6η – 10/5/2007

Στις 30 Απριλίου, ο Επαναστατικός Αγώνας, πραγματοποίησε ένοπλη επίθεση εναντίον του αστυνομικού τμήματος Περισσού. Με την ενέργειά μας αυτή, απαντάμε στην εντεινόμενη καταστολή που χρησιμοποιεί το ελληνικό κράτος ενάντια σε όσους στρέφονται δυναμικά κατά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του. Στις επαναλαμβανόμενες κτηνωδίες που προκαλούν τα όργανα διαφύλαξης της καθεστωτικής τάξης, στις κατασταλτικές επιθέσεις και τους ξυλοδαρμούς διαδηλωτών, στις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον πολιτών, στους βασανισμούς κρατουμένων στις αστυνομικές κλούβες και τα αστυνομικά τμήματα, στους «μυστήριους» θανάτους στα κρατητήρια της αστυνομίας, στις εν ψυχρώ εκτελέσεις κατά τη διάρκεια ελέγχων στους δρόμους από μπάτσους που μένουν ατιμώρητοι.

Επίσης, με αφορμή την ενέργειά μας αυτή προειδοποιούμε πως αν στο μέλλον οξυνθεί αυτό το κλίμα της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας, θα εντείνουμε αναλόγως τη δράση μας. Αν οι μπάτσοι έχουν ευαίσθητο νευρικό σύστημα –κατά την καμουφλαρισμένη απειλή του Πολύδωρα με την οποία νομιμοποιεί προκαταβολικά ακόμα και τις εν ψυχρώ εκτελέσεις-, τότε να γνωρίζουν ότι εμείς έχουμε ευαίσθητα συνειδησιακά ανακλαστικά και αντιδρούμε έντονα μπροστά στις εγκληματικές προκλήσεις των φρουρών του καθεστώτος και τη μόνιμη ατιμωρησία την οποία απολαμβάνουν.

Η καταστολή ανοίγει το δρόμο στο νεοφιλελευθερισμό.

Οι τελευταίες κυβερνήσεις στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού και της προσαρμογής στο νέο περιβάλλον των ελεύθερων αγορών, επιτίθονται σε κατακτήσεις που αφορούν την εργασία, την υγεία, τους μισθούς και τις συντάξεις, τη δημόσια περίθαλψη των εργαζομένων. Προωθούν με κάθε μέσο την πολιτική αναδιανομής του πλούτου από τα χαμηλά ταξικά στρώματα προς τα υψηλά, εφαρμόζουν πολιτικές που πριμοδοτούν τη «νέα οικονομία» του χρηματιστηριακού τζόγου και περιθωριοποιούν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας προς χάρην των πολυεθνικών. Διαλύουν τις τελευταίες παραγωγικές δομές στο όνομα του εκσυγχρονισμού και υποθηκεύουν τις ζωές μας στην εξουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Είναι κυβερνήσεις αρπακτικών και εγκληματιών που εφαρμόζουν κάθε μέσο για την αφαίμαξη των χαμηλόμισθων, αξιοποιούν το ανεξάντλητο οπλοστάσιο από νόμους και κανόνες των αγορών για να ληστεύουν τις συντάξεις των εργαζομένων, για να γεμίζουν τα ταμεία των χρηματιστηριακών εταιρειών και των πολυεθνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να γεμίζουν τις τσέπες επιτήδειων πολιτικών και κρατικών υπαλλήλων, να κλείνουν τις μαύρες τρύπες του δημόσιου χρέους που οι ίδιοι δημιουργούν και αναπαράγουν, να χρηματοδοτούν τις εξοπλιστικές δαπάνες για τις νεοταξικές επιδρομές τους. Μετατρέπουν τη δημόσια περίθαλψη από δικαίωμα σε κατάρα για όσους αδυνατούν να πληρώνουν για την υγεία τους. Βοηθούν τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Η διαδικασία προσαρμογής στο… θαυμαστό νέο περιβάλλον της γενικευμένης εμπορευματοποίησης που διαμορφώνει το διεθνοποιημένο κεφάλαιο, συμπεριλαμβάνει και την εισαγωγή των νόμων της αγοράς σε όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, το γκρέμισα κάθε φραγμού που εμποδίζει τις πολυεθνικές ν’ αλώσουν την εκπαίδευση και να αντλήσουν τα μέγιστα δυνατά οφέλη από τη σύγχρονη «αγορά της γνώσης».

Η αποφασιστικότητα μιας κυβέρνησης να εισάγει με κάθε κόστος τους νόμους των ελεύθερων αγορών σε κάθε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα –όσο αντικοινωνικοί και εγκληματικοί είναι αυτοί οι νόμοι-, ακυρώνοντας και την τελευταία δυνατότητα κοινωνικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή, τις δημόσιες λειτουργίες και την κατανομή του πλούτου, είναι αυτή που οπλίζει τους μηχανισμούς της καταστολής να επιτεθούν σε όσους θ’ αντισταθούν δυναμικά στις επιλογές της. Και όσο προχωρά η διαδικασία αγοραιοποίησης κάθε διάστασης της κοινωνικής ζωής, τόσο θα αυξάνεται το ποσοστό της βίας που το κράτος θα εξαπολύει εναντίον της κοινωνίας, κυρίως όταν η κοινωνία σηκώνει το ανάστημά της και αντιστέκεται.

Γι’ αυτό και η πρωτοφανούς έντασης κατασταλτική επίθεση που έγινε κατά την περίοδο των φοιτητικών κινητοποιήσεων, σίγουρα δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί ούτε ως συγκυριακό φαινόμενο ούτε ως αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης πολιτικής που πηγάζει αποκλειστικά και μόνο από τη νυν ακροδεξιά ηγεσία του υπουργείου δημόσιας τάξης. Μπορεί ο Πολύδωρα να πριμοδοτεί σταθερά τη βία των μπάτσων με συνεχείς δηλώσεις και παρεμβάσεις, μπορεί οι ίδιοι οι μπάτσοι να δηλώνουν πως – με τον τίτλο των «πραιτώρων» που τους αποδίδεται και τη συνεχή πολιτική κάλυψη – αναπτερώθηκε το ηθικό τους, τους λύθηκαν τα χέρια και… τα πόδια για να ξυλοκοπούν αλύπητα διαδηλωτές, νοιώθουν πολιτική ασυλία όταν τραβούν όπλο και όταν βιαιοπραγούν ασυστόλως, όμως δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε αυτήν την πολεμική κατάσταση παρά ως ένα αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης κρατικής πολιτικής με δύο διαστάσεις. Η μία διάσταση αφορά την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων επιταγών σε όλες τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, ενώ η άλλη αφορά τη βίαιη καταστολή κάθε αντίδρασης που εκδηλώνεται ενάντια σε αυτήν την πολιτική.

Από τις κινητοποιήσεις των δασκάλων και των συμβασιούχων, των αγροτών και των εργατών, ως τις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στην εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, η κατασταλτική βία έχει αποδειχτεί ότι αποτελεί πλέον κεντρική πολιτική επιλογή του σύγχρονου κράτους, μέσω της οποίας δηλώνει τόσο την πάγια αρνητική στάση του απέναντι στις όποιες κοινωνικές διεκδικήσεις όσο και τη βούλησή του να συγκρούεται μετωπικά με όσους αντιδρούν στις επιλογές του.

Όταν η Γιαννάκου μιλά για «σύγχρονες επαναστάσεις», εννοεί την αποφασιστικότητα της κυβέρνησής της να βρεθεί αντιμέτωπη – να έρθει ακόμα και σε ρήξη – με μεγάλα τμήματα της κοινωνίας προκειμένου να επιβάλει τις αντικοινωνικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της. Με απλά λόγια, πρόκειται για κήρυξη πολέμου. Και αυτή την αποφασιστικότητα για πόλεμο την είδαμε στις τελευταίες κινητοποιήσεις που έγιναν ενάντια στη νεοφιλελευθεροποίηση της εκπαίδευσης. Χιλιάδες ήταν αυτοί που ξυλοκοπήθηκαν από τους ένοπλους εγκληματίες της αστυνομίας, άπειρα τα χημικά που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των διαδηλωτών, πυροβολισμοί στον αέρα από φρουρό του υπουργείου Αιγαίου, αμέτρητοι οι τραυματισμένοι, δεκάδες οι συλλήψεις. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μίλησαν για στρατό κατοχής, εννοώντας τα ΜΑΤ. Πολλοί παρομοίασαν το ελληνικό κράτος με το κράτος του Ισραήλ και τους διαδηλωτές με τους αντιστεκόμενους Παλαιστίνιους. Από την άλλη, σύσσωμοι οι αστυνομικοί όλων των βαθμίδων μέσω των συνδικαλιστικών τους οργάνων δεν κουράζονταν να δηλώνουν την υποστήριξή τους σε κάθε έγκλημα των συναδέλφων τους, να ζητούν περισσότερες εξουσίες για να μπορούν να παρουσιάσουν καλύτερα αποτελέσματα στο κατασταλτικό τους έργο με περισσότερους ξυλοδαρμούς, καλύτερες και πιο οργανωμένες επιθέσεις, αποτελεσματικότερα όπλα, μαζικότερες συλλήψεις.

Στην εποχή μας, αν κάποιοι αποκαλούν τους μπάτσους «παιδιά τους» ή «συνανθρώπους τους», δηλώνουν πως η θέση τους, η πολιτική τους θέση, βρίσκεται πλάι σε αυτούς που επιβάλλουν τη σύγχρονη δικτατορία, είτε από τα γραφεία των υπουργείων με τις αποφάσεις τους είτε στους δρόμους με τα ρόπαλα, τα δακρυγόνα και τα όπλα τους.

Η δικτατορία της Νέας Τάξης είναι εδώ, επιτίθεται στις διαδηλώσεις στους δρόμους, στις απεργίες, στις κινητοποιήσεις στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και επιβάλλεται από τις νεοφιλελεύθερες και σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Τη Νέα Τάξη επιβάλλει στις σχολές η κυβέρνηση, καταργώντας το νόμο που θεσπίζει το άσυλο – ενέργεια που δεν τόλμησε καμία προηγούμενη κυβέρνηση – και δείχνοντας πως είναι διατεθειμένη να μην αφήσει σπιθαμή ελεύθερου πολιτικού χώρου για όποιον θελήσει ν’ αμφισβητήσει το «αλάθητο» της κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Και οι καθεστωτικοί πολιτικοί παρέα με πανεπιστημιακούς και δημοσιογράφους, βρίσκονται συντεταγμένοι απέναντι σε αυτούς που εξεγείρονται, διαστρεβλώνουν έντεχνα την έννοια του ασύλου όταν μιλούν για «ελευθερία στη διεξαγωγή των ακαδημαϊκών λειτουργιών», ταυτίζοντας έτσι το άσυλο με την καθεστηκυία τάξη και ακυρώνοντας το ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή, ένα πολιτικό καταφύγιο για τους ανυπότακτους της εποχής μας, ένα σημείο εφόρμησης για νέους αγώνες.

Η Νέα Τάξη επιβάλλεται στους δρόμους με τα δακρυγόνα, με τα ρόπαλα, με τα όπλα των αστυνομικών, επιβάλλεται όμως και με την ιδεολογική επίθεση για την πολιτική και κοινωνική απαξίωση αυτών που την αμφισβητούν. Κόμματα και ΜΜΕ κατέβαλαν μαραθώνιες προσπάθειες για να πετύχουν το διαχωρισμό «βίαιων και ειρηνικών διαδηλωτών», για να αποδείξουν ότι οι εξεγερμένοι ήταν «μειοψηφία», ότι ήταν «ξένο σώμα» από το φοιτητικό κίνημα.

Αποκαλούσαν τους εξεγερμένους «προβοκάτορες» που, αν δεν ήταν «υπάλληλοι της κρατικής ασφάλειας», ήταν «ταραξίες και εγκληματίες που με τη δράση τους προκαλούν τον κυβερνητικό και αστυνομικό αυταρχισμό και έμμεσα πριμοδοτούν την κυβερνητική πολιτική και αδιαλλαξία». Για «έμμισθους προβοκάτορες» μιλούσε για μια ακόμη φορά το ΚΚΕ, όχι γιατί το πίστευε αλλά γιατί ακολουθούσε την πάγια τακτική του να χαρακτηρίζει με αυτόν τον τρόπου όσους δρουν εκτός του επίσημου πολιτικού πλαισίου του κόμματος και όσους παραβιάζουν τα όρια της αστικής νομιμότητας. Το ΠΑΣΟΚ φώναζε για «περίεργες συμμαχίες κουκουλοφόρων και κυβέρνησης για να περάσουν τα νέα μέτρα», ο ΣΥΝ συμφωνούσε και όποτε έβρισκε ευκαιρία δήλωνε ότι απεχθάνεται τη βία και την καταδικάζει. Τελικά, είχαν αποτέλεσμα οι καταγγελίες της κυβέρνησης – που εκφράστηκαν διά στόματος Πολύδωρα – για τη στάση του ΣΥΝ απέναντι στην πολιτική βία. Καταγγελίες, που στην ουσία δεν έλεγαν τίποτα περισσότερο από το ότι… ένα αριστερό κόμμα που συμμετέχει στο κοινοβούλιο, δεν αρκεί μόνο να είναι συστημικό αλλά και να φαίνεται.

Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούσαμε από πλειάδα καθεστωτικών πολιτικών της κεντροαριστεράς για «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Πίσω από αυτή την υποκριτική φράση που συμψηφίζει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά τη βία των κατασταλτικών μηχανισμών και τη βία των εξεγερμένων, κρύβεται η πειθήνια αφοσίωση και υπακοή στο καθεστώς, η εχθρότητα απέναντι σε όσους δυναμικά αντιστέκονται, σε όσους εξεγείρονται. Την ίδια φράση – πρόκειται για τη δημοφιλή επικεφαλίδα ενός παραμυθιού που ονομάζεται «πολιτική ίσων αποστάσεων» – την έχουμε ακούσει επανειλημμένως σε αναφορές υπουργών και πολιτικών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης για τις συγκρούσεις μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, για την ένοπλη αντίσταση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ. Τα ίδια λόγια χρησιμοποίησε και η Μπακογιάννη για να δηλώσει τη διπρόσωπη στάση της ελληνικής κυβέρνησης για την ισραηλινή επίθεση στο Λίβανο το καλοκαίρι που πέρασε. Την ίδια φράση χρησιμοποιούν όσοι δεν θέλουν να δηλώσουν δημοσίως την υποστήριξή τους στις κτηνωδίες που διαπράττουν οι στρατιωτικοί και αστυνομικοί μηχανισμοί ανά τον κόσμο στο όνομα της «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας». Όσοι δεν θέλουν, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, ν’ αποκαλύψουν ότι επιθυμούν να εξοντωθούν τα ένοπλα κινήματα και οι ομάδες, όσοι υποκριτές της καθεστωτικής πολιτικής δεν θέλουν να δηλώσουν ανοιχτά ότι προσδοκούν τη νίκη της Νέας Τάξης.

Την ίδια φράση ακούμε κάθε φορά από αυτούς που θέλουν να κρατήσουν αποστάσεις από έναν κοινωνικό πόλεμο που εντείνεται, επιτρέποντας στο καθεστώς την εξόντωση των αντιστεκόμενων.

Το μένος όλων αυτών των θεματοφυλάκων της καθεστωτικής νομιμότητας εναντίον των εξεγερμένων γινόταν όλο και μεγαλύτερο καθώς έβλεπαν πως οι κομματικές γραμμές για συμμόρφωση και επιστροφή στην ομαλότητα αδυνατούσαν να επιβληθούν και έμεναν στο περιθώριο, καθώς αντιλαμβάνονταν πως ο κοινωνικός εκφασισμός που προωθούσαν σε συνεργασία με τα ΜΜΕ, απαιτώντας από τους μπάτσους «να επιβάλλουν την τάξη και να συλλάβουν τους ενόχους» δεν έβρισκε έδαφος, καθώς έβλεπαν πως η συντονισμένη λασπολογία στην οποία επιδίδονταν δεν είχε αποτέλεσμα, καθώς συνειδητοποιούσαν πως το κίνημα στο οποίο αναφέρονταν καταχρηστικά ήταν αυτοί που λοιδορούσαν δημοσίως, ήταν οι εξεγερμένοι. Γιατί αυτοί, ως το πιο πρωτοποριακό τμήμα στον συγκεκριμένο αγώνα, έδιναν με τη μαχητικότητά τους τον τόνο, την έμπνευση, τη δυναμική στις κινητοποιήσεις, αυτοί έδιναν τα πολιτικά χαρακτηριστικά που οδηγούσαν στη μαζικοποίηση των διαδηλώσεων, έδιναν τα χαρακτηριστικά ενός κινήματος.

Σε όλους αυτούς τους υπέρμαχους της κοινωνικής ομαλότητας και της ταξικής ειρήνης που σε κάθε μικρό ή μεγάλο κοινωνικό ξεσηκωμό προσπαθούν να περιθωριοποιήσουν το πιο δυναμικό και πρωτοποριακό πολιτικά κομμάτι το οποίο γι’ αυτούς πάντα «είναι μειοψηφία» και «δρα εις βάρος και ενάντια στη φιλήσυχη πλειοψηφία», οφείλουμε να επισημάνουμε πως η ιστορία των κοινωνικών και ταξικών αγώνων γράφεται από ανθρώπους αποφασισμένους να συγκρουστούν για τα πιστεύω τους. Από ανθρώπους που, ακόμα και όταν είναι ολιγάριθμοι, καταφέρνουν να συνδέονται, να εμπνέουν, να κινητοποιούν πολλούς περισσότερους, καταφέρνουν να βάζουν τους πολιτικούς όρους του αγώνα και να δημιουργούν παρακαταθήκες για νέες, μεγαλύτερες και αποφασιστικότερες μάχες.

Σχετικά με την πολυσυζητημένη επίθεση διαδηλωτών εναντίον του κοινοβουλίου, παραπέμπουμε σε κάτι σχετικό που είχαμε γράψει στην προηγούμενη προκήρυξή μας. Μπορεί αυτή η επίθεση να είχε συμβολικό χαρακτήρα, όμως για μας ήταν μια ένδειξη των διαθέσεων που επικρατούν απέναντι στο κοινοβουλευτικό καθεστώς, το οποίο χάνει όλο και περισσότερο τα κοινωνικά του ερείσματα. Σε έναν επόμενο μεγαλύτερο ξεσηκωμό ίσως οι επιθέσει εναντίον του κοινοβουλίου να μην είναι μόνο συμβολικές.

Αυτοί οι εξεγερμένοι τελικά, άγγιξαν τις καρδιές όλων όσων ασφυκτιούν κάτω από το ζυγό της σύγχρονης κοινοβουλευτικής και καπιταλιστικής δικτατορίας.

Η αστυνομία εκπαιδεύει δολοφόνους

Μια σφαιρική οπτική για την πολιτική κατάσταση που ζούμε σήμερα, δεν σημαίνει πως τελικά εναποθέτουμε τις ευθύνες για όσα συμβαίνουν γύρω μας σε ένα αφηρημένο θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο καθένας που συμμετέχει στους μηχανισμούς της οργανωμένης εξουσίας μπορεί να προβάλλει τον εαυτό τους ως ένα απλό όργανο με μειωμένες ευθύνες. Δεδομένου ότι ο δυναμικός, έως και ηρωικός σε κάποιες στιγμές, αγώνας της τελευταίας περιόδου που είχε αιχμή την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προκάλεσε τη ριζοσπαστικοποίηση ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στη χώρα, δεδομένου ότι η αδιαλλαξία των κυβερνώντων θ’ ανοίξει και άλλα μέτωπα κοινωνικά, δεδομένης της όλο και αυξανόμενης απαξίωσης της καθεστωτικής πολιτικής από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που ζουν σε συνθήκες ανασφάλειας και φτώχειας, αντιλαμβανόμαστε πως μια περίοδος έντονης κοινωνικής κρίσης και αναβρασμού βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Και όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια περίοδο οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών που κυβερνούν και αυτών που εξουσιάζονται, αυτών που υπηρετούν το καθεστώς και αυτών που δεν θέλουν να είναι υπηρέτες του, παύουν να είναι τόσο δυσδιάκριτες. Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Ποιος συντάσσεται με το καθεστώς και την καθεστωτική τάξη και ποιος όχι.

Όσον αφορά τους σύγχρονους «πραίτωρες», μπορεί ο Πολύδωρας να τους καλύπτει πολιτικά, όμως η κοινωνική νομιμοποίησή τους βρίσκεται υπό έντονη αμφισβήτηση. Αν κάποιοι από αυτούς θεωρούν εαυτούς ως αθώους που βρέθηκαν σε αυτό το επάγγελμα λόγω ανάγκης, καλά θα κάνουν να αναθεωρήσουν τη στάση τους. Η ανεργία όσο και να αυξάνεται δεν μπορεί να δικαιολογήσει μέσα στην άγρια εποχή που διανύουμε, την καταφυγή στη «σιγουριά ενός επαγγέλματος του δημοσίου»όπως είναι αυτό του μπάτσου. Δεν είναι «μία δουλειά σαν όλες τις άλλες». Η αστυνομία είναι ένας ταξικός μηχανισμός που υπάρχει για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, να διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη μέσω της τρομοκράτησης και της ωμής βίας. Όποιος εξακολουθεί να πιστεύει πως οι μηχανισμοί αστυνόμευσης και καταστολής υπάρχουν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του «απλού λαού», δεν το κάνει τόσο λόγω αφέλειας ή έλλειψης πολιτικής σκέψης και ταξικού κριτηρίου, αλλά κυρίως, γιατί συντάσσεται – είτε λόγω κοινωνικής θέσης και ταξικού συμφέροντος είτε λόγω δουλικότητας – με τη μεριά του ισχυρού.

Τη στιγμή που η καταλήστευση των μισθών και των συντάξεων δεν έχει τέλος, τη στιγμή που τα κονδύλια από τους κρατικούς προϋπολογισμούς σε κοινωνικές δαπάνες μειώνονται συνεχώς, τη στιγμή που η κυβέρνηση όχι μόνο αρνείται να ικανοποιήσει αιτήματα για καλύτερους μισθούς, αλλά ξυλοφορτώνει και όσους κατεβαίνουν στους δρόμους, την ίδια στιγμή τα κονδύλια για την ασφάλεια αυξάνονται συνεχώς, νέες θέσεις ανοίγουν για την πρόσληψη περισσότερων μπάτσων. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το ¼ περίπου της αστυνομικής δύναμης πανελλαδικά ασχολείται με το να φρουρεί πιθανούς στόχους πολιτικούς και στόχους του κεφαλαίου για να μη χτυπηθούν από μια επαναστατική οργάνωση όπως ο Επαναστατικός Αγώνας, ότι σχεδόν 10.000 σε ένα σύνολο 14.500 αστυνομικών που υπηρετούν στην Αττική φρουρούν την πολιτική και οικονομική «αφρόκρεμα» και τα κτίρια που κατέχει, αν ενδεικτικά αναλογιστούμε ότι 100 αστυνομικούς απασχολεί μόνος του ο Καραμανλής και 400 φυλάνε τη βουλή, πιστεύουμε πως είναι σαφές τίνος το συμφέρον προστατεύει η αστυνομία.

Στην εποχή μας που το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς αντιμετωπίζεται από όλο και περισσότερους ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ως δικτατορία, η είσοδος των νέων και των ανέργων στις αστυνομικές σχολές είναι μια άμεση αποδοχή της σύγχρονης κρατικής βαρβαρότητας, είναι η αποδοχή ενός αντικοινωνικού και εγκληματικού ρόλου. Όποιος επιλέγει να λύσει το βιοτικό του πρόβλημα με αυτό τον τρόπο, τότε να γνωρίζει πως είναι συνένοχος σε κάθε έγκλημα που διαπράττεται. Το φαινόμενο του αστυνομικού που συνήθως προέρχεται από κάποια φτωχή οικογένεια, εξηγεί – περισσότερο και από την ανάγκη επίλυσης του προβλήματος επιβίωσης – η πολιτική επιλογή να υπηρετήσει το καθεστώς και η αναζήτηση λίγης εξουσίας μέσα στην αγκαλιά του ισχυρού κρατικού μηχανισμού.

Η οργανωμένη εξουσία σε κάθε μορφή της τελικά διαφθείρει όσους συμμετέχουν σε αυτήν και οι φιγούρες των «αδιάφθορων» στους κρατικούς μηχανισμούς και τα σώματα ασφαλείας υπάρχουν μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες καθεστωτικής προπαγάνδας. Γι’ αυτό και τα περιστατικά της διαφθοράς στην αστυνομία – περιστατικά που ξεκινούν από χρηματισμούς και διακίνηση ναρκωτικών και φτάνουν ως τη συμμετοχή σε κυκλώματα δουλεμπορίας, σωματεμπορίας και βιασμούς γυναικών – δεν μπορούν να θεωρούνται ως «ατυχή περιστατικά» που αφορούν λίγους κακούς του αστυνομικού σώματος» ή – ακόμη χειρότερα – ως «αποτέλεσμα των χαμηλών μισθών που παίρνουν οι αστυνομικοί, αλλά ως η λογική κατάληξη μιας έντονης φιλοεξουσιαστικής νοοτροπίας που συνειδητά καλλιεργείται στους κόλπους των κατασταλτικών μηχανισμών.

Τα γεγονότα αστυνομικής βίας είναι πολλά. Κάποια από αυτά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπως έγινε με τον ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Νοέμβριο από ασφαλίτες, και προκαλούν την «ιερή αγανάκτηση» των ΜΜΕ. Τα περισσότερα όμως περιστατικά μένουν στο σκοτάδι, και αποτελούν το κοινό μυστικό στα αστυνομικά τμήματα, στα μπουντρούμια της ασφάλειας, στις κλούβες των ΜΑΤ, στα κελιά των φυλακών. Πόσοι είναι αυτοί που καταγγέλλουν βίαιη συμπεριφορά από τους ένοπλους υπερασπιστές της τάξης; Και όταν πρόκειται για μετανάστες που η δυνατότητα παραμονής τους στην Ελλάδα είναι επισφαλής, πόσοι είναι αυτοί που ανοιχτά θα βγουν να μιλήσουν για ξυλοδαρμούς ή βασανισμούς από αστυνομικά όργανα; Και αν υπάρχουν «καλοί αστυνομικοί» όπως συνηθίζουν να λένε πολλοί θεματοφύλακες της καθεστωτικής ομαλότητας, γιατί ποτέ κανένας μπάτσος δεν έχει καταγγείλει συνάδελφό του, γιατί ποτέ δεν έχουμε ενημερωθεί από κάποιον «καλό αστυνομικό» για βίαιες συμπεριφορές συναδέλφων τους; Γιατί κανένας τους δεν μιλά για τις «αυτοκτονίες» και τους «μυστήριους» θανάτους στα αστυνομικά τμήματα που μέσα σε μια δεκαετία έφτασαν τους 59; Γιατί έχουν μάθει πως η αξία μιας ζωής είναι ανάλογης της κοινωνικής της θέσης. Γιατί η ζωή του φτωχού, κυρίως αν αυτός είναι Αλβανός, «τριτοκοσμικός» μετανάστης δεν έχει αξία. Γιατί κανένας τους δεν παραιτείται βλέποντας εγκλήματα να εκτελούνται δίπλα του; Γιατί το έγκλημα είναι στη φύση αυτού του ρόλου. Του ρόλου που στόχο έχει να αναπαράγει τον κοινωνικό και ταξικό ρατσισμό απέναντι στους μη προνομιούχους και να ασκεί την κρατική βία στη βάση της κοινωνίας. Αυτά τα ποσοστά βίας θα αυξάνονται καθώς με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική θα βαθαίνουν οι κοινωνικές και ταξικές ανισότητες.

Παραφράζοντας την ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο δημόσιας τάξης για τον ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή στις 17.11.06, λέμε πως οι ενέργειες αυτές είναι μέσα στη λογική της σύγχρονης αστυνομίας, στο πνεύμα της πολιτικής και φυσικής ηγεσίας του υπουργείου δημόσιας τάξης, του αρχηγείου της ελληνικής αστυνομίας και τον κανονισμό του σώματος, εφόσον δεν γίνονται δημοσίως. Στην περίπτωση που ένα τέτοιο γεγονός γίνει γνωστό και αφού προσλάβει επικίνδυνες για την κυβέρνηση πολιτικές διαστάσεις, είναι αναγκασμένοι να το καταδικάσουν. Και σίγουρα δεν πείθουν κανένα για την ειλικρίνειά τους, όταν στις «καταδικαστικές» ανακοινώσεις τους ένας ανελέητος ξυλοδαρμός χαρακτηρίζεται ως ατύχημα. Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε ο φασίστας Πολύδωρας όταν αποφάσισε, αρκετές μέρες μετά από τον ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή – και αφού η ενοχοποίηση της… ζαρντινιέρας δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα -, να προχωρήσει σε μια υποκριτική δήλωση «καταδίκης»για το γεγονός.

Στην εποχή μας αυξάνονται και οι εν ψυχρώ εκτελέσεις κατά τη διάρκεια ελέγχων στους δρόμους, γεγονός που δείχνει πως ένας σιωπηλός πόλεμος διεξάγεται στους δρόμους των ελληνικών πόλεων. Οι μπάτσοι σταματούν κάποιον πολίτη για έλεγχο και η πιθανή ανυπακοή του – συνήθως νέοι είναι αυτοί που δεν υπακούν -, γίνεται αιτία για να ξυλοκοπηθεί ή ακόμα και να πέσει νεκρός από τις σφαίρες του οργάνου της τάξης. Γίνεται η δίκη και από τη διαδικασία «αποδεικνύεται» πως η σφαίρα έφυγε από το όπλο, έκανε κάποιες βόλτες, χτύπησε κάποια σημεία αλλάζοντας κατευθύνσεις για να καταλήξει – όλος τυχαίως και με φοβερή ακρίβεια – , σε κάποιο ζωτικό όργανο του ανθρώπου που ο μπάτσος θέλησε να κάνει τον έλεγχο. Ο δολοφόνος θα δικαστεί και αν δεν αθωωθεί, θα καταδικαστεί τελικά σε λίγα χρόνια με την κατηγορία της «ανθρωποκτονίας εξ αμελείας», θ’ αφεθεί ελεύθερος και θα συνεχίσει το «λειτούργημα» της διαφύλαξης της έννομης τάξης. Ποιό είναι το τελικό δίδαγμα από αυτή τη συνθήκη; Όποιος δεν υπακούει τυφλά στις εντολές των «πραιτώρων», ίσως υπογράφει τη θανατική τους καταδίκη.

Η δικαιοσύνη, όπως και η αστυνομία είναι ταξικός μηχανισμός στην υπηρεσία των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών και δεν θα μπορούσε παρά να εξαντλεί την επιείκειά της απέναντι στους ένοπλους φρουρούς του καθεστώτος ενώ από την άλλη, δεν χάνει ευκαιρία να εξαντλεί την αυστηρότητά της στους πολιτικούς του αντιπάλους, όποτε αυτοί πέφτουν στα δίκτυα της, και στους σύγχρονους Αγιάνηδες που η εξαθλίωση τους οδηγεί στο να αρπάξουν ένα κομμάτι ψωμί για να επιβιώσουν. Βασανιστές και ψυχροί εκτελεστές, δουλέμποροι, έμποροι ναρκωτικών, σωματέμποροι και βιαστές απολαμβάνουν την προστασία της αστικής δικαιοσύνης και την πολιτική κάλυψη από την κυβέρνηση όταν ανήκουν στο αστυνομικό σώμα.

Επειδή οι παραπάνω κατηγορίες κοινωνικών αποβρασμάτων όχι μόνο συνδέονται οργανικά με το αστυνομικό «λειτούργημα» αλλά και επιβραβεύονται μέσω της ασυλίας που απολαμβάνουν, επειδή δεν θεωρούμε πως τα περιστατικά των ξυλοδαρμών, των βασανισμών, των εκτελέσεων είναι απλές παρεκτροπές κάποιων «θερμόαιμων» αστυνομικών οργάνων, επειδή η αλήθεια είναι ότι οι ένοπλοι υπηρέτες της καθεστηκυίας τάξης είναι εκπαιδευμένοι δολοφόνοι και ως τέτοιοι πληρώνονται, δεν μπορούμε παρά να τους θεωρούμε εχθρούς των προλετάριων, εχθρούς των αντιστεκόμενων, άρα και δικούς μας εχθρούς.

Αν κάποιοι από αυτούς πιστεύουν πως δεν ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες, δεν έχουν παρά να το αποδείξουν έμπρακτα. Να πάψουν να γίνονται συνεργοί σε εγκλήματα κατά Ελλήνων και μεταναστών προλετάριων. Να σταματήσουν να προστατεύουν τους ληστές της πλουτοκρατίας, τους απατεώνες υπουργούς και βουλευτές, τους κρατικούς αξιωματούχους. Να εγκαταλείψουν τα φυλάκια στις πρεσβείες εγκληματιών όπως είναι οι Αμερικάνοι, στα μέγαρα του κράτους και των πολυεθνικών. Να σταματήσουν να επιτίθενται κατά αγωνιστών. Ν’ αρνηθούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως ένοπλοι καθεστωτικοί τραμπούκοι. Να μην συμμετέχουν στη φύλαξη αυτού του εγκληματικού καθεστώτος. Να παραιτηθούν.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΥΓ.: Σχετικά με την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να μας επικηρύξει με το ποσό των 800.000 ευρώ, οφείλουμε να επισημάνουμε πως την βρίσκουμε αρκετά… φειδωλή στην προσπάθειά της να εξαρθρώσει τον Επαναστατικό Αγώνα.

Οι Αμερικάνοι από την άλλη, ενώ ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια στον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας», για τη σύλληψή μας δίνουν μόνο ένα εκατομμύριο δολάρια. Πάντως αυτοί αφήνουν να εννοηθεί πως… μπορεί να δώσουν κάτι παραπάνω. Για τους Έλληνες κεφαλοκυνηγούς όμως τι να πούμε; Μόνο με ένα από την πληθώρα των ομολόγων, με τα οποία Έλληνες κυβερνητικοί σε συνεργασία με τους τραπεζίτες και χρηματιστές συνδαιτυμόνες τους φεσώνουν τα ασφαλιστικά ταμεία, κερδίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Και προσφέρουν μόνο 800.000 για την εξάρθρωση του Ε.Α.; Ας πάρουν ένα μέρος μόνο από τα κέρδη που τους έχει αφήσει ένα μόνο από τα δομημένα ομόλογα που έχουν πουληθεί στα ασφαλιστικά ταμεία κι ας χρηματοδοτήσουν με ένα πιο… αξιοπρεπές ποσό την προσπάθεια εξεύρεσης ρουφιάνων. Πιστεύουμε πως οι ασφαλισμένοι θα δείξουν κατανόηση.

(σ.σ.) (1) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» στις 10-5-2007
(2) Αντιγραφή από την εφημερίδα «Το Ποντίκι»

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.