίως της νεολαίας, στην ένοπλη επαναστατική δράση είναι ένας μεγάλος πονοκέφαλος για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αλλά και για την ελληνική.
Οι «συστάσεις» της Ε.Ε. και η νέα «αντιτρομοκρατική» πολιτική που προωθεί θέλει τις αστυνομίες «να παρακολουθούν τις ριζοσπαστικές συμπεριφορές των πολιτών και να αναλύουν κατά πόσο αυτές μπορούν να εξελιχθούν σε τρομοκρατική δράση». Τις συστάσεις αυτές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα εφαρμόσει και το ΠΑΣΟΚ παρά το γεγονός ότι όταν κατατέθηκε η συγκεκριμένη πρόταση στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο το 2008 το ΠΑΣΟΚ απείχε από την ψηφοφορία γιατί, δήθεν, κοπτόταν πως «δεν προστατεύεται το δικαίωμα στην ελεύθερη γνώμη».
Όσο όμως πιο σκληρά μέτρα λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της ανατρεπτικής δράσης με το δόγμα για την «αντιμετώπιση της τρομοκρατίας», τόσο πιο δύσκολο είναι να κρύψουν την επικίνδυνη για την εξουσία αλήθεια: Ότι η επαναστατική δράση και οι ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις είναι η πρακτική και ειλικρινής πολιτική απάντηση στην ένταση της εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Και ενώ η κρίση του συστήματος συνεχώς βαθαίνει και καθώς οι αντιθέσεις, ταξικές και κοινωνικές, όχι μόνο δεν αμβλύνονται αλλά γίνονται αγεφύρωτες, οι ανά τον κόσμο πολιτικές ελίτ αντιλαμβάνονται πως η καταστολή είναι το μόνο όπλο για να χειραγωγήσουν τις όλο και πιο εξαγριωμένες κοινωνίες των καταπιεσμένων. Με τον φόβο και την τρομοκρατία ως μοναδικά πλέον μέσα επιχειρούν να αποτρέψουν τις εκδηλώσεις δυναμικών αντικαθεστωτικών μορφών δράσης.
Στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ διά στόματος Χρυσοχοΐδη, που πήρε ξανά το τιμόνι της κατασταλτικής και τρομοκρατικής εκστρατείας του κράτους, διαμηνύει πως με κάθε μέσο θα «πατάξει την τρομοκρατία» και θέτει σε εφαρμογή την ευρωπαϊκή κατασταλτική συνταγή για άμεση αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης των πολιτών, εν αρχή με επιχειρήσεις κατοχής από αστυνομικές δυνάμεις ολόκληρων περιοχών της πρωτεύουσας, όπου ως «υπουργός προστασίας του πολίτη» όπως επονομάστηκε, διατάζει την άσκηση κάθε είδους βίας εναντίον των πολιτών «για το καλό τους». Στην ουσία η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση ήδη έχει δείξει τις κατασταλτικές της προ θέσεις και το σοσιαλφασιστικό ΠΑΣΟΚ ξεδιπλώνει σταδιακά την πολιτική του.
Σε αυτή την πολιτική εντάσσεται η «αντιτρομοκρατική» πολιτική της κυβέρνησης, όπου κυριαρχεί η απεγνωσμένη προσπάθεια του Χρυσοχοΐδη να πείσει την κοινωνία πως είναι «μη πολιτική» η επαναστατική δράση. Γελά πραγματικά το πανελλήνιο με τις φανερά αγχωμένες προσπάθειές του να σπιλώσει την επαναστατική δράση όταν με μια αξιοπερίεργη εμμονή επαναλαμβάνει συνεχώς πως η «τρομοκρατία είναι παρακλάδι του κοινού εγκλήματος», άποψη με την οποία διαφωνούν ακόμα και οι συνάδελφοί του στο ΠΑΣΟΚ.
Η επόμενη… «βαθυστόχαστη» προσέγγιση του φαινομένου της επαναστατικής βίας εκφράζεται με τον ισχυρισμό ότι «δεν μπορούμε να λέμε ότι οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ευθύνονται για την έξαρση των τρομοκρατικών επιθέσεων».
Στο ιδεοληπτικό οπλοστάσιο της κατασταλτικής πολιτικής έχει προστεθεί τώρα και ο όρος της «νεοτρομοκρατίας», τον οποίο χρησιμοποιούν κατά κόρον οι διαμορφωτές της καθεστωτικής προπαγάνδας ανεξαρτήτου πολιτικής απόχρωσης, πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο θα καταφέρουν να αποκόψουν την επαναστατική δράση από τις ιστορικές της αναφορές και να ενισχύσουν τις απόπειρες αποπολιτικοποίησής της.
Αυτόν τον όρο βάζουν μπροστά όταν επιχειρούν δήθεν, να αναλύσουν το κοινωνικό φαινόμενο της ένοπλης δράσης στην εποχή μας, διαχωρίζοντάς τη σε «νέα» και «παλιά τρομοκρατία», με τη δεύτερη να παρουσιάζεται ότι «είχε κάποιο πολιτικό υπόβαθρο», σε αντίθεση με τη σημερινή που «δεν έχει πολιτικά χαρακτηριστικά», «ότι είναι τυφλή», ότι «η ωμή βία είναι αυτοσκοπός» κ.λπ
Εδώ να υπενθυμίσουμε πως ήταν πάλι το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, όταν τη δεκαετία του ’90 χρησιμοποίησε πρώτη φορά αυτό το διαχωρισμό στον ιδεολογικό πόλεμο που διεξήγαγε τότε εναντίον της 17 Νοέμβρη. Η ιδεολογική επίθεση εναντίον της συγκεκριμένης οργάνωσης εστίαζε στην αναφορά στην «παλιά και νέα οργάνωση», με τη «νέα να έχει χάσει τα πολιτικά της χαρακτηριστικά και την ιδεολογική της ταυτότητα με το πέρασμα των χρόνων».
Σήμερα, η τότε «χωρίς πολιτικά χαρακτηριστικά οργάνωση» των «στυγνών δολοφόνων και εγκληματιών» έχει «ξαναβρεί» τα πολιτικά της χαρακτηριστικά για να χρησιμοποιηθεί ως αντιπαράδειγμα από τους ίδιους κατασκευαστές της «αντιτρομοκρατικής» προπαγάνδας στον πόλεμο εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα και άλλων οργανώσεων που δρουν σήμερα.
Όσον αφορά τη δική μας θέση για τα πάσης φύσεως και προέλευσης ιδεολογήματα περί «νέων» και «παλιών» αντάρτικων πόλης, εμείς δηλώνουμε πως ο αγώνας ενάντια στην κυριαρχία και τις δομές της, ο αγώνας για την επανάσταση και την ελευθερία είναι ενιαίος και η ιστορία του εξελίσσεται παράλληλα με την μακροχρόνια ιστορία της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης των αδύνατων από τους ισχυρούς. Η όποια κριτική γίνεται θα πρέπει να αφορά την κάθε οργάνωση ξεχωριστά, τις επιλογές και το λόγο της και όχι συνολικά τον αγώνα.
Αν οι πολιτικοί μας εχθροί έχουν τη δύναμη, ας βγουν να μας κάνουνε κριτική για τις επιλογές και για τον πολιτικό μας λόγο. Αν μπορούν, ας κάνουν συγκεκριμένη κριτική στον Επαναστατικό Αγώνα. Ας πουν πως «πεποίθησή τους είναι πως ο Επαναστατικός Αγώνας απαρτίζεται από εγκληματίες χωρίς πολιτική άποψη, που αδιαφορούν για την κοινωνία». Δεν το κάνουν γιατί ξέρουν πως δεν θα γίνουν πιστευτοί από κανέναν και θα γελοιοποιηθούν.
Στην ίδια κατεύθυνση είναι και οι συνεχείς αναφορές πως «ο Επαναστατικός Αγώνας βρίσκεται πίσω από πολλές άλλες οργανώσεις», πως η άλφα ή η βήτα οργάνωση είναι «θυγατρική του Επαναστατικού Αγώνα», άποψη που εκφράζουν συχνά οι μπάτσοι μέσω των ΜΜΕ και που ασπάζονται και οι Αμερικάνοι. Όπως επίσης, και οι «βαθυστόχαστες διαπιστώσεις» από τον Χρυσοχοΐδη ότι «όλοι ίδιοι είναι που απλώς αλλάζουν ονόματα για να φαίνονται πολλοί»!
Ο άνθρωπος αυτός τελικά έχει πνιγεί μέσα στα ίδια τα ιδεοληπτικά του κατασκευάσματα και δεν αντιλαμβάνεται πόσο σαχλά αυτά δείχνουν. Είτε ο προαναφερθέντας διώκτης μας είναι απροκάλυπτα ωμός ψεύτης είτε παντελώς ηλίθιος και ανίκανος να δει τον καθαρά πολιτικό λόγο των κειμένων μας. Αν είναι ψεύτης, τότε μάλλον θεωρεί ηλίθιους αυτούς που απευθύνεται, δηλαδή την κοινωνία. Γιατί δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη ευστροφία ούτε ιδιαίτερες γνώσεις για να διαπιστώσει κανείς πως τα κείμενά μας παρουσιάζουν ριζικές διαφορές, ακόμα και αντιθέσεις, με άλλα που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί.
Με βάση τον παραπάνω ισχυρισμό περί «της μιας οργάνωσης με τα πολλά ονόματα», ο Επαναστατικός Αγώνας στέλνει προς δημοσίευση κείμενα και στη συνέχεια αναλαμβάνει με άλλη ονομασία ενέργειες στέλνοντας άλλα κείμενα, με θέσεις που ολοφάνερα βρίσκονται σε αντίθεση και συχνά αναιρούν τις θέσεις προηγούμενων κειμένων. Και όλο αυτό το αυτοκαταστροφικό πολιτικά σχέδιο το υιοθετούμε «για να φανεί ότι είμαστε πολλοί»! Εμείς, σε αντίθεση με τους εχθρούς μας, είμαστε σοβαροί πολιτικά και το μόνο που δεν θέλουμε είναι να σπείρουμε τη σύγχυση στην κοινωνία, γράφοντας κείμενα που βρίσκονται σε διαφορετικές και αντίθετες κατευθύνσεις. Ακόμα κι αν είχαμε τη δυνατότητα να πραγματοποιούμε καθημερινά ενέργειες, δεν θα επιλέγαμε να αναλάβουμε την ευθύνη αυτών με κανένα άλλο όνομα εκτός από το δικό μας.
Τέλος να επισημάνουμε ότι οι επαναστατικές οργανώσεις δεν έχουν «μητρικές» ή «θυγατρικές». Αυτοί οι όροι και οι λογικές αφορούν το εμπόριο, την εκμετάλλευση και τον οικονομικό συγκεντρωτισμό, αφορούν τις επιχειρήσεις του κέρδους και δεν έχουν καμία σχέση με τους επαναστάτες και τη δράση τους.
Οι προσπάθειές τους να βλάψουν πολιτικά τον Επαναστατικό Αγώνα πέφτουν στο κενό καθώς είναι εδραιωμένη πλέον η πεποίθηση σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας πως πρόκειται για μια επαναστατική οργάνωση με βαθιά πολιτικά κίνητρα και κατευθύνσεις. Όσο και αν βγάζουν άναρθρες κραυγές οι κάθε λογής καθεστωτικοί στα τηλεοπτικά παράθυρα εναντίον μας, εδραιώνεται στις συνειδήσεις όλο και περισσότερων ανθρώπων πως αν μιλάμε για απολίτικους και ιδιοτελείς που επιδιώκουν την ικανοποίηση του προσωπικού τους και μόνο συμφέροντος, χρησιμοποιώντας την πολιτική ως πρόσχημα και εργαλείο για αυτό τον σκοπό, αυτοί είναι οι πολιτικοί των κομμάτων που βρίσκονται στο κοινοβούλιο.
Αντιθέτως, ο επαναστάτης δεν έχει κανένα απολύτως ατομικό συμφέρον και καθημερινά ρισκάρει την ελευθερία και τη ζωή του για να προωθήσει στην κοινωνία τις αξίες της επανάστασης και της ελευθερίας. Όπως επίσης είναι πλέον συνείδηση για τους περισσότερους ανθρώπους πως αυτοί είναι οι εγκληματίες, αυτοί τρομοκρατούν καθημερινά με τις βαθιά αντικοινωνικές τους πολιτικές την πλειοψηφία των πολιτών. Ο όρος τρομοκράτες αρμόζει σε αυτούς και τη φάρα των πλουσίων που υπηρετούν.
Εξίσου γελοίοι είναι και αυτοί οι τιμητές του καθεστώτος με τη δημοσιογραφική ιδιότητα που σιγοντάρουν τις παραπάνω απόψεις και λογοκρίνουν όποιον επιχειρεί να εκφράσει δημοσίως μια, έστω και μερικώς, διαφορετική άποψη. Και δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στους κολαούζους του καθεστώτος, τα στελέχη του Σύριζα, που τελευταία διεξάγουν αγώνα δρόμου για να καταδικάσουν πρώτοι κάποια δυναμική ενέργεια ενώ ένας από τον Σύριζα έφτασε στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της υποταγής στο καθεστώς μετά την επίθεση στο αστυνομικό τμήμα της Αγ. Παρασκευής, προτείνοντας να γίνει διαδήλωση «ενάντια στην τρομοκρατία».
Σίγουρα οι αριστεροί τιμητές του συστήματος δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί πως αν κάποιοι απομονώνονται κάθε μέρα και περισσότερο, είναι αυτοί οι ίδιοι και η υποκριτική πολιτική τους και όχι η επαναστατική δράση η οποία βρίσκει όλο και μεγαλύτερο έρεισμα στην κοινωνία. Γι’ αυτό και ο κάθε αριστερός oσφυoκάμπτης ας το σκεφτεί καλά πριν επαναλάβει δημοσίως ανάλογες ανοησίες.
Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις συνήθως πολιτικά ελεγχόμενες και κατευθυνόμενες δημοσκοπήσεις, μια έρευνα που έγινε μέσω διαδικτύου τον περασμένο Φεβρουάριο μεταξύ αρκετών χιλιάδων ανθρώπων από την πολιτική ιστοσελίδα Ζούγκλα, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τη θεματολογία και το είδος των ερωτήσεων. Στην ερώτηση «πιστεύετε ότι η ένοπλη βία κάτω από τις σημερινές συνθήκες είναι αδικαιολόγητη ή δικαιολογημένη» το 34% από τους 24.091 που συμμετείχαν δήλωσε δικαιολογημένη, ενώ στην ερώτηση αν είναι πολιτικά ή όχι τα κίνητρα των ένοπλων οργανώσεων, πολλοί περισσότεροι από το 50% δήλωσαν ότι είναι πολιτικά.
Το μεγάλο όμως ενδιαφέρον σε αυτή την έρευνα έγκειται στο γεγονός ότι οι ερωτήσεις αφορούσαν θέματα που για πολλούς είναι ταμπού, καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία συνεχίζει, παρά την βαθιά πολιτική και ηθική κρίση του καθεστώτος, να διατηρεί σημαντικό μέρος της ισχύος της. Επίσης, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τον φόβο που πολλούς καθορίζει στο τι δηλώνουν δημοσίως σχετικά με τέτοια ζητήματα – ίσως στο προσεχές μέλλον να μπορεί να διωχθεί ποινικά κάποιος, που δηλώνει πως δικαιολογεί την ένοπλη δράση – καθώς οι ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις διώκονται με τις βαρύτερες κατηγορίες του αστικού ποινικού κώδικα και θέλει αρκετό θάρρος – σε ένα κόσμο που οι άπαντες παρακολουθούνται από τις μυστικές υπηρεσίες και που η «ελευθερία του λόγου» αφορά μόνο ζητήματα νομιμοποιημένα από την καθεστωτική ιδεολογία – για να δηλώσει κάποιος δημόσια δίνοντας και τα στοιχεία του, ότι αποδέχεται την ένοπλη βία υπό τις παρούσες συνθήκες.
Όμως, όχι μόνο είναι πέρα για πέρα λογικό ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να έχει αυτή την άποψη, αλλά πιστεύουμε ότι τα ποσοστά είναι ακόμη μεγαλύτερα, τη στιγμή μάλιστα που οι συν θήκες οικονομικές και κοινωνικές επιδεινώνονται εν μέσω της οικονομικής κρίσης και τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας πιστεύει πως οι καθεστωτικοί πολιτικοί είναι απατεώνες. Αν η πολιτική εξουσία στην Ελλάδα πιστεύει πραγματικά πως το υπάρχον καθεστώς έχει γερά θεμέλια, τότε ας δοκίμαζε για λίγες μόνο μέρες να αποποινικοποιήσει την αντικαθεστωτική δράση κάθε μορφής. Ας απέσυρε όλους τους μπάτσους που φρουρούν την πολιτική και οικονομική εξουσία, ας απέσυρε τους φρουρούς των κρατικών κτιρίων και των επιχειρήσεων και θα βλέπαμε με πραγματικούς όρους, τι αποδοχή από την κοινωνία απολαμβάνει το καθεστώς.
Εμείς είμαστε σίγουροι πως στις σημερινές συνθήκες, χωρίς τον φόβο του νόμου και του ένστολου φρουρού της καθεστωτικής τάξης, το σύστημα θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει έστω και για μια μέρα, ενώ η βία που θα εκδηλωνόταν θα ήταν τέτοιας σφοδρότητας, που οι καταδικαστέες από τους καθεστωτικούς πολιτικούς «τρομοκρατικές» ενέργειες θα έμοιαζαν με πταίσματα μπροστά τους.
Επειδή οι καθεστωτικοί πολιτικοί ζουν στη γυάλα της εξουσίας και οι «επαφές τους με την κοινωνία» περιορίζονται σε ένα αριθμό πελατών τους, δεν αντιλαμβάνονται το ακριβές μέγεθος της κοινωνικής οργής, δεν γνωρίζουν πως η κοινωνία βράζει, πως οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους πολιτικούς και τα κόμματα, μισούν τους καλοθρεμμένους επιχειρηματίες, μισούν κάθε τι που τους αντιπροσωπεύει. Πως έχουν σιχαθεί τα ψέματα, την υποκρισία και τις υποσχέσεις των πολιτικών, έχουν κουραστεί να είναι το ανταλλακτικό στις επιχειρήσεις των κεφαλαιοκρατών και να δέχονται το ξεροκόμματο που τους πετάνε, να απολύονται όποτε το αφεντικό δεν τους χρειάζεται, να αρρωσταίνουν, να τραυματίζονται και να πεθαίνουν για να πλουτίζουν περισσότερο οι πλούσιοι. Έχουν αηδιάσει με τα λεγόμενα σκάνδαλα, με τις μίζες, τις «διευκολύνσεις» και τα «δώρα» που ανταλλάσσουν μεταξύ τους πολιτικές και οικονομικές ελίτ, έχουν αηδιάσει με τη χλιδή που απολαμβάνουν οι κεφαλαιοκράτες και οι πολιτικοί κλέβοντας την ελληνική κοινωνία. Όλα αυτά τα «ευγενικά» συναισθήματα προς το πολιτικό και οικονομικό καθεστώς γίνονται όλο και πιο έντονα όσο περισσότερο χειροτερεύει η ζωή μας.
Εν τέλει η περίφημη αποδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από την πλειοψηφία της κοινωνίας δεν είναι παρά ένα ψέμα. Επίσης, ψέμα είναι και φράσεις όπως «όλη η ελληνική κοινωνία καταδικάζει την τρομοκρατία» που δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν οι καθεστωτικοί όλων των πολιτικών αποχρώσεων. Αν όλη η κοινωνία καταδικάζει, τότε γιατί προβαίνουν σε επικηρύξεις προσφέροντας χρήματα για να μας συλλάβουν όπως έκαναν μετά την επίθεσή μας στην Αμερικάνικη πρεσβεία;
Προφανώς οι κυβερνώντας δεν πιστεύουν πως είναι αρκετή η «πίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα» για κάποιον για να γίνει πληροφοριοδότης. Αντιθέτως, πιστεύουν πως το δυνατότερο κίνητρο – ιδίως σε εποχές που κυριαρχούν καθεστώτα με βαθιά αντικοινωνικά χαρακτηριστικά και με σαθρά θεμέλια – είναι το χρήμα, γι’ αυτό και προσπαθούν να ενεργοποιήσουν τα πιο ποταπά και ιδιοτελή ένστικτα των ανθρώπων.
Τα ίδια ιδιοτελή ένστικτα των ανθρώπων προσπαθεί ο Χρυσοχοΐδης σήμερα να ενεργοποιήσει με την επικήρυξη τριών καταζητούμενων αναρχικών – που οι μηχανισμοί και τα ΜΜΕ προβάλουν ως «τους ληστές με τα μαύρα» –, στους οποίους προσάπτει εντελώς αυθαίρετα συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα.
Αν και συνειδητά είμαστε αρκετά φειδωλοί στο θέμα των αστυνομικών σεναρίων και εικασιών, δεδομένου ότι τελευταία «φωτογραφίζονται» ως μέλη της οργάνωσής μας άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με μας με βάση τη συνειδητή από τους διωκτικούς μηχανισμούς παραποίηση της αλήθειας και την προπαγάνδα λάσπης, θεωρούμε πως είναι χρέος μας να επισημάνουμε κάποια πράγματα. Πριν όμως, να επαναλάβουμε αυτό που έχουμε πει ξανά και ξανά σε προκηρύξεις μας: ανα λαμβάνουμε την ευθύνη για τις ενέργειες αυτές που εμείς έχουμε πραγματοποιήσει. Κάθε απόπειρα από μεριάς του κράτους να μας χρεώσει ενέργειες άσχετες με εμάς, «ορφανές» ή όχι, σχετίζεται με τα ευρύτερα κρατικά κατασταλτικά σχέδια.
Όσον αφορά τις «ορφανές» ενέργειες, πιστεύουμε ότι μια δυναμική ενέργεια χάνει μεγάλο μέρος της σημασίας και της σπουδαιότητάς της όταν δεν αναλαμβάνεται. Αλλά και όταν αναλαμβάνεται, το περιεχόμενο της προκήρυξης προσδιορίζει τη σοβαρότητα ή την έλλειψη σοβαρότητας του πολιτικού λόγου και την βαρύτητα της ενέργειας.
Το συμπέρασμα των μπάτσων ότι οι τρεις συγκεκριμένοι καταζητούμενοι σχετίζονται με τον Επαναστατικό Αγώνα προκύπτει από τον εξής καταπληκτικό συνειρμό: Το Μάρτη του 2007 έγινε η απαλλοτρίωση του υποπολυβόλου ΜΡ5 του ειδικού φρουρού στην οικία του Ρωμύλου Κεδίκογλου η οποία δεν αναλήφθηκε ποτέ. Ένα μήνα μετά από αυτό το γεγονός, στις 30 Απριλίου, η οργάνωσή μας επιτέθηκε με ένα ίδιου τύπου όπλο στο αστυνομικό τμήμα Περισσού και οι μπάτσοι θέλησαν να παρουσιάσουν πως το όπλο που χρησιμοποιήσαμε ήταν το ίδιο με το όπλο που αφαιρέθηκε από τον φρουρό του Κεδίκογλου.
Επειδή όμως από την πρώτη στιγμή που έγινε η επίθεση στον Κεδίκογλου είχαν δηλώσει ότι το συγκεκριμένο ΜΡ5 δεν ήταν καταχωρημένο στη βάση δεδομένων της αστυνομίας – που σημαίνει ότι θα ήταν αδύνατο σε μια μελλοντική ενέργεια που κάποιος θα χρησιμοποιούσε ένα ΜΡ5, να βεβαιώσουν από την βαλλιστική έρευνα ότι πρόκειται για το ίδιο όπλο –, ο μόνος τρόπος να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό τους ότι «το όπλο στην επίθεση στο αστυνομικό τμήμα Περισσού είναι το ίδιο με αυτό που αφαιρέθηκε από το σπίτι του Κεδίκογλου», ήταν να πουν το πρωτοφανές και γελοίο ψέμα ότι «οι σφαίρες ήταν από την ίδια παρτίδα»!
Το πώς κατάφεραν να «ταυτοποιήσουν» σφαίρες, όταν είναι γνωστό πως οι σφαίρες ούτε αριθμούς διαθέτουν ούτε είναι δυνατό με κάποιο τρόπο να εξακριβωθεί αν είναι ή όχι από την ίδια παρτίδα, είναι κάτι που μόνο η φαντασία και ο υπερβάλλον ζήλος στην κατασκευή σεναρίων των Ελλήνων μπάτσων μπορεί να εξηγήσει.
Αφού «ξεμπέρδεψαν» με τα «επιχειρήματα» που τους ήταν απαραίτητα για να «αποδείξουν» ότι στον Κεδίκογλου πήγε ο Επαναστατικός Αγώνας, πέρασαν στην επόμενη φάση του σεναρίου. Οι μπάτσοι ισχυρίζονται ότι έχουν σκούφο με το DNA ενός ατόμου που συμμετείχε στον Κεδίκογλου. Παράλληλα ισχυρίζονται ότι έχουν γενετικό υλικό από την απαλλοτρίωση της Εθνικής τράπεζας στη Σόλωνος που έγινε τον Ιανουάριο του 2006. Σύμφωνα πάντα με τους μπάτσους το «συγκεκριμένο DNA ταυτίζεται με αυτό που έχουν από την απαλλοτρίωση της Εθνικής Τράπεζας στη Σόλωνος».
Το συμπέρασμα που βγάζουν είναι ότι «αυτοί που ήταν στη Σόλωνος είναι οι ίδιοι που ήταν και στη Γλυφάδα». Και επειδή, πάντα κατά τους ισχυρισμούς των ανεκδιήγητων μπάτσων, στη «Γλυφάδα ήταν ο Επαναστατικός Αγώνας» άρα και «αυτοί που ήταν στη Σόλωνος είναι στον Επαναστατικό Αγώνα». Αφού όμως διώκουν συγκεκριμένους ανθρώπους για τη Σόλωνος, άρα «αυτοί οι συγκεκριμένοι δεν μπορεί παρά να έχουν σχέση με τον Επαναστατικό Αγώνα».
Εδώ το ψέμα σε συνάρτηση με την ηλιθιότητα περισσεύει. Όλα αυτά για εμάς θα ήταν τουλάχιστον αστεία αν δεν υπήρχαν άνθρωποι να καταζητούνται και να επικηρύσσονται. Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε αυτό τον παροξυσμό ψεύτικων σεναρίων, δεν μπορούμε παρά να καταλήξουμε πως πίσω από αυτά βρίσκεται η αγωνία των μηχανισμών δίωξης και κυρίως η αγωνία του ίδιου του Χρυσοχοΐδη προσωπικά να παρουσιάσει άμεσα αποτέλεσμα στις έρευνες για τον Επαναστατικό Αγώνα. Επειδή γνωρίζει ότι δεν έχει κανένα στοιχείο στα χέρια του και επειδή η πίεση για συλλήψεις είναι μεγάλη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η επικήρυξη τριών ανθρώπων «δίνει τουλάχιστο ένα πρόσωπο» στον Επαναστατικό Αγώνα.
Εξ άλλου γνωρίζει πως οι συγκεκριμένοι καταζητούμενοι βρίσκονται σε θέση αδυναμίας αφού είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Η στοχοποίηση των συγκεκριμένων ανθρώπων, που ο Χρυσοχοΐδης πετά σαν θηράματα στους ένστολους κυνηγούς κεφαλών και τάζει εκατομμύρια στους επίδοξους ρουφιάνους, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια εφήμερη παράσταση έργου στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» – έτσι κι αλλιώς θα διαψευστεί από τα ίδια τα γεγονότα –, δεν παύει να αποτελεί μια αισχρή επιλογή που καθιστά το πρόσωπο του «δημοκρατικού» τους πολιτεύματος περισσότερο αποτρόπαιο απ’ ό,τι ήδη είναι.
Εδώ οφείλουμε να θέσουμε μερικά ερωτήματα. Γιατί η οργάνωσή μας να μην αναλάβει την απαλλοτρίωση του ΜΡ5 του ειδικού φρουρού στην Γλυφάδα αν την έχει κάνει, όπως υποστηρίζει η αστυνομία; Μήπως γιατί υποτίθεται, ότι «έγινε λάθος» και «βρέθηκε DNA που σχετίζεται με αυτή την επίθεση», όπως αναφέρουν κάποιες «διαρρο ές» της αστυνομίας στα ΜΜΕ; Μα πού ακούστηκε ένοπλη οργάνωση να μην αναλαμβάνει κάποια ενέργεια που έχει πραγματοποιήσει για λόγους ένοπλης προπαγάνδας και κύρους, την στιγμή που ξεφτιλίζει έναν ένοπλο αστυνομικό, μόνο και μόνο επειδή οι μηχανισμοί καταστολής διαμηνύουν ότι έχουν στα χέρια τους γενετικό υλικό; Δηλώνουμε λοιπόν πως δεν είχαμε κανέναν απολύτως λόγο να μην αναλάβουμε την ευθύνη για την αφαίρεση του οπλισμού από τον φρουρό του Κεδίκογλου αν είχα με πραγματοποιήσει εμείς αυτή την ενέργεια. Δεν είναι εξ άλλου λίγες οι περιπτώσεις που οι μπάτσοι αφήνουν να διαρρεύσει μέσω των ΜΜΕ ότι έχουν DNA συντρόφων του Επαναστατικού Αγώνα.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν κατά καιρούς πει, έχουν συλλέξει DNA από την επίθεση στην κλούβα των ΜΑΤ στην Πέτρου Ράλλη, από μια μηχανή που μάζεψαν και που θέλουν να πιστεύουν ότι είναι το μέσο διαφυγής μας από την επίθεση στο υπουργείο Απασχόλησης – το οποίο μάλιστα δηλώνουν πως «έχουν ταυτοποιήσει» με γενετικό υλικό από άλλη ενέργεια σε τράπεζα –, από την επίθεση εναντίον του Βουλγαράκη κ.λπ. Σύμφωνα με το σκεπτικό των μπάτσων δεν θα έπρεπε να έχουμε αναλάβει καμία από τις προαναφερόμενες ενέργειες, αφού οι κατασταλτικοί μηχανισμοί μέσω των ΜΜΕ μας ενημερώνουν ότι «έχουν το γενετικό μας υλικό».
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του ειδικού φρουρού Αμανατίδη στο σπίτι του Βρετανού πρέσβη στην Κηφισιά, για την οποία η αστυνομία υποστήριζε μέχρι πρότινος ότι η οργάνωσή μας βρίσκεται πίσω από αυτήν και ότι δεν αναλάβαμε την ευθύνη γιατί, «ενώ η αρχική πρόθεσή μας ήταν ο αφοπλισμός του ειδικού φρουρού, η αντίδρασή του μας ανάγκασε να τον πυροβολήσουμε, πράγμα που δεν ήταν στις προθέσεις μας»!
Δηλαδή, με βάση το ίδιο αυτό ηλίθιο επιχείρημα, αν τον περασμένο Μάη κατά την επιχείρηση ανατίναξης της Eurobank στην Αργυρούπολη η απρόοπτη «συνάντησή» μας με τους αστυνομικούς κατέληγε σε ένοπλη συμπλοκή και είχε ως αποτέλεσμα κάποιος ή κάποιοι από αυτούς να πέσουν τραυματισμένοι ή νεκροί, δεν θα αναλαμβάναμε την επίθεση εναντίον της τράπεζας γιατί η ενέργειά μας ήταν αμιγώς βομβιστική, στρεφόταν κατά ενός υλικού στόχου και η συμπλοκή με μπάτσους δεν ήταν μέσα στον σχεδιασμό μας!
Επίσης, στην προσπάθειά τους οι μπάτσοι να στήσουν αυτή τη σκευωρία, δεν διστάζουν να το «παίξουν» και ηλίθιοι, αφού ισχυρίζονται ότι η διασταύρωση του γενετικού υλικού που συνέλεξαν από τη Σόλωνος το 2006 και αυτού από τον Κεδίκογλου έγινε με δυο χρόνια καθυστέρηση! Το πιο πιθανό είναι, στην αγωνία τους να «δέσουν στοιχεία» με διάφορους κατά την άποψή τους «υπόπτους για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα» και να προχωρήσουν σε διώξεις, να μαγειρεύουν τα απαραίτητα «αποδεικτικά στοιχεία». Και αυτό είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: της ανικανότητάς τους να βρουν πραγματικά στοιχεία που θα στοιχειοθετούν διώξεις και της αγωνίας τους να παρουσιάσουν άμεσα αποτελέσματα.
Και αφού αναφερθήκαμε στις επικηρύξεις, τις οποίες ο Χρυσοχοΐδης φαίνεται να έχει κάνει βασικό εργαλείο της πολιτικής του, θα κάνουμε μια παρένθεση για να αναφερθούμε στην υπόθεση της Κούνεβα, όπου οι δράστες επικηρύχθηκαν με 1 εκ. ευρώ. Πρόκειται καθαρά για επικοινωνιακό παιχνίδι του Χρυσοχοΐδη, αφού όλοι γνωρίζουν – του Χρυσοχοΐδη συμπεριλαμβανομένου – πως η επίθεση αυτή είχε τα χαρακτηριστικά της εργοδοτικής τρομοκρατίας και ο εργοδότης της Κούνεβα, αφεντικό της ΟΙΚΟΜΕΤ, είναι στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Ας ψάξει, λοιπόν, στο ίδιο του το κόμμα να βρει αυτόν που προσπάθησε να δολοφονήσει τη συνδικαλίστρια.
Μιας και μιλάμε για επικοινωνιακό παιχνίδι και για την ανικανότητα των κατασταλτικών μηχανισμών, ήρθε η ώρα να απαντήσουμε στον παλιό μας γνώριμο τον Χρυσοχοΐδη που τόσα χρόνια στην αντιπολίτευση κατηγορούσε τη Ν.Δ. ότι ευθυνόταν για τη διάλυση και τον εφησυχασμό της αστυνομίας και της αντιτρομοκρατικής. Να θυμίσουμε πως όταν άρχισε την δράση του ο Επαναστατικός Αγώνας το καλοκαίρι του 2003 με την απαλλοτρίωση των εκρηκτικών από το Προσήλιο Φωκίδας, υπουργός Δημοσίας Τάξης ήταν ακόμα ο Χρυσοχοΐδης. Τότε η έρευνα, αν και υπήρχε ισχυρή η εικασία ότι η απαλλοτρίωση ήταν έργο ένοπλης οργάνωσης, ανατέθηκε σε ντόπιο μπάτσο της περιοχής που ερευνούσε μήπως τα εκρηκτικά είχαν παρθεί από ψαράδες της Ιτέας για παράνομη αλιεία! Η αγωνία να θάψουν το γεγονός οφειλόταν στην προολυμπιακή περίοδο από τη μια και από την άλλη στον φόβο να μην διαψευσθεί ο Χρυσοχοΐδης που, φορώντας τις δάφνες για τη «μεγάλη επιτυχία» της «εξάρθρωσης» των ένοπλων οργανώσεων, διαμήνυε με περισσή σιγουριά πως «η τρομοκρατία στην Ελλάδα τελείωσε».
Όταν έγινε η πρώτη μας ενέργεια, η διπλή βομβιστική επίθεση στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων στις 5 Σεπτέμβρη του 2003, κυβέρνηση τότε ήταν ακόμα το ΠΑΣΟΚ. Τι έκανε η τότε «καλοοργανωμένη και άρτια εκπαιδευμένη αστυνομία» κατά τον Χρυσοχοΐδη, η οποία είχε αρχηγό τον Νασιάκο, η αντιτρομοκρατική τον Σύρο και εισαγγελέα τον Διώτη; Απλώς προσπάθησε να υποτιμήσει το γεγονός όπως και ο διάδοχος του Χρυσοχοΐδη, ο Φλωρίδης. Το ίδιο έκανε και ο πρώτος υπουργός Δημοσίας Τάξης της Ν.Δ. ο Βουλγαράκης. Όλοι μιλούσανε για «υπολείμματα» της τρομοκρατίας. Με τις φράσεις «τους ξέρουμε» και είναι «γνωστοί», προαναγγέλλανε συνεχώς συλλήψεις.
Μετά την τριπλή βομβιστική επίθεση στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιθέας τον Μάη του 2004, διαβεβαιώνανε τους Αμερικανούς ότι θα μας πιάσουν μέσα σε τέσσερις μέρες. Επίσης, ο Πολύδωρας παραμονή της απόπειρας εναντίον του Βουλγαράκη το 2006, διαμήνυε ότι θα μας συλλάβει. Από μια αστυνομία η οποία δεν έχει βρει ποτέ απαλλοτριωμένα οχήματα διαφυγής από καμιά ενέργειά μας και που για να δικαιολογήσει αυτή την ανικανότητά της είχε υποστηρίξει (μετά την επίθεση στο τμήμα Περισσού) ότι χρησιμοποιούμε νόμιμα οχήματα (!), δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Και όσο για τις προηγούμενες «επιτυχίες» της αστυνομίας που επικαλείται ο Χρυσοχοΐδης, την «εξάρθρωση της 17Ν και του ΕΛΑ», θα του θυμίσουμε ότι στην περίπτωση της 17Ν, αν δεν έσκαγε η βόμβα στα χέρια του Ξηρού, ίσως οι κατασταλτικοί μηχανισμοί χρειάζονταν άλλα 27 χρόνια για να «ακουμπήσουν» κάποιο «τρομοκράτη». Όσο για την «εξάρθρωση» του ΕΛΑ, δεν νοείται εξάρθρωση για μια οργάνωση που έχει αυτοδιαλυθεί το 1995.
Από τον Σεπτέμβρη του 2003 που ξεκινήσαμε τη δράση μας είναι αναρίθμητα τα δημοσιευμένα μηνύματα από τους διώκτες μας ότι «μας γνωρίζουν» και ότι «θα μας συλλάβουν». Όμως ποτέ μέχρι σήμερα οι σχεδιασμοί και οι έρευνες των μπάτσων δεν δημιούργησαν το παραμικρό εμπόδιο στη δράση μας. Ο Επαναστατικός Αγώνας θα συνεχίσει να δρα σε πείσμα των μηχανισμών καταστολής και των πολιτικών τους προϊσταμένων, σε πείσμα των πολέμιων της ανατρεπτικής δράσης, σε πείσμα των εχθρών της ελευθερίας.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 19-11-2009
(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»