Στις 2 Σεπτεμβρίου τα ξημερώματα επιτεθήκαμε στο ναό του χρήματος, το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, τοποθετώντας ένα απαλλοτριωμένο βαν με 150 κιλά πετρελαιοαμμωνίτιδας (ANFO). Η ενέργεια αυτή είναι συνέχεια μιας στρατηγικής χτυπημάτων με μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών ώστε να πληγούν υποδομές του πολυεθνικού και ντόπιου κεφαλαίου, στρατηγική που εγκαινίασε η οργάνωση μας στις 18 του περασμένου Φλεβάρη με την απόπειρα στα κεντρικά γραφεία της Citibank στην Κ. Κηφισιά και συνεχίστηκε με την ανατίναξη του υποκαταστήματος της Eurobank στην Λ. Βουλιαγμένης στην Αργυρούπολη στις 12 του περασμένου Μαΐου.
Μπορεί η έκρηξη, παρά τις τεράστιες ζημιές που προκάλεσε στο κτίριο να μην έθεσε εκτός λειτουργίας το χρηματιστήριο αφού δεν καταστράφηκε το κεντρικό λογισμικό του σύστημα, όμως πιστεύουμε ότι λειτούργησε και θα συνεχίσει να λειτουργεί αρνητικά στην ψυχολογία των πάσης φύσεως κερδοσκόπων και της αγοράς, αφού το μήνυμα ήταν σαφές και το έλαβε η οικονομική εξουσία στο σύνολο της: Όσοι είναι υπεύθυνοι για τη σημερινή κρίση, οι μεγαλομέτοχοι, τα golden boys, οι καπιταλιστές, θα πληρώσουν για την εγκληματική τους δράση και κανένας κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να τους προστατέψει.
Η ενέργεια αυτή γίνεται σε μια περίοδο όπου η οικονομική κρίση προχωρά προς την κορύφωση της – παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις -, η ελληνική οικονομία καταρρέει, η χώρα έχει μπει και επίσημα πλέον σε ύφεση και ο Καραμανλής, την ίδια μέρα που έγινε η επίθεση και ακριβώς δυο χρόνια μετά τις τελευταίες εκλογές, κηρύσσει νέες λόγω κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας και ζητά εκ νέου την ανοχή της ελληνικής κοινωνίας για να εντείνει την ληστρική, καταπιεστική και εκμεταλλευτική πολιτική της κυβέρνησης του.
Εμείς καλούμε τον λαό να γυρίσει την πλάτη του στο πολιτικό σύστημα και να απέχει από τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου. Καμία κυβέρνηση, όποιο κόμμα ή συνεργασία κομμάτων και να βρεθεί στην εξουσία δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την οικονομική κρίση, που είναι η βαθύτερη και θα είναι και η μεγαλύτερη σε χρονική διάρκεια στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος. Και αν κάποια τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, έχοντας ξεχάσει την «εκσυγχρονιστική» διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, την νεοφιλελεύθερη οικονομική και κοινωνική προσαρμογή που επέβαλε και την ληστρική και αντικοινωνική πολιτική που από το 1996 έως το 2004 εφάρμοσε, πιστέψουν πως σήμερα το κόμμα αυτό θα εφαρμόσει φιλολαϊκή πολιτική και τους ψηφίσουν, η διάψευση θα έρθει από τους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης, θα φανεί πως Παπανδρέου και Καραμανλής έχουν την ίδια στρατηγική για την κρίση, δηλαδή την προστασία του κεφαλαίου και των κερδών ενώ η ληστρική επιδρομή και η νεοφιλελεύθερη επίθεση εναντίον των πιο ευάλωτων στρωμάτων της κοινωνίας όχι απλώς θα συνεχιστεί αλλά θα ενταθεί, στο όνομα της «διάσωσης της ελληνικής Οικονομίας».
Κανένα καθεστωτικό κόμμα από την άκρα δεξιά ως την αριστερά, δεν είναι σε θέση να βάλει τέρμα στην οικονομική κρίση και να διασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή για όλους, αφού αυτό προϋποθέτει ρήξη με το σύστημα και με τους θεσμούς του. Το να ζούμε χωρίς κρίσεις σημαίνει πως ζούμε χωρίς καπιταλισμό, χωρίς οικονομία της αγοράς, χωρίς κράτος και οργανωμένη εξουσία. Γι’ αυτό το πραγματικό δίλημμα δεν είναι N.Δ. ή ΠΑΣΟΚ ή Αριστερά. Το πραγματικό δίλημμα είναι ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Τα κράτη χρηματοδοτούν τους εγκληματίες της πλουτοκρατίας
Αν υπάρχει ένας θεσμός που η λειτουργία του και μόνο αποτελεί πρόκληση για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, όχι μόνο εν μέσω οικονομικής κρίσης αλλά σε κάθε εποχή, αν υπάρχει ένας θεσμός που ενσαρκώνει περισσότερο πιστά το βασικό χαρακτηριστικό λειτουργίας του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς, την απληστία για κέρδος και δύναμη, αυτός είναι το χρηματιστήριο.
Άρρηκτα συνδεμένο με την ιστορία του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος, αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους και αποτελεσματικότερους μοχλούς άντλησης κοινωνικού πλούτου από τη βάση της κοινωνίας και διοχέτευσης του προς την πάντα μειοψηφική οικονομική ελίτ. Ένας μηχανισμός που λεηλατεί, που ξεζουμίζει τις κοινωνίες, που ληστεύει το παραγόμενο κοινωνικό προϊόν, χωρίς να παράγει και να προσφέρει απολύτως τίποτα.
Καθώς τα χρηματιστήρια παίζουν κομβικό ρόλο στην αναδιανομή των εισοδημάτων από την κοινωνική βάση προς την κορυφή, στον συγκεντρωτισμό της οικονομικής δύναμης και την αύξηση των ανισοτήτων, συγκαταλέγονται στους βασικούς πρωταγωνιστές των κρίσεων σε όλη την ιστορία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και του καπιταλισμού. Εκεί ως επί το πλείστον καταφεύγει η μοχλευμένη (δανεική) ρευστότητα που «ποντάρεται» για την απόκτηση κέρδους, εκεί διακινείται ο παγκόσμιος πλούτος, αλλάζοντας χέρια μεταξύ της πλουτοκρατίας.
Εκεί οι πλέον ισχυροί της διεθνούς οικονομίας συνασπίζονται για να καταβροχθίσουν τους λιγότερο ισχυρούς, καθώς αυτό που στην ουσία λαμβάνει χώρα στα χρηματιστήρια είναι ότι οι συνασπισμοί των πιο ισχυρών κεφαλαίων πολεμούν εναντίον των λιγότερο ισχυρών συνασπισμών, σε ένα πόλεμο που το αποτέλεσμα είναι από την αρχή προδιαγεγραμμένο. Γι’ αυτό και τα χρηματιστήρια αποτελούν τους ναούς του «κοινωνικού δαρβινισμού» όπου «ο κοινωνικά και οικονομικά δυνατός υπερισχύει πάντα του αδύνατου».
Εκεί δημιουργούνται οι «φούσκες» που αποφέρουν κέρδη στους λίγους όταν μεγαλώνουν και στους ακόμα λιγότερους όταν σκάνε. Εκεί λαμβάνουν χώρα όλες οι φάσεις μιας οικονομικής διαδικασίας ανόδου – πτώσης, με μόνιμους χαμένους τους εκτός των χρηματιστηριακών τειχών «κοινών θνητών», οι οποίοι και παρακολουθούν αδύναμοι να παρέμβουν, τις νόμιμες διαδικασίες κλοπής του πλούτου που παράγεται μέσω της εργασίας και πώς αυτός ο πλούτος «εξανεμίζεται» για να καταλήξει στις τσέπες των κεφαλαιοκρατών.
Τα χρηματιστήρια, τα μεγάλα οχυρά της κερδοσκοπίας και της απληστίας βρίσκονται στην αιχμή της δημιουργίας και αυτής της κρίσης. Και η εγκληματική τους λειτουργία είναι τόσο απροκάλυπτη που επιτείνουν την κοινωνική λεηλασία σε περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για τους μη προνομιούχους σαν και αυτή που διανύουμε.
Ενώ λοιπόν, όλο και περισσότεροι άνθρωποι παγκοσμίως περνούν το κατώφλι της φτώχειας, ενώ εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο λιμοκτονούν, ενώ δουλειές χάνονται, επιχειρήσεις κλείνουν και η ανεργία φουντώνει, τα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο – συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού – διενεργούν ένα ακόμα πιο προκλητικό «ράλι» ανόδου.
Αποτελεί σκάνδαλο παγκοσμίων διαστάσεων το γεγονός ότι επιχειρήσεις κάνουν απολύσεις ή κλείνουν τους «μη κερδοφόρους» τομείς τους, μειώνουν τους μισθούς των εργαζομένων, εκβιάζουν με το δίλημμα «ανεργία ή ημιαπασχόληση και περικοπή μισθών» και την ίδια περίοδο οι μετοχές και οι δείκτες των χρηματιστηρίων ανεβαίνουν, αποδίδοντας κέρδη στους μετόχους και στα διευθυντικά στελέχη. Ενώ μεγάλες πολυεθνικές και χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί όπως οι αμερικάνικες Citi και Bank of America, ή η ευρωπαϊκή UBS τη μια στιγμή βρίσκονται με ανυπολόγιστες ζημιές στα ταμεία τους και στα πρόθυρα της κατάρρευσης, την επομένη και αφού έχουν δοθεί νέα ενισχυμένα οικονομικά πακέτα στήριξης από τις κυβερνήσεις για να «ανακουφίσουν την οικονομία» όπως λένε, οι τιμές των μετοχών τους διπλασιάζονται ενώ τα στελέχη και οι μέτοχοι μοιράζονται τα κέρδη από τη νέα χρηματιστηριακή «φούσκα» με δημόσιο χρήμα.
Το σύνολο των «πακέτων βοήθειας» που εκτιμάται ότι θα χρειαστεί συνολικά το σύστημα διεθνώς για να μην καταρρεύσει είναι μέχρι στιγμής 5 τρις δολάρια. Οι μεγαλοκαρχαρίες των διεθνών επενδυτικών χαρτοφυλακίων δεν διστάζουν να ρισκάρουν το τζάμπα γι’ αυτούς χρήμα των κυβερνητικών παροχών, να διαμορφώσουν μια εικονική πραγματικότητα εξόδου από την κρίση ανεβάζοντας τους δείκτες στα χρηματιστήρια και δημιουργώντας νέες «φούσκες» πλασματικής ανάκαμψης, για να αποκομίσουν όσο το δυνατό περισσότερα κέρδη εν μέσω μιας συνεχώς επιδεινούμενης κρίσης. Σε όλα τα χρηματιστήρια και στο ελληνικό οι κρατικές ενισχύσεις τροφοδότησαν μια ακόμη «φούσκα» με πρωταγωνιστές τις τράπεζες, από την οποία οι κεφαλαιοκράτες καλύπτουν τα χαμένα τους από την κρίση κέρδη. Στην Ελλάδα και ενώ όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού βυθίζονται στην φτώχεια, οι μεγάλες επιχειρήσεις και κυρίως οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι αντλούν συνεχώς κέρδη.
Η άνοδος στις τιμές των πρώτων υλών, του πετρελαίου και των βασικών ειδών διατροφής που, κόντρα στη μειωμένη ζήτηση, θα δούμε να εντείνεται ακόμα περισσότερο στο επόμενο διάστημα, είναι επίσης αποτέλεσμα «φούσκας» που δημιουργεί η υπερεθνική ελίτ. Αυτή η κάστα των εγκληματιών με όπλα τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια ποντάρουν το ρευστό από τα κρατικά ταμεία στην άνοδο των τιμών στα εμπορεύματα και τα τρόφιμα. Είναι στυγνοί δολοφόνοι γιατί για μια ακόμη φορά κερδοσκοπούν με τις τιμές των τροφίμων, ανεβάζουν τις τιμές και τους χρηματιστηριακούς δείκτες για να αποκομίσουν οι ίδιοι δισεκατομμύρια και προξενούν για μια ακόμη φορά μαζικές δολοφονίες εκατομμυρίων ανθρώπων από την πείνα και τις αρρώστιες.
Δεν είναι αξιοπερίεργο που κανένας από τους απατεώνες καθεστωτικούς πολιτικούς αλλά και τους οικονομικούς αναλυτές του συστήματος δεν έχει έστω λίγο φιλότιμο για να ομολογήσει ότι οι τελευταίες χρηματιστηριακές «κούρσες» ανόδου δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ακόμα «φούσκα» που τροφοδοτεί το δημόσιο χρήμα. Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο – με πρωτοστάτη τον υπουργό οικονομικών των ΗΠΑ – όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για ν’ αποφύγουν την διοχέτευση του δημόσιου χρήματος στη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, αλλά αντιθέτως, έπαιξαν και το ρόλο του «κράχτη» για τα χρηματιστήρια «παπαγαλίζοντας» για λογαριασμό των πλουσίων οικογενειών του πλανήτη του πως οι αγορές, μέσω της τελευταίας χρηματιστηριακής ανόδου, προεξοφλούν το τέλος της κρίσης και την οικονομική ανάκαμψη. Την «εκτίμηση» αυτή επιβεβαιώνουν ο ένας μετά τον άλλον και οι πάσης φύσεως καθεστωτικοί οικονομικοί αναλυτές.
Την στιγμή που η παραγωγή παγκοσμίως μειώνεται, οι χαμένες θέσεις εργασίας μετριούνται σε πολλά εκατομμύρια, πολλές χώρες έχουν μπει και επίσημα πλέον σε ύφεση, αρκετές κινδυνεύουν άμεσα με χρεοκοπία και οικονομική κατάρρευση ενώ άλλες έχουν ήδη καταρρεύσει. την ίδια στιγμή οι μετοχές «καλπάζουν» με ηγετική την παρουσία των τραπεζών.
Ο δείκτης του ελληνικού χρηματιστηρίου διπλασιάστηκε μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, κάτι που δεν είχε συμβεί ούτε το ’99 και η σταθερή ανοδική πορεία του συνεχιζόταν όλους τους τελευταίους μήνες. Πολλές μετοχές αυξήθηκαν ως και 100%, διπλασιάζοντας τη χρηματιστηριακή αξία επιχειρήσεων που την ίδια στιγμή συρρικνώνουν τις λειτουργίες τους και απολύουν εργαζόμενους. Τα κέρδη από τη χρηματιστηριακή «φούσκα» γεμίζουν τις τσέπες των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών και των ξένων συμπαικτών τους ενώ η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας πνίγεται στην καταιγίδα της οικονομικής κρίσης. Τα μέτρα «διεξόδου από την κρίση» δεν ήταν δεν είναι και ούτε πρόκειται να είναι τίποτα περισσότερο από μέτρα στήριξης του κεφαλαίου.
Τη στιγμή που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας περνά το ένα πακέτο φορολογικής αφαίμαξης μετά το άλλο σε ένα φαύλο και μάταιο κύκλο προσπαθειών αποφυγής της κρατικής χρεοκοπίας, οι τράπεζες κάνουν ότι και οι υπόλοιπες διεθνώς, δηλαδή αξιοποιούν τα 28 δις που τους πρόσφερε η κυβέρνηση για να ανεβάσουν τις μετοχές τους και να αυξήσουν τα μερίσματα των μεγαλομετόχων. Για μια ακόμη φορά το ελληνικό χρηματιστήριο έχει γίνει ο παράδεισος της κερδοσκοπίας για το υπερεθνικό κεφάλαιο από όπου αυτή την περίοδο αντλεί μεγάλα κέρδη από τη συμμετοχή του στις ελληνικές επιχειρήσεις.
Δεν πιστεύουμε ότι αυτό δεν γίνεται κατανοητό από κανέναν. Γιατί όμως σιωπούν όλοι; Προφανώς η κριτική στην αγορά και τις λειτουργίες της έχει περιορισμούς για όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης και της αριστερός. Έτσι και αλλιώς η απάντηση είναι γνωστή: Απλώς έτσι δουλεύει το σύστημα.
Μιας και όλοι οι καθεστωτικοί πολιτικοί είναι λίγο ως πολύ μπλεγμένοι σε κάποιες επενδυτικές δραστηριότητες, μιας και όλο το πολιτικό σύστημα όπως είναι γνωστό στηρίζει την ύπαρξη του στις «χορηγίες» των κεφαλαιοκρατών Ελλήνων και ξένων (μίζες από τη Siemens έχουν πάρει όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και των δυο κομμάτων της αριστεράς όπως εμμέσως πλην σαφώς παραδέχονται στελέχη της), παρά τις όποιες «δυσλειτουργίες» και «παραμορφώσεις» του, το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και ο καπιταλισμός είναι ένας κοινώς αποδεκτός παρονομαστής για όλους τους επαγγελματίες της πολιτικής – από τους νεοφιλελεύθερους της δεξιάς και της λαϊκίστικης άκρα δεξιάς που υποστηρίζουν τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική εκδοχή, έως και την αριστερά που υπερασπίζεται την κρατικά ελεγχόμενη καπιταλιστική λειτουργία. Αποτέλεσμα αυτής της συναίνεσης είναι η λεηλασία μέσω των χρηματιστηρίων για μια ακόμη φορά να μένει στο απυρόβλητο.
Αυτό που τελικά επιδιώκουν όλες οι πολιτικές και οικονομικές εξουσίες δεν είναι να βρουν εξόδους από την κρίση – όλες οι μέχρι τώρα πολιτικές τους εξ άλλου επιδεινώνουν και δεν βελτιώνουν την κατάσταση – αλλά να συμβάλουν ώστε το λαβωμένο από την κρίση κεφάλαιο να έχει τις μικρότερες δυνατές απώλειες, γνωρίζοντας πως αυτό θα συμβεί εις βάρος των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων. Στόχος τους δεν είναι η ανακούφιση των κοινωνιών αλλά η ανακούφιση των οικονομικά ισχυρών που βλέπουν τα κέρδη τους να μειώνονται.
Την ώρα που οι πολιτικοί και οι καθεστωτικοί αναλυτές τους έχουν το θράσος να κάνουν κριτική σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού γιατί «δανείστηκαν περισσότερα από όσα μπορούσαν να εξοφλήσουν και άρα έχουν ευθύνη για τη σημερινή κρίση», την ίδια στιγμή οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται σχεδόν τζάμπα δημόσιο χρήμα από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1% και το επενδύουν στα χρηματιστήρια με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου.
Οι διακηρύξεις περί ηθικής και εγκράτειας κρατιστών και τραπεζιτών είναι εντελώς εξωφρενικές, τη στιγμή μάλιστα που οι λωποδύτες τραπεζίτες δανείζουν τον κόσμο με επιτόκια έως και 17%, δίνουν τόκο καταθέσεων πολύ κάτω από το 1% και δεν δείχνουν έλεος όταν πρόκειται να κάνουν κατασχέσεις ακόμα και για λίγες εκατοντάδες ευρω. Είναι εξωφρενικές γιατί το κράτος δεν δείχνει καμία φειδώ όταν είναι να δώσει χρήματα στις τράπεζες, και δανείζεται από αυτές ρευστό με πολύ υψηλά επιτόκια. Και αν τελικά οι τράπεζες δεν μπορέσουν να ξεπληρώσουν την ΕΚΤ, εγγυάται το ελληνικό κράτος να πληρώσει τα σπασμένα. Όλα αυτά γιατί «το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση», που σημαίνει πως τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών είναι μειωμένα το πρώτο εξάμηνο του ‘09 και περιορίζονται μόλις στο ταπεινό ποσό των 1,5 δις ευρώ.
Ενώ η ελληνική κυβέρνηση επιτίθεται με όλα τα διαθέσιμα μέσα για να αφαιρέσει και το τελευταίο ευρώ από τις τσέπες κυρίως των χαμηλών οικονομικά στρωμάτων και να ξεχρεώσει τα κοράκια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενώ απαιτεί την κοινωνική συναίνεση για να επιβάλει ακόμα πιο σκληρά φοροεισπρακτικά μέτρα, στο χρηματιστήριο γλεντάνε με τα 28 δις που έδωσαν τα κορόιδα – δηλαδή όλοι οι μη έχοντες – στις τράπεζες.
Τη στιγμή που οι περικοπές σε μισθούς συντάξεις και επιδόματα γίνονται λαίλαπα για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, τη στιγμή που η φτώχεια στην Ελλάδα τείνει να ξεπεράσει εν μέσω κρίσης το 25% και η πραγματική ανεργία παίρνει τις μεγαλύτερες μεταπολεμικά διαστάσεις, τη στιγμή που η κυβέρνηση διαμηνύει πως είναι «ώρα ευθύνης για όλους», εξαιρώντας από το «όλους» την οικονομική και πολιτική εξουσία καθώς και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, την ίδια στιγμή οι φοροαπαλλαγές στα υψηλά εισοδήματα δίνουν και παίρνουν, η φοροδιαφυγή γι ‘αυτούς είναι άτυπος νόμος, οι εφοπλιστές με νόμο απολαμβάνουν την απαλλαγή από κάθε είδους φόρους.
Ενώ η κυβέρνηση πετσοκόβει και τις τελευταίες δαπάνες για τη δημόσια υγεία οδηγώντας στο θάνατο το δημόσιο σύστημα υγείας, αντλεί εκατομμύρια από τα δημόσια ταμείο για να «τονώσει τους επιχειρηματίες» (πρόσφατο παράδειγμα τα εκατομμύρια που δαπάνησε για κλιματιστικά ενισχύοντας τις πολυεθνικές αυτού του τομέα και τις «βοήθειες» που παρείχε για την αγορά νέων αυτοκινήτων ενισχύοντας τις πολυεθνικές των αυτοκινητοβιομηχανιών) χαρίζει μυθικά ποσά στις κατασκευαστικές μέσω των συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και τις ατελείωτες κατασκευές δρόμων που έχουν καταστρέψει την Ελλάδα από άκρη σε άκρη. Και κυρίως, μειώνει συνεχώς τους συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων, των πλουσίων και των κερδών τους ενώ παράλληλα ξεζουμίζει τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα για να γεμίσει τα δημόσια ταμεία.
Η πολιτική αυτή θα συνεχιστεί και από το ΠΑΣΟΚ, αφού και γι’ αυτό το κόμμα η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνδέεται άρρηκτα με τα επιχειρηματικά κέρδη. Συνεπώς ζητούμενο για κάθε καθεστωτικό κόμμα είναι η ενίσχυση των επιχειρήσεων, η ενίσχυση των πλουτοκρατών και του κεφαλαίου προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομία.
Κάθε πολιτική απόφαση που λαμβάνεται είναι αποτέλεσμα ενός σχεδιασμού που αφορά συνολικά τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές οικονομικό σύστημα και όχι μια κίνηση διαχείρισης κάποιου μεμονωμένου θέματος. Καθώς και ότι αυτός ο σχεδιασμός δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και του ΠΑΣΟΚ ή όποια άλλη κυβέρνηση βρισκόταν στην εξουσία.
Είναι πολιτική απόφαση να αφήνεται από τις ελληνικές κυβερνήσεις να ρημάζει το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα δημόσιας υγείας ενώ να δίνονται χρήματα στις επιχειρήσεις. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής θέσης να αποσαρθρώνεται η δημόσια εκπαίδευση και να προωθούνται με νόμους και διατάξεις τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Είναι αποτέλεσμα πολιτικής να ξεπουλούν οι κυβερνώντες τη δημόσια περιουσία στους κεφαλαιοκράτες και να επιβάλουν δια πυρός και σιδήρου την αγοραιοποίηση κάθε κοινωνικής και οικονομικής λειτουργίας.
Είναι αποτέλεσμα πολιτικής το κράτος, είτε πρόκειται για κυβέρνηση της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ, πάντα να ενισχύει και να προστατεύει αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής ιεραρχίας που από κοινού εγκληματούν εις βάρος των κοινωνιών ληστεύοντας τες, εις βάρος του περιβάλλοντος που το καταστρέφουν νόμιμα στο όνομα της ανάπτυξης.
Και αν η Αττική κάηκε ολοσχερώς στις τελευταίες πυρκαγιές δεν ήταν αποτέλεσμα αμέλειας και κακών χειρισμών. Το γεγονός ότι κάθε χρόνο καίγεται η Ελλάδα, το γεγονός ότι ελάχιστα δάση έχουν μείνει άκαυτα, το γεγονός ότι οι εμπρησμοί δασών πολλαπλασιάζονται δεν είναι αποτέλεσμα αμέλειας, είναι επίσης, αποτέλεσμα πολιτικής.
Γιατί είναι πολιτική να μην προσλαμβάνονται πυροσβέστες για τις δασοπυροσβέσεις και να προσλαμβάνονται συνεχώς μπάτσοι, να χαρίζονται εκατομμύρια για την πρόσληψη «σεκιουριτάδων» με τους οποίους έχει γεμίσει κάθε γωνιά της Αθήνας. Είναι πολιτική να μην ξοδεύεται τίποτα για δασοπροστασία, να μην αγοράζονται πυροσβεστικά εναέρια μέσα και να δαπανώνται δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς, για πολεμικά ελικόπτερα και υπερσύγχρονα συστήματα ασφαλείας για την προστασία του καθεστώτος.
Οι τελευταίες πυρκαγιές που κατάκαψαν ό,τι πράσινο είχε απομείνει στην Αττική είναι γνωστό – και ας αποσιωπάται από τα κόμματα και τα ΜΜΕ – ότι εξυπηρετούν τις κατασκευαστικές που είχαν συμφέροντα από τη δημιουργία ΧΥΤΑ στην περιοχή του Γραμματικού. Όπως και οι πυρκαγιές την Ηλεία το 2007 εξυπηρετούσαν τις εταιρείες που είχαν συμφέροντα από την δημιουργία της Ιονίας οδού.
Η Ελλάδα καίγεται κάθε χρόνο για το συμφέρον των κατασκευαστικών και των μεγαλοεργολάβων και σε αυτή την καταστροφή συνεπικουρεί το κράτος θεσμοθετώντας νόμους που οδηγούν στην αγοραιοποίηση της γης και των δασών και νομιμοποιούν την καταστροφή του περιβάλλοντος. Και μπορεί όλη η Αττική να καιγόταν το Σάββατο και την Κυριακή 23 Αυγούστου, όμως τη Δευτέρα οι χρηματιστηριακοί δείκτες ανέβαιναν εκ νέου με πρωταγωνιστές, εκτός από τις τράπεζες, τις κατασκευαστικές και, κυρίως, τις ασφαλιστικές που οι μετοχές τους εκτινάχθηκαν αφού αναμένονται νέα τρελά κέρδη από τις ασφάλειες κατοικιών που πρόκειται να γίνουν.
Πάνω στα αποκαΐδια της Αττικής και της υπόλοιπης Ελλάδας, πάνω στην καταστροφή της φύσης, πάνω στη δυστυχία και το αργό θάνατο όλων μας, για μια ακόμη φορά το κεφάλαιο στήνει νέο πανηγύρι κερδών.
Τη στιγμή που η κυβέρνηση εντείνει τη φοροεπιδρομή για να γεμίσει τα άδεια κρατικά ταμεία, οι γνωστοί ειδικοί λογαριασμοί που κρατούν όλα τα υπουργεία είναι γεμάτοι πολλά εκατομμύρια ευρώ που κανένας δεν γνωρίζει πλην των «αρμόδιων υπουργών», που διατίθενται αυτά τα χρήματα που αντλούνται από τους φορολογούμενους. Ενώ οι τρύπες του δημοσίου ελλείμματος προβάλλονται ως η μέγιστη εθνική απειλή, η κυβέρνηση δαπανάει για τις ευρωεκλογές 3,6 δις σε ένα μόλις μήνα, στέλνοντας το έλλειμμα σε ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα και κατόπιν τρέχει στις Βρυξέλλες και υπόσχεται ότι θα μαζέψει χρήματα με τη βία από το λαό.
Τη στιγμή που οι πολιτικοί και οι πλούσιοι συστήνουν με περισσό θράσος εγκράτεια στα λαϊκά στρώματα και οι μισθοί για τα χαμηλά στρώματα κατρακυλούν, την ίδια στιγμή οι αστρονομικοί μισθοί των βουλευτών και των ευρωβουλευτών είναι από μόνοι τους ένα σκάνδαλο μεγάλων διαστάσεων. Εξίσου σκανδαλώδες είναι και ο προκλητικός διπλασιασμός του μισθού των δικαστικών.
Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν σε αυτή τη χώρα αναγκάζονται να κάνουν περικοπές σε είδη πρώτης ανάγκης και σε τρόφιμα, την ίδια στιγμή η πολιτική εξουσία απολαμβάνει με λεφτά κλεμμένα από τα δημόσια ταμείο ταξίδια, εκδηλώσεις, γιορτές και «συνέδρια» πολλών εκατομμυρίων. Όταν οι εξώσεις σε σπίτια αυξάνονται κάθε μέρα, οι πολιτικοί άρχοντες ζουν σε επαύλεις που χτίζουν με δημόσιο χρήμα.
Και μέσα σε όλα αυτά τα «σκάνδαλα» που γεννιούνται από την προχωρημένη σύμφυση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας με τα εκατομμύρια που αλλάζουν χέρια μεταξύ οικονομικών παραγόντων και πολιτικών, με τις ανταλλαγές και τις αγοραπωλησίες δημοσίου πλούτου, με τις μίζες, τα «δώρα» και τις «εξυπηρετήσεις» με το αζημίωτο, δείχνουν πως είναι αστείο να περιμένει κανείς από ένα πολιτικό σύστημα εκ φύσεως διεφθαρμένο, σάπιο και άπληστο για χρήμα και εξουσία που υπάρχει για να διαιωνίζει την ανισότητα και τη φτώχεια, που όταν αναφέρεται σε κοινό συμφέρον εννοεί μόνο το συμφέρον των πλουσίων που υπηρετεί, να ακολουθήσει πολιτικές που θα βγάλουν από την ανέχεια και θα ανακουφίσουν τους οικονομικά αδύνατους.
Είναι αναμενόμενο ότι όποια κυβέρνηση και αν προκύψει από τις εκλογές δεν θα καταφέρει να κρατήσει εύκολα την κοινωνική ειρήνη και ότι θα υπάρξουν νέες κοινωνικές αντιδράσεις στις πολιτικές που στοχεύουν στο να θυσιαστούν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα για να σωθεί η πλουτοκρατία και τα κέρδη της.
Είναι με μαθηματική ακρίβεια αναμενόμενες οι επόμενες εξεγέρσεις για το ψωμί και τα βασικά τρόφιμα στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας καθώς η άνοδος στις τιμές που προκαλεί η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία ενδεχομένως να ξεπεράσει ακόμα και τις τιμές του 2008 και θα φέρει νέα μεγάλη έκρηξη πείνας και φτώχειας των ήδη φτωχών, των απόκληρων της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Είναι επίσης αναμενόμενες οι κοινωνικές εκρήξεις και οι συγκρούσεις στον ανεπτυγμένο κόσμο, κυρίως στις χώρες της ημιπεριφέρειας όπως είναι οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκονται ήδη κάτω ατό τη δαμόκλειο σπάθη του ΔΝΤ.
Είναι αναμενόμενες οι επόμενες εκρήξεις και στην Ελλάδα καθώς η επόμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα εντείνει τις επιθέσεις του εναντίον της κοινωνίας για να εφαρμόσει τις επιταγές της δημοσιονομικής προσαρμογής που υπαγορεύουν τα επιτελεία της υπερεθνικής ελίτ (Βρυξέλες, ΔΝΤ) και να επιβάλει τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Είναι αναμενόμενο ότι τα κράτη και οι οικονομικές ελίτ τραβούν όλο και περισσότερο το σχοινί στην εκμετάλλευση των κοινωνιών και βρίσκονται στα πρόθυρα της ρήξης με μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού.
Είναι πλέον γεγονός ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολη η συνύπαρξη πλουσίων και φτωχών καθώς αποκαλύπτεται όλο και πιο καθαρά ότι η ανά τον κόσμο πλουτοκρατία είναι ένα παρασιτικό σώμα που ζει εις βάρος των κοινωνιών. Που κλέβει τον παραγόμενο πλούτο χωρίς να παράγει τίποτα και που η ύπαρξη της και μόνο συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Οι εγκληματίες αυτοί που δολοφονούν εκατομμύρια ανθρώπων με τις χρηματιστηριακές «φούσκες» που δημιουργούν, δεν πρόκειται ποτέ να τιμωρηθούν από κανένα καθεστωτικό κόμμα και δεν είναι αυτοί που θα πληρώσουν την κρίση.
Όσο και αν κάποιοι από τις κυβερνήσεις σκίζουν τα ιμάτια τους δημοσίως, υποσχόμενοι ότι θα θέσουν τέρμα στην απληστία ορισμένων οικονομικών παραγόντων – εννοώντας ένα τμήμα των χρυσοπληρωμένων διευθυντικών στελεχών -, η δουλειά της ήταν είναι και θα είναι να βοηθάνε την οικονομικά άρχουσα τάξη στο άπληστο κυνήγι του κέρδους και να την στηρίζουν με δημόσιο χρήμα όταν οι «δουλειές δεν πάνε καλά».
Η τιμωρία όλων αυτών των αρπακτικών που ιδιοποιούνται για λογαριασμό τους τον κοινωνικό πλούτο, που ζουν σπαταλώντας εκατομμύρια, που ζουν παρασιτικά εις βάρος δισεκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη οι οποίοι δεν έχουν τα βασικά για την επιβίωση τους, η τιμωρία για τους άπληστους κεφαλαιοκράτες δεν πρόκειται να επιβληθεί από κανένα κράτος από καμία κυβέρνηση. Την τιμωρία τους θα μπορούσαν να επιβάλουν μόνο οι επαναστατημένες κοινωνίες, οι οποίες και θα τους αφαιρέσουν κάθε οικονομικό και κοινωνικό προνόμιο, θα τους αφαιρέσουν τα πλούτη που τους λήστεψαν για να τα κοινωνικοποιήσουν θέτοντας τα στην υπηρεσία της κοινωνικής επανάστασης.
Το χρηματοοικονομικό σύστημα ηγείται της παγκόσμιας οικονομικής τρομοκρατίας.
Πολύ πριν ξεσπάσει η σημερινή κρίση του χρηματοοικονομικού συστήματος, είχαν προηγηθεί μεγάλοι σεισμοί από τις αναρίθμητες κοινωνικές κρίσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Οι κρίσεις αυτές που ήταν αποτέλεσμα της βίαιης διεθνούς επέκτασης της κυριαρχίας του κεφαλαίου, αύξησαν το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών φέρνοντας το σε πρωτόγνωρα ιστορικά επίπεδα.
Η κρίση του χρέους των χωρών του τρίτου κόσμου και οι πτωχεύσεις πολλών χωρών κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’80 και του ’90, η έκρηξη της ανισότητας και της πείνας που κορυφώθηκε την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η επισιτιστική κρίση που πλήττει πολλές χώρες εδώ και δεκαετίες και που συνεχώς επιδεινώνεται, η διαμόρφωση ενός νέου «τρίτου κόσμου» μέσα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, είναι στάδια μιας παγκόσμιας κοινωνικής κρίσης που καλλιεργεί η οικονομία της αγοράς και του καπιταλισμού εδώ και πολλά χρόνια. Πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση, 25000 άνθρωποι καθημερινά – πάνω από 8,7 εκατομμύρια το χρόνο – έχαναν τη ζωή τους από την έλλειψη τροφής. Όμως αυτοί οι θάνατοι δεν συνιστούσαν κρίση για τις οικονομικές και πολιτικές εξουσίες. Ήταν μια αναπόφευκτη και αδιάφορη για αυτές εξέλιξη.
Το σύστημα πριν φτάσει στο σημερινό αδιέξοδο, είχε «ξεπεράσει με επιτυχία» μια σειρά προηγούμενων κρίσεων με τις πολύτιμες παρεμβάσεις των κρατικών μηχανισμών, των κεντρικών τραπεζών και των οικονομικών οργανισμών όπως το ΔΝΤ και η ΠΤ που το στήριζαν όποτε αυτό κλονιζόταν (χρηματοπιστωτική ή κρίση του χρέους το ’80, κατάρρευση των ασφαλιστικών εταιρειών στα τέλη της ιδίας δεκαετίας και χρηματιστηριακή κρίση στα τέλη του ’80, χρηματοπιστωτική κρίση από την κατάρρευση της οικονομίας στο Μεξικό το ’94, κρίση στην αγορά ομολόγων με την κατάρρευση των οικονομιών της νοτιοανατολικής Ασίας το’97).
Κάθε ξεπέρασμα όμως μιας κρίσης στις λειτουργίες του συστήματος οδηγούσε σε μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης στα χέρια των ελίτ και άφηνε πίσω της νέες όλο και πιο οδυνηρές για την ανθρωπότητα κοινωνικές κρίσεις. Παράλληλα καλλιεργούσε το μύθο ότι το σύστημα είναι αθάνατο. Με λίγα λόγια έβαζε τους όρους για μια μεγάλη και παγκόσμια οικονομική κρίση.
Το ότι ζούμε μια άνευ ιστορικού προηγουμένου παγκόσμια κοινωνική ανισότητα, δεν είναι αποτέλεσμα κακής διαχείρισης του συστήματος αλλά οφείλεται στην ίδια του τη φύση και το μοντέλο ανάπτυξης που έχει παγκοσμίως επιβληθεί και που άρχισε να διαμορφώνεται μεταπολεμικά, για να πάρει τα τελικά του χαρακτηριστικά στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Στο τιμόνι αυτού του μοντέλου έχει τεθεί εδώ και χρόνια το χρηματιστικό κεφάλαιο και τα χρηματιστήρια αποτελούν στρατηγικής σημασίας μηχανισμούς για τη συγκέντρωση κεφαλαίων και δύναμης στα χέρια των οικονομικά ισχυρών του πλανήτη.
Όταν αναφερόμαστε σε χρηματιστικό κεφάλαιο εννοούμε τη συγχώνευση όχι μόνο του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου αλλά και του κεφαλαίου που επενδύεται στα χρηματιστήρια και τις αγορές συναλλάγματος. Η συγχώνευση αυτή που παρουσιάστηκε από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και με την ώθηση της τεχνολογίας, έχει λάβει τέτοια έκταση που καθιστά ανεδαφικό και αδύνατο οποιονδήποτε διαχωρισμό.
Σήμερα διεθνείς τραπεζικοί όμιλοι, πολυεθνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, μεγάλες ασφαλιστικές και επενδυτικά σχήματα κάθε μορφής μπορεί να ελέγχονται από τα ίδια κέντρα και τα κεφάλαια να αλλάζουν συνεχώς θέσεις αναλόγως τις προοπτικές που διαμορφώνονται για τη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία τους. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες οικογένειες των σύγχρονων κροίσων μέσα από το μοντέλο της μετοχικής εταιρείας ελέγχουν βιομηχανίες, τράπεζες, ασφαλιστικές, και διαθέτουν χαρτοφυλάκια επενδύσεων για κάθε είδους χρηματιστηριακή επένδυση.
Η γιγάντωση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου έχει τις ρίζες της στην μεταπολεμική ανάπτυξη και την περίοδο της «χρυσής εποχής του καπιταλισμού». Τα υπερκέρδη εκείνης της περιόδου με τη ραγδαία βιομηχανική επέκταση άρχισαν να αναζητούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες. Είναι η εποχή που οι μεγάλες βιομηχανίες αξιοποίησαν τα κέρδη τους από τις επενδύσεις σε εθνικό επίπεδο, συνεργάστηκαν με πολλά πρωτοεμφανιζόμενα επενδυτικά σχήματα και μέσα από τη δημιουργία της πρώτης μεταπολεμικά χρηματιστηριακής έκρηξης και της «φούσκας» στις μετοχές, έδωσαν πρωτοφανή ώθηση στην επέκταση των πολυεθνικών, συστήνοντας τους διεθνείς πολυκλαδικούς ομίλους.
Η επέκταση των πολυεθνικών έγινε παράλληλα με αυτή των τραπεζών, που μεταμορφώθηκαν σε ισχυρούς διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ομίλους με τα κέρδη του «μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος». Τα κέρδη συσσωρεύονταν στα συρτάρια των τραπεζών και ήταν η πρώτη ύλη για την έκρηξη της αγοράς των ευρωδολαρίων, που ακύρωσε στην πράξη την επιβολή κρατικών ελέγχων στην διεθνή κίνηση κεφαλαίων. Οι πρώτες «μεγάλες δουλειές» για το χρηματιστικό κεφάλαιο μεταπολεμικά ήταν μέσω της μεγάλης αγοράς των δανείων σε χώρες της περιφέρειας. Ήταν μια καλοστημένη «δουλειά» στην οποία συνεργάστηκαν τράπεζες, πολυεθνικές και κυβερνήσεις του κέντρου.
Οι χώρες της περιφέρειας δανείζονταν για να φτιάξουν αναπτυξιακά έργα που ήταν άχρηστα για τις ίδιες τις χώρες και τις ανάγκες τους, που ωφελούσαν μόνο μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων στις συγκεκριμένες χώρες η οποία και πλούτιζε, γέμιζαν όμως τα ταμεία των πολυεθνικών που πραγματοποιούσαν τα έργα αυτό. Με αυτή τη διαδικασία το χρηματιστικό κεφάλαιο πραγματοποιούσε τον εξής κύκλο: από τις τράπεζες του κέντρου, πήγαινε στην περιφέρεια με τη μορφή δανείων και κατέληγε ξανά στο κέντρο, αυτή τη φορά στα ταμεία των πολυεθνικών κατασκευαστικών ομίλων, ενώ οι τράπεζες μετρούσαν τρελά κέρδη από τα δάνεια που χορηγούσαν.
Αυτός ο κερδοφόρος «περίπατος» του διεθνούς κεφαλαίου που από τις τράπεζες του κέντρου πηγαίνει στις πολυεθνικές του κέντρου κάνοντας μια κερδοφόρα παράκαμψη μέσω των αναπτυσσόμενων χωρών, είναι μια πάγια πολιτική στην μεταπολεμική παγκόσμια ανάπτυξη. Την ίδια στρατηγική ακολούθησε η υπερεθνική οικονομική ελίτ και στην περίπτωση των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας, αφού για χρόνια προετοίμαζε το έδαφος της επίθεσης με τις εκθέσεις της για τα «τεράστια περιθώρια ανάπτυξης» που υποτίθεται πως είχαν και αυτές οι χώρες. Όταν τελικά οι χώρες χρεοκοπούσαν, μετατρέπονταν σε αποικίες του δυτικού κεφαλαίου που αιχμαλωτίζονταν από το χρηματιστικό κεφάλαιο αυτές και οι λαοί τους για πάντα με τις αλυσίδες του χρέους.
Μπορεί επισήμως τον κεντρικό ρόλο μεταπολεμικά στην οικονομία να έπαιζαν οι κυβερνήσεις, όμως το χρηματιστικό κεφάλαιο ήδη από τη δεκαετία του ’60 άρχιζε να ανακτά τη χαμένη του δύναμη και να διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομική λειτουργία. Μέσα από την έκρηξη στην αγορά των ευρωδολαρίων – που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων και έφερε τις πρώτες καθοριστικές ρωγμές στο σύστημα του κρατικού παρεμβατισμού -, την απαξίωση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών – που έφερε την έκρηξη στην αγορά συναλλάγματος -, το χρηματιστικό κεφάλαιο γιγαντώθηκε, κατάφερε την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, δημιούργησε ένα παγκόσμιο δίκτυο χρηματιστηριακών αγορών και αγορών συναλλάγματος και κατάφερε να τεθεί στο τιμόνι της παγκόσμιας ανάπτυξης και της οικονομικής λειτουργίας.
Οι προσπάθειες διαχωρισμού του χρηματιστικού κεφαλαίου σε «παραγωγικό, κοινωνικά χρήσιμο βιομηχανικό κεφάλαιο» και σε «παρασιτικό κερδοσκοπικό» ή αλλιώς ο διαχωρισμός των κεφαλαιοκρατών σε «παραγωγικούς και δημιουργικούς βιομήχανους» από τη μια και «τους παρασιτικούς κερδοσκόπους» από την άλλη που συμπεριλαμβάνεται στη ρητορική σχεδόν όλων των καθεστωτικών κομμάτων και κυρίως της «σοσιαλδημοκρατίας» και της καθεστωτικής αριστεράς, είναι αδύνατη, παραπλανητική, αλλά και επικίνδυνη. Είναι αδύνατη και παραπλανητική γιατί αποκρύπτει ότι κάθε λειτουργία του συστήματος, κάθε κλάδος και τομέας του είναι μέρος του ίδιου καταστροφικού αναπτυξιακού μοντέλου. Είναι επικίνδυνη γιατί προσπαθεί να απομονώσει τις ευθύνες της σημερινής κρίσης σε κάποιους τομείς του συστήματος και σε περιορισμένους ρόλους προκειμένου να διασώσει την υπόληψη του υπόλοιπου συστήματος, το οποίο «απλώς θα πρέπει λίγο να διορθώσουμε».
Η παγκοσμιοποίηση ενός οικονομικού σχεδίου μαζικής καταστροφής
Η χρηματιστηριακή έκρηξη που σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου, ήρθε ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας εκμετάλλευσης των χωρών της περιφέρειας και των εργαζομένων στις βιομηχανικές χώρες. Όταν ακολούθησε το σκάσιμο της φούσκας στα χρηματιστήρια, όλοι πίστεψαν πως ήρθε η ώρα να επιβεβαιωθεί η θεωρία των οικονομικών κύκλων του Κοντράντιεφ, με βάση την οποία η μετά του ’30 μεγάλη κρίση θα ερχόταν τη δεκαετία του ’90. Αντί όμως να μπει στη δίνη μιας μεγάλης κρίσης ο καπιταλισμός, κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», δίνοντας τροφή για τους θεωρητικούς του «τέλους των οικονομικών κύκλων».
Η δεκαετία του ’90 μπήκε με τους θριάμβους για την μονοκρατορία του κεφαλαίου και των ελεύθερων αγορών, με θεωρίες για το τέλος της ιστορίας και των ιδεολογιών, με τους διθυράμβους για την τεχνολογική έκρηξη και την πρόοδο που υποσχόταν την ατέλειωτη επέκταση των αγορών, την απρόσκοπτη κερδοφορία του κεφαλαίου, την αδιάκοπη ανάπτυξη και το τέλος των οικονομικών υφέσεων. Αυτές τις απόψεις συμμερίζονταν όχι μόνο οι νεοφιλελεύθεροι αλλά το σύνολο των πολιτικών εξουσιών όλου του πολιτικού φάσματος, από την κεντροαριστερά – που εκείνη την περίοδο εγκατέλειψε για πάντα την σοσιαλδημοκρατία και στην ουσία υιοθέτησε τις πολιτικές των νεοφιλελεύθερων -, έως και την καθεστωτική αριστερά.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική έκρηξη έφερε μέθη για τους κεφαλαιοκράτες που διψούσαν για περισσότερο… αίμα. Οι κυβερνήσεις κάθε πολιτικής απόχρωσης σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο συμμετείχαν και συνέβαλαν τόσο στην αποθέωση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς όσο και στους όρους επέκτασης του σε πλανητικό επίπεδο, στην πολεμική αντιμετώπιση όσων κρατών δεν παραδίνονταν και στην επιβολή της Νέας οικονομικής και πολιτικής Τάξης Πραγμάτων σε όλο τον πλανήτη.
Η οικονομική έκρηξη της δεκαετίας του ’90 συνοδεύτηκε από μια νέα μεγαλύτερη έκρηξη της πείνας για τον τρίτο κόσμο, την ένταση των κοινωνικών διαχωρισμών για την ημιπεριφέρεια και το κέντρο του καπιταλισμού. Ενώ τα κέρδη των εταιρειών αυξάνονταν, αυξανόταν και η πίεση του κεφαλαίου προς την κοινωνία με το εκβιαστικό δίλημμα «μείωση του κόστους παραγωγής ή κλείσιμο» και «μετανάστευση» των επιχειρήσεων σε χώρες με πιο φθηνό εργατικό δυναμικό. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας – που συντελέστηκε και το τελευταίο εκ των πολλών «θαυμάτων» του καπιταλισμού – δημιουργήθηκε ένας νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας.
Στην Κίνα, την Ινδία, τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της ανατολικής Ευρώπης οι πολυεθνικές εγκαθιστούν τις αλυσίδες παραγωγής τους, καθώς τα μεροκάματα πείνας στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα και το σύγχρονο δουλεμπόριο που αναπτύχθηκε με την παγκοσμιοποίηση υπόσχονταν μεγάλα κέρδη για τις επιχειρήσεις. Η ένταση της διεθνούς εκμετάλλευσης με την πιο ωμή και απάνθρωπη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου που γνώρισε η ανθρωπότητα από τα τέλη του 19ου αιώνα και τα αστρονομικά κέρδη των επιχειρηματιών από την απεριόριστη μείωση του εργατικού κόστους ήταν οι παράγοντες που έφεραν εκρηκτικές διαστάσεις στην παγκόσμια κοινωνική κρίση.
Όμως, οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης από τους νεοφιλελεύθερους ως τους «σοσιαλδημοκράτες» εξυμνούσαν τα αποτελέσματα αυτού του συστήματος που «κατάφερνε να βγάλει από το φάσμα της πείνας εκατομμύρια ανθρώπων». Είναι ενδεικτικό ότι προ κρίσης διάφοροι δήθεν «σοσιαλιστές» και «επικριτές του νεοφιλελευθερισμού» όπως ο Κρούγκμαν, αντέκρουαν με μένος τα επιχειρήματα των πολέμιων της παγκοσμιοποίησης, βλέποντας σε αυτήν τη λύση για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχών πληθυσμών του πλανήτη.
Κυριότερο επιχείρημα ήταν αυτό που έλεγε πως η παγκοσμιοποίηση «έβγαλε από την απόλυτη φτώχεια εκατομμύρια ανθρώπους», οι οποίοι ως εργαζόμενοι στα στρατόπεδα εργασίας των πολυεθνικών «μπορεί να παίρνουν χαμηλά μεροκάματα, όμως πριν είχαν ακόμη λιγότερα». Παράλληλα το σύνθημα «καλύτερα κακοπληρωμένες δουλειές παρά καθόλου δουλειές» που σήμερα εν μέσω κρίσης, περικοπής μισθών και απολύσεων ακούγεται από κάθε καθεστωτικό φερέφωνο και στον ανεπτυγμένο κόσμο, πρωτοειπώθηκε ως απάντηση στις κριτικές για την απάνθρωπη εκμετάλλευση ανθρώπων στα εργοστασιακά κολαστήρια που έστηναν οι πολυεθνικές στις χώρες της περιφέρειας.
Υπάρχει όμως και μια χρονική ακολουθία σε αυτή την πορεία της εξαθλίωσης των λαών της περιφέρειας. Προϋπήρχαν οι πολιτικές δανειοδότησης από τις δυτικές τράπεζες, η πολιτική του χρέους που έθεσε σε ομηρία ολόκληρες χώρες, οι πολιτικές του ΔΝΤ που ξερίζωσαν κάθε παραγωγική διαδικασία που δεν απέφερε μεγάλα κέρδη για την δυτική οικονομική ολιγαρχία. Προϋπήρχε το ξεπούλημα των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των υποδομών, το σκλάβωμα στο διεθνές κεφάλαιο των χωρών που έπεφταν θύματα των δυτικών τραπεζών.
Η εξαθλίωση των λαών σε αυτές τις χώρες ήταν αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας πολιτικής που ξεκινάει το ’60. Όταν τη δεκαετία του 90 οι πολυεθνικές έκαναν επιδρομές στις χώρες αυτές για να βρουν «υλικό» να επανδρώσουν τα εργοστάσια, ή καλύτερα τα σύγχρονα σκλαβοπάζαρά τους, οι προηγούμενες πολιτικές της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ είχαν εξασφαλίσει πως πολλά εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν περάσει στην απόλυτη εξαθλίωση και θα αποδέχονταν να δουλεύουν ακόμα και για 1 ευρώ μεροκάματο στα εργοστάσια των δυτικών πολυεθνικών.
Και ο «πολιτισμένος» κόσμος της δύσης που υπεραμύνεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν πρόκειται για μη αρεστά στις δυτικές ελίτ καθεστώτα, δεν έχει κανένα ενδοιασμό να παίρνει για σκλάβους ακόμα και παιδιά, εκατομμύρια από τα οποία ζουν, αρρωσταίνουν και τελικά πεθαίνουν στα εργοστάσια των πολυεθνικών.
Το αποτέλεσμα από το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης ήταν να φτάσει σε πρωτοφανή στην ιστορία επίπεδα το χάσμα μεταξύ βορρά και νότου, αφού το 1820 οι διαφορές ανάμεσα στο 20% πλουσιότερο τμήμα των ανθρώπων παγκοσμίως και το 20% των φτωχότερων ήταν 3/1, το 1920 έγιναν 11/1 και το 1997 74/1. Σήμερα, το 1\5 του πιο πλούσιου πληθυσμού της γης κατέχει σχεδόν το 85% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ το φτωχότερο 20% λιγότερο από 4%. Αυτή ήταν η «βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων της περιφέρειας» που ισχυρίζονται αριστεροί και δεξιοί ότι επέφερε η παγκοσμιοποίηση.
Υπό αυτούς τους όρους και ενώ ο λεγόμενος πρώτος κόσμος αποσπά το 80% του παγκόσμιου εισοδήματος αφήνοντας το 20% για τον υπόλοιπο κόσμο, τα εταιρικά κέρδη εκτοξεύονται στα ύψη, αυξάνοντας τα εθνικά εισοδήματα χωρίς όμως να αυξάνονται τα εργατικά εισοδήματα. Αυτός ο πακτωλός χρημάτων προερχόμενος από το νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, την πλανητική υπερεκμετάλλευση και τις νέες εργασιακές σχέσεις, διοχετεύτηκαν μαζικά στα κανάλια του χρηματοοικονομικού συστήματος, κατέληξαν στις καπιταλιστικές μητροπόλεις και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στα χρηματιστήρια και τις αγορές συναλλάγματος φούντωσαν.
Τα χρηματιστήρια τη δεκαετία του ’90 γνωρίζουν νέες μέρες δόξας με τους χρηματιστηριακούς δείκτες να χτυπούν κορυφή.
Είναι η εποχή που ο πλούτος και η κερδοσκοπία απ’ ενοχοποιείται πλήρως. Με τα υπέρ-κέρδη από αυτό το διεθνές μοντέλο ανάπτυξης διογκώθηκε η χρηματιστηριακή σφαίρα και τροφοδοτήθηκαν οι χρηματιστηριακές εκρήξεις του 90. Η μια «φούσκα» διαδεχόταν την άλλη, οι κεφαλαιοκράτες διεθνώς προεξοφλούσαν την αδιάκοπη κερδοφορία αυτού του συγκεκριμένου αναπτυξιακού μοντέλου, η παγκοσμιοποίηση δοξαζόταν ως η τελική διέξοδος από τις κρίσεις του συστήματος και τα μυθικά κέρδη από τις «φούσκες» στήριζαν την κατανάλωση από τα δυτικά κυρίως μεσαία και ανώτερα στρώματα.
Με δυο λόγια ήταν η κερδοσκοπία του χρηματιστηριακού τομέα, οι «φούσκες» στα ακίνητα, τις μετοχές, στις αγορές συναλλάγματος, οι «φούσκες» στις τιμές των τροφίμων και των πρώτων υλών αυτές που δημιουργούσαν τη ζήτηση και έδιναν τη δυνατότητα να απορροφηθεί η παγκόσμια παραγωγή.
Τελικά για τη σημερινή κρίση δεν ευθύνεται μόνο ο νεοφιλελευθερισμός και η ανεξέλεγκτη δράση των αγορών. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον καπιταλισμό σε κακό και καλό, να επιρρίψουμε τις ευθύνες σε ένα τμήμα του, χαρακτηρίζοντας το ως «καζινοκαπιταλισμό» όπως συνηθίζει σήμερα μεγάλο μέρος της αριστεράς. Η ευθύνη βρίσκεται στο σύστημα συνολικά, στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας, στην επέκταση του κεφαλαίου και την ανάπτυξη.
Υπεύθυνοι της κρίσης δεν είναι μόνο κάποια διευθυντικά στελέχη των τραπεζών που πλούτιζαν από την κερδοσκοπία όλα αυτά τα χρόνια. Πίσω τους βρίσκονταν και βρίσκονται συμφέροντα που συνδέουν πολυεθνικούς ομίλους τραπεζών, βιομηχανιών, κατασκευαστικών, εταιρειών τροφίμων και φαρμάκων, ασφαλιστικών… δηλαδή, κάθε είδους πολυεθνική επένδυση που κερδοσκοπεί εις βάρος της εργασίας, των ανθρώπινων αναγκών, του περιβάλλοντος. Πίσω από την κρίση βρίσκεται το υπερεθνικό κεφάλαιο, βρίσκεται το σύνολο του καθεστώτος.
Τα χρηματιστήρια στο κέντρο της διεθνούς οικονομικής τρομοκρατίας
Στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνηθίζεται οι χρηματιστηριακές αγορές να προβάλλονται ως μια πανίσχυρη δύναμη «χωρίς πρόσωπο», που κινείται παρασκηνιακά και καθοδηγείται από τους «ιερούς και απαράβατους νόμους της αγοράς», νόμους πολύπλοκους και ακατανόητους για τους «κοινούς θνητούς», για όσους δεν έχουν μυηθεί στις λειτουργίες τους. Όμως οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν και πρόσωπο και υλική υπόσταση. Πίσω τους βρίσκονται οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές, οι κάτοχοι των αμοιβαίων και επενδυτικών χαρτοφυλακίων, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Αυτοί είναι οι οικονομικοί παράγοντες που χαράζουν τις σύγχρονες στρατηγικές συσσώρευσης και συγκέντρωσης οικονομικής εξουσίας, εφαρμόζουν πολιτικές ανελέητης αφαίμαξης του κοινωνικού πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο έχοντας πάντα την εύνοια και την συνδρομή των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών.
Με την παγκόσμια χρηματιστηριακή αξία να ξεπερνά σήμερα τα 50 τρις δολάρια ποσό μεγαλύτερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ, τα χρηματιστήρια έχουν μετατραπεί σε διεθνή κέντρα όπου καθορίζεται τι θα παραχθεί, από ποιους, σε ποιο σημείο του πλανήτη, τι τιμή θα έχει, ποιες θα είναι οι νέες αναπτυξιακές καινοτομίες, τι από την παραγωγική διαδικασία θα πεταχτεί και τι νέο θα δημιουργηθεί. Στις αγορές των παραγώγων με τα χρηματιστήρια των εμπορευμάτων να πρωταγωνιστούν, συγκεντρώνονται κεφάλαια που ξεπερνούν το αστρονομικό ποσό των 450 τρις, δηλαδή ποσό δεκαπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων και πρώτων υλών ηγούνται οι πετρελαϊκές, οι πολυεθνικές των τροφίμων και των πρώτων υλών που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής σε ενέργεια, τρόφιμα και πρώτες ύλες και κερδοσκοπούν με τις τιμές των προϊόντων. Εκεί καθορίζεται ποια προϊόντα θα παράγονται και από ποιες χώρες και σε ποιες ποσότητες, που θα διακινούνται και σε ποιες τιμές. Οι πολυεθνικές των τροφίμων και τα χρηματιστήρια καθορίζουν τις τιμές στα τρόφιμα, ποιες χώρες θα λιμοκτονήσουν για να ενισχυθούν τα κέρδη τους.
Στις αγορές συναλλάγματος – όπου τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται για να κερδοσκοπήσουν εις βάρος τοπικών νομισμάτων αγγίζουν σε ημερήσια βάση τα 2 τρις και σε ετήσια ξεπερνάνε τα 400 τρις δολάρια, ποσό δεκαπλάσιο του
παγκόσμιου ΑΕΠ – αποφασίζεται καθημερινά η αξία των νομισμάτων, που η υποτίμηση και η ανατίμηση τους μέσα από την τεράστια αυτή αγορά μπορεί να καταστρέψει ακόμα και μια χώρα του καπιταλιστικού κέντρου σε μία νύκτα. Με δυο λόγια οι «αγορές» – όπως εν συντομία συνηθίζεται να αποκαλούνται – είναι οι απόλυτοι άρχοντες του πλανήτη. Και όταν μιλάμε για «αγορές» εννοούμε τους υπερεθνικούς πολυκλαδικούς ομίλους που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής, τα πολυεθνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις επενδυτικές εταιρείες εννοούμε μια υπερεθνική οικονομικά άρχουσα τάξη που ελέγχει την παγκόσμια οικονομία.
Το κύτταρο των χρηματιστηρίων είναι η μετοχική εταιρεία που έχει δώσει μεγάλη ευελιξία στο κεφάλαιο και που μέσω αυτής μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταφέρεται από την μια επιχειρηματική θέση στην άλλη, να αλλάζει τόπο, ακόμα και να κινείται στο χρόνο, «ποντάροντας» σε μελλοντικές μεταβολές και κέρδη με την βοήθεια των πολυάριθμων χρηματιστηριακών εργαλείων που έχει ανακαλύψει η ανεξάντλητη κερδοσκοπική φαντασία. Αυτό το εταιρικό μοντέλο έχει δώσει την δυνατότητα σε λίγους μεγαλοεπενδυτές, κρατώντας μετοχές από διαφορετικές επιχειρήσεις, να ελέγχουν ταυτόχρονα διαφορετικούς τομείς της οικονομίας με λίγα σχετικά κεφάλαια, γεγονός που οδηγεί στην ενίσχυση των πολυκλαδικών ολιγοπωλίων και μονοπωλίων, στον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου και της οικονομικής δύναμης.
Μέσα από τα χρηματιστήρια και το αδιάκοπο κυνήγι άντλησης όσο το δυνατόν μεγαλύτερων κερδών για λογαριασμό των μετόχων, ο καπιταλισμός πετυχαίνει τη διεύρυνση των μηχανισμών άντλησης υπεραξίας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και προωθεί το καθεστώς διεθνούς εργασιακής υπερεκμετάλλευσης που η ωμότητα του είναι πρωτοφανής στην ανθρώπινη ιστορία.
Έτσι, τα εξευτελιστικά μεροκάματα, η εξαθλίωση των εργατών όπου γης και η ανθρώπινη δυστυχία που γεννά η φτώχεια, συμβαδίζει με την άνοδο των δεικτών των χρηματιστηρίων και αποτελεί αιτία της χρηματιστηριακής διόγκωσης.
Όσο περισσότερο μειώνονται οι μισθοί και αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων, όσο περισσότερο υποβαθμίζεται το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων τόσο διογκώνεται η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία.
Μπορεί η κοινωνική πλειοψηφία να βρίσκεται μέσα στην ανέχεια και την φτώχεια, μπορεί το ΑΕΠ σε μια χώρα να μεγαλώνει γιατί αυξάνονται τα κέρδη των πλουσίων ενώ δεν αυξάνονται τα εισοδήματα των πολλών και η χώρα βυθίζεται στα χρέη, μπορεί οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης να δηλώνουν μόνο τις κερδοφόρες ευκαιρίες για τους κεφαλαιοκράτες και όχι τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των κοινωνιών, μπορεί οι δείκτες να ευημερούν αλλά να δυστυχούν οι άνθρωποι που συνεχίζουν να ζουν μέσα στη φτώχεια, όμως οι πολιτικές εξουσίες χρησιμοποιούν αυτούς τους δείκτες για να μας πείσουν ότι η οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι καλή. Κατά ανάλογο τρόπο και η άνοδος των χρηματιστηρίων εξακολουθεί να προπαγανδίζεται ως ένας βασικός παράγοντας που δείχνει ότι η οικονομία βρίσκεται σε άνθηση.
Το επιχείρημα ότι «η χρηματιστηριακή ανάπτυξη προσφέρει οφέλη για τα σύνολο της οικονομίας», εξακολουθεί να κυριαρχεί και οι πολιτικές ελίτ υποστηρίζουν είτε άμεσα είτε έμμεσα την χρηματιστηριακή ευφορία, παρά το γεγονός ότι γίνεται πλέον όλο και πιο φανερό ότι το χρηματιστήριο είναι ένας μηχανισμός υφαρπαγής του παραγόμενου πλούτου και σκοπός του είναι η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης σε όλο και πιο λίγους. Το λεγόμενο «νοικοκύρεμα» της επιχείρησης, ή αλλιώς ο «εξορθολογισμός» της λειτουργίας της ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική, που χρησιμοποιείται ως ένας βασικός στόχος τόσο για τις επιχειρήσεις που θέλουν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο όσο και για τις εισηγμένες σε αυτό, δεν είναι τίποτα άλλο από τη «μείωση του λειτουργικού κόστους». Και αυτό στην πράξη σημαίνει είτε μείωση των αποδοχών των εργαζομένων είτε μείωση θέσεων εργασίας και απολύσεις είτε ακόμη και κλείσιμο των επιχειρήσεων και μεταφορά τους σε χώρες με πιο φθηνά μεροκάματα.
Ακόμα και οι γνωστές φιλολογίες γύρω από τον ρόλο των χρηματιστηρίων που τα παρουσιάζουν σαν τα πεδία όπου οι επιχειρήσεις αντλούν κεφάλαια αποφεύγοντας τον δανεισμό προκειμένου να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις. σήμερα αποτελούν σκέτη απάτη. Είναι εύκολο να αποδειχτεί ότι τα κέρδη από την χρηματιστηριακή άνοδο όχι μόνο δεν κατευθύνονται σε νέες επενδύσεις αλλά απειλούν και τις ήδη υπάρχουσες. Είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι επενδυτικοί και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί – οι πραγματικοί αφέντες των χρηματιστηριακών αγορών – που αξιολογούν τις εισηγμένες και τις προοπτικές ανάπτυξης τους, διαθέτουν αρκετές μεθόδους για να προκαλούν την άνοδο στις τιμές των μετοχών των επιχειρήσεων.
Οι ίδιοι επενδυτικοί οργανισμοί αξιολογούν με ευνοϊκούς όρους τον δανεισμό στις επιχειρήσεις αυτές που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αύξηση της μετοχικής τους αξίας. Αυτές τις επιχειρήσεις προσφέρονται να δανείζουν, στηρίζοντας την επιχειρηματική επέκταση τους. Με άλλα λόγια οι εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να δανείζονται τόσα περισσότερα κεφάλαια όσο περισσότερο ανεβαίνουν οι τιμές των μετοχών τους και να προχωρούν σε επιθετικές εξαγορές ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, τακτική που υπηρετεί βασική καπιταλιστική αρχή, με βάση την οποία μια ισχυρή επιχείρηση πρέπει να επεκτείνεται με τελικό στόχο τον έλεγχο της αγοράς.
Σε αυτό το κερδοσκοπικό παιχνίδι οι επιχειρήσεις με τις καλύτερες αποδώσεις κινδυνεύουν πολύ περισσότερο, καθώς οι όροι δανεισμού τους γίνονται τόσο περισσότερο ευνοϊκοί όσο αυξάνονται οι τιμές των μετοχών τους. Επίσης, είναι γνωστό πως όταν μια «ισχυρή» επιχείρηση ανακοινώσει ότι πρόκειται να εξαγοράσει μια άλλη, η μετοχή της ανεβαίνει άμεσα και τα κέρδη για τους μετόχους είναι εξασφαλισμένα. Τελικά, οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο όχι μόνο δεν αντλούν κεφάλαια αυξάνοντας την κεφαλαιακή τους βάση, αλλά αντιθέτως, συμβαίνει οι πιο «ισχυρές» από αυτές να παρουσιάζουν μείωση κεφαλαίων και να κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν όταν την χρηματιστηριακή έκρηξη διαδεχτεί η συνήθης κάθοδος.
Από αυτή τη διαδικασία αυτοί που είναι σίγουρα κερδισμένοι είναι οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί και επενδυτικοί οργανισμοί που ενορχηστρώνουν τη διαδικασία εξαγορών και συγχωνεύσεων με τις εκθέσεις τους για τις εισηγμένες, των οποίων τις μετοχές προωθούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω αναλόγως τα σχέδια τους και αντλούν τα υπερκέρδη της επέκτασης τόσο από την συμμετοχή τους στην μετοχική σύσταση των εταιρειών όσο και από τα κεφάλαια με τα οποία δανείζουν την επιχειρηματική αυτή επέκταση. Τέτοια παραδείγματα έχουμε συνεχώς και στην ελληνική αγορά με πλήθος κερδοσκοπικών χαρτοφυλακίων και με τους πολυεθνικούς επενδυτικούς ομίλους όπως η Citi η J P. Morgan, η UBS κλπ να «παίζουν» συστηματικά με πολλές εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Η υπερχρέωση μεγάλων επιχειρήσεων έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα της χρηματιστηριακής διόγκωσης των φουσκωμένων μετοχικών εταιρειών και των επεκτατικών πολιτικών, ενώ όταν έρθει η στιγμή της κρίσης, τότε «οικονομικοί γίγαντες» καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι ενώ οι δανειστές τους βρίσκονται στην γωνία αγοράζοντας τις άλλοτε φαινομενικά κραταιές επιχειρήσεις για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή η συνθήκη εντείνει τον οικονομικό συγκεντρωτισμό, καθώς μέσω των εξαγορών και των συγχωνεύσεων οι πολυεθνικοί – πολυκλαδικοί όμιλοι διευρύνουν τον έλεγχο τους σε νέες αγορές. Εννοείται πως από τους πλέον κερδισμένους είναι οι πολυεθνικοί χρηματοπιστωτικοί και επενδυτικοί οργανισμοί, που επεκτείνουν την ηγεμονική τους θέση σε αυτή την σύγχρονη διαδικασία συσσώρευσης αντλώντας τα υπερκέρδη από την διαδικασία της επιχειρηματικής επέκτασης με δανεικά.
Η χρηματιστηριακή έκρηξη στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 90 ενορχηστρώθηκε με τη συνεργασία του ελληνικού κράτους και των ντόπιων κεφαλαιοκρατών, έφερε το χρηματιστήριο στο κέντρο της οικονομικής ζωής και χιλιάδες Έλληνες και μετανάστες πίστεψαν πως ανακάλυψαν εκεί το δικό τους Ελντοράντο. Το υπερεθνικό κεφάλαιο μπήκε στο παιχνίδι μαζικά αμέσως μετά την υποτίμηση της δραχμής από την κυβέρνηση Σημίτη για να αρπάξει τις αποταμιεύσεις. τις περιουσίες – ακόμα και τα δανεικά – των «ντόπιων θυμάτων» που εισέρευσαν στο χρηματιστήριο ανεβάζοντας τους δείκτες στα ύψη και οδηγώντας την χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση για πρώτη φορά σε αστρονομικά μεγέθη – υπερδιπλάσια του ελληνικού ΑΕΠ.
Η «φούσκα» πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις και οι μεγαλομέτοχοι έκαναν την αποκομιδή των κερδών και αποχώρησαν. Ακολούθησε η καθίζηση των δεικτών που άφησε τους μικρομετόχους να κρατούν στα χέρια τους μετοχές – σκουπίδια. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι έπαιξαν και έχασαν περιουσίες στο χρηματιστήριο το ’99, οι περισσότεροι καταστράφηκαν τελείως, κάποιοι αυτοκτόνησαν. Και φυσικά αυτή η μαζική παράκρουση δεν ήταν παρά αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής της κυβέρνησης και των κομμάτων, με την πορεία του γενικού δείκτη να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της βουλής.
Η χρηματιστηριακή φούσκα του ’99 – και η παραφιλολογία περί «λαϊκού καπιταλισμού» που συνόδευσε τη δεκαετία του ’90 αλλά βρήκε την καλύτερη πρακτική εφαρμογή στα τέλη της δεκαετίας -, ήταν αναγκαία για τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό που προωθούσε το ΠΑΣΟΚ γιατί συνέβαλε στην πλήρη απενοχοποίηση της κερδοσκοπίας, στην εξιδανίκευση του πλούτου ως κυρίαρχης αξίας, στη νομιμοποίηση σε μεγάλο βαθμό της τραπεζικής τοκογλυφίας που από τότε και στο εξής πήρε τεράστιες διαστάσεις, ανάλογες των χρηματιστηριακών κερδών που άντλησαν τα κοράκια οι τραπεζίτες.
Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την βοήθεια κρατικά ελεγχόμενων χρηματιστηριακών εταιρειών καθώς και εταιρειών που είχαν ιδρυθεί από κοινού με στελέχη και των δυο μεγάλων κομμάτων, και ρίχνοντας τεράστια ποσά από τα ασφαλιστικά ταμεία στο χρηματιστήριο για να «ντοπάρουν» τους δείκτες (ποσά που εννοείται. «χάθηκαν» σε τσέπες πολιτικών, κυβερνητικών στελεχών και μεγαλοεπιχειρηματιών), ενορχήστρωσε μια από τις μεγαλύτερες απάτες στην ελληνική ιστορία.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια κλοπή μυθικών διαστάσεων, την πιο μεγάλη και μαζική μεταφορά πλούτου προς τα πιο προνομιούχα στρώματα.
Τράπεζες, κομματικά στελέχη και μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα πλούτισαν κλέβοντας τα δισεκατομμύρια σε δραχμές των μικροεπενδυτών και ρουφώντας το αίμα των μικρών επιχειρήσεων που έμπαιναν μαζικά με την «υποστήριξη» των τραπεζών. Από την χρηματιστηριακή έκρηξη και την κατάρρευση που ακολούθησε το ’99, ο συγκεντρωτισμός κεφαλαίου στην Ελλάδα προχώρησε με ταχύτατους ρυθμούς ενισχύοντας τα μονοπώλια και ολιγοπώλια στην ελληνική αγορά.
Επακόλουθο του ’99 είναι ότι ξένα κεφάλαια συμμετέχουν στην μετοχική σύσταση μεγάλων ελληνικών εταιρειών ελέγχοντας τες και κατέχοντας το μεγαλύτερο μέρος της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης. Η συμβολή του ελληνικού χρηματιστηρίου υπήρξε καθοριστική για την εγκατάσταση και τον έλεγχο της οικονομικής ζωής του τόπου από μια χούφτα Έλληνες μεγιστάνες και ξένους μεγαλοεπενδυτές, γεγονός που δεν έχει δώσει τα απαραίτητα κοινωνικά και πολιτικά διδάγματα.
Μπορεί από τότε οι μικρομέτοχοι ν’ απέχουν συστηματικά από το ελληνικό χρηματιστήριο, παρά τις όποιες προσπάθειες οικονομικής και πολιτικής εξουσίας να προσελκύσουν τους μικρομεσαίους με τις αποταμιεύσεις τους. Ένα μέρος όμως, της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή μετοχών, ομολόγων και άλλων χρηματιστηριακών προϊόντων και να προσδοκά την αύξηση του προσωπικού του πλούτου από τις πρακτικές των ανελέητων διευθυντικών στελεχών και των μάνατζερ, από την ένταση της εργασιακής εκμετάλλευσης και από την ανέχεια των εργαζομένων.
Η τύφλωση που προκαλεί η δίψα για πλουτισμό δεν επιτρέπει σε όλους αυτούς που κυνηγούν το γρήγορο κέρδος να δουν πως την ευημερία των χρηματιστηρίων, από την οποία αυτοί ευελπιστούν να πλουτίσουν, στηρίζουν – εκτός από την ένταση της εργασιακής εκμετάλλευσης – με έμμεσο τρόπο τα χρέη των νοικοκυριών, καθώς με αυτά αυξάνεται η κατανάλωση και τα κέρδη συρρέουν στα ταμείο των επιχειρήσεων ανεβάζοντας παράλληλα τους χρηματιστηριακούς τους δείκτες. Με αυτό τον τρόπο αυξάνεται συνεχώς η κοινωνική ανισότητα, αφού μια μερίδα της κοινωνίας πλουτίζει από τα χρέη μιας άλλης σαφώς μεγαλύτερης και οι πολλοί τελικά καταστρέφονται για να ευημερούν οι λίγοι.
Ας μην κοροϊδευόμαστε, η συμμετοχή οποιουδήποτε στη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία είναι μια καθαρά αντικοινωνική πρακτική, είναι ταξικά εχθρική προς τους προλετάριους, ενισχύει υλικά αλλά και ηθικά τα αφεντικά και τους πλούσιους και συμβάλλει στην ενίσχυση των κοινωνικών και ταξικών ανισοτήτων. Και αν για τους πλούσιους η ψυχρή αδιαφορία τους για την προέλευση του πλούτου τους και ο κυνισμός μπροστά στο κυνήγι του κέρδους είναι δεδομένος λόγω ταξικών καταβολών, για τους φτωχούς μια ανάλογη στάση θα έπρεπε να είναι ηθικά ανεπίτρεπτη και κατακριτέα.
Καθώς πολλοί επαγγελματίες πολιτικοί, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, κατέχουν μεγάλους αριθμούς μετοχών στα θησαυροφυλάκια τους, γίνεται κατανοητό γιατί δεν είναι τελικά μόνο θέμα πολιτικής θέσης η τυφλή στήριξη του χρηματιστηρίου, αλλά είναι και θέμα προσωπικού συμφέροντος . Όπως επίσης θέμα συμφέροντος είναι και η υιοθέτηση πολιτικών από τους κατέχοντες την κρατική εξουσία, που ενισχύουν τη μια ή την άλλη επιχείρηση, ανάλογα σε ποιον κεφαλαιοκράτη έχουν επενδύσει τα μελλοντικά τους κέρδη.
Στα χαρτοφυλάκια των πολιτικών και των οικογενειών τους αποτυπώνεται με αδιάψευστο τρόπο και για τους πιο αφελείς ακόμα, το προσωπικό όφελος της πολιτικής εξουσίας από την λεγόμενη «διαπλοκή» της πολιτικής και οικονομικής σφαίρας. Και σίγουρα δεν μπορεί ν απαλλαχθεί από αυτή την πραγματικότητα ένας βουλευτής επειδή είναι αριστερός, όπως ο Αλαβάνος του Συνασπισμού, ο οποίος – εκτός από την τεράστια περιουσία του που υποδηλώνει ότι τα συμφέροντα του απέχουν έτη φωτός από τα συμφέροντα των μη προνομιούχων – έχει στην κατοχή του ένα διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό μετοχών. Και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα αριστερό κόμμα όπως το ΚΚΕ, πάρα το γεγονός ότι κρατά καλά κρυμμένες τις επιχειρηματικές δοσοληψίες και δραστηριότητες του.
Τέτοιες περιπτώσεις αριστερών, που υποστηρίζουν ότι σκοπός τους είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργατών, των φτωχών, που καταγγέλλουν την οικονομική εκμετάλλευση και την ανισοκατανομή του πλούτου, την ελαστική και ανασφάλιστη εργασία και την εκμετάλλευση των μεταναστών, την αφαίμαξη των νοικοκυριών από τις τράπεζες, που συχνά εξαπολύουν μύδρους εναντίον του καζίνο-καπιταλισμού και που από την άλλη πλουτίζουν μέσω χρηματιστηρίου, είναι ωμοί υποκριτές και ψεύτες.
Επειδή η συμμετοχή σήμερα στο χρηματιστήριο νομιμοποιεί το πιο ληστρικό καθεστώς αφαίμαξης του κοινωνικού πλούτου μέσω της εργασίας, οφείλουμε να καταγγείλουμε ως απατεώνες και υποκριτές όλους αυτούς που χρησιμοποιούν την αριστερή ρητορική για έναν καλύτερο κόσμο και παράλληλα συντηρούν και στηρίζουν το υπάρχον εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό καθεστώς. Από τέτοιες περιπτώσεις δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα περισσότερο από εξαπάτηση.
Η αφαίμαξη των ασφαλισμένων μέσω των χρηματιστηρίων
Από τη δεκαετία του ‘50 όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έβρισκαν στα ασφαλιστικά ταμεία μια ανεξάντλητη πηγή ρευστού που λήστευαν συστηματικά για να χρηματοδοτούν την παραμονή τους στην εξουσία.
Με νόμους που ψήφιζαν οι συμμορίες των κοινοβουλίων, διαχρονικά ληστεύονται «νόμιμα» τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, με τα οποία το κράτος χρηματοδοτούσε τις πολιτικές καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σήμερα η συνήθης τακτική καταλήστευσης των ασφαλισμένων από τις κυβερνήσεις έχει γίνει ακόμα πιο επιτακτική όχι μόνο λόγω των τεράστιων κρατικών ελλειμμάτων, αλλά και επειδή η απαξίωση των ασφαλιστικών ταμείων συνιστά πλέον μια στρατηγικής σημασίας πολιτική επιλογή τόσο για τη ΝΔ όσο και για το ΠΑΣΟΚ.
Ενώ η διαδικασία πολιτικής και οικονομικής χρεοκοπίας του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα προχωρά από τη δεκαετία του ‘90 ανεξαρτήτως του ποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, η κυβέρνηση της ΝΔ από τις τρωτές στιγμές που πήρε την εξουσία στα χέρια της το 2004, ένα από τα πρώτα πράγματα που υποσχέθηκε ευθέως στις ασφαλιστικές εταιρείες δια στόματος Καραμανλή ήταν η «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού και η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση ανοίγει ένα νέο πεδίο αξιοποίησης από το κεφάλαιο, υπόσχεται μυθικά κέρδη από την ιδιωτική εκμετάλλευση της ασφάλισης και η αξιοποίηση της γίνεται πιο επιτακτική σήμερα εν μέσω της κρίσης που ροκανίζει τα κέρδη των κεφαλαιοκρατών. Ήδη τα κοράκια των τραπεζιτών υπό την επωνυμία της «ένωσης θεσμικών επενδυτών» πιέζουν επίμονα να τους δοθούν τα αποθεματικά των ταμείων για να τα «επενδύσουν».
Οι ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και χρόνια συνηθίζουν, μέσω των διορισμένων ανθρώπων τους στις ηγεσίες των ταμείων, ν ‘αγοράζουν με το αποθεματικά των ασφαλισμένων επενδυτικό προϊόντα, τα οποία τους υποδεικνύουν διάφοροι επιτήδειοι που είτε κατέχουν καρέκλες υπουργείων είτε διαπρέπουν σε χρηματιστηριακές και επενδυτικές επιχειρήσεις.
Οι γνωστές αποκαλύψεις για το ομόλογο των 280 εκατομμυρίων ευρώ που εκδόθηκε κρυφά από το γενικό λογιστήριο του κράτους, πέρασε από μια ταχύτατη διαδικασία μεταπωλήσεων και κατέληξε υπερτιμημένο στους προσυμφωνημένους αγοραστές που ήταν τα τέσσερα ταμεία (ΤΕΑΔΥ. ΤΕΑΠΟΚΑ. ΤΣΕΥΠ. ΤΕΦΥ), Έδειξαν πως οι δράστες και οι πρακτικές τους συγκέντρωναν όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολυδαίδαλης εγκληματικής οργάνωσης.
Μυστικές συμφωνίες κρατικών και οικονομικών παραγόντων, υπόγειες διαδρομές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των κρατικών ελλειμμάτων και την ενίσχυση των κομματικών ταμείων, συστηματική λαφυραγώγηση των ταμείων των ασφαλισμένων από τις συμμορίες των διεθνών χρηματοπιστωτικών και επενδυτικών ομίλων (π.χ J.P.Morgan) και τα αρπακτικά ημεδαπών χρηματιστηριακών εταιρειών(π.χ. Ακρόπολις), μίζες πολλών εκατομμυρίων ευρώ που κατέληξαν σε τσέπες πολιτικών και παραγόντων της αγοράς οι οποίοι υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της μεγάλης κομπίνας.
Και καθώς γνωρίζουμε πως ένα μέρος της αλήθειας είδε το φως της δημοσιότητας αφού εκδόθηκαν και άλλα ομόλογα τα οποία και πουλήθηκαν σε περισσότερα από τα ήδη γνωστά ταμεία, αντιλαμβανόμαστε πως το μέγεθος του εγκλήματος είναι ανυπολόγιστο για εκατομμύρια ασφαλισμένους.
Η πολιτική της διαχείρισης των αποθεματικών μέσω των κεφαλαιαγορών, η αύξηση ή η μείωση τους αναλόγως των αποδόσεων των επενδυτικών εργαλείων, έχει πλέον νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις των περισσοτέρων.
Γι’ αυτό και η εγκληματική ιστορία της τοποθέτησης εκατομμυρίων ευρώ από πολλά ταμεία σε διάφορα χρηματιστηριακά παράγωγα που αποκαλούν «δομημένα ομόλογα», ενώ θα έπρεπε να είχε γίνει αφορμή κοινωνικής έκρηξης λόγω του θράσους των κυβερνητικών να χρησιμοποιούν τα αποθεματικά των ασφαλισμένων για να τροφοδοτούν τους κρυφούς τους λογαριασμούς, να χρηματοδοτούν κρατικά ελλείμματα, να πλουτίζουν οι ίδιοι και να χρηματίζουν πολυεθνικές, αντί να γίνει αιτία για ν’ ανατραπεί η πολιτική της χρησιμοποίησης του κοινωνικού αυτού πλούτου για επενδύσεις σε χρηματιστηριακά προϊόντα, αντιθέτως, είδαμε μια γελοία κριτική ν’ αναπτύσσεται με πρωταγωνιστές τα ΜΜΕ και τα κόμματα, η οποία επικεντρώθηκε στις μίζες, τους χρηματισμούς και την παράβαση των όρων της ίδιας της αγοράς στην πώληση των «ομολόγων», τα οποία και αγοράστηκαν από τα ταμεία με το γνωστό «καπέλο».
Το ζητούμενο πλέον δεν είναι το αν πρέπει ή όχι να χρησιμοποιούνται τα χρήματα των ασφαλισμένων στον χρηματιστηριακό τζόγο – αυτό θεωρείται πως έχει νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων – αλλά το αν αυτό γίνεται με βάση τους νόμους των αγορών, αν τη διαχείριση την κάνουν «εξειδικευμένοι οργανισμοί» και αν οι συμφωνίες είναι «συμφέρουσες ή όχι» για τα ταμεία.
Έτσι, κανένας δεν αναφέρεται στην τεραστία κλοπή που γίνεται στο ΙΚΑ μέσω της ΑΕΔΑΚ (Ανώνυμης Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων) ασφαλιστικών ταμείων, τις δραστηριότητες της οποίας καθώς και τους πραγματικούς ισολογισμούς της καλύπτει μονίμως ένα πέπλο μυστηρίου. Η συγκεκριμένη εταιρεία που στην οποία ουσιαστικά ηγείται η Εθνική τράπεζα, συστάθηκε με το νόμο 1902/90 για να διαχειρίζεται εν λευκώ τα αποθεματικά του ΙΚΑ, έχει αναλάβει την διαχείριση των αποθεματικών των ΟΓΑ και ΟΑΕΕ.
Το μεγάλο φαγοπότι με τα αποθεματικά των προαναφερθέντων ταμείων γίνεται με τις ευλογίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Εκτός από το γεγονός ότι μέρος από τα γνωστά δομημένα ομόλογα αγοράστηκαν και από τη συγκεκριμένη ΑΕΔΑΚ -γεγονός που αποσιωπάται -, μεγάλο μέρος των αποθεματικών χρησιμοποιείται για την αγορά ιδίων μετοχών από τις διαχειρίστριες τράπεζες.
Οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι της Ελλάδας ALPHA, EFG, Eurobank, Εθνική και Εμπορική μέσω των χρηματιστηριακών θυγατρικών τους, έχουν καταφέρει μια σύμπραξη μέσω της ΑΕΔΑΚ και αρπάζουν τις εισφορές των ασφαλισμένων χρηματοδοτώντας τις κομπίνες τους και γεμίζοντας τα ταμεία τους. Επίσης, έχουν μετατρέψει τα ταμεία σε σκουπιδοτενεκέδες που πετάνε τα αμοιβαία κεφάλαια που εκδίδουν για λογαριασμό των εισηγμένων στο χρηματιστήριο και για το οποία δεν βρίσκουν άλλον αγοραστή. Στα ταμεία με τις πειθήνιες διοικήσει που ελέγχονται από τα δυο μεγάλα κόμματα, βρίσκουν τον πάντα πρόθυμο αγοραστή για όλα τα επενδυτικά τους σκουπίδια.
Ας θυμηθούμε ότι το 2007 που γινόταν γνωστή η λεηλασία των ταμείων μέσω των γνωστών δομημένων ομολόγων, πολλά ΜΜΕ μιλούσαν για την «χρηστή διαχείριση της ΑΕΔΑΚ των ασφαλιστικών ταμείων», όπου οι «ειδικοί στις χρηματαγορές» (τα αρπακτικά της Εθνικής και των λοιπών τραπεζών) «διαχειρίζονται τα κεφάλαια των ταμείων αποφέροντας κέρδη, και όχι οι κομματικοί προϊστάμενοι των ταμείων, οι οποίοι ούτε γνώστες χρηματοοικονομικών είναι και επιπλέον χρηματίζονται εύκολα».
Ας θυμηθούμε πως το παράδειγμα της ΑΕΔΑΚ των ασφαλιστικών ταμείων χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένως για να προτρέψει και άλλα ταμεία να ακολουθήσουν την ίδια τακτική. Σήμερα, ας μας πουν όλοι αυτοί που μιλούσαν τότε για την συγκεκριμένη ΑΕΔΑΚ, πότε το ΙΚΑ και τα άλλα ταμεία είδαν τα ταμεία τους να γεμίζουν οπό τις «ψηλές αποδόσεις των χρηστών επενδύσεων» που έκανε η εταιρεία; Κυρίως ας μας εξηγήσουν γιατί, παρά την «καλή διαχείριση» που διαμηνύουν ότι έγινε, ο ΟΑΕΕ έχει άδεια ταμεία και εκποιεί περιουσιακά στοιχεία για να πληρώσει τους ασφαλισμένους του; Ας μας εξηγήσουν πώς βρέθηκε στο χείλος της κατάρρευσης το ΙΚΑ το μεγαλύτερο ταμείο της χώρας και πώς το ένα ταμείο μετά το άλλο αδυνατεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του στους ασφαλισμένους.
Και ενώ το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στην Ελλάδα τρώει τα αποθεματικά των ταμείων με τις ευλογίες του κράτους, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας περνάει το ένα νομοσχέδιο μετά το άλλο για την μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και αφού έχει συμβάλει τα μέγιστα για την λεηλασία των ταμείων, υποκρίνεται πως θεσμοθετεί για την σωτηρία τους.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και οι δυο κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ψήφισαν σειρά νόμων που άλλαζαν προς τα πάνω τα συνταξιοδοτικά όρια ηλικίας, αύξαναν τις εισφορές των εργαζομένων μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισφορές των εργοδοτών (νόμος Σιούφα), μείωναν τις συντάξεις, έκοβαν τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις (νόμος Ρέππα), υπονόμευαν την δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και παράλληλα έσπρωχναν όλο και βαθύτερα στην κινούμενη άμμο των χρηματιστηριακών επενδύσεων τα ταμεία.
Οι εργαζόμενοι τρομοκρατημένοι από τις σφοδρές αλλαγές στο ασφαλιστικό που πέρασε η κυβέρνηση το 2008 και έχοντας μπροστά τους όλο και πιο δυσμενείς όρους για να συνταξιοδοτηθούν – αν τους το επιτρέψουν τα όρια ηλικίας που συνεχώς ανεβαίνουν -, στρέφονται όλο και περισσότερο προς τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Η αντίδραση αυτή των εργαζομένων δεν αφορά μια μη επιθυμητή παράπλευρη απώλεια της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλά επιθυμητή κατάληξη τόσο για τη ΝΔ όσο και για το ΠΑΣΟΚ που έρχεται ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας πολιτικής τους για την απαξίωση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος.
Η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι αναλαμβάνουν οι ίδιοι το βάρος της ασφάλισης τους και αφήνονται πλήρως στις ορέξεις των αγορών, ή αλλιώς στη χρηματιστηριακή εξουσία, που το μόνο που επιθυμεί από αυτή τη διαδικασία είναι ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Οι απαιτήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με συμφέροντα στην αγορά των ασφαλίσεων και των μεγάλων επιχειρηματιών που ζητούν παραπέρα μείωση των εισφορών τους στην ασφάλιση των εργαζομένων έχει ήδη καταφέρει σε πολλές χώρες τη μερική σε άλλες την πλήρη ιδιωτικοποίηση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων.
Οι ασφαλιστικές και τα μεγάλα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία αποτελούν στις μέρες μας μια από τις μεγαλύτερες κατηγορίες θεσμικών επενδυτών που διαχειρίζονται πάνω από 12 τρισ. δολάρια παγκοσμίως. Από την άλλη, οι εκρήξεις συγχωνεύσεων των τελευταίων χρόνων έφερε τις ασφαλιστικές εταιρείες να συνδέονται οργανικά με άλλες πολυεθνικές διαφορετικού αντικειμένου (βλ. Allianz με Siemens), κατακτώντας ηγεμονική θέση στην παγκόσμια αγορά. Τα σύγχρονα πολυεθνικά – πολυκλαδικά εκτρώματα δημιουργήθηκαν μέσα από μια μακρά περίοδο υπερσυσσώρευσης, και τώρα θέτουν ως στόχο τον έλεγχο του συνταξιοδοτικού συστήματος των χωρών που είτε παραμένει δημόσιο είτε βρίσκεται υπό τον μερικό έλεγχο των αγορών.
Σε χώρες που το κράτος έχει γκρεμίσει πλήρως το σύστημα δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, όπως στις ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι πληρώνουν αυξημένες εισφορές για να εξασφαλίσουν μια αμφιβόλου μεγέθους σύνταξη και η τύχη τους έχει ταυτιστεί οπό την κερδοφορία της εταιρείας στην οποία είναι ασφαλισμένοι και την πορεία της μετοχής της. Η κατάρρευση μεγάλων εταιρειών – φαινόμενο συχνό στην καπιταλιστική εποχή μας – μπορεί να μην σημαίνει την οικονομική καταστροφή των μεγαλομετόχων και των διευθυντικών στελεχών – που συνήθως εγκαταλείπουν το πλοίο πριν βυθιστεί, άλλα σημαίνει σίγουρα την ολοκληρωτική καταστροφή αυτών που όχι μόνο χάνουν τις δουλειάς τους αλλά κυρίως, χάνουν και τις εισφορές που έχουν καταβάλλει μέχρι τη στιγμή της κατάρρευσης για να έχουν ιατρική περίθαλψη και σύνταξη.
Με τις εισφορές των ασφαλισμένων συγκεντρώνονται τεράστια ποσά που κατευθύνονται στη χρηματιστηριακή σφαίρα για «επενδύσεις». Με αυτό τον τρόπο το κεφάλαιο καταφέρνει μια ακόμα ωμή λεηλασία εις βάρος των εργαζομένων. Στον χρηματιστηριακό τζόγο τ’ αποθεματικά των ταμείων χρησιμεύουν και ως «ανάχωμα» στα όλο και πιο μεγάλα επενδυτικά ρίσκα που παίρνουν οι μεγαλοεπενδυτές. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία ήταν ένας βασικός αγοραστής των τιτλοποιημένων χρεών από τις τράπεζες που άνοιξαν την αγορά των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Και δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Είναι συνήθης πρακτική όπως πολύ καλά γνωρίζουμε και από το ελληνικό παράδειγμα των δομημένων ομολόγων.
Κατά έναν ανάλογο τρόπο τα ασφαλιστικά ταμεία στην Ελλάδα και πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, γίνονται το ανάχωμα στην κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη προστατεύοντας τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η χωρίς πραγματικούς περιορισμούς αρπαγή των αποθεματικών των ταμείων από το μεγάλο κεφάλαιο γίνεται εδώ και χρόνια με τις ευλογίες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, των κομμάτων και των ΜΜΕ, γεμίζοντας τις τσέπες των μεγαλοεπενδυτών, που είτε άμεσα είτε έμμεσα συνδέονται με τα αρπακτικά των τραπεζών οι οποίες διαχειρίζονται τα χρήματα των ασφαλισμένων.
Πρόκειται για το ενδιάμεσο στάδιο πριν την ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση, για την οποία προϋπόθεση είναι η πλήρης απαξίωση των ταμείων και η κατάρρευση του υπάρχοντος ασφαλιστικού συστήματος. Η απαξίωση αυτή ήδη έχει συντελεστεί και αυτό αποδεικνύεται από το ότι η κυβέρνηση μόλις πρόσφατα προχώρησε σε έκδοση ομολόγων ύψους 4,6 δισ. ευρώ για να καλύψει τις τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες του ΙΚΑ, γεγονός που επιβεβαιώνει την κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών και δικαιολογεί την εσπευσμένη προσφυγή στις κάλπες στις 4 Οκτώβρη.
Αν η πορεία αυτή δεν ανατραπεί από μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση, στο άμεσο μέλλον οι οικονομικοί δείκτες των επιχειρήσεων, η ανταγωνιστικότητα τους, η θέση τους στην αγορά, θα καθορίζουν το ύψος των συντάξεων και τις παροχές στην υγεία.
Η μοίρα των κεφαλαιοκρατών θα γίνει δική μας μοίρα. Θα βλέπουμε στον πλουτισμό τους τη δυνατότητα να έχουμε μια αξιοπρεπή σύνταξη, θα βλέπουμε στις οικονομικές τους δυσκολίες τα δικά μας εμπόδια στην υγεία και την απειλή να βρεθούμε στο κοινωνικό περιθώριο καθώς γερνάμε. Θα βλέπουμε στους τριγμούς της ελεύθερης αγοράς την απειλή για εμάς τους ίδιους. Και όταν η εταιρεία καταρρεύσει (όπως έγινε με την Enron στις ΗΠΑ και με τις δεκάδες εταιρείες που καταρρέουν σήμερα λόγω της κρίσης) οι εισφορές μας, ή ό,τι μείνει από αυτές, θα βρίσκονται στις βαλίτσες των διευθυντικών στελεχών που θα εγκαταλείπουν το πλοίο καθώς βυθίζεται, και το δικαίωμα στην ασφάλιση θα πνίγεται στα ναυάγια των εταιρικών συμφερόντων.
Η επανάσταση η μόνη λύση για την οριστική έξοδο από τις κρίσεις
Είναι φυσικό οι πολιτικές ελίτ ανά τον κόσμο που στηρίζουν τις εξουσίες τους στο υπάρχον οικονομικό σύστημα, να προσπαθούν να μας πείσουν πως η κρίση έχει περιορισμένο χαρακτήρα και αφορά την κακή λειτουργία των τραπεζών και κυρίως των αμερικάνικων. Γι’ αυτές και την καθεστωτική προπαγάνδα που καλλιεργούν δεν υπάρχει πρόβλημα στο σύστημα του καπιταλισμού και των αγορών, δεν υπάρχει συσχετισμός προηγούμενων κρίσεων με τη σημερινή – η κάθε μια υπήρξε «μεμονωμένο περιστατικό χωρίς αναφορές στο παρελθόν και χωρίς επιπτώσεις στο μέλλον -, δεν υπάρχει σύνδεση της μακροχρόνιας εντεινόμενης εκμετάλλευσης με την σημερινή κατάσταση.
Γι’ αυτές σημασία έχει να σωθεί το τραπεζικό, σύστημα από την κατάρρευση, δηλαδή να σωθεί η οικονομική άρχουσα τάξη του πλανήτη και οι περιούσιες της, ακόμη και αν αυτό σημαίνει μεγαλύτερη φτώχεια και εκμετάλλευση για τους λαούς.
Δεν πιστεύουμε πως κάποιος από τις κυβερνήσεις που λαμβάνουν μέτρα σωτηρίας του συστήματος πιστεύει πραγματικά πως αυτά θα μας βγάλουν από την κρίση και ότι γίνονται για το καλό του συνόλου. Γιατί μόνο ένας ηλίθιος πολιτικός θα πίστευε πως το να χαρίζει στις τράπεζες δημόσιο χρήμα, δίνοντας αστρονομικές διαστάσεις σε ένα χρέος το οποίο είναι ήδη , δυσβάσταχτο για την κοινωνία που το πληρώνει, το να γεμίζει με αυτό το χρήμα τις τσέπες των πλουσίων που δεν δίνουν δεκάρα για την κατάσταση των συνανθρώπων τους εφόσον δεν βλέπουν ευκαιρίες κερδοφορίας εν μέσω κρίσης και οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα περί εξόδου από αυτή είναι σκόπιμες μπουρδολογίες, και μέσα σε όλα αυτά να επιβάλει πολιτικές περιορισμού των δαπανών σε βασικές δημόσιες λειτουργίες όπως στην υγεία, να κόβει μισθούς και συντάξεις και να ξεπουλά σε τιμή κόστους ό,τι δημόσια περιουσία έχει απομείνει, μόνο ένας ηλίθιος πολιτικός θα έκανε όλα αυτά πιστεύοντας πραγματικά ότι είναι λύσεις εξόδου από την κρίση.
Η πολιτική ενίσχυσης του κεφαλαίου με χρήμα και οι σκληρές πολιτικές λιτότητας που επιβάλει η ευρωπαϊκή επιτροπή και εφαρμόζουν ευλαβικά οι κυβερνήσεις, δεν είναι πολιτικές εξόδου από την κρίση. Είναι πολιτικές που επιδεινώνουν την κρίση και αυτό θα φανεί στο αμέσως επόμενο διάστημα. Είναι πολιτικές διάσωσης της άρχουσας τάξης και διασφάλισης των κερδών της. Είναι πολιτικές διασφάλισης ότι το σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί αφού σε αυτό οι κυβερνήσεις στηρίζουν τις εξουσίες τους. Είναι πολιτικές που κατατείνουν σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση όπως δείχνει η πλήρης κάλυψη της μαύρης εργασίας και η εκ περιτροπής εκβιαστική καθιέρωση του τετραημέρου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Η κρίση δίνει μια μοναδική ευκαιρία στους επιχειρηματίες να επιβάλουν με τον εκβιασμό της απόλυσης τη μοναδική ιστορικά συμπίεση των εργατικών αποδοχών.
Το σύνθημα «καλύτερα κακοπληρωμένες δουλειές παρά καθόλου δουλειές» δεν ακούγεται πλέον μόνο για τα εργοστασιακά «Νταχάου» της Ασίας αλλά και για κάθε εργασιακό χώρο της δύσης και υιοθετείται από τους χορτασμένους πολιτικούς ηγέτες των δεξιών, κεντρώων και κεντροαριστερών κομμάτων ως κεντρική πολιτική γραμμή. Και δεν πρόκειται για επιλογές που θα εκλείψουν ως δια μαγείας αν και όποτε βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση. Πρόκειται για μόνιμες επιλογές που θεσμοθετούνται από τις κυβερνήσεις και που θα ορίζουν από εδώ και στο εξής τους όρους των εργασιακών σχέσεων.
Για τις πολιτικές εξουσίες ανά τον κόσμο η σημερινή κρίση και η επιτυχής διαχείριση της σημαίνει ότι θα βοηθήσει τους κεφαλαιοκράτες να περάσουν τα προβλήματα και να επεκτείνουν την οικονομική ισχύ τους, σημαίνει πως θα καταφέρουν να συνεισφέρουν στον μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό οικονομικής ισχύος.
Για τις ίδιες τις πολιτικές ελίτ σημαίνει νέες ευκαιρίες για επέκταση των εξουσιών τους, για ενδυνάμωση της κρατικής ισχύος. Εφόσον καταφέρουν να περάσουν τον κάβο χωρίς ιδιαίτερο κοινωνικό κόστος – που στην εποχή μας δεν εννοούμε απλώς τις έτσι κι αλλιώς αναμενόμενες κοινωνικές εκρήξεις αλλά τον κίνδυνο των πολιτικών ανατροπών, τη βίαιη αποκαθήλωση κυβερνήσεων και την ανατροπή του καθεστώτος – τότε οι κοινωνίες θα έρθουν αντιμέτωπες με ένα κρατικό μόρφωμα που θα κυριαρχούν τα ολοκληρωτικά ακόμα και νεοφασιστικά χαρακτηριστικά.
Αυτό ετοιμάζεται σε πολλές χώρες του κόσμου αλλά και στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει επιλέξει την ακροδεξιά στροφή για ψηφοθηρικούς μόνο λόγους – αυτό είναι μια απλοϊκή προσέγγιση – αλλά γιατί διαβλέπει πως δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες – με την αμέριστη υποστήριξη του φασίστα Καρατζαφέρη, του κόμματος του και των διαφόρων παρακρατικών φασιστικών συμμοριών που το πλαισιώνουν – για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού ρεύματος με ακροδεξιά χαρακτηριστικά και υπερσυντηρητικά ανακλαστικά.
Αυτή η κοινωνική τάση που ενώ είναι υπό διαμόρφωση και μέχρι σήμερα αισχρά μειοψηφική, στην κοινωνία πλασάρεται με τη συνδρομή των ΜΜΕ ως η κυρίαρχη κοινωνική τάση και χρησιμοποιείται για να δείχνει ότι υπάρχει όχι απλώς συναίνεση στα μέτρα για ισχυροποίηση του κρατικού ελέγχου, αλλά απαίτηση κοινωνική για την άμεση εφαρμογή ολοκληρωτικών μεθόδων κρατικής επιβολής και ελέγχου στην κοινωνία. Μια αιχμή για αυτή την πολιτική είναι οι πρόσφυγες οικονομικοί και πολιτικοί, οι άνθρωποι που υφίστανται το μεγαλύτερο βάρος της μακροχρόνιας σήψης που προκαλεί το οικονομικό καθεστώς και των πολέμων που γεννά η επέκταση του κυρίαρχου μοντέλου εξουσίας. Η άλλη αιχμή είναι η καθεστωτική ασφάλεια και η πάταξη κάθε κοινωνικής αντίστασης με κάθε μέσο.
Στην πραγματικότητα γνωρίζουν ότι με αυτές τις επιλογές που καλλιεργούν τα δυο μεγάλα κόμματα, το ΛΑΟΣ και η απουσία ουσιαστικής αντίστασης από τα κόμματα της αριστεράς, καλλιεργείται ήδη ένα κλίμα κοινωνικού εμφυλίου που εδραιώνεται με τους απανωτούς στρατιωτικού τύπου νόμους οι οποίοι ψηφίστηκαν για την διατήρηση της καθεστωτικής ασφάλειας. Αυτό το κλίμα κοινωνικού εμφυλίου προωθείται στους δρόμους των πόλεων με την στρατιωτική σύμπραξη αστυνομίας και ένοπλων ακροδεξιών συμμοριών που ελέγχονται από τον κρατικό μηχανισμό.
Σήμερα οι κίνδυνοι για ένα νέου τύπου ολοκληρωτισμό δεν βρίσκονται στα ακραία στοιχεία του συστήματος, αφού αυτά και τα βασικά προτάγματά τους έχουν συγχωνευτεί με τις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις. Καθώς οι κομματικές συνιστώσες του καθεστώτος αφομοιώνουν τις ακροδεξιές προτάσεις – βλέπε σύμπλευση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ σε μεταναστευτικό και καταστολή – ο κρατικός νεοφασισμός που θα στηρίζεται σε όλο και πιο μειοψηφικά κοινωνικά ρεύματα τα οποία και θα το νομιμοποιούν μέσω εκλογικών παρωδιών, θα είναι το μοντέλο διακυβέρνησης που θα γεννηθεί από τη σημερινή κρίση.
Απέναντι από αυτή τη νεοφασιστική και απολυταρχική πολιτική κατάσταση που ήδη διαμορφώνεται και που ήδη υπάρχει η πολιτική συναίνεση της πλειοψηφίας των καθεστωτικών κομμάτων, κανένα κόμμα της αριστεράς δεν θα μπορεί να αντιπαρατεθεί. Ήδη τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και οι απελάσεις αποτελούν την «κεντρική μεταναστευτική πολιτική» με τη συναίνεση ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, ενώ οι διαμαρτυρίες του Σύριζα και του ΚΚΕ δεν είναι ικανές να αποτρέψουν την εφαρμογή της. Οι νόμοι για την αντιμετώπιση της αντίστασης και για τη θωράκιση του καθεστώτος περνούν ο ένας μετά τον άλλον (νόμοι για τις κουκούλες, την ονομαστικοποίηση των καρτοκινητών, τις κάμερες, το DΝΑ).
Πιστεύουμε ότι από εδώ και στο εξής η συμμετοχή οποιουδήποτε κόμματος στο κοινοβούλιο, εκεί όπου ήδη αποφασίζονται και εκτελούνται οι πιο ακραίες πολιτικές που έχει γνωρίσει ο τόπος από την εποχή του Μεταξά και της χούντας των συνταγματαρχών, δεν θα μπορεί να δικαιολογείται από την κοινωνία που δεν συμβιβάζεται.
Αν υπάρχει ένα μήνυμα που στάλθηκε με την ιστορική αποχή του 50% από τις ευρωεκλογές προς το πολιτικό σύστημα ήταν ότι γίνεται όλο και πιο κατανοητό από όλο και περισσότερους ότι το καθεστώς και οι θεσμοί του είναι σάπιοι, ότι κανένα κόμμα δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τώρα διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου για το υπάρχον καθεστώς τίποτα από εδώ και στο εξής δεν θα είναι το ίδιο, καθώς χάνει συνεχώς το κοινωνικό του έρεισμα και απονομιμοποιείται στις συνειδήσεις όλο και περισσότερων ανθρώπων. Και επειδή γνωρίζει ότι συρρικνώνεται η βάση που στηρίζεται το σύστημα της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, ετοιμάζεται να διεκδικήσει την επιβίωση του με τα όπλα του ολοκληρωτισμού.
Δεν πιστεύουμε πως όλοι όσοι δεν ψήφισαν βρίσκονται λίγο πριν την επαναστατική εφόρμηση. Όμως πιστεύουμε πως αυτό που αποτυπώθηκε με σαφήνεια είναι η ηθική απαξίωση του οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος, γεγονός που αντλεί πολλές από τις αιτίες του στην οικονομική κρίση. Βέβαια η αποχή από τις εκλογές δεν σημαίνει από μόνη της περισσότερη πολιτικοποίηση από τους πολίτες ή πιο ενεργή ενασχόληση τους με τα κοινά.
Γι’ αυτό και μαζί με το πρόταγμα μας για αποχή από τις εκλογές θα προσθέταμε πως είναι επιτακτική ανάγκη να μην σημάνει αυτή η επιλογή την παραίτηση από τη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων, αλλά αντιθέτως, να σημάνει την εξωθεσμική δραστηριοποίηση των ανθρώπων με στόχο την διαρκή παρεμπόδιση του αντικοινωνικού έργου των καθεστωτικών κομμάτων.
Ας μην είναι η αποχή στροφή στην παθητικότητα και την παραίτηση, αλλά ας είναι η αφετηρία ενός ειλικρινούς και ανόθευτου αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση.
Για εμάς η πραγματική έξοδος από την κρίση δεν βρίσκεται σε καμία συνταγή διόρθωσης του συστήματος. Να μην τους βοηθήσουμε να βγούνε από μια κρίση με το σύστημα νικητή και τις κοινωνίες ηττημένες. Να μην ζήσουμε άλλο κάτω από το ζυγό ενός συστήματος που μεγαλώνει συνεχώς τη φτώχεια, που τρέφεται με τον φόβο και την ανασφάλεια για την επιβίωση. Να μη ζήσουμε άλλο κάτω από τον κρατικό ζυγό, τον καθημερινό έλεγχο και την τρομοκρατία που ασκείται εις βάρος όλων μας.
Η μόνη πραγματική έξοδος από την κρίση βρίσκεται στην ανατροπή του συστήματος που γεννά τις κρίσεις.
Πιστεύουμε πως σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι θεμιτός και αναγκαίος ο μεγαλύτερος απεγκλωβισμός των κοινωνιών από τα καθεστωτικά κόμματα κάθε απόχρωσης. Ο απεγκλωβισμός της αντίστασης από τα ξεπουλημένα στο σύστημα κόμματα της αριστεράς, από τις μεταρρυθμιστικές παγίδες και την απάτη της «ανατροπής από τα μέσα». Η πολιτική λύση βρίσκεται στην εξωθεσμική και οριζόντια οργάνωση των αντιστάσεων σε μια προοπτική που θα στοχεύει στην ανατροπή και την επανάσταση.
Δεν πρόκειται μόνο για μια πρόταση που απαντά στα ανήθικα χαρακτηριστικά του καθεστώτος, στην εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπων από ανθρώπους. Δεν πρόκειται μόνο για την ηθική αναγκαιότητα να ξεπεραστεί ένα καθεστώς που στηρίζεται στην καταπίεση. Μέσα στο περιβάλλον της κρίσης που διαμορφώνεται η έξοδος από το σύστημα παίρνει πλέον χαρακτηριστικά ανάγκης για επιβίωση, καθώς ο καπιταλισμός έχει ήδη φτάσει με τον αδηφάγο και άπληστο χαρακτήρα του τις κοινωνίες στα όρια της περιθωριοποίησης, της φτώχειας, του θανάτου και το οικοσύστημα του πλανήτη μας στην καταστροφή. Αν δεν ανατραπεί θα σκοτώσει τον πλανήτη, θα μας σκοτώσει όλους.
Η έξοδος από την κρίση θα έρθει μέσα οπό την επαναστατική κοινωνική οργάνωση που αναπόφευκτα θα συγκρουστεί με κάθε καθεστωτική μορφή πολιτικής οργάνωσης. Η έξοδος από την κρίση θα έρθει με την καταστροφή του συστήματος, των μηχανισμών και των θεσμών του, με την οργάνωση μιας κοινωνίας οικονομικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας. Μιας κοινωνίας χωρίς οικονομικές και κοινωνικές διαφορές, έξω από τα δόγματα του ανταγωνισμού, μιας κοινωνίας αλληλεγγύης.
Όταν μιλάμε για οριστική έξοδο από την σημερινή και από κάθε άλλη κρίση, εννοούμε την επανάσταση. Εννοούμε την κατάργηση του κράτους και κάθε μορφής οργανωμένη εξουσία που αναπόφευκτα θα υπάρχει για να διαιωνίζει και να αναπαράγει τους κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς, δηλαδή τις βαθύτερες αιτίες των κάθε είδους κρίσεων. Εννοούμε την αφαίρεση των οικονομικών προνομίων από την άρχουσα τάξη και την κοινωνικοποίηση τους, δηλαδή την επαναοικειοποίηση του κλεμμένου κοινωνικού πλούτου. Την απαλλοτρίωση της κρατικής και εκκλησιαστικής περιουσίας και την κοινωνικοποίηση της. Την απαλλοτρίωση όλης της γης και της περιουσίας που κατέχουν οι βιομηχανίες. Την δήμευση των περιουσιών των πλουσίων. Την κατάργηση κάθε οικονομικού και πολιτικού προνομίου και την δημιουργία μιας κοινωνικής οργάνωσης που θα αποτρέπει την επανεμφάνιση παλιών ή και νέων μορφών πολιτικού και οικονομικού συγκεντρωτισμού και που κάθε απόφαση θα λαμβάνεται από τις κοινότητες και τα συμβούλια των πολιτών. Την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής αλλά και την αποτροπή κάθε πολιτικής που θα επιδιώκει την κρατικοποίηση ή την εθνικοποίηση τους. Γιατί δεν γίνεται να επιστρέψουμε σε μορφές κρατικού συγκεντρωτισμού, με κάποιο κόμμα «πεφωτισμένης ηγεσίας» να οργανώνει ένα «νέο» κεντρικά ελεγχόμενο μοντέλο ανάπτυξης.
Αυτό το κοινωνικό μοντέλο ούτως ή άλλως κατέρρευσε. Όμως έτσι και αλλιώς είναι αντεπαναστατικό και αντικοινωνικό, αφού η εδραίωση του βασίζεται στον πολιτικό ολοκληρωτισμό. Η μόνη ιδιοκτησία να είναι η κοινοτική, η μόνη εξουσία αυτή της κοινότητας και των λαϊκών συνελεύσεων της. Να περάσουν στα χέρια της κοινωνικής βάσης όλα τα απαλλοτριωμένα από την εξουσία πλούτη και μέσα παραγωγής. Η ίδια η κοινωνική βάση μέσα από τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες της να αποφασίζει τα πάντα, για την παραγωγή, τη διανομή των προϊόντων, την κατανάλωση, δηλαδή την πλήρη κατάργηση της λειτουργίας της αγοράς και του καπιταλισμού. Την απομόνωση κάθε κομματικής απόπειρας σφετερισμού των επαναστατικών κεκτημένων και την επαναφορά εξουσιαστικών καρκινωμάτων που θα θελήσουν να θέσουν τέρμα στην επανάσταση.
Αυτό που με δυο λόγια λέμε είναι ότι αξίζει να έρθουμε σε ρήξη με το σύστημα και τους θεσμούς του και να ξεκινήσουμε ένα επαναστατικό κοινωνικό πείραμα με οριζόντια κοινωνική οργάνωση, όπου ο καθένας θα έχει τον πρώτο λόγο για τη ζωή του, ένα πείραμα για μια κοινωνία χωρίς αφέντες και δούλους. Μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΥΓ: Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης του εκρηκτικού μηχανισμού στην Eurobank στην Αργυρούπολη, «συναντηθήκαμε» με ένα τζιπ της αστυνομίας που περιπολούσε στην περιοχή και στο οποίο επέβαιναν τρεις μπάτσοι. Βγαίνοντας οι σύντροφοι από την τράπεζα, οι οποίοι είχαν αναλάβει την τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού, είδαν το τζιπ της αστυνομίας με σβηστά φώτα παρκαρισμένο σε απόσταση 30 μέτρων.
Με απόλυτη ψυχραιμία περπατώντας σταθερά χωρίς να βιάζονται κατευθύνθηκαν στις μοτοσικλέτες που ήταν τα οχήματα διαφυγής. Ενώ οι σύντροφοι είχαν επιβιβαστεί, ένας από τους μπάτσους βγήκε από το τζιπ και κινήθηκε προς το μέρος μας φωνάζοντας: αστυνομία ακίνητοι. Τότε ένας από τους συντρόφους έβγαλε το όπλο του σημαδεύοντας τον και αυτός αμέσως οπισθοχώρησε. Αυτή η κίνηση ήταν η πλέον σοφή επιλογή, αφού έσωσε τη ζωή τόσο του ίδιου όσο και των συναδέλφων του. Στην περίπτωση που δεν οπισθοχωρούσε αμέσως, να είναι σίγουροι ότι θα έπεφταν νεκροί και οι τρεις. Συνιστούμε, λοιπόν, αν κάποιοι μπάτσοι έχουν την ατυχία να έρθουν ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με ένοπλους αγωνιστές, να κάνουν το ίδιο, αφού είναι ο μόνος τρόπος για να σώσουν το τομάρι τους.
Μετά από αυτό το περιστατικό, κάποιοι δημοσιογράφοι εξαπέλυσαν οξύτατη κριτική για τη στάση των συγκεκριμένων μπάτσων, κάποιοι ζητούσαν ωμά να χυθεί αίμα και ένας ειδικά σε πρωινή ζώνη κρατικού καναλιού είχε δηλώσει πως «έπρεπε να τους ξαπλώσουν – τους συντρόφους εννοείται – κάτω και θα λάμβαναν τα χειροκροτήματα του κόσμου». Αν κάποιες ύαινες της δημοσιογραφίας σαν και τον συγκεκριμένο – που προφανώς πιστεύει πως με αυτό τον τρόπο ασκεί καλύτερα τις υποχρεώσεις του ως γλύφτης της εξουσίας – νομίζουν πως παροτρύνοντας δημοσίως τους μπάτσους να πυροβολούν και ζητώντας να χυθεί αίμα αγωνιστών, μπορούν τελικά να μας βλάψουν, ή αν πιστεύουν πως η κοινωνία είναι με το μέρος των μπάτσων είναι πραγματικά γελοίοι. Το μόνο που καταφέρνουν με τέτοιες δηλώσεις είναι να αυτοστιγματίζονται, και να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την κοινωνική τους θέση.
(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 10-9-2009
(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»