3η – 22/12/2005

Την Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου επιτεθήκαμε στο Υπουργείο Οικονομίας στην πλατεία
Συντάγματος. Η ενεργεί μας αυτή είναι συνέχεια του κύκλου δράσης που ξεκινήσαμε με
την επίθεση μας ενάντια στο υπουργείο Απασχόλησης και που απαντά δυναμικά στη νέα
φιλελεύθερη πολιτική που ακολουθεί το ελληνικό κράτος. Την πολιτική που μεθοδεύει
την συνέχιση της ληστρικής επιδρομής στους ταξικά αδύνατους, που ανατρέπει τις
εργασιακές σχέσεις προς όφελος του κεφαλαίου, που υπόσχεται μεγαλύτερα προνόμια
στους οικονομικά ισχυρούς, που αυξάνει τις ανισότητες και εντείνει την φτώχεια.

Το υπουργείο Οικονομίας ευθύνεται για τη διόγκωση της εξαθλίωσης για τους χιλιάδες
εργαζόμενους που κάθε χρόνο περνούν στην ανεργία. για όλους αυτούς που φυτοζωούν
εγκλωβισμένοι στην ανέχεια. Ευθύνεται για τις νέες εργασιακές σχέσεις, για τα
εξαντλητικά ωράρια, για τους μισθούς πείνας, για την υπονόμευση της αξιοπρέπειας
όλων μας στους χώρους δουλειάς, για τη μετατροπή των προλετάριων σε επαίτες που
σκύβουν το κεφάλι για ένα κομμάτι ψωμί, για την εισαγωγή, μέσω των νόμων και των
διατάξεων του, του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων και την υπονόμευση της
αλληλεγγύης. Ευθύνεται γι’ αυτούς που μένουν άστεγοι, που καταλήγουν ζητιάνοι, που
καταστρέφονται οικονομικά και κοινωνικά. Εκεί μεθοδεύεται η περιθωριοποίηση και ο
κοινωνικός αποκλεισμός, εκεί καταδικάζονται σε αργό θάνατο χιλιάδες άνθρωποι. Εκεί,
μερικοί από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της ελληνικής πολιτικής ελίτ μεθοδεύουν τη
σύγχρονη οικονομική τρομοκρατία.

Το οργανωμένο οικονομικό έγκλημα της πολιτικής εξουσίας

Σ’ ένα περιβάλλον όπου η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού προχωρά προς την
ολοκλήρωσή της, το ελληνικό υπουργείο οικονομικών είναι το κέντρο απ’ όπου απορρέουν
οι πολιτικές κατευθύνσεις και οι μέθοδοι προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στη
διεθνή πραγματικότητα οι τρόποι εφαρμογής στα ελληνικά δεδομένα των στρατηγικών
κατευθύνσεων που αποφασίζει άτυπα η υπερεθνική ελίτ και επιβάλλονται στην Ευρώπη
μέσω οικονομικών και πολιτικών θεσμών (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Κομισιόν κλπ.).

Η οικονομική πολιτική για το σύνολο των κρατών που συμμετέχουν στην Ε.Ε. συνοψίζεται
σε τέσσερεις γνωστές λέξεις: Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το
Ευρωπαϊκό Σύμφωνο βασίζεται στον πρωταρχικό αντικειμενικό σκοπό του σύγχρονοι»
οικονομικού φιλελευθερισμού που ισχύει παγκοσμίως και είναι η νομισματική
σταθερότητα εμπνευσμένη από τη μονεταριστική θεωρία του Μίλτον Φρίντμαν που
επανεφευρέθηκε από τους υπέρμαχους των ελεύθερων αγορών, για τη διαφύλαξη των
συμφερόντων της νέας κοσμοπολίτικης οικονομικής εξουσίας. Κατανυκτικά. όλες οι
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν να εφαρμόσουν αυτή την πολιτική που ευνοεί τους
οικονομικά ισχυρούς και τα κέρδη τους, εισάγοντας ρυθμίσεις που επιδιώκουν τη
διατήρηση του πληθωρισμού στα ελάχιστα δυνατά επίπεδα, την εξάλειψη των ελλειμμάτων
και τη μείωση των χρεών των χωρών μελών, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των
οικονομιών της ευρωζώνης.

Τόσο το νόημα της φράσης «νομισματική σταθερότητα» όσο και το νόημα του συνόλου των
λέξεων και φράσεων που συνθέτουν το νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό οπλοστάσιο των ισχυρών
την εποχή της παγκοσμιοποίησης και που χρησιμοποιούν ανεπιφύλακτα οι επαγγελματίες
πολιτικοί για να περιγράψουν τις κυβερνητικές πολιτικές τους σήμερα συνθέτουν την
ωμότητα μιας άνευ ιστορικού προηγουμένου ταξικής επίθεσης εναντίον της πλειοψηφίας
και προς όφελος του κεφαλαίου. Έτσι, η αναφορά σε «μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας»
προαναγγέλει μέτρα που βελτιώνουν τα κέρδη αυτών που καθορίζουν με την δύναμή τους
την οικονομία «Ανάπτυξη» σημαίνει μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου και
«ανταγωνιστικότητα» σημαίνει μείωση του κόστους παραγωγής. Η αναφορά σε μέτρα για
την «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας» προαναγγέλει την εισαγωγή ρυθμίσεων που
μειώνουν το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων εις βάρος της εργασίας (μείωση των
μισθών, απολύσεις), που μειώνουν τις εισφορές των επιχειρήσεων προς το κράτος
(ασφάλιση εργαζομένων, φοροελαφρύνσεις, φοροαπαλλαγές), ή που μπορεί να επιτρέπουν
την άντληση επιπλέον πόρων από το δημόσιο (επιδοτήσεις). «Νομισματική σταθερότητα»
σημαίνει διατήρηση της αξίας των κερδών που κατέχει η οικονομική ελίτ, ενώ «μείωση
των ελλειμμάτων», κυρίως για χώρες με καχεκτική έως ανύπαρκτη παραγωγική υποδομή
όπως η Ελλάδα σημαίνει στην πράξη περικοπές στις δαπάνες του κράτους για συντάξεις,
υγεία, παιδεία, επενδύσεις. Η συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα (στόχος
που επιβάλλεται προκειμένου οι πλουτοκράτες να διατηρούν αμείωτα τα κέρδη τους) -για
την επίτευξη του οποίου απαιτείται η αύξηση της κατανάλωσης να μην υπερβαίνει την
αύξηση της παραγωγής προϋποθέτει για την εποχή μας τη μείωση του ρυθμού αύξησης του
εργατικού κόστους, ώστε τα χαμηλότερα στρώματα να καταναλώνουν όλο και λιγότερο. Ο
στόχος του χαμηλού πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τον στόχο της αύξησης της
ανταγωνιστικότητας, έχουν ως πρακτικό αποτέλεσμα τη διαρκή συμπίεση προς τα κάτω των
μισθών. Τέλος, «μείωση του δημόσιου χρέους» σημαίνει για τα ελληνικά δεδομένα
μεγαλύτερη συνέπεια προς τα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα που δανείζουν το ελληνικό
κράτος χρήμα το μεγαλύτερο μέρος του οποίου καταλήγει σης τσέπες της ελίτ εν είδη
επιδοτήσεων. Και «μεγαλύτερη συνέπεια» σης οικονομικές υποχρεώσεις μιας χρεωμένης
χωράς προς τους πιστωτές της σημαίνει περισσότερα μέτρα αφαίμαξης των ασθενέστερων
οικονομικά ομάδων του πληθυσμού. Τέλος, στο στόμα των κρατικών αξιωματούχων το
πραγματικό νόημα της λέξης «οικονομία» είναι «οικονομική ελίτ».

Τα γνωστά προστάγματα που η Κομισιόν συχνά εξαγγέλλει προς το καταχρεωμένο τμήμα της
ευρωπαϊκής περιφέρειας, την Ελλάδα, για μείωση του ελλείμματος κάτω τον 3%, μείωση
του χρέους, μείωση του πληθωρισμού, βρίσκουν εφαρμογή και στον κρατικό προϋπολογισμό
του 2006. Έναν προϋπολογισμό που δείχνει πως σκληραίνει ακόμα περισσότερο η ταξική
επίθεση του κράτους εναντίον των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία και θα πληρώσουν το
τίμημα της «δημοσιονομικής προσαρμογής» και θα σηκώσουν τα βάρη των ευνοϊκών
ρυθμίσεων και των παροχών προς τις επιχειρήσεις. Έναν προϋπολογισμό που
ανταποκρίνεται στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, προωθώντας την ακόμη μεγαλύτερη
μεταβίβαση πλούτου από την κοινωνική βάση προς την πλούσια κορυφή.

Η ληστρική επιδρομή του κράτους στα φτωχά στρώματα, τους μισθωτούς, τους
συνταξιούχους φαίνεται με μια απλή ματιά στον προϋπολογισμό. Πρώτα απ’ όλα, οι
αυξήσεις στους μισθούς, που στην πράξη δεν πρόκειται να ξεπεράσουν το 2,75% και στις
συντάξεις το 3% και που βρίσκονται κάτω από το όριο του επίσημου πληθωρισμού,
καθιστούν γελοιότητα την όποια εξαγγελία για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Ήδη το
27% του πληθυσμού στην Ελλάδα ζει στη ζώνη της φτώχειας (σε κάποιες περιοχές
ξεπερνά το 30%), κάτω από το όριο της φτώχειας ζει το 46% των συνταξιούχων και με
τον νέο προϋπολογισμό – κυρίως μέσω της έμμεσης φορολογίας από την κατανάλωση η
οποία πρόκειται να αυξηθεί μέσα στο 2006 και την συμπίεση των μισθών και των
συντάξεων-γίνεται πιο ασφυκτική η πίεση προς τους οικονομικά ασθενέστερους. Όλες οι
πτυχές της οικονομικής πολιτικής που επιβάλλεται εδώ και χρόνια από την Ε.Ε. και
εφαρμόζεται από τις ελληνικές κυβερνήσεις, συγκλίνουν στον ίδιο στόχο που είναι η
δραστική συρρίκνωση των κρατικών παροχών προς τους οικονομικά ασθενέστερους και των
δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα γενικότερα, η συμπίεση προς τα κάτω του κόστους
παραγωγής, η συνεχής επίθεση στον κόσμο της εργασίας, ενώ οι εξαγγελίες για
αναστροφή αυτού του κλίματος ύστερα απ την πολυπόθητη σύγκλιση, όχι μόνο δεν
αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, αλλά πρόκειται για φτηνές δημαγωγίες με πολιτικό
στόχο τη διατήρηση των φτωχών σε μια παθητική στάση αναμονής για … κάποιες καλύτερες
μέρες που πρόκειται να έρθουν.

Από τα κρατικά κονδύλια περικόπτονται κάθε χρόνο όλο και περισσότερα χρήματα που
προορίζονται για τομείς όπως η υγεία, η αντιμετώπιση της φτώχειας, η κοινωνική
ασφάλιση, ενώ μέσα στο μικρό χρονικό διάστημα που αυξήθηκε ο ΦΠΑ και ψηφίστηκε ο
νόμος για τις υπερωρίες, εισέρευσαν στα κρατικά ταμεία 1,8 δισ. ευρώ. Για το 2006 το
ελληνικό κράτος ευελπιστεί να συγκεντρώσει από φόρους 42 δισ. ευρώ και αυτός ο
μεγαλεπίβολος στόχος πρόκειται να βαρύνει ακόμα περισσότερο τα υποζύγια της
ελληνικής οικονομίας που ονομάζονται μισθωτοί και συνταξιούχοι, οι οποίοι θα κληθούν
για μια ακόμη χρονιά να σηκώσουν το κύριο βάρος των φορολογικών εσόδων με αύξηση της
φορολογίας για αυτούς κατά 9,2%. Εξ άλλου, οι εξαγγελίες του υπουργού οικονομίας
Αλογοσκούφη για αποφασιστική πάταξη της φοροδιαφυγής, δεν θα αφορά, βέβαια, τους
πλούσιους. Η τιμωρία που θα υποστεί όποιος φοροδιαφεύγει και όποιος γενικότερα έχει
χρέη προς το δημόσιο, θα είναι η κατάσχεση του μισθού ή της σύνταξης του.

Όσον αφορά τους οικονομικά προνομιούχους, απολαμβάνουν τις ευνοϊκές φορολογικές
ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις τους. Το «όραμα», εξ άλλου του υπουργού οικονομίας,
είναι ο φορολογικός συντελεστής να μειωθεί στο 25%. Απολαμβάνουν τις γενναιόδωρες
επιδοτήσεις από το κράτος, που δεν είναι καθόλου φειδωλό όταν πρόκειται να
πριμοδοτήσει τους πλούσιους, βαραίνοντας με επιπλέον βάρη τους φτωχούς. Η πολιτική
των ιδιωτικοποιήσεων έχει ήδη τροφοδοτήσει το δημόσιο με έλλειμμα ύψους 1 δισ. ευρώ
ενώ από τη μέχρι σήμερα μείωση των συντελεστών φορολογίας επί των επιχειρηματικών
κερδών, το έλλειμμα ενισχύεται κατά 1 δισ. ευρώ επιπλέον.

Η ελίτ θα συνεχίσει να φοροδιαφεύγει νομίμως, όπως εξ άλλου δείχνει η ίδια η
πραγματικότητα, αφού το 75% των ανώνυμων εταιρειών έκαναν τη χρονιά που πέρασε
μηδενικές φορολογικές δηλώσεις. Όσον αφορά τα «ελλειμματικά» συνταξιοδοτικά ταμεία,
εξακολουθεί το κράτος να τα καταληστεύει, επιδοτώντας τις αναπτυξιακές του
πολιτικές, αγοράζοντας όπλα, «παίζοντας» στο χρηματιστήριο, τοποθετώντας 1,5 δισ.
ευρώ σε δημόσια έργα που πρόκειται να «χαριστούν» σε επιχειρηματίες. Και επειδή η
αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να αποσυνδέεται οριστικά από τη βελτίωση του βιοτικού
επιπέδου της κοινωνικής βάσης, η κυβέρνηση φροντίζει ώστε οι επιδοτήσεις προς τις
επιχειρήσεις, που δίνονται ακόμα και σε πολυεθνικές, ν’ αποσυνδέονται από τη
δέσμευση να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Και αν οι επιχειρηματίες θέλουν, αν ο
διεθνής ανταγωνισμός το επιβάλλει, μπορούν να παίρνουν τα λεφτά, να κλείνουν
εργοστάσια και επιχειρήσεις, να μεταναστεύουν σε χώρες με φθηνότερο εργατικό
δυναμικό, ν’ απολύουν εργαζομένους. Όλα αυτά για «να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των
επενδυτικών κεφαλαίων» όπως συχνά λένε κυβερνητικά στελέχη. Εξ άλλου, προϋπόθεση της
ανάπτυξης είναι η φτώχεια και η ανέχεια του κόσμου των μισθωτών. Και αν με τα
λογιστικά τους τρικ οι κρατικοί αξιωματούχοι καταφέρνουν να παρουσιάσουν μειωμένα τα
ποσοστά της ανεργίας, αυτό το κάνουν διαγράφοντας ανέργους και συνυπολογίζοντας
στους εργαζόμενους όλους όσοι υποαπασχολούνται, όσοι δουλεύουν σε περιστασιακές
δουλειές, ανασφάλιστοι με μισθούς πείνας.

Η απόκρυψη της πραγματικής ανεργίας είναι στην πραγματικότητα η μέθοδος επίλυσης της
ως κοινωνικό πρόβλημα. Στην Ελλάδα, 2.311.149 οικογένειες ζουν με 576 ευρώ το μήνα
ενώ, σύμφωνα με τα δηλωθέντα εισοδήματα της προηγούμενης χρονιάς μόλις 40
οικογένειες ζουν με περισσότερα από 880.500 ευρώ το χρόνο. Η πολιτική ελίτ που
φροντίζει για την εφαρμογή των κανόνων της αγοράς και περιφρουρεί το θεσμικό πλαίσιο
της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», που υπόσχεται την ασφάλεια και την απρόσκοπτη
λειτουργία ενός παρασιτικού συστήματος, θα εισπράξει το 2006 2,5 δισ. ευρώ (πρώην
και νυν πρόεδροι της δημοκρατίας, βουλευτές, συνταξιούχοι βουλευτές, πρώην
πρωθυπουργοί, συνεργάτες βουλευτών, πολιτικοί υπάλληλοι) σ’ έναν προϋπολογισμό που
για ολόκληρη τη χώρα φτάνει τα 81 δισ. ευρώ.

Οι βουλευτές, ως καλά αμειβόμενοι πολίτες για τις υπηρεσίες τους στο έθνος θα
λαμβάνουν «βασικό» μισθό 7.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ για πολλούς από αυτούς το σύνολο
των μηνιαίων αποδοχών τους θα ξεπερνά τις 11.000 ευρώ, τη χρονιά που οι συνταξιούχοι
θα πάρουν αύξηση 15 ευρώ το μήνα. Θα δοθούν γενναιόδωρες αυξήσεις για την άμυνα και
την ασφάλεια του συστήματος, ενώ οι περικοπές σε επιδόματα κατά της φτώχειας θα
φτάσουν το 20%. Η αγορά των αμερικάνικων F16 έναντι ποσού που υπερβαίνει τα 1,6 δισ.
ευρώ (πρόκειται, πράγματι, για τιμή ευκαιρίας), η οποία είχε προαποφασιστεί και
οριστικοποιήθηκε σε ένα ταχύτατο και άμεσο παζάρι μεταξύ του αμερικανού ντίλερ
-πρέσβη και του πρωθυπουργού, είναι μόνο ένα στάδιο του εξοπλιστικού προγράμματος
που έχει αποφασίσει η ελληνική κυβέρνηση, καθώς πάνω από 50 δισ. ευρώ πρόκειται να
σπαταληθούν σε αγορές οπλικών συστημάτων μέσα στα επόμενα 15 χρόνια. Τα ελλείμματα
της ελληνικής οικονομίας μπορεί να παίζουν καταλυτικό ρόλο για την περικοπή
κοινωνικών δαπανών, όμως δεν επηρεάζουν την πρωτιά που εδώ και χρόνια κατέχει η
Ελλάδα μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ, ως ο καλύτερος πελάτης των πολεμικών βιομηχανιών.

Τέλος να σημειώσουμε πως ο προϋπολογισμός, ως γνωστό, αποτελεί μια πρόταση
οικονομικής πολιτικής για την επόμενη χρονιά, αφού τον τελευταίο λόγο για την
εγκυρότητα του θα έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ECOFIN, όπου και θα αποφασιστεί
το κατά πόσο το συγκεκριμένο οικονομικό πλάνο θα καταφέρει την αποτελεσματική μείωση
του ελλείμματος. Αλλιώς η ελληνική κυβέρνηση τιμωρηθεί με την ακύρωση του και θα
υποχρεωθεί να συντάξει νέο, ακόμα πιο ληστρικό σχέδιο. Πρόκειται αναμφίβολα για
σημεία των καιρών, καθώς η έννοια της εθνικής κυριαρχίας διαγράφεται πλήρως από την
πραγματική πολιτική, αφού οι κυβερνήσεις, κυρίως των χωρών της ημιπεριφέρειας και
της περιφέρειας του καπιταλιστικού συστήματος, δεν έχουν πλέον καμία αυτοδυναμία στη
χάραξη οικονομικής πολιτικής, γεγονός που αντανακλάται στο σύνολο της πολιτικής
δραστηριότητας τους.

Εξ άλλου, η όλη πορεία προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στο νέο διεθνοποιημένο
οικονομικό περιβάλλον συνοδεύεται από την ολοκληρωτική εξάρτηση της οικονομικής
λειτουργίας από το καπιταλιστικό κέντρο. Η ελευθερία της οικονομικής ελίτ στην
εκμετάλλευση είναι «φυσικός νόμος». Η φαιδρή επιχειρηματολογία της πολιτικής
εξουσίας για την οικονομική πολιτική που ακολουθεί είναι η εξής γνωστή:
«Δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για πιο ανταγωνιστική οικονομία, βοηθούμε στην αύξηση
των κερδών των επιχειρήσεων, γεγονός που οδηγεί σε νέες επενδύσεις. Αυτές με τη
σειρά τους δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και κατ’ επέκταση σε μείωση της ανεργίας
και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων».

Τέλος επιχειρήματος. Ενός επιχειρήματος που τις ρίζες του μπορούμε να βρούμε στις
πρώτες θεωρίες του φιλελευθερισμού. Εκεί όπου εισάγεται από τον Αdam Smith το
ιδεολογικό κατασκεύασμα του «οικονομικού ανθρώπου» με την «αναλλοίωτη φύση», ο
οποίος ως «καθαρά εγωιστικό ον αναζητά την ικανοποίηση των δικών του συμφερόντων,
μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού με τους άλλους και χωρίς να το επιδιώκει συνειδητά,
συμβάλλει στην ευημερία και την ανάπτυξη όλων των τάξεων». Το κυνήγι του πλούτου και
ο αχαλίνωτος οικονομικός ανταγωνισμός ανάγεται σήμερα από τους ιδεολόγους του νέου
φιλελευθερισμού σε ύστατο αξίωμα για το συμφέρον συνολικά της κοινωνίας, παρ’ όλο
που η ίδια ιστορία συνεχώς το διαψεύδει. Στον σύγχρονο καπιταλισμό, η εντατικοποίηση
του κινήτρου του κέρδους, η άλωση και των τελευταίων σχέσεων κοινωνικής αλληλεγγύης
από την αρχή της ανταγωνιστικότητας, η αγοραιοποίηση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας
επιβάλλεται ως μονόδρομος από την οικονομική και πολιτική ελίτ που μετατρέπει το
σύνολο των κοινωνικών σχέσεων σε υποπροϊόντα της αγοράς, τα οποία και κρίνονται με
βάση την αρχή της αποτελεσματικότητας ως προς το κέρδος που αποφέρουν.

Τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, η ασφάλιση των εργαζομένων χάνουν τον κοινωνικό τους
χαρακτήρα και υπάγονται ολοκληρωτικά στη λογική του ανταγωνισμού και του κέρδους. Οι
κυβερνήσεις αναλαμβάνουν να εισάγουν τις αρχές του φιλελευθερισμού στους παραπάνω
τομείς, να ιδιωτικοποιήσουν τη δημόσια περιουσία, να ανοίξουν το δρόμο για την πλήρη
επικράτηση της αγοράς και να περιφρουρήσουν την πορεία της παγκοσμιοποίησης. Να
περιφρουρήσουν την πορεία καταστροφής της κοινωνίας. Το άνοιγμα της ελληνικής
οικονομίας στη διεθνή αγορά και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, έχει ως αποτέλεσμα
επιχειρήσεις να κλείνουν, νέες να μην ανοίγουν, χιλιάδες άνθρωποι να απολύονται, οι
άνεργοι και οι φτωχοί να αυξάνονται καθημερινά. Η απάντηση είναι πάλι η ίδια:
Περισσότερα μέτρα διευκόλυνσης των επιχειρήσεων, δημιουργία πιο ελκυστικών όρων για
να έρθουν στην Ελλάδα να επενδύσουν. Όλη αυτή η διαδικασία είναι μια ατελείωτη
πορεία συμπίεσης του εργατικού κόστους στο μέγιστο βαθμό και καταστρατήγησης των
εργασιακών δικαιωμάτων ενώ τα νομοσχέδια που προωθούν την πλήρη αγοραιοποίηση της
εργασίας, συντάσσονται και ψηφίζονται το ένα μετά το άλλο στη βουλή.

Νομοσχέδια για την ελαστικοποίηση της εργασίας, για το δικαίωμα του εργοδότη να
απολύει χωρίς περιορισμούς, για την υποχρέωση του εργαζομένου να δουλεύει υπερωρίες
χωρίς να πληρώνεται, για την αποτελεσματική υπονόμευση της όποιας προσπάθειας για
συλλογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων και για αντίσταση στην εργοδοτική ασυδοσία,
για την ενοχοποίηση των εργαζομένων όταν η επιχείρηση «δεν πάει καλά». Στην ίδια
κατεύθυνση της προσέλκυσης κεφαλαίων στην Ελλάδα κινείται και η πολιτική της
«εξυγίανσης» των ΔΕΚΟ και ο συνεπακόλουθος στόχος που είναι η μείωση του
λειτουργικού κόστους των δημόσιων επιχειρήσεων. Με την κατάργηση των συλλογικών
συμβάσεων και τη φιλελευθεροποίηση συνολικά των εργασιακών σχέσεων που προωθεί η
κυβέρνηση, οι δημόσιες επιχειρήσεις θα γίνουν «ανταγωνιστικές» και θα έχουν
μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεπουληθούν σε ιδιώτες. Δεν είναι όμως λίγοι οι αφελείς
που πιστεύουν τα παραμύθια των κυβερνώντων για ποιοτικότερες και φθηνότερες
υπηρεσίες που πρόκειται να φέρει η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και η κατάργηση του
κρατικού μονοπωλίου.

Για εμάς, αναπόφευκτο αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων θα είναι η δημιουργία
ολιγοπωλίων ή και μονοπωλίων, όπου μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις θα συγκεντρώνουν
όλο και περισσότερους τομείς της αγοράς στα χέρια τους μέσω εξαγορών και
συγχωνεύσεων. Το μονοπώλιο είναι το τελικό αποτέλεσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού και
της οικονομίας της ανάπτυξης και όχι η δημιουργία πολλών νέων επιχειρήσεων, όπως
συνηθίζουν να λένε οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Το άνοιγμα μιας χώρας στη διεθνή
αγορά και η όλη πολιτική της προσέλκυσης κεφαλαίων, διαμορφώνει μια νεοαποικιακή
αντίληψη, αφού το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, αργά ή γρήγορα,
θα εξαρτιέται ολοκληρωτικά από μια χούφτα πολυεθνικές. Νομοσχέδια, ρυθμίσεις,
προϋπολογισμοί είναι κομμάτια ενός παζλ όπου το κράτος συνθέτει το νέο οικονομικό
και πολιτικό περιβάλλον που αρμόζει στην εποχή της νεοφιλεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Ένα περιβάλλον όπου το κεφάλαιο απαιτεί και κατακτά τη μέγιστη ελευθερία
συγκέντρωσης, όπου η αγορά έχει τον απόλυτο έλεγχο στη διαμόρφωση τιμών και μισθών,
όπου κάθε θεσμός που στέκεται εμπόδιο στην «εύρυθμη λειτουργία» της αγοράς
ακυρώνεται και κάθε κοινωνικός έλεγχος πάνω στην εργασία καταργείται και
πολεμιέται.

Σ’ ένα σύστημα που ιδεολογικά στηρίζεται στη θεωρία του τέλειου ανταγωνισμού, η
ελευθερία των αγορών προβάλλεται ως θρησκευτικό δόγμα. Για τους υπέρμαχους του
φιλελευθερισμού, η αγορά διέπεται από νόμους απαραβίαστους και ως κυρίαρχο αξίωμα
έχει αυτό της «ισορροπίας». Σύμφωνα με το αξίωμα αυτό «οι αγορές τείνουν από μόνες
τους στην ισορροπία, η οποία αποτελεί την φυσική κατάληξη των διαφόρων διακυμάνσεων
(ο Ρήγκαν μιλούσε για μαγεία της αγοράς) και η θέση της ισορροπίας αντιπροσωπεύει
την αποτελεσματικότερη κατανομή του πλούτου», ενώ κανένας πολιτικός ή κοινωνικός
παράγοντας δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνει. Και για όσους κυρίους καμώνονται πως
αντιμάχονται το νεοφιλελευθερισμό επικαλούμενοι τους κλασικούς οικονομολόγους, να
τους υπενθυμίσουμε πως αυτοί ήταν που εμπνεύστηκαν από τη νευτώνεια φυσική έννοιες
όπως της ισορροπίας, φροντίζοντας να οπλίσουν τον καπιταλισμό από τη νηπιακή του
ηλικία με «καθολικά ισχύοντες νόμους», ικανούς να τον προστατέψουν από τα πυρά όσων
τον αντιπαλεύουν και να διασφαλίσουν την μακροχρόνια επιβίωση του. Η «νευτώνια» φύση
των αγορών είναι ένα κομβικό σημείο της φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας που
εμπνεύστηκαν οι κλασικοί οικονομολόγοι και σήμερα επανέρχεται ως βασική ιδεολογική
συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης, ενώ παράλληλα προσδίδει μια μεσσιανική διάσταση στο
σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού.

Αυτή η «θεία αποκάλυψη» «φωτίζει» και όλους τους πολιτικούς παράγοντες αυτού του
τόπου, τόσο της νυν όσο και της προηγούμενης κυβέρνησης που ακολουθούν τυφλά την
ίδια στρατηγική της απελευθέρωσης της οικονομικής ελίτ από τα βάρη των κοινωνικών
ελέγχων, πολλοί από τους οποίους έχουν επιβληθεί με τους μακροχρόνιους και συχνά
αιματηρούς ταξικούς αγώνες των προλετάριων.

Οικονομική και πολιτική εξουσία ντύνει με «επιστημονικές» θεωρίες την εγκληματική
δραστηριότητα της. ευελπιστώντας στην παθητικοποίηση των κοινωνιών και την παραίτησή
τους από τον αγώνα για μια καλύτερη ζωή. Όμως το σύστημα, όχι μόνο δεν διακατέχεται
από νευτώνειους απαραβίαστους νόμους και κανόνες, όχι μόνο δεν οδεύει προς την
ισορροπία, αλλά χαρακτηρίζεται από την εγγενή τάση να τείνει προς την ανισορροπία.
Αυτό αποδεικνύεται από τις συνεχείς οικονομικές κρίσεις που αποσαρθρώνουν σταδιακά
το σύστημα καθώς και από την πολιτική και κοινωνική κρίση που στις μέρες μας παίρνει
όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, Το χάσμα στην ανισοκατανομή του πλούτου τόσο μεταξύ
καπιταλιστικού κέντρου και περιφερείας όσο και μέσα στο εσωτερικό του «αναπτυγμένου»
βορρά, οι κοινωνικές ανισότητες, η φτώχεια, η περιθωριοποίηση δεν είναι παροδικά
φαινόμενα της πορείας προς την ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης. αλλά προϋποθέσεις
της. Προϋποθέσεις για την ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου, για τη μεγαλύτερη
συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης στα χέρια μιας κοσμοπολίτικης αισχρής
μειοψηφίας. Και αυτός είναι ο μόνος πραγματικός στόχος του σημερινού συστήματος.

Η ανάγκη εισαγωγής ρυθμιστικών παραμέτρων στη διεθνοποιημένη αγορά επισημαίνεται από
αυτούς τους οικονομικούς «παίχτες» και το τμήμα αυτό της πολιτικής ελίτ που
αντιλαμβάνεται πως η αστάθεια, ως χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης
παγκοσμιοποίησης. μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρούς κλυδωνισμούς το καπιταλιστικό
σύστημα, να γεννήσει κρίσεις μη αναστρέψιμες.

Αυτές οι επισημάνσεις ξεκίνησαν μετά την οικονομική κρίση του ‘98 που ανέδειξε πως
οι «ασιατικές τίγρεις» ήταν απλώς χάρτινες. Μια κρίση που, ξεκινώντας από τη
νοτιοανατολική Ασία εξαπλώθηκε σε πολλές χώρες, πλήττοντας με ιδιαίτερη ένταση
οικονομίες της ημιπεριφέρειας και περιφέρειας του καπιταλιστικού συστήματος, και που
η διεθνής επέκταση και η σφοδρότητα της αιφνιδίασε πολλούς από τους παράγοντες της
αγοράς.

Ο φόβος για μια νέα, ακόμη μεγαλύτερης έντασης και έκτασης, κρίση που ενδεχομένως να
πλήξει και το φαινομενικά αλώβητο καπιταλιστικό κέντρο, είναι ο κύριος λόγος που οι
προαναφερόμενοι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες διερευνούν την εισαγωγή
ρυθμίσεων που θα λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλείδες για την αγορά, και θα
επιτρέπουν τη συνέχιση της πορείας προς την παγκοσμιοποίηση του οικονομικού και
πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά την Ελλάδα, η ίδια η ιστορία έχει ήδη αναδείξει
πόσο φαιδρά ήταν τα φληναφήματα της πολιτικής εξουσίας περί ισχυροποίησης της
ελληνικής οικονομίας ύστερα από την είσοδο της στην Ε.Ε., στη ζώνη του ευρώ και το
άνοιγμα της στις διεθνείς αγορές.

Τα τελευταία απομεινάρια μιας ήδη αποσαρθρωμένης παραγωγικής δομής σαρώνονται από
τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, καμιά προοπτική για τη δημιουργία
νέων παραγωγικών δομών δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα – εκτός και αν καταφέρουμε να
ανταγωνιστούμε την Κίνα σε μισθούς, όπως προτρέπουν οι ευρωπαίοι επιχειρηματίες, η
πλασματική ευημερία που για χρόνια βασίστηκε στην κατανάλωση με δανεικά λαμβάνει
τέλος, και το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να χρεώνει τις επόμενες γενιές με το
υπέρογκο δημόσιο χρέος που κάθε χρόνο αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς, λόγω των
υψηλών επιτοκίων με τα οποία οι κυβερνήσεις προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να
συνεχίσουν να δανείζονται.

Κατά την άποψή μας η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή θέση και δεν σεβόμαστε την άποψη που
λέει πως η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ καθιστά δεδομένη την αποφυγή σοβαρών κρίσεων.
Τα δομικά προβλήματα της «εθνικής» οικονομίας σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη
εγγενή τάση του καπιταλιστικού συστήματος προς την ανισορροπία, δημιουργούν ένα καλό
συνδυασμό για μια επικείμενη οικονομική κρίση, την οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε
από ποίους γεωγραφικούς παράλληλους θα ξεκινήσει.

Πλανήτης «Γκουαντανάμο»

Ο βασικότερος φόβος για τους συμμετέχοντες στο σύστημα εντοπίζεται στον «κοινωνικό
παράγοντα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, και την απειλή μιας εκτεταμένης
σύγκρουσης των ελίτ και των ευνοούμενων κοινωνικών τμημάτων με τις πλειοψηφίες που
πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση.

Το βασικότερο «χαρτί» των κυβερνήσεων για τον έλεγχο της κοινωνίας και τη διασφάλιση
της απρόσκοπτης λειτουργίας της αγοράς είναι και θα παραμείνει η καταστολή και ο
διευρυνόμενος κοινωνικός έλεγχος, αφού όπως είχαμε πει στην προηγούμενη προκήρυξη,
μετά το χτύπημα στο υπουργείο Απασχόλησης, ο πολιτικοστρατιωτικός και ο οικονομικός
χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης είναι αδιαχώριστος.

Όσον αφορά το «δημοκρατικό έλλειμμα» για το οποίο γίνεται τελευταία πολύς λόγος, να
πούμε πως όσο πιο αυταρχική είναι μια κυβέρνηση τόσο πιο κατάλληλη θεωρείται για την
επιτυχία του νεοφιλελεύθερου οικονομικού εγχειρήματος και για την αποτελεσματική
διαφύλαξη του πλαισίου της ελεύθερης αγοράς. Διεθνείς μηχανισμοί αστυνόμευσης και
καταστολής, διακρατικές συμφωνίες και συνεργασίες, αντιτρομοκρατικά νομοσχέδια και
ρυθμίσεις, συνθέτουν το νέο περιβάλλον ασφάλειας που προωθείται μέσα από το δόγμα
του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Ενός πολέμου χωρίς σύνορα, εδαφικούς και
εθνικούς διαχωρισμούς, όπου οι πράκτορες μπορούν να δρουν ανεμπόδιστα, ν’ απαγάγουν
όποιον θεωρούν ύποπτο για την ασφάλεια του καθεστώτος. Μέσα σ’ αυτό τον πόλεμο, ο
πλανήτης μετατρέπεται σε ένα τεράστιο Γκουαντανάμο.

Η περίπτωση των απαγωγών των πακιστανών το περασμένο καλοκαίρι, λίγο μετά τις
επιθέσεις των ισλαμιστών στο Λονδίνο, αποδεικνύει πόσο υπάκουο είναι το ελληνικό
κράτος και η κυβέρνηση στις διαταγές των ΗΠΑ όσον αφορά τον «πόλεμο κατά της
τρομοκρατίας» και πόσο ευθυγραμμίζεται πρόθυμα στον τρόπο διεξαγωγής του. Δηλαδή,
παράνομες συλλήψεις, παράνομες κρατήσεις και ανακρίσεις με τη συνδρομή φυσικά των
ελληνικών αρχών ασφαλείας στις αντίστοιχες ξένες μυστικές υπηρεσίες.

Και όταν λέμε παράνομες, εννοούμε διαδικασίες εκτός του αστικού «δικαίου» που οι
ίδιοι διακηρύττουν πως το υπερασπίζονται. Γιατί προφανώς το αστικό «δίκαιο» δεν
επαρκεί πια για την διατήρηση του συστήματος κυριαρχίας που θέλει να επιβάλει η
σύγχρονη εξουσία, ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός. Στον «πόλεμο κατά της
τρομοκρατίας» δεν υπάρχουν όρια, ούτε νομικά εμπόδια, «ανθρώπινα δικαιώματα»,
διεθνείς συμβάσεις και εθνικά συντάγματα.

Αυτά που υποτίθεται πως υπερασπίζουν οι ΗΠΑ και οι «σύμμαχοι» και που διεξάγουν
πολέμους για αυτά, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, καταπατούνται με τον πιο κυνικό
τρόπο. Δεν υπάρχουν πια κατηγορούμενοι ή κρατούμενοι που να απολαμβάνουν κάποια
στοιχειώδη δικαιώματα, υπάρχουν μόνο «παράνομοι μαχητές» ή ύποπτοι άνομοι μαχητές»,
όπως χαρακτηρίζονται οι κρατούμενοι του Γκουαντανάμο, οποίους επιτρέπονται τα
βασανιστήρια και κάθε άλλου είδους κακομεταχείριση. Όπως σε άλλες εποχές, στον β’
παγκόσμιο πόλεμο, στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς, χώρες, η έννοια του
«παρτιζάνου» ή αντάρτη σήμαινε την εξόντωσή του με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς
νομικά εμπόδια και άλλες τέτοιες «λεπτομέρειες».

Ο Έλληνας «κουίσλιγκ» υπουργός Δημόσιας Τάξης, ή καλύτερα υπουργός Ταγμάτων
Ασφαλείας Βουλγαράκης, λέει απροκάλυπτα ψέμματα όταν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει
τέτοιο θέμα. Είναι ενδεικτικό της υποτέλειάς τους ότι, ενώ υπήρχε καταγγελία από τον
περασμένο Ιούλιο και δημοσιοποίηση από μερίδα του ελληνικού τύπου, δημιουργήθηκε
θέμα μόνο επειδή το BBC ασχολήθηκε με αυτό. Και θέλει η εισαγγελία και «ανεξάρτητη
Δικαιοσύνη» να πιστέψουμε ότι δεν υπήρχε δόλος στο γεγονός ότι η καταγγελία έκανε 5
ολόκληρους μήνες να διαβιβαστεί στην αστυνομία.

Τόσο οι απαγωγές όσο και οι, μυστικές για τους λαούς, πτήσεις της CIA με ύποπτους
«παράνομους μαχητές» που έχουν περάσει και από το αεροδρόμιο της Αθήνας, αποδεικνύει
το αίσχος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, και της ελληνικής κυβέρνησης βέβαια, οι οποίες
συνεργάζονται πρόθυμα και υπάκουα στην ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ.

Ούτε για τις πτήσεις της CIA δεν είναι ενημερωμένος ο Βουλγαράκης και η αστυνομία;

Σε αυτή τη χώρα έχουμε συνηθίσει τις κυβερνήσεις – μαριονέτες. Πρόσφατα ο
πρωθυπουργός Καραμανλής δέχτηκε τις εντολές του αμερικανού πρέσβη Τσαρλς Ρις, ο
οποίος. σαν άλλος Πιουριφόι, διέταξε την αγορά των F-16, να παραμείνουν εξοντωτικές
οι καταδίκες των κατηγορουμένων για συμμετοχή της 17Ν, να συλληφθούν και άλλοι
«ύποπτοι» για συμμετοχή στην 17Ν. και να συμμετέχει πιο ενεργά η Ελλάδα στον «πόλεμο
κατά της τρομοκρατίας».

Είμαστε σίγουροι ότι ο πρωθυπουργός είπε σε όλα ΝΑΙ.

Για τα F -16 πάρθηκε ήδη απόφαση να αγοραστούν, αποφασίστηκε η αποστολή 900 Ελλήνων
στρατιωτών στο Αφγανιστάν, ενώ είμαστε σίγουροι ότι οι ποινές στην δίκη της 17Ν θα
παραμείνουν εξοντωτικές και όσον αφορά περαιτέρω συλλήψεις, δεν είμαστε σίγουροι ότι
οι ισχυρισμοί του υπουργού Δημόσιας Τάξης, ότι «χρειάζονται αποδείξεις» θα κρατήσουν
για πολύ. Στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», στοιχεία και αποδείξεις δεν
χρειάζονται.

Δεν είναι καθόλου μακριά η εποχή που θα παραδίδονται ή θα απάγονται από ξένες
μυστικές υπηρεσίες, με την ανοχή και εν γνώση των ελληνικών αρχών ασφαλείας και της
κυβέρνησης, Έλληνες πολίτες όπως ήδη έχει γίνει στην Γερμανία.

Αυτό που εμείς στοχεύουμε ως επαναστάτες δεν είναι η επισήμανση ή η επίλυση των
ακραίων συνιστωσών του καπιταλισμού και του μηχανισμού των αγορών ούτε η πολεμική
εναντίον του νεοφιλελευθερισμού αποκλειστικά. Ούτε ο στόχος μας είναι να
καταδείξουμε ως «εκτροπές» της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» τα φαινόμενα του
πολιτικού ολοκληρωτισμού που επικρατούν στην εποχή μας.

Στόχος μας είναι να αναδεικνύουμε πως η ευθύνη για τη σημερινή δεινή θέση που
εισέρχονται όλο και περισσότερα τμήματα της κοινωνίας, βαραίνει συνολικά το υπάρχον
πολιτικοοικονομικό σύστημα και την εξάλειψη αυτών των δεινών θα την καταφέρουμε αν
ανατρέψουμε το υπάρχον σύστημα στο σύνολό του. Η συστράτευση των αγωνιστών σε
κατευθύνσεις που επιδιώκουν τη βελτίωση και τον «εξανθρωπισμό» του καθεστώτος,
βάζουν περισσότερους φραγμούς στην προοπτική της επανάστασης, του μόνου τρόπου να
πετύχουμε την πραγματική κοινωνική αλλαγή.

Σε μια περίοδο που οι κοινωνικές εκρήξεις των οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένων
θα γίνονται όλο και πιο συχνά με όλο και μεγαλύτερη έκταση και ένταση (η εξέγερση
των αποκλεισμένων στα γαλλικά γκέτο είναι μια προειδοποίηση για τη συσσωρευμένη
κοινωνική ένταση και τις εκρηκτικές διαστάσεις που μπορεί να πάρει η μαζική εκδήλωσή
της), η επαναφορά του επαναστατικού οράματος στο προσκήνιο της ιστορίας γίνεται
επιτακτική προϋπόθεση για την οριστική έξοδο από το φαύλο κύκλο της αδικίας, της
φτώχειας, της κοινωνικής καταστροφής που υπόσχεται το σύστημα του διεθνοποιημένου
καπιταλισμού και της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας».

Να πολεμήσουμε τις εγκληματικές θεωρίες τους που εξωραΐζουν τον κοινωνικό
κανιβαλισμό. που προβάλλουν ως φυσικό νόμο τη δυνάστευση του κοινωνικά αδύνατου από
τον ισχυρό και που η αγκίστρωση της κοινωνίας σε αυτή την αντίληψη, θα έχει ως
συνέπεια ένα γενικευμένο αλληλοφάγωμα των φτωχών, τον εγκλωβισμό του κοινωνικού
πολέμου στη βάση της κοινωνίας, ενώ το ίδιο το σύστημα που ενισχύει τις ανισότητες
θα μένει αλώβητο να συνεχίζει τη λειτουργία του και θα παίζει το ρόλο του διαιτητή
σε έναν κοινωνικό ανταγωνισμό που δικαιώνει την αναγκαιότητα ύπαρξής του. Ο
ανταγωνισμός είναι η αξία των πλουσίων, η αλληλεγγύη είναι η αξία των προλετάριων.

Να πολεμήσουμε τις εγκληματικές πολιτικές καταστολής των αντιστάσεων, που
προωθούνται μέσα από το δόγμα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και που επιβάλουν
με τη βία τη δουλική συνοδοιπορία όλων μας στο καταστροφικό για τις πλειοψηφίες
σχέδιο της οικονομικής και πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Να πολεμήσουμε τους αριβίστες
της πολιτικής, κάθε κομματικής απόχρωσης, που σπεύδουν να αποκηρύξουν και να
καταγγείλουν τον ένοπλο αγώνα και την επαναστατική βία γενικότερα, συμβάλλοντας έτσι
στην δαιμονοποίηση της επαναστατικής προοπτικής και των μεθόδων της και
νομιμοποιώντας το σύστημα να ασκεί ανενόχλητο τη δική του οικονομική και πολιτική
βία. Να περιθωριοποιήσουμε πολιτικά όσους, αποδεχόμενοι το γενικότερο πλαίσιο του
συστήματος, προτείνουν προοπτικές δράσης ανώδυνες για τις εξουσίες και συγχρόνως
προωθούν τη σύγχυση στους αγωνιστές.

Να πολεμήσουμε αυτούς που μας ληστεύουν, να πολεμήσουμε αυτούς που λεηλατούν το
φυσικό πλούτο αυτού του τόπου, αυτούς που ιδιοποιούνται τη δημόσια περιουσία, αυτούς
που πλουτίζουν από το αίμα των προλετάριων. Να πολεμήσουμε για να πάρουμε πίσω αυτά
που μας ανήκουν. Να πάρουμε στα χέρια μας την παραγωγή, να διαμορφώσουμε από τα κάτω
τους όρους της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Να αγοραστούμε για
μια κοινωνία πολιτικής ελευθερίας και οικονομικής ισότητας. Να αγωνιστούμε για την
επανάσταση.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΥΓ.: Η επίθεση εναντίον του υπουργείου Οικονομίας είχε σκοπό να προκαλέσει
αποκλειστικά υλικές ζημιές.

Ακριβώς γιατί ακόμα και τα ξημερώματα, η πλατεία Συντάγματος είναι πολυσύχναστο
σημείο, για σιγουριά πάρθηκαν όχι ένα, αλλά δύο προειδοποιητικά τηλεφωνήματα, τα
οποία ήτανε σαφέστατα όσον αφορά τον τόπο (Φιλελλήνων και Μητροπόλεως) και όσον
αφορά τον στόχο της επίθεσης, το υπουργείο Οικονομίας. Επίσης, επισημάναμε ότι η
έκρηξη θα είναι ισχυρή.

Δεν υπήρξε επίσης καμία παραπλάνηση για την ώρα της έκρηξης. Από το πρώτο τηλεφώνημα
δηλώσαμε 40 λεπτά. Μεσολάβησαν 3-4 λεπτά για το δεύτερο τηλεφώνημα όπου
επαναλαμβανόταν το ίδιο, αν και τότε απέμεναν 36 λεπτά για την ακρίβεια μέχρι την
έκρηξη. Από το δεύτερο τηλεφώνημα υπήρχε καθαρός χρόνος 35 λεπτά, χρόνος αρκετός για
να αποκλειστεί ολόκληρη η περιοχή του Συντάγματος. Η διαφορά των 3-4 λεπτών επ’
ουδενί αποτελεί δόλια παραπλάνηση.

Αντί η αστυνομία να αποκλείσει την περιοχή, πήγαν στο σημείο και έψαχναν για ύποπτα
σακίδια και τσάντες. Και αφού δεν βρήκαν κάτι που να τους μοιάζει ύποπτο, πήγαν στην
Καραγεώργη Σερβίας, στο υπουργείο Οικονομικών.

Την αποκλειστική ευθύνη για τους ελαφρά ευτυχώς τραυματισμένους πολίτες, την έχει η
αμερικανοβρεττανικά εκπαιδευμένη – ελέω και Ολυμπιακών Αγώνων – αστυνομία, η οποία
αποδείχτηκε εγκληματικά ηλίθια και επικίνδυνα ανίκανη στο να κάνει το πιο απλό
πράγμα: να αποκλείσει το δύο φορές δηλωθέν σημείο της τοποθέτησης της βόμβας.

Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα δεν είναι τυφλή και δεν στοχεύει απλούς πολίτες.
Στοχεύει το καθεστώς, τους θεσμούς και αυτούς που το εκπροσωπούν και το
προστατεύουν.

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.